Το “12 τραγούδια για αρκούδες” είναι το πρώτο σόλο άλµπουµ του Filtig µε καινούριες συνθέσεις εδώ και 3 χρόνια και µετά από µια ηλεκτροακουστική συνεργασία µε την Μαρίζα Κωχ, µια σειρά online κυκλοφοριών µε το ντουέτο ΦΥΤΑ και ένα άλµπουµ ως µέλος του φεµινιστικού σχήµατος Τα Τρωκτικά. Η συλλογή αυτών των κοµµατιών είναι µια προσπάθεια για τη δηµιουργία ενός ελληνόφωνου ερωτικού gay δίσκου, στα χνάρια των Magnetic Fields και των Hidden Cameras και στίχους που αναφέρονται σε µια αναπολογητική επιθυµία µεταξύ δυο ανδρών. Με Τα «12 τραγούδια για αρκούδες» ο Filtig έρχεται να καλύψει µε έναν τρόπο αυτό το κενό, σκιαγραφώντας συγχρόνως ένα ενδιαφέρον gay subculture, αυτό των αρκούδων, µια σκηνή που στα ’90s αµφισβήτησε τα αντρικά πρότυπα οµορφιάς όπως επιβάλονταν από το gay press της εποχής και κατάφερε την σεξουαλικοποίηση ενός διαφορετικού σώµατος, χοντρού και τριχωτού, µακριά από την φαντασίωση του απολλώνιου σµιλευµένου ‘αντικειµενικά’ όµορφου. Στα τραγούδια αυτά ο Filtig µιλάει για τα σώµατα και την επιθυµία µε µια σχεδόν παιδική αφέλεια, απενοχοποιώντας σε ένα παιχνίδι ήχων και εικόνων το ταµπού της σεξουαλικότητας.
Σαν κόνσεπτ νομίζω πως η απενοχοποίηση των σεξουαλικών στίχων είναι καίρια σ' αυτο το άλμπουμ. Για μένα το σεξ στο μεγαλύτερο κομμάτι του είναι ένα παιχνίδι, έχει μια αφέλεια. Σαν πράξη είναι αρκετά αστεία. Πιστεύω επίσης πως όλο το σεξ είναι κάπως πάντα έκφραση μιας ρομαντικής διάθεσης, ακόμα και το πιο ωμό – αν όχι πρωτίστως το πιο ωμό!
—Πες μου για σένα. Ποιος είσαι; Γιατί γράφεις τραγούδια;
Είμαι ο Filtig, τι να σου πω παραπάνω, το αγαπημένο μου χρώμα είναι το κίτρινο και είμαι δίδυμος στο ζώδιο. Μουσική έγραφα από πάντα, αλλά τραγούδια με στίχους γράφω σχετικά πρόσφατα. Μου φαίνεται ο καλύτερος τρόπος να εκφράζω κάτι που έχω στο μυαλό μου. Δε νομίζω πως θα μπορούσα να γράφω ποίηση, γιατί σκέφτομαι πιο συναισθητικά, οπότε ο συνδυασμός μουσικής και στίχων εκφράζει καλύτερα αυτά που έχω μέσα μου, λέξεις και μη λέξεις. Βασικά, τώρα, δε σου είπα και καμιά εξυπνάδα, αλλά οκ, χεχε.
—Πού έχεις μεγαλώσει; Τι θυμάσαι από τα παιδικά σου χρόνια;
Γεννήθηκα στην Αθήνα, αλλά μεγάλωσα στη Βέροια μέχρι τα 18, πριν φύγω για Λονδίνο για να σπουδάσω σινεμά. Τα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα με πάρα πολλή μουσική στο τέρμα και αγαπημένους φίλους τους οποίους ακόμα έχω, αλλά την πόλη τη μισούσαμε. Θέλαμε να την κάψουμε και να την καταστρέψουμε, κάναμε σχέδια κάτι σαββατοκύριακα, ωραία ήταν. Θυμάμαι πως μας άρεσε Μεγάλη Παρασκευή να περπατάμε και να τρώμε προκλητικά γύρους με κρέατα και μας κοιτούσαν περίεργα και εμείς χαιρόμασταν. Μάλλον κάπως έτσι επιβεβαιωνόταν το ότι δεν ανήκαμε εκεί και αυτό μας ήταν σημαντικό. Μερικές φορές όταν αυτά που κάνω είναι λίγο επιτηδευμένα αιρετικά, πιστεύω πως έχει να κάνει μ’ αυτό κάπως, η ταυτότητα μου βασίστηκε στο να ενοχλώ. Τελευταία όμως το δουλεύω και δεν είμαι τόσο κακό παιδί.
