H επανεμφάνιση του Σταύρου Ξαρχάκου στις 15 του περασμένου Σεπτεμβρίου, στο Θέατρο Λυκαβηττού, που θα άνοιγε ξανά τις πόρτες του μετά από πολύ καιρό, μας δίνει την αφορμή για να θυμηθούμε μία άλλη ιστορική συναυλία τού κορυφαίου συνθέτη-τραγουδοποιού, που είχε συμβεί στο κοντινό γήπεδο του Παναθηναϊκού, στην Λεωφόρο Αλεξάνδρας, πριν από 50 χρόνια.
Ήταν Δευτέρα 1η Οκτωβρίου του 1973, όταν ο Σταύρος Ξαρχάκος και οι συνεργάτες του θα εμφανίζονταν στο γεμάτο από κόσμο γήπεδο, σε μια πολύ επιτυχημένη μουσική εκδήλωση, που θα έμενε στην ιστορία ως «Κοντσέρτο ’73».
Η εποχή είναι τεταμένη γενικώς, παράγοντας συνεχώς νέα πολιτικά γεγονότα. Να θυμίσουμε πως βρισκόμαστε στην εποχή της λεγόμενης «φιλελευθεροποίησης» της δικτατορίας, πως έχει ήδη δοθεί γενική πολιτική αμνηστία, πως έχει αρθεί ο στρατιωτικός νόμος (από «την περιοχή της πρωτευούσης»), πως έχει δοθεί «χάρη», στον Αλέκο Παναγούλη, ενώ παραιτείται κιόλας η κυβέρνηση των χουντικών, με την λεγόμενη «πολιτική κυβέρνηση» του Σπύρου Μαρκεζίνη (διορισμένη από τον δικτάτορα και «Πρόεδρο της Δημοκρατίας» Γεώργιο Παπαδόπουλο) να ετοιμάζεται να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας.
Το «έντεχνο» τραγούδι είναι εκείνο που σηκώνει, με άλλα λόγια, μεγάλο μέρος της αντιδικτατορικής διάθεσης, ενώ ένα άλλο μέρος σηκώνουν οπωσδήποτε το θέατρο, ο κινηματογράφος, μα και κάθε άλλη μορφή Τέχνης. Το τραγούδι, όμως, και οι συναυλίες, έχουν άλλη δυναμική. Μπορούν και ξεσηκώνουν τους θεατές, αφού η μουσική δρα πιο άμεσα από κάθε άλλη Τέχνη στον ψυχισμό των ακροατών, οι οποίοι, ως μάζα πλέον, μπορεί να δράσουν ανεξέλεγκτα.
Στο χώρο της ανώτατης παιδείας η αναταραχή παραμένει, με τους φοιτητές να εντείνουν σταδιακά τις κινητοποιήσεις τους, για την κατάργηση ποικίλων χουντικών διαταγμάτων, επιζητώντας βασικά την επιστροφή των στρατευμένων συμφοιτητών τους στις αίθουσες και τα αμφιθέατρα, ενώ, από το εξωτερικό, η βίαιη και αιματηρή ανατροπή της σοσιαλιστικής κυβέρνησης του Salvador Allende στη Χιλή, από τον στρατηγό Augusto Pinochet, στις 11 Σεπτεμβρίου 1973, κάθε άλλο παρά απαρατήρητη περνάει από τα μέσα και τον Τύπο.
Στο χώρο του πολιτισμού η φυσική απουσία του Μίκη Θεοδωράκη από τη χώρα εξισορροπείται κάπως από το γεγονός πως ο ίδιος μιλά σε δημοσιογράφους, με τις συνεντεύξεις του να εμφανίζονται κανονικά σε ελληνικά έντυπα, ενώ το περιοδικό «Ο Ταχυδρόμος» στο τεύχος #1015 (21 Σεπτεμβρίου 1973) κυκλοφορεί με εξώφυλλο-Θεοδωράκη και με λεζάντα «Θα επιστρέψω κι ας με πιάσουν».
