Ξεκίνησε τραγουδώντας Τσιτσάνη, Βαμβακάρη, Παπαϊωάννου και μεγάλους συνθέτες του ελληνικού τραγουδιού όπως ο Σούκας, ο Άκης Πάνου, ο Νικολόπουλος, ο Πολυκανδριώτης, αλλά πέρασε με μεγάλη επιτυχία και στην «απέναντι όχθη» με τον Θοδωρή Μανίκα και τους 667. Ο «άρχοντας» για τους φίλους έχει αφήσει πίσω του αμέτρητα ερωτικά κομμάτια «με πόνο και καημό» και παραμένει μία από τις πιο αξιοπρεπείς μορφές στον χώρο του ελληνικού τραγουδιού. Στους δρόμους της Νέας Κηφισιάς πόζαρε μπροστά από περιπολικά και τροχονόμους και γέλασε με την ψυχή του κάνοντας τον «Μαγκάρετ» σε ένα βορειοπροαστίτικο Χαβάη 5-0.
— Πού έχετε γεννηθεί;
Στο νομό Τρικάλων. Είμαι ο πιο πιτσιρίκος της Τρικαλινής σχολής.
— Και ήταν το όνειρό σας να γίνετε τραγουδιστής από μικρός;
Ήθελα να γίνω τραγουδισταράς, τίποτε άλλο. Μόλις γνώρισα τον σπουδαίο Βασίλη Τσιτσάνη, στα 13 μου, είπα κύριε, αυτό εδώ είναι το σχολείο μου.
— Πώς γνωρίσατε τον Τσιτσάνη;
Στην ιδιαίτερη πατρίδα μας. Είχε έρθει στα Τρίκαλα, στο καφενείο που είχαν τα αδέρφια του. Ήταν τρία αδέρφια και ο μπαρμπα-Χρήστος, ο πατέρας τους, που σου ’φερνε τον καφέ γελαστός, σπουδαίος.
— Και πώς γίνατε τραγουδιστής;
Ε, αφού πήρα τη σύσταση από τον μεγάλο μας Τσιτσάνη, δεν έβλεπα την ώρα να κατέβω στην Αθήνα. Ο πατέρας μου και ο μεγάλος μου αδερφός έπαιζαν ωραία φλογέρα. Η οικογένεια μου όμως, γενικότερα, δεν ήθελε να κάνω αυτό το επάγγελμα, ήθελαν να μάθω μια τέχνη. Με το τραγούδι δεν μπορούσε να ζήσει κάποιος εκείνη την εποχή. Και είδε και αποείδε ο πατέρας μου ότι εγώ δεν αλλάζω με τίποτα, και με άφησε να κατέβω. Θα του ’φευγα, βέβαια, είχα του ’χα φύγει ήδη δυο φορές από το σπίτι, σε ηλικία 11 και 12.
Στην αρχή της καριέρας μου είχα καλό κόσμο γύρω μου που ήταν τραυματισμένος από διάφορα πράγματα. Το μεγάλο του χτύπημα ήταν η φτώχεια, η ταλαιπωρία. Μέχρι το 1980 τριγύρω μου ήταν συνήθως πρόσφυγες... Είχα μια ιδιαίτερη σχέση με αυτούς τους ανθρώπους και αργότερα κατάλαβα ότι τους άρεσε η χροιά μου επειδή κι εγώ είχα σχέση με τη Σμύρνη. Βέβαια, τότε δεν το ήξερα. Δεν ήξερα τι καταγωγή είχα
— Πού είχατε πάει;
Όπου έβρισκα καταφύγιο, με έψαχναν δύο μέρες, τρεις. Το πήρε απόφαση, κι έτσι πήγαμε στον Τσιτσάνη. Βρήκε μια άκρη ένας κοινός φίλος και κλείσαμε ένα ραντεβού, ήταν θυμάμαι Μεγάλη Εβδομάδα, πρέπει να ήταν το ’58-59. Με ψιλοάκουσε εκεί, κάποια ρεφρέν, τρέμοντας εγώ, ένα παιδάκι τώρα τι να τραγουδήσει;
— Πόσο ετών ήσασταν;