—Γιατί έγραψες τραγούδια για bears;
Από μικρός αγαπούσα τα αρκουδάκια και μεγαλύτερος τα άλλα αρκουδάκια (το ακριβές πέρασμα από το ένα χόμπι στο άλλο δεν το θυμάμαι, σίγουρα εφάπτονται), οπότε έχω μια 30χρονη εμπειρία στο θέμα. Για όσους δεν γνωρίζουν να πω πως το subculture των gay bears είναι μια σκηνή που ξεκινάει στην Αμερική στα ’90s αμφισβητώντας τα mainstream αντρικά πρότυπα ομορφιάς όπως επιβάλλονταν από το gay press της εποχής και προτείνοντας αντ’ αυτού την σεξουαλικοποίηση ενός διαφορετικού σώματος, χοντρού, τριχωτού, “ατελούς”. Η σκηνή φυσικά έχει πολλές περιπλοκότητες και έχει περάσει διάφορα κύματα μέχρι σήμερα, η πολιτική σημασία της έχει σίγουρα φθίνει, όμως τη θεωρώ ιστορικά ενδιαφέρουσα περίπτωση. Πάντως ναι, θεωρώ πως μπορείς να γράψεις τα καλύτερα τραγούδια για τα πράγματα που ξέρεις και αγαπάς περισσότερο. Δεν είμαι της υπαρξιακής τραγουδοποιίας, νομίζω πως έχουν γραφτεί αρκετά γενικόλογα τραγούδια για τον άνθρωπο, δεν πιστεύω πως έχω κάτι να προσθέσω σ’ αυτό. Η τραγουδοποιία με θεματική τις αρκούδες, απ’ την άλλη, πιστεύω πως έχει ακόμα τεράστιο (wink wink) χώρο ανάπτυξης!
—Πες μου μερικά πράγματα για τα Τραγούδια για Αρκούδες. Τι περιέχει ο δίσκος; Πόσο αυτοβιογραφικά είναι τα τραγούδια;
Είναι ένας δίσκος που φέρνει διαφορετικά κομμάτια της ταυτότητας μου κοντά, πράγματα που αγαπώ προσωπικά, αλλά δε θα περίμενε κανείς να τα έβρισκε μαζί, βασικά ούτε εγώ ο ίδιος πίστευα πως μπορούσα να φέρω μαζί. Από τη μία μια ερωτική, σεξουαλική θεματική για ένα συγκεκριμένο gay subculture, από την άλλη μια μουσική πότε ηλεκτρονική τύπου Plaid ή Björk μεσαίας περιόδου κι άλλοτε πιο χαζοκαμπαρεδιάρικη, αλλά πάντα παιχνιδιάρικη. Είναι ο πρώτος σόλο δίσκος που κάνω μετά από μια σειρά από συνεργατικά πρότζεκτς (ΦΥΤΑ, Τα Τρωκτικά, Κασσετίνα, ένα δίσκο με τη Μαρίζα Κωχ), οπότε και διάλεξα μια προσωπική θεματική. Βέβαια συμμετέχουν πολλοί μουσικοί απ’ την οικογένεια της Φυτίνης και να πω εδώ πως το άλμπουμ δε θα έβγαινε χωρίς τη βοήθεια του φίλου μου και συνθέτη Αλέξανδρου Δρόσου. Σαν κόνσεπτ νομίζω πως η απενοχοποίηση των σεξουαλικών στίχων είναι καίρια σ’ αυτο το άλμπουμ. Για μένα το σεξ στο μεγαλύτερο κομμάτι του είναι ένα παιχνίδι, έχει μια αφέλεια. Σαν πράξη είναι αρκετά αστεία. Πιστεύω επίσης πως όλο το σεξ είναι κάπως πάντα έκφραση μιας ρομαντικής διάθεσης, ακόμα και το πιο ωμό – αν όχι πρωτίστως το πιο ωμό! Ελπίζω αυτή η διάθεση να βγαίνει κι απ’ το δίσκο. Όσο για το άλλο που ρώτησες, τα τραγούδια είναι όντως βασισμένα σε συγκεκριμένους ανθρώπους, σχέσεις και one night stands που είχα, αλλά κάπως φουσκωμένα, οκ για να γίνεται και πιο πικάντικη η αφήγηση.