Μπορεί οι δίσκοι του Θεοδωράκη να μην διακινούνται στη χώρα, αλλά τα τραγούδια του από «Τα Δεκαοχτώ Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας» (σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου) θα ακούγονταν τελικά στην Πλάκα, στην μπουάτ Zoom, στις 8 Οκτωβρίου (του ’73) από τους Αντώνη Καλογιάννη και Μαρία Δημητριάδη – με την άρση του «στρατιωτικού νόμου» να έχει βοηθήσει αποφασιστικά προς αυτό.
Το «έντεχνο» τραγούδι είναι εκείνο που σηκώνει, με άλλα λόγια, μεγάλο μέρος της αντιδικτατορικής διάθεσης, ενώ ένα άλλο μέρος σηκώνουν οπωσδήποτε το θέατρο, ο κινηματογράφος, μα και κάθε άλλη μορφή Τέχνης. Το τραγούδι, όμως, και οι συναυλίες, έχουν άλλη δυναμική. Μπορούν και ξεσηκώνουν τους θεατές, αφού η μουσική δρα πιο άμεσα από κάθε άλλη Τέχνη στον ψυχισμό των ακροατών, οι οποίοι, ως μάζα πλέον, μπορεί να δράσουν ανεξέλεγκτα.
Αυτό είχε φανεί στη συναυλία του Γιάννη Μαρκόπουλου στο Σπόρτιγκ, που είχε οργανωθεί από την Ένωση Κρητών Φοιτητών στις 15 Μαΐου 1972, με Νίκο Ξυλούρη, Μέμη Σπυράτου, Θέμη Ανδρεάδη και Δάφνη Ζούνη, με τον Ξυλούρη να τραγουδά «Πότε θα κάνη ξαστεριά» και με κάποιες εκατοντάδες φοιτητές να ξεχύνονται στους δρόμους των Πατησίων, μετά το πέρας της συναυλίας, τραγουδώντας την «ξαστεριά» και φωνάζοντας αντιχουντικά συνθήματα.
Ακόμη οι συναυλίες του έντεχνου-θεοδωρακικού συνθέτη Σπύρου Σαμοΐλη είχαν αντιμετωπίσει διάφορα προβλήματα. Μία πρώτη συναυλία είχε συμβεί στο θέατρο Διάνα, την 29η Μαΐου 1972.
Μέχρι τότε δεν υπήρχε λογοκρισία στα live, αλλά πέντε μέρες αργότερα (3 Ιουνίου 1972) το καθεστώς ενεργοποιεί διάταξη βάσει της οποίας τα προγράμματα των συναυλιών θα υπόκειντο, και αυτά, σε έλεγχο. Το αποτέλεσμα ήταν στην επόμενη συναυλία του Σαμοΐλη, στο θέατρο Ρουαγιάλ (31 Ιουλίου 1972), να κοπούν τα δεκατέσσερα από τα είκοσι τραγούδια του προγράμματος, με τον Γιώργο Ζωγράφο να τα ερμηνεύει στη σκηνή, με χειρονομίες, με φωνές και με κραυγές, αφού δεν μπορούσε να τα πει με λόγια.
Στην πέμπτη συναυλία του Σαμοΐλη, τον Μάιο του ’73, το φοιτητικό κίνημα έχει πάρει μπρος για τα καλά. Μια ομάδα φοιτητών φέρνει ένα χαρτί, για να διαβαστεί στην αρχή του live. Το κείμενο είναι της παράνομης Αντι-ΕΦΕΕ, δηλαδή της Αντιδικτατορικής Εθνικής Φοιτητικής Ένωσης Ελλάδος, προβάλλοντας αντιχουντικές θέσεις. Η Ασφάλεια επιχειρεί να διακόψει τη συναυλία. Όμως ο χώρος είναι γεμάτος και η διακοπή όχι εύκολη. Μετά το τέλος οι φοιτητές λένε του Σαμοΐλη να φύγει, για να μην τον συλλάβουν. Τελικά, ο συνθέτης θα συλληφθεί, αλλά η ανάκριση δεν θα μπορέσει να αποδείξει κάτι, αφήνοντάς τον ελεύθερο, χωρίς όμως το δικαίωμα να οργανώσει νέα συναυλία.