Ήμουν 13 χρονών. Μόνο που τον έβλεπα λαχταρούσα να μάθω πώς κάνει αυτό το πράγμα, τι όργανο είναι αυτό που παίζει στη Συννεφιασμένη Κυριακή, αυτή την ρομάντζα που παίζει στην αρχή και άκουγα στο χωριό μου από τα γραμμόφωνα που υπήρχαν σε κάποια καφενεία. Τα τραγούδια του μπορεί να μην τα έπαιζε το κρατικό, αλλά ακούγονταν στα επαρχιακά ραδιόφωνα και στην περιοχή ήταν επιτυχίες. Του τραγούδησα τρέμοντας τα ρεφρέν και μου έδωσε αμέσως, καλοπροαίρετα, συμβουλές. Ήταν ένας άνθρωπος που μου έκανε αμέσως εντύπωση για την απλότητά του, λιγομίλητος. Έπαιζε το μπουζούκι τόσο σωστά, είχα εντυπωσιαστεί από το πώς τοποθετούσε τις νότες όπου χρειαζόταν. Βέβαια, τότε μπορεί να μην τις καταλάβαινα γιατί ήμουν πιτσιρίκος, αλλά μόλις μεγάλωσα και συνέχισα να τον βλέπω στην Αθήνα σε κάποιους χώρους που έπαιζε, καταλάβαινα ότι έχει σύνορα η μουσική και αυτός έκανε το σωστό. Ό,τι έπαιζε ο Βασίλης ο Τσιτσάνης πάνω σε ένα τραγούδι, αυτό έπρεπε να γίνεται. Όταν ήρθα στην Αθήνα ήμουν πολύ μικρός για να κάνω δισκογραφία ή να ξενυχτήσω, έπρεπε να κάνω κάποιες άλλες δουλειές, να μεγαλώσω, να περάσει και το φανταριλίκι...
— Τι δουλειές κάνατε;
Δούλευα σαν εργάτης. Οικοδομή ή μπογιατζίδικο, ή σε ένα εργοστάσιο στα Μεσόγεια που έβγαζε τσίπουρο. Μετά το στρατιωτικό άρχισα σιγά-σιγά να ψάχνομαι. Έμενα στον Άγιο Αρτέμιο, ήταν η πρώτη μου συνοικία στην Αθήνα. Γνώρισα έναν μπουζουξή που έκανε και δεύτερη δουλειά, ήταν ταρίφας, τον Μελέτη τον Τσερόπουλο, με τον οποίο κάναμε παρέα. Έπαιζε μπουζουκάκι αυτός, είχα πάρει κι εγώ μια κιθαρούλα και κατεβαίναμε σιγά στο μπαράκι των Σεπών να ψιλογνωριστούμε με διάφορους άλλους του επαγγέλματος. Η πρώτη μου δουλειά ήταν σε ένα κέντρο στην Ιερά Οδό. Η φίρμα εκείνη την εποχή ήταν ο Οδυσσέας ο Μοσχονάς. Ήμουν πολύ τσάκαλος στο ρεπερτόριο και σιγά-σιγά, από εκεί είχα μάθει στο τσάκα-τσάκα 300 τραγούδια απ’ έξω. Αλλά το καλό ρεπερτόριο, τα καλά τραγούδια, και προχωρούσα στα τριτοδεύτερα μαγαζιά σαν πρώτο όνομα. Τα πολύ βαρβάτα μαγαζιά της νύχτας, καμιά φορά τα λέω και πολύ σκληρά, γιατί τελείωναν στις 9 το πρωί. Δεν τα πολυπήγαινα, παρότι είχα τη δύναμη και το χρώμα της φωνής κι αυτά που τραγουδούσα με έκαναν να ανήκω εκεί. Μου άρεσε πολύ να βρίσκομαι σε ταβέρνες, με δύο τρία οργανάκια. Και έτσι ξεκίνησα να τραγουδάω, μέσα στην οικογένεια σε μικρά παιδάκια. Εκεί όμως για να περάσεις ως τραγουδιστής θα έπρεπε να έχεις αισθήματα, βιώματα, θα έπρεπε να έχεις ζήσει κάποιες καταστάσεις. Μπαίνανε και κάποιοι σόλο μπελαλήδες, σηκώνονταν πάνω να χορέψουν και τα μικρά παιδάκια παίζανε στην πίστα και έλεγα τώρα θα σας φτιάξω. Μόλις έβλεπα ότι σηκώνονταν οι μπελαλήδες άρχιζα εγώ τα ελαφριά, δρόμο αυτοί, δεν την έβρισκαν με τέτοια τραγούδια, ήταν οι μάγκες του τεκέ. Μόλις έφευγαν, τραγουδούσα το «Αντιλαλούν οι φύλακες» και χόρευε ο ωραίος κόσμος, όλοι μαζί και τα παιδάκια. Στην αρχή της καριέρας μου είχα καλό κόσμο γύρω μου που ήταν τραυματισμένος από διάφορα πράγματα. Το μεγάλο του χτύπημα ήταν η