—Θα μου σχολιάσεις σύντομα για το τι μιλάει το κάθε κομμάτι;
Όλα;! ΟΚ! Το Πατούσες έχει να κάνει με τον τρόπο που βγαίνουν σιγά-σιγά τα τελευταία χρόνια οι αρκούδες σε μια πιο δημόσια θέα. Η Μονογαμική Αρκούδα μιλάει για το πόσο ετεροκανονικές είναι οι σημερινές αρκούδες και καλεί μια να κάνει polyamory. Γενικά αυτή η πρόσφατη γκέι κανονικότητα με έχει εκνευρίσει αρκετά. Όχι ότι η queer κοινότητα είναι χωρίς προβλήματα, αλλά ε, όχι και να ασχολούμαστε τώρα με γάμους, έλεος. Η φίλη μου η Αναστασία που είναι straight ρώτησε τον μπαμπά της “μήπως να παντρευτώ;” κι αυτός της απάντησε “γιατί, gay είσαι;”… To Αρκούδα-Σίφουνας είναι για ένα φλερτ μου που έχει αυτόματο αμάξι και τρέχει πάντα στην Αθήνα πολύ γρήγορα και ενώ είμαι μέσα στο αμάξι κάπως νιώθω σαν να πηγαίνει τόσο γρήγορα που δεν είμαι. Η Μάχη των Πετραλώνων είναι για το φαινόμενο των lumbersexuals στα Πετράλωνα. Ειδικά αυτός ο Μπάμπουρας δεν παίζεται, σκέτο bear porn, αλλά προφανώς είναι look but don’t touch. Στο Λιχουδιές η ‘αντίφαση’ μεταξύ στίχων και μουσικής φτάνει στο πιο έντονο σημείο, καθώς είναι το πιο παιδικό κομμάτι ηχητικά, που όμως μιλάει για έντονες σεξουαλικές εμπειρίες. Πολύ απλά, στη συγκεκριμένη περίπτωση οι λιχουδιές είναι τα χύσια. Επίσης το θέμα σεξ και φαγητό και οι πιθανοί συνδυασμοί γύρω απ’ αυτό είναι ένα θέμα που θα ήθελα να συζητιέται περισσότερο, αλλά μάλλον αυτό είναι δικό μου πρόβλημα γιατί είναι ένα φετίχ που φαίνεται να μην αφορά πολλούς ανθρώπους. Εμένα κατ’ εξοχήν μου άρεσε να ρίχνω φαγητό πάνω μου και όταν είχα δει την performance artist Bobby Baker από την Αγγλία να το κάνει αυτό 60 χρονών είχα πάθει σοκ. Το Αρκούδες International Express μιλάει για τα GPS apps, που στην αρκουδίστικη μορφή τους σου δείχνουν και κόσμο από χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά που μπορεί να σου πει “γεια, είσαι πολύ όμορφος”, αλλά ρεαλιστικά δε θα γνωριστείτε ποτέ. Γενικά το bear culture επειδή είναι πολύ μικρό, είναι αρκετά νομαδικό, οπότε έχει μια κάποια μελαγχολία. Το DILF μιλάει για τις ηλικιακές διαφορές στις σχέσεις και τα ταμπού της ιδέας του daddy, brother κλπ. Νομίζω πως είναι το κομμάτι που οι στίχοι του μπορεί όντως να σοκάρουν κάποιους. Το Διδαρκτουρικό είναι για τον αγαπημένο μου Παναγιώτη που όλο διαβάζει. Γενικά οι ακαδημαϊκές αρκούδες δεν είναι πολύ συχνές, αλλά αν τις πετύχεις, σχεδόν πάντα το παρακάνουν.