Κάπως έτσι είχαν τα πράγματα... και άρα, μέσα σ’ ένα τέτοιο σκηνικό μία συναυλία «έντεχνου» τραγουδιού, στην Αθηνά του ’73, δεν μπορεί παρά να αποκτούσε και άλλα χαρακτηριστικά.
Ο Σταύρος Ξαρχάκος ήταν φυσικά «πρώτο όνομα» στο χώρο, ενώ η παρουσία του, ως συνθέτη, στο έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Το Μεγάλο μας Τσίρκο», που ανεβαίνει στο θέατρο Αθήναιον στις 22 Ιουνίου 1973, από τον θίασο Τζένης Καρέζη-Κώστα Καζάκου, προσδίδει στην περίπτωσή του έντονα αγωνιστικά χαρακτηριστικά. Κοινώς, δεν περνάει απαρατήρητος από τους κρατικούς μηχανισμούς...
Στις 24 Ιουνίου 1973, δύο μέρες μετά την πρεμιέρα στο «Αθήναιον», ο Σταύρος Ξαρχάκος ανακοινώνει σειρά 20 συναυλιών σε επαρχιακές πόλεις, ξεκινώντας με το «Κοντσέρτο ’73» από το γήπεδο του Παναθηναϊκού στις 2 Ιουλίου, έχοντας για ερμηνευτές τους Αντώνη Καλογιάννη, Μαρία Δημητριάδη και Νίκο Ξυλούρη, ενώ μια βδομάδα αργότερα, την 1η Ιουλίου 1973, με νέα ανακοίνωση, οι συναυλίες θα ματαιώνονταν, χωρίς να εξηγηθούν οι λόγοι. Όλοι ψυλλιάζονται τι μπορεί να είχε γίνει...
Τελικά οι συναυλίες θα έπαιρναν νέες ημερομηνίες και θα ορίζονταν για αργότερα, με το «Κοντσέρτο ’73» να μετατίθεται για την 1η Οκτωβρίου (άλλο Ιούλιος ’73, άλλο Οκτώβριος ’73), πάντα στον ίδιο χώρο (στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας), αλλά με μια μικρή διαφορά όσον αφορά στην γυναικεία παρουσία, αφού η Χάρις Αλεξίου θα αντικαθιστούσε, τώρα, την Μαρία Δημητριάδη.
Ο Νίκος Ξυλούρης, που είχε ήδη τραγουδήσει την «Ξαστεριά», συμμετέχοντας και στο «Μεγάλο μας Τσίρκο», ήταν οπωσδήποτε ένα όνομα που είχε συνδεθεί με την αντιδικτατορική διάθεση, ενώ το ίδιο θα λέγαμε και για τον Αντώνη Καλογιάννη, που ήταν ένας γνωστός «θεοδωρακικός» ερμηνευτής. Δίπλα σ’ αυτούς τους δύο θα παρουσιαζόταν, τώρα, η αρκετά νεαρότερη και ανερχόμενη Χάρις Αλεξίου, που είχε γίνει γνωστή, βασικά, μέσα από τις ηχογραφήσεις της με τον Απόστολο Καλδάρα.
Επίσης να πούμε πως επικεφαλής της ορχήστρας θα ήταν ο σολίστας του μπουζουκιού Κώστας Παπαδόπουλος, ενώ θα πρέπει να συμμετείχαν στο γκρουπ και κάποιοι από τους βασικούς συνεργάτες του Σταύρου Ξαρχάκου, εκείνη την εποχή, όπως ήταν ο Τάσος Διακογιώργης στο σαντούρι, ο Σπύρος Μιχαηλίδης στο πιάνο, ο ντράμερ Τάκης Γκοβόστης, ο λυράρης Γιάννης Ξυλούρης (Ψαρογιάννης), αδελφός του Νίκου Ξυλούρη και του Ψαραντώνη κ.ά.