φτώχεια, η ταλαιπωρία. Μέχρι το 1980 τριγύρω μου ήταν συνήθως πρόσφυγες, και τους ρώταγα «από πού είστε παιδιά;». Ήταν άνθρωποι από τη νέα Σμύρνη, από την Καλογρέζα, από τη Νέα Ιωνία, από τα Ταμπούρια, από το Σχιστό. Όλο προσφυγογειτονιές. Που λες, είχα μια ιδιαίτερη σχέση με αυτούς τους ανθρώπους και αργότερα κατάλαβα ότι τους άρεσε η χροιά μου επειδή κι εγώ είχα σχέση με τη Σμύρνη. Βέβαια, τότε δεν το ήξερα. Δεν ήξερα τι καταγωγή είχα, γεννήθηκα στα Τρίκαλα, αλλά ο παππούς μου πέθανε 29 χρονών, τον πατέρα μου τον άφησε στη κοιλιά. Οι πληροφορίες έλεγαν όμως ότι ότι είχε έρθει από τη Σμύρνη. Πήγα κάποια στιγμή να βρω χαρτιά, αλλά δεν τα κατάφερα , είχαν καεί στην καταστροφή. Σημασία έχει ότι εκείνος ο κόσμος άκουγε αυτά τα τραγούδια, με καταλάβαινε και τους άρεσα. Η ταλαιπωρία και η φτώχια ήταν και για μένα η ζωή μου τότε. Τον πρώτο καιρό κοιμόμουν στα παγκάκια. Έβγαινα στην πλατεία Κοτζιά με ένα ζεμπίλι, με ένα σκεπάρνι, και περίμενα να περάσει κάποιος εργολάβος να με πάρει για να βγάζω πρόκες. Ήμασταν ένα σωρό παιδιά κάθε πρωί, εργατοπάζαρα. Τώρα δεν υπάρχει κάτι τέτοιο. Εμείς δεν είχαμε και να φάμε. Θυμάμαι έναν γέρο να φωνάζει απέναντι «Φτιάξε μου ένα γλυκύ βραστό στο χοντρό», ήμουν τότε 17 χρονών και σκεφτόμουν «Πώπω, στον χοντρό τον επίνει». Εγώ δεν είχα ούτε για καφέ.
— Δίσκο πότε κάνατε για πρώτη φορά;
Ο δίσκος που με γνώρισε για πρώτη φορά το πλατύ κοινό είναι αυτός με τον Σούκα, «Εσύ μιλάς στην καρδιά μου», αλλά είχα κάνει κι έναν δίσκο το ’67 που δεν τον ξέρει κανείς. Ένα μικρό δισκάκι, εγώ ήμουν από τη μια πλευρά και από την άλλη κάποιος άλλος. Δεν θυμάμαι ποιος ήτανε! Κι ήταν ένα τραγούδι που δεν θυμάμαι πια ούτε τον τίτλο του. Το 1979 είχα ξεκινήσει να γράφω τραγούδια με τον Βασίλη Βασιλειάδη, είχαμε κάνει μια εξάδα σπουδαία τραγούδια, τα οποία δεν τα έχει τραγουδήσει κανείς, είναι ακόμα στο συρτάρι του. Έτυχε όμως εκείνο το καλοκαίρι να τραγουδάω με την Άννα Χρυσάφη κι εκείνη επέμενε να πάω να βρω τον Σούκα, τον Ρεπάνη, τον Μουσαφίρη, τον Βασιλειάδη. Μου το έλεγε κάθε βράδυ και στο τέλος συναντήθηκα με τον Τάκη τον Σούκα. Για δεύτερη φορά, τέσσερα χρόνια πριν είχαμε ξανασυναντηθεί και είχαμε μιλήσει για κομμάτια, αλλά κάτι είχε γίνει και στο επόμενο ραντεβού τον έστησα και δεν πήγα. Έτσι προέκυψε ο πρώτος μου δίσκος με με δώδεκα υπέροχα τραγούδια. «Εσύ μιλάς στην καρδιά μου» ο τίτλος. Όταν είχε γίνει ο σεισμός το ’81 τραγουδούσα στα Ξημερώματα με τον Λάκη Αλεξάνδρου και ο Τάκης πήγαινε για τη Φαντασία απ’ ό,τι θυμάμαι. Δούλευε εκεί και δεν πρόλαβε να φτάσει, πήγε μέχρι τους Στύλους (του Ολυμπίου Διος) και γύρισε πίσω. Που λες, η γυναίκα του Τάκη, η κυρία Νίτσα, ένα χρόνο πριν μας έλεγε «αν συμβεί