Το MachoBear77 σίγουρα διάφοροι θα το έχουν δει ως χαρακτήρα, είναι αφιερωμένο σε όλους αυτούς τους ελληνορθόδοξους γκέι με χρυσά σταυρουδάκια, ουφ! Συχνά βέβαια είναι από λαϊκά στρώματα, οπότε αν τους κάνεις κριτική ξέρεις πως έχεις ταξικό προνόμιο, είναι κάπως περίπλοκο. Το Η Αρκούδα που Έλεγε Όχι είναι ένα απλό τραγούδι για την απόρριψη, όλοι έχουμε βρεθεί και θήτες και αποδέκτες. Να πω εδώ πως δεν ήταν για το δημοψηφισματικό Όχι… χεχεχε, αλλά αν κάποιος το σκεφτεί έτσι δεν έχω πρόβλημα. Γενικά, προφανώς όποια ανάγνωση διαφορετική σε όποιο κομμάτι είναι καλοδεχόυμενη, ελπίζω να εννοείται αυτό. Το Αρκούδες στο Διάστημα είναι το αμιγώς ρομαντικό κομμάτι του δίσκου και το Λούτρινο είναι μια διασκευή στο 1920s jazz κομμάτι “Paper Doll” στο οποίο ο αφηγητής τραγουδάει πως προτιμάει μια χάρτινη κούκλα αντί για μια αληθινή κοπέλα, ε και μου φάνηκε κάπως παραπλήσιο με το λούτρινο και ανθρώπινο αρκούδι. Βασικά η μεγαλύτερη σχέση που είχα είναι με ένα λούτρινο από το 2002, 13 χρόνια, πάμε για γάμο.
—Στο δελτίο τύπου αναφέρεσαι σε εμβληματικά σχήματα όπως οι Hidden Cameras και οι Magnetic Fields. Με ποιον τρόπο σε έχουν επηρεάσει;
Καλά, το 69 Love Songs των Magnetic Fields δεν παίζεται, τι να λέμε, φανταστικό έργο. Οι Hidden Cameras βεβαια στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν ακόμα μεγαλύτερη επιρροή. Όταν πρωτοάκουσα αυτά τα γλυκά folk κομμάτια με από πάνω στίχους για golden showers και fisting είπα “ναι, αυτό είναι!”. Διάβαζα και τα reviews στο pitchfork και κάτι άλλα blogs που δυσκολεύονταν με τις θεματικές (κρυπτο-ομοφοβία στο φουλ) και περνούσα αρκετά καλά. Ήταν μάλιστα μια περίοδος που όλοι ασχολούνταν με την Peaches και αυτή τη σκηνή με τα λίγο πρώτου επιπέδου σεξουαλικά λόγια που τα βαριόμουν κάπως, οπότε ο τρόπος των Hidden Cameras μ’ αρεσε πολύ. Τώρα που το σκέφτομαι και οι Hidden Cameras και η Peaches είναι από Καναδά αλλά μένουν Βερολίνο. Ενδιαφέρουσα σύμπτωση.
—Πες μου και για το artwork του δίσκου.