Στη συναυλία –την οποία θα παρακολουθούσαν γύρω στους 25.000 θεατές!– θα ακούγονταν 24 τραγούδια (προφανώς συνθέσεις του Σταύρου Ξαρχάκου), επιλεγμένα από τις διάφορες δουλειές του, που είχαν αγαπηθεί από τον κόσμο όλη την προηγούμενη δεκαετία. Ανάμεσά τους η «Καισαριανή», η «Υπομονή», το «Χάθηκε το φεγγάρι», αποσπάσματα από τα άλμπουμ «Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας» (1969) και «Διόνυσε Καλοκαίρι μας» (1972), όπως και από το θεατρικό «Το Μεγάλο μας Τσίρκο» (που θα γινόταν δίσκος το 1974), μαζί με νεότερα κομμάτια, που κάποια θα παρέμεναν άγνωστα, ενώ κάποια άλλα θα γίνονταν, στο άμεσο μέλλον, «επιτυχίες».
Στα πρώτα συγκαταλέγεται «Το βαθύ και το μεγάλο, το γαλάζιο πέλαγος», σε στίχους Δημήτρη Χριστοδούλου. Όπως μαθαίνουμε από την «επίσημη σελίδα» του Νίκου Ξυλούρη στο facebook τους στίχους του τραγουδιού θα τους έδινε ο συνθέτης στον τραγουδιστή, σε χαρτί, μέσα στο ταξί, που θα τους πήγαινε στο γήπεδο, ενώ στη συνέχεια διαβάζουμε:
«Σε ηχητικό ντοκουμέντο που έχει διασωθεί, πριν ξεκινήσει το τραγούδι, ο Μάνος Κατράκης πληροφορεί το κοινό ότι το τραγούδι συνέθεσε ο Σταύρος Ξαρχάκος, όντας στο Παρίσι, το 1972. Στην αρχή του τραγουδιού παίζουν πιάνο ο συνθέτης και ο συνεργάτης του, Σπύρος Μιχαηλίδης. Στην συνέχεια του τραγουδιού, ο Ξαρχάκος αφήνει το πιάνο και διευθύνει στην ορχήστρα».
Μάλιστα, όπως μας πληροφορεί η Ουρανία Ξυλούρη (σύζυγος του αείμνηστου ερμηνευτή) πάντα μέσα από την «επίσημη σελίδα», η φωτογραφία του Νίκου Ξυλούρη, που υπάρχει στο οπισθόφυλλο του άλμπουμ του «Συλλογή» [EMI / Columbia, 1974] και στην οποία τον βλέπουμε να διαβάζει ένα τραγούδι από χαρτί, προέρχεται από το «Κοντσέρτο ’73».
Ένα άλλο μνημειακό τραγούδι της εποχής ήταν και το «Ήτανε μια φορά» (Σταύρος Ξαρχάκος-Κώστας Φέρρης), με ερμηνευτή τον Νίκο Ξυλούρη φυσικά, από το σάουντρακ του σίριαλ «Οι Έμποροι των Εθνών», που θα άρχιζε να προβάλλεται στο τότε Ε.Ι.Ρ.Τ. στις 3 Οκτωβρίου του 1973 – δύο μόλις μέρες μετά το «Κοντσέρτο ’73». Άραγε να είχε ακουστεί το τραγούδι αυτό στη συναυλία; «Θα μου φαινόταν πολύ περίεργο να είχε τραγουδηθεί» μας είπε ο Κώστας Φέρρης.