κάτι, ένας σεισμός, μια καταστροφή, θα σμίξουμε όλοι στο Γαλάτσι, σε ένα νταμάρι στα Τουρκοβούνια». Και μόλις έγινε ο σεισμός το πρώτο που σκέφτηκα ήταν «αμάν, πρέπει να πάω εκεί που μας είχε πει η κυρία Νίτσα». Και φεύγω από τα Ξημερώματα και σιγά σιγά πάω εκεί με τα πόδια. Τους βρήκα όλους μαζεμένους στην αλάνα οικογενειακώς, εγώ ήμουν μόνος μου, μαγκούφης. Κάποια στιγμή πήγε τρεις τη νύχτα, ηρεμήσαμε και μου λέει ο Τάκης «πάμε να φτιάξουμε κανένα τραγούδι». Εγώ φοβόμουν. «Βρε πάμε», μου λέει. Μη τον βλέπετε έτσι, έχει ψυχή, δεν είναι τυχαίο που έχει γράψει τέτοια τραγούδια. Και πάμε στο σπίτι του και του λέω Τάκη είμαι πολύ καλός σε κάτι ρυθμούς, όπως είναι «Του κόσμου τον περίγυρο», τραγουδούσα πολύ Άκη Πάνου. Αυτά που έχει πει ο Στράτος και έτσι. «Α, τέτοια μου λέει, τέτοιο θες;». Ψάχνει σε μια στοίβα με φύλλα χαρτιού και πάνω-πάνω πιάνει ένα που στίχος έλεγε «μην με κοιτάς με μάτια που κλαίνε, μη με φιλάς με χείλη που καίνε» και μου λέει αυτό είναι το τραγούδι. Και το τελείωσε τάκα τάκα. Μετά από αυτόν τον δίσκο που αγαπήθηκε πολύ άρχισα να τραγουδάω σε άλλους χώρους.
— Ήρθατε κάποια στιγμή σε δύσκολη θέση και είπατε ότι θα τα παρατήσετε;
Ε, βέβαια. Ήταν τότε με την Άννα Χρυσάφη, το ’79, που είπα ότι θα το αφήσω το τραγούδι και θα φύγω για την Γερμανία, αφού δεν είχα καταφέρει τίποτα. Είχα και κάτι ξαδερφάκια εκεί. Γνωστός έγινα στα 35 μου, δεν μου πήγαιναν καλά τα πράγματα, δεν κουνούσα και εγώ τα χέρια καλά, είχα και το διάολο με τα μπαρμπούτια, ε, πώς θα έβλεπα προκοπή; Άμα τα πέντε δεν γίνονται δέκα, δεν κάνεις τίποτα. Το ’82 κράτησα για πρώτη φορά λεφτά στα χέρια μου. Αφού πήγα 35 χρονών, 36. Δεν ήταν πολλά λεφτά αυτά, βέβαια, τότε, αλλά τριγύρω μου υπήρχε κόσμος που τα έφερνε δύσκολα. Όσα βγάζαμε, τα μοιραζόμασταν για κάνα δύο χρόνια. Υπήρχαν άνθρωποι τριγύρω μου που με πιστεύανε. Έκαναν ένα μεροκάματο και μου δίνανε το μισό για να τη βγάλουμε. Υπήρχαν άνθρωποι που μου έκαναν δώρο ένα κοστούμι. Υπήρξε κοπέλα που μου έφερε όλες τις οικονομίες της και μου είπε «Πάρ’ τα θα τα χρειαστείς και εγώ θα δικαιωθώ που πιστεύω για σένα». Χωρίς να υπάρχει κάποιος λόγος ιδιαίτερος. Δεν ήταν δεσμός. Αλλά και εγώ, όταν η τσέπη μου είδε λεφτούλια, φέρθηκα ανάλογα.
— Τι ρόλο έχει παίξει ο έρωτας στη ζωή σας;
Σαν νέος γνώρισα κι εγώ αρκετές κοπέλες και σπουδαίες κοπέλες, οι περισσότερες ήταν εκτός δουλειάς, σαφώς εγώ δεν ήμουν έτοιμος και δεν έγινε κάτι δυνατό και φύγανε έτσι κάποια χρόνια. Τη γυναίκα μου τη γνώρισα σε ένα μαγαζί με μια φιλενάδα της.
— Αν σας ρωτήσει κάποιος για το πιο ερωτικό κομμάτι που έχετε πει, μπορείτε να βρείτε ένα;
Ένα τραγούδι που με έχει πειράξει πολύ είναι ο «Τελευταίος πυρετός» του Άκη Πάνου.
