Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΗΤΑΝ sold out μέρες πριν από την Παρασκευή 24 Νοεμβρίου. Έστω και μικρή επαφή αν είχε κανείς με τον συναυλιακό κόσμο της Μαρίας Παπαγεωργίου, ερχόταν στο θέατρο υποψιασμένος ότι δεν θα παρακολουθήσει ένα τυπικό αφιέρωμα. Όποιος ήρθε ανυποψίαστος το έμαθε για τα καλά. Υποψιασμένοι και ανυποψίαστοι τελικά έφυγαν με την ίδια λυτρωτική συγκίνηση.
Η Παπαγεωργίου μέσα στη δεκαπενταετή πορεία της εξελίχθηκε σε μία από τις πιο ενδιαφέρουσες και σημαντικές φωνές του παρόντος ελληνικού τραγουδιού. Δεν περιμέναμε το αφιέρωμά της στον Θάνο Μικρούτσικο για να το διαπιστώσουμε, αλλά αυτή η παράσταση φώτισε με τον πιο εμφατικό τρόπο την περίοδο καλλιτεχνικής ωριμότητας που διανύει, έχοντας βρει «τον ήχο της».
Συχνά οι αφιερωματικές συναυλίες είναι ανούσια μνημόσυνα με τετριμμένες ενορχηστρώσεις και συμμετέχοντες στη λογική «πάμε να βγάλουμε την υποχρέωση, να πάρουμε τα λεφτά και να φύγουμε». Εδώ τα πράγματα ήταν αλλιώς. Είχαν τη βαθιά χειρονομία της τιμής απέναντι σε έναν άνθρωπο που προσέφερε με την ψυχή του στον ελληνικό πολιτισμό.
Η πρώτη της επαφή με τους μεγάλους συνθέτες έγινε με τον μεγαλύτερο. Τον Μίκη Θεοδωράκη. Έφτιαξε την «Αλληλογραφία», ένα άλμπουμ με διασκευές τραγουδιών του σπουδαίου συνθέτη που της έδωσε –εν ζωή ακόμα– λευκή επιταγή και βαριά παρακαταθήκη. Αργότερα συμμετείχε στο αφιέρωμα που ετοίμασε η Τάνια Τσανακλίδου για τον Γιάννη Σπανό στο Ηρώδειο. Παράλληλα, δουλεύει το προσωπικό της έργο, τις συναυλίες και τις συμμετοχές της σε προτάσεις άλλων, όπως οι επιτυχημένες διασκευές του Monsieur Minimal στο καθαγιασμένο «Υπάρχω» και το «Σ' αναζητώ».
Ο χρόνος δεν της έδωσε την ευκαιρία να συνεργαστεί με τον Θάνο Μικρούτσικο όπως με τον Μίκη Θεοδωράκη, δηλαδή με τη συμβολή, τη γνώμη και την καθοδήγησή του. Η διάθεση υπήρχε, αλλά ο θάνατος ήταν πιο βιαστικός. Η πρόταση, όμως, από την οικογένειά του ήταν ιδανική αφορμή.
«17 ταπεινά ρέκβιεμ για το μέλλον» ήταν ο τίτλος της παράστασης [εμπνευσμένος από τον τίτλο του τραγουδιού στον δίσκο «Εμπάργκο» (1982) με στίχους του Άλκη Αλκαίου] και πραγματικά η κάθε λέξη είχε το νόημά της. Η αγορά απεχθάνεται τις βαριές –σκοτεινές– λέξεις, αλλά η τέχνη τις αγκαλιάζει, όπως οφείλει, και με όλο το φάσμα του ανθρώπινου αισθήματος.
Η συνολικότερη ιδιοσυγκρασιακή παρουσία της στο τραγούδι δεν την καθιστά και το πιο εύκολα διαχειρίσιμο εργαλείο για έναν συνθέτη ώστε να πει τα τραγούδια του. Άλλωστε δεν θα μάθουμε ποτέ, αν γινόταν αυτή η συνεργασία, πού και πώς θα κατέληγε. Αυτό που είδαμε όμως δεν άφησε περιθώριο αμφιβολίας.
Κάτι παραπάνω από μιάμιση ώρα έκστασης, ποιότητας, ουσίας, πολιτικής θέσης και συναισθημάτων. Η πρωτίστως ηθική προσέγγιση απέναντι σε ένα τεράστιο έργο έδωσε και τον βασικό τόνο του αφιερώματος.
Ακούσαμε ηχητικά με τη φωνή του, τον Κώστα Θωμαΐδη να διαβάζει ένα γράμμα του προς τον (δάσκαλο, όπως έχει δηλώσει ο συνθέτης) ποιητή Γιάννη Ρίτσο, τη φωνή της Τάνιας Τσανακλίδου να ερμηνεύει α καπέλα τον «Μικρόκοσμο», τη σύζυγό του, Μαρία Παπαγιάννη, να διαβάζει ένα σημείωμα για τον δικό της άνθρωπο... Κάποια στιγμή, απρόσμενα, ακούστηκε μια δυνατή γυναικεία φωνή να τραγουδάει από τον εξώστη το «Όσοι δεν τα παράτησαν» και απλά να χάνεται... Σαν φωνή από τις κάτω θάλασσες. Ήταν η ηθοποιός Κέλλη Ανταμπούφη-Δούμου, μάθαμε αργότερα. Κανένας από αυτούς δεν ανέβηκε στη σκηνή, αλλά ήταν όλοι εκεί. Η οικογένειά του, ο Θύμιος Παπαδόπουλος, η Ρίτα Αντωνοπούλου, ο Γιάννης Μηλιός. Άνθρωποι που περπάτησαν μαζί του, φανερά συγκινημένοι. Το πειρατικό σύμπαν του Θάνου έγινε για ένα βράδυ ο ναυαγιστής του Ολύμπια.