Η συναυλία κυλάει ομαλά, ενώ στις κερκίδες επικρατεί μεγάλος ενθουσιασμός, μαζί με αγωνιστική διάθεση. Ο κόσμος φωνάζει συνθήματα υπέρ του Salvador Allende, ζητάει να ακουστεί η «Ξαστεριά» (αλλά αυτό θα ήταν δύσκολο για διαφόρους λόγους και γιατί η συναυλία ήταν του Σταύρου Ξαρχάκου και όχι του Νίκου Ξυλούρη) και κάπως έτσι η εκδήλωση θα όδευε προς το τέλος της – με το πλήθος να βγαίνει στην Λεωφόρο Αλεξάνδρας, τραγουδώντας την «Ξαστεριά» και φωνάζοντας συνθήματα κατά του καθεστώτος και των Αμερικάνων.
Φυσικά θα σημειώνονταν πολλά επεισόδια, και μέχρι της 1 μετά τα μεσάνυχτα θα γινόταν χαμός στα πέριξ, με την αστυνομία να επεμβαίνει δυναμικά, διαλύοντας τους πυρήνες των εξεγερμένων θεατών και επιβάλλοντας, τελικά, την «τάξη».
Για το τι ακριβώς είχε συμβεί στο «Κοντσέρτο ’73» μας πληροφορούν δύο επιστολές αναγνωστών του περιοδικού «Επίκαιρα», που θα δημοσιεύονταν το επόμενο διάστημα. Στην πρώτη απ’ αυτές διαβάζουμε:
«Ήμουν κι εγώ ένας από τους 25.000 τυχερούς, που απήλαυσαν ένα πράγματι θαυμάσιο Σταύρο Ξαρχάκο, στη συναυλία “Κοντσέρτο ’73”. Τα παρατεταμένα μας χειροκροτήματα ήταν η μικρότερη αμοιβή, που μπορούσε να δοθεί για μια υπέροχη δουλειά δέκα χρόνων. Πολλοί, πράγματι, εν χορώ, εζήτησαν την “Ξαστεριά”, αλλά δεν τους έγινε η χάρη για ευνόητους λόγους. Κάποιος σε κάποια στιγμή ησυχίας εφώναξε “Αλλέντε”, αλλά πολλοί έκαναν πως δεν τον άκουσαν... Και αυτό ήταν όλο. Πού είδε ο Τύπος “τα επεισόδια, χωρίς όμως συλλήψεις” ή “τα αντικυβερνητικά και αντιαμερικανικά συνθήματα”; Γιατί εγράφησαν όλα αυτά; Πάντως εδημιούργησαν εντύπωση στο κοινό πράγματι. Μα λίγη αλήθεια δεν βλάπτει...».
O αναγνώστης Γ.Α. στα «Επίκαιρα» [τεύχος #273, 26 Οκτ.-1 Νοε. 1973]
Τρεις εβδομάδες αργότερα θα απαντούσε στον Γ.Α. ένας άλλος αναγνώστης του περιοδικού, που επιβεβαιώνει και τα επεισόδια και όλα τα υπόλοιπα:
«Ο κ. Γ.Α. αναφερόμενος στα της συναυλίας του Ξαρχάκου τελειώνει λέγοντας πως “λίγη αλήθεια δεν βλάπτει”. Και βέβαια κύριέ μου η αλήθεια δεν βλάπτει. Κι εσείς, για να μην δείτε αυτά που συνέβησαν μετά το τέλος της γιορτής αυτής, θα βιαστήκατε να φύγετε – φοβούμενος ίσως το πλήθος των “οργάνων της τάξεως”, που περίμεναν στις εξόδους. Στο διάλειμμα υπήρχε μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων που φώναξε “Αλλέντε” και όχι μόνο ένας, σε κάποια στιγμή ησυχίας, όπως αναφέρετε. Μετά το τέλος, πολύ από το κοινό, κατεβαίνοντας από την Λεωφόρο Αλεξάνδρας, άρχισε να εκφράζει τα αισθήματά του φωνάζοντας “αντικυβερνητικά” και “αντιαμερικανικά” συνθήματα και τραγουδώντας τραγούδια του Θεοδωράκη! Και βέβαια δημιουργήθηκαν επεισόδια μεταξύ νέων και αστυνομικών. Όσο για τις συλλήψεις, αν διαβάζετε ημερήσιο Τύπο, φυσικά θα είδατε πως συνελήφθη μια φοιτήτρια της Ανωτάτης Εμπορικής, που κατηγορείται για περιύβριση αρχής και δικάζεται τον Νοέμβρη».