Λένε πως είναι μια γυναίκα της δεκάρας
ή της δραχμής (όταν κανένας γελαστεί),
μα εγώ της είπα της καρδιάς της φουκαριάρας
να τη φωλιάσει στη γωνιά την πιο ζεστή.
Είναι το τίποτα μα εγώ την αγαπάω
και δε λογάριασα την κρίση κανενός,
μου λένε "κοίτα!" και την πλάτη μου γυρνάω,
να μείνει δίπλα μου, να μείνω ζωντανός.
Το’ χα πει αυτό το τραγούδι μια και έξω και μου λέει ο Άκης «δεν με νοιάζει, τα άλλα πες τα όπως θέλεις, αυτό πρέπει οπωσδήποτε να πεις καλά».
— Τι σας δίνει δύναμη;
Το καλό τραγούδι, αυτό είναι το φιλέτο μου. Κάθε βράδυ. Αν δεν εργάζομαι, θα κοιμηθώ μια δύο ώρες και θα ξυπνήσω το απόγευμα και μετά θα ακούσω καλό τραγούδι όλη τη νύχτα.
— Ο μεγαλύτερός σας φόβος ποιος είναι;
Ο θάνατος, ο κερατάς. Και ποιος δεν τον φοβάται ρε παιδιά; Και μακάρι να φύγουμε ανώδυνα. Όταν έρχεται ένας πόνος, εκεί είμαστε όλοι καλοί άνθρωποι.
— Το τραγούδι μπορεί να σε κάνει καλύτερο άνθρωπο;
Νομίζω ναι. Γιατί σου δίνει δύναμη νομίζω, σε ανεβάζει.
— Πώς βλέπετε αυτό που συμβαίνει γύρω μας κύριε Μαργαρίτη;
Πιστεύω ότι έχουμε δύο Ελλάδες. Δεν συμφέρει κανέναν ο ένας να έχει να φάει και να μην έχει να φάει ο άλλος. Επίσης, η ανεργία είναι το χειρότερο πράγμα. Την έζησα στο πετσί μου πολλά χρόνια. Μιλάμε για μια πενταετία. Πιστεύω οι νέοι θα την βρούνε την άκρη. Γι’ αυτούς που στενοχωριέμαι πιο πολύ είναι οι γέροι. Αυτοί χρειάζονται πρώτα-πρώτα φροντίδα. Αν δεις έναν νεαρό να κλαίει δεν θα πολυστενοχωρηθείς γιατί αντέχει, αν δεις όμως έναν γέρο να κλαίει, εκεί θα ραγίσει όποιος και να είναι. Γι’ αυτό, τους γέροντες και τα μάτια μας.
— Τι σας έχει διδάξει η ζωή όλα αυτά τα χρόνια;
Επειδή είμαι μιας άλλης γενιάς άνθρωπος, με έχει διδάξει να έχουμε υπομονή, καλοσύνη για το διπλανό μας, αλληλοβοήθεια ο ένας με τον άλλον. Χρειάζεται αυτή τη στιγμή. Όταν είμαστε νέοι βγάζουμε κάποιες κακίες και μετά περνούν τα χρόνια και αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε ότι το κακό πουθενά δεν ωφελεί. Σε κάνουν και οι καταστάσεις, αλλά ο σκοπός είναι να μπορείς να του αντισταθείς. Όταν γεννιόμαστε είμαστε όλοι το ίδιο. Γεννιέται κακό κανένα παιδί;
Καμιά φορά κάνω παρέα με έναν μαθηματικό, με τον οποίο παίζουμε τάβλι μαζί και όταν έρχεται η ώρα να ρίξει περιμένει και το σκέφτεται. Να το μελετήσουμε, μου λέει. Τι να μελετήσεις ρε, του λέω, καταντήσαμε έτσι επειδή εμπιστευτήκαμε σε μαθηματικούς τα παιδιά μας. Ακόμα σκέφτεσαι;
— Κύριε Μαργαρίτη θέλετε να μας πείτε κάτι πριν κλείσουμε;
Εμένα είναι τέτοια η πάστα μου που δεν έλεγα ελάτε να με ακούσετε. Την κουβέντα αυτή δεν μπορούσα να την πω με τίποτα. Ήταν σαν να έλεγα έλα να σου πάρω τα χρήματα. Με ρωτούσαν πού τραγουδάς και έλεγα δεν τραγουδάω. Γιατί σκεφτόμουν ότι όποτε του περισσέψουν λίγα και θέλει να με βρει, θα με βρει.
— Σας ευχαριστούμε πολύ.
Κι εγώ, πολύ.