Κάποια κουπλέ που χάσαμε –λόγω υψηλής έντασης της μπάντας– δεν ήταν τόσο σημαντικά μπροστά σε όλα τα άλλα που κερδίσαμε. «Το κορίτσι αυτό είναι ψυχωμένο», μου είπε κάποια στιγμή η στιχουργός και δημοσιογράφος Φωτεινή Λαμπρίδη που έτυχε να κάθεται δίπλα μου.
Η συμβολή της ομάδας που δούλεψε για να γίνει αυτό το αφιέρωμα ήταν καθοριστική στην επιτυχία του. Σε αυτούς τους επαγγελματίες μουσικούς, που λειτούργησαν περισσότερο ως συγκρότημα παρά ως μονάδες, και με τις ενορχηστρώσεις του Ευριπίδη Ζεμενίδη, αξίζουν συγχαρητήρια. Αλλά και το κοινό λειτούργησε ως ένα ακόμη μέλος, ενθουσιώδες από τη αρχή μέχρι το τέλος. Τους καταχειροκρότησε με γενναιοδωρία.
Ο κόσμος του Θάνου Μικρούτσικου δεν είναι ίδιος, ούτε καν παρόμοιος, με τον κόσμο της Μαρίας Παπαγεωργίου. Άλλες αφετηρίες, άλλες διαδρομές, άλλες εποχές, άλλος τρόπος, άλλη απεύθυνση. Υπάρχει όμως κάτι που μπόρεσε και συνέδεσε αυτούς τους δύο κόσμους.
Το πάθος για έναν καλύτερο κόσμο μέσα από την τέχνη. Μπορεί να ακούγεται κλισέ γενικολογία, αλλά στην περίπτωσή μας είναι και πραγματικότητα.
Η γενιά της Μαρίας Παπαγεωργίου αντιλαμβάνεται αλλιώς το πολιτικό τραγούδι από το πώς το αντιλαμβάνεται η γενιά του Θάνου Μικρούτσικου. Όπως άλλωστε η γενιά της κρίσης αντιλαμβάνεται τον κόσμο αλλιώς από τη γενιά του Πολυτεχνείου. Παρ' όλα αυτά, η γενιά της κρίσης και η γενιά του Πολυτεχνείου τραγούδησαν μαζί «Είναι ένας άνθρωπος που τον 'μποδίζουν να βαδίζει» και «Αυτούς τους έχω βαρεθεί».
Συχνά οι αφιερωματικές συναυλίες είναι ανούσια μνημόσυνα με τετριμμένες ενορχηστρώσεις και συμμετέχοντες στη λογική «πάμε να βγάλουμε την υποχρέωση, να πάρουμε τα λεφτά και να φύγουμε». Εδώ τα πράγματα ήταν αλλιώς. Είχαν τη βαθιά χειρονομία της τιμής απέναντι σε έναν άνθρωπο που προσέφερε με την ψυχή του στον ελληνικό πολιτισμό. Ο σεβασμός με τον οποίο αντιμετώπισε η Παπαγεωργίου το έργο του Μικρούτσικου ήταν ένα μάθημα ηθικής και αισθητικής για όποιον θέλει να αναμετρηθεί με κάτι που έχει καταγραφεί με μεγάλο όγκο στην ιστορία. Η ερμηνεύτρια με αυτήν την παράσταση έδωσε και ένα στίγμα βαρύτητας σε μια καλλιτεχνική γενιά που συχνά συγχέει την ιστορία με το story.
Τα απανωτά στοιχήματα που κέρδισε τής άνοιξαν έναν καινούργιο δρόμο. Αισθητικό, ρεπερτοριακό, σκηνικό και εν τέλει καλλιτεχνικό. Η αναμέτρηση με τα τραγούδια του Μικρούτσικου, ειδικά τα λιγότερο γνωστά, που ακούστηκαν σε ακροβατική ισορροπία με τις επιτυχίες, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ήταν ένα αφιέρωμα χωρίς τη «Ρόζα», το «Πάντα Γελαστοί», τον «Άμλετ της Σελήνης», το «Η αγάπη είναι ζάλη», αλλά με τη «Ρόζα Λούξεμπουργκ», τη «Γαμμαγραφία», το «Ψηλά στα παράθυρα», το «Χαρούμενο τραγούδι για τη Σύλβια Πλάθ», τους «Γερόντους» και το απρόσμενο «Σκαλιά από ύπνο και αστέρια».
Ένας φόρος τιμής με «Θεσσαλονίκη», «Δίκοπη ζωή», «Καραντί», «Τους έχω βαρεθεί» και το «Ερωτικό» που τραγούδησε μαζί με το κατάμεστο θέατρο. Είχε κι άλλα μέχρι να έρθει στο τέλος μια νέα ανάγνωση στο κομμάτι με το οποίο είχε ταυτιστεί ο Μικρούτσικος περισσότερο από κάθε άλλο, το «7 νάνοι στο s/s Cyrenia». Παρότι νάνοι, τελειώνοντας την έκαναν να μοιάζει γίγαντας.
Η πίπα του Θάνου κάπνισε ξανά και τώρα κάπου μακριά, ίσως στις ακτές της βόρειας Ισπανίας ή της Νότιας Αφρικής τη χτυπάει ανάποδα στο τασάκι, για να την καθαρίσει από τα καμένα οράματα.