Ο αναγνώστης Τ.Κ. στα «Επίκαιρα» [τεύχος #276, 16-22 Νοε. 1973]
Το «Κοντσέρτο ’73» του Σταύρου Ξαρχάκου είχε προκαλέσει μεγάλη εντύπωση, ως καλλιτεχνικό και πολιτικό γεγονός, αποτελώντας ένα γενικότερο θέμα συζήτησης, ένα μήνα πριν από τα δραματικά γεγονότα του Πολυτεχνείου.
Έτσι στη γνωστή πλέον συνέντευξη του Μάνου Χατζιδάκι, στον δημοσιογράφο Κώστα Ρεσβάνη, για το περιοδικό «Ο Ταχυδρόμος» [τεύχος #1019, 19 Οκτ. 1973], που είχαμε «χτυπήσει» και αναδείξει το 2014, τίθεται ξανά το θέμα, με τον Μ. Χατζιδάκι να εμφανίζει τις γνωστές του ενστάσεις. Λέμε «γνωστές», γιατί όλη εκείνη η συνέντευξη ήταν γεμάτη από ενστάσεις, όσον αφορά στα πολιτικά ζητήματα της εποχής. Ρωτάει λοιπόν ο δημοσιογράφος, για να απαντήσει μετά ο Μάνος Χατζιδάκις:
— Η επιτυχία της πρόσφατης συναυλίας του Ξαρχάκου θα πρέπει να σας προβλημάτισε, γύρω από το τι θέλει ο κόσμος σήμερα…
— Μπράβο στον Ξαρχάκο. Όμως, εγώ σκέπτομαι πως το μεγάλο κοινό δεν το ελέγχεις, σε ελέγχει. Σας μίλησα για ένα μίνιμουμ ευαισθησίας, που πρέπει να έχει ο δέκτης.
Προφανώς ο Μάνος Χατζιδάκις εννοούσε πως το «Κοντσέρτο ’73» είχε μετασχηματιστεί σε πολιτικό γεγονός από τον πολύ κόσμο, το «μεγάλο κοινό», στο οποίο καταλόγιζε έλλειψη ευαισθησίας.
Συνάδουν, βεβαίως, αυτά και με όλα τα άλλα προκλητικά, που έλεγε στην ίδια συνέντευξη ο Μ. Χατζιδάκις... πως περιφρονούσε τον «πολύ λαό», πως ο ίδιος δεν έκανε «τέχνη για το λαό», πως ήταν εναντίον του «προετοιμασμένου ηρωισμού», πως ο «προετοιμασμένος ήρωας» θα μετατρεπόταν σε «μελλοντικό δυνάστη», πως η λογοκρισία δεν τον έθιγε, γιατί ο ίδιος δεν μιλούσε με συνθήματα και άλλα παρεμφερή.
Σταύρος Ξαρχάκος και Νίκος Ξυλούρης, πάντως, θα συναντιόντουσαν ξανά, «ζωντανά», την Παρασκευή 16 Νοεμβρίου (1973), στις 1:30 το μεσημέρι, στο Πολυτεχνείο, όταν ο Ξαρχάκος θα διηύθυνε αυτοσχέδια χορωδία με τον Νίκο Ξυλούρη στην κεφαλή της, ο οποίος θα τραγουδούσε τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη και φυσικά την «Ξαστεριά».
Φίλοι και Αδέρφια - Νίκος Ξυλούρης