Είμαι πάρα πολύ χαρούμενος με το artwork, τόσο της online κυκλοφορίας, όσο και του CD. Για το download/bandcamp η φίλη μου Fokzaret έφτιαξε μια σειρά από υπέροχα αρκουδο-κόμικς, από τις πρώτες ελληνικές bear art εικόνες και σίγουρα οι αγαπημένες μου, είναι ερωτικές, ευαίσθητες και αστείες συγχρόνως. Για τη σούπερ περιορισμένων αντιτύπων έκδοση σε CD, φτιάξαμε μαζί με τον Jan Grosskreutz κεφάλια αρκουδο-puppets μέσα στα οποία θα μπαίνει το δισκάκι. Δεν έχω δει ποτέ κάτι αντίστοιχο, οπότε όταν μου το πρότεινε ο Jan, πέταξα απ’ τη χαρά μου. Θα βγει σε δυο διαφορετικές εκδοχες: γκριζομάλλης και πιο σκουρος, πολυ λιγα αντίτυπα και τα δυο, όποιος προλάβει. Δεν ξέρω ακριβώς πότε θα είναι έτοιμες, θέλουν άπειρη δουλειά στο χέρι, ευελπιστώ ότι από το Σεπτέμβρη θα μπορεί κανείς να τις παραγγείλει.
—Διάβασα στο facebook μια ιστορία που έγραψες για την Κυριακή του δημοψηφίσματος. Θέλεις να μου τη διηγηθείς;
Ήρθα αρχές Ιουλίου στην Ελλάδα και συνέπεσε με το δημοψήφισμα. Γενικά το δημοψήφισμα με δυσκόλεψε πολύ, διότι ενώ είναι ξεκάθαρο πως συμβολικά το ναι είναι κάτι που δεν μπορώ να στηρίξω σαν ταξική τοποθέτηση, το όχι έχει έναν τεράστιο εθνικισμό από πίσω του τελείως «ανάντεχτο» και συμπράξεις αριστεράς με ακροδεξιά που μου προκαλούν εμετό. Και ενώ έβλεπα τα κτήνη τους δημοσιογράφους να κάνουν αυτά που ’κάναν στην τηλεόραση, συγχρόνως και το facebook μου γέμιζε με πολωμένη απαισιότητα, ξερολίαση και φανατισμό. Τα ισάξια προβληματικά terms “φασίστας” και “φιλελές” δίναν και παίρναν, να μη συζητήσω για το “γερμανοτσολιάς”, εικόνες της Κωνσταντοπούλου με το κεφάλι της Κοσιώνη κλπ, γενικά αισθανόμουν πως είχα φτάσει στο όριό μου. Στο τέλος απείχα, επιστρέφοντας και στις αναρχικές μου βάσεις, με αποτέλεσμα να μου τη λένε λίγο απ’ όλες τις μεριές. Πήγα λοιπόν στην πόλη στην οποία ψηφίζω, αλλά αντί να πάρω μέρος στη δημοκρατική διαδικασία, αποφάσισα να το δω πιο ψυχαναλυτικά το όλο θέμα και να κανονίσω σεξ με έναν ντόπιο, κάτι που δεν είχα κάνει ποτέ. Δεν είχαμε χώρο, εγώ επισκέπτης, αυτός ντουλάπα, οπότε πήγαμε κάπου πάνω σε ένα λόφο με τ’ αμάξι δίπλα στο δρόμο, ανάμεσα σε κάτι άθλια χωριά. Έκρυβε το πρόσωπό του κάθε φορά που ένα αυτοκίνητο περνούσε, παρά το ότι ήμασταν αρκετά μακριά από το δρόμο και ήταν και τέρμα σκοτάδι. Είχα ξεχάσει την αθάνατη δολοφονική ελληνική επαρχία, αλλά είδα όλο αυτό και τη θυμήθηκα και τον αγκάλιαζα κάθε φορά που κρυβόταν. Λίγο μετά μου είπε ότι πρέπει να δουλεύει μέρα και νύχτα αυτή την εποχή γιατί τα τελευταία τρία χρόνια δεν έχει καθόλου λεφτά και είναι καλή περίοδος γιατί τα ροδάκινα είναι έτοιμα για συγκομιδή. Ήξερα για τα ροδάκινα από τα φτωχότερα παιδιά στο σχολείο μου, ήταν αυτό που έκαναν κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών. Εγώ μικροαστός, οπότε δεν έπρεπε να δουλεύω το καλοκαίρι. Ήταν λίγο σα να βλέπω όλα τα προνόμιά μου να παρελαύνουν μπροστά μου, αλλά και σα να ζω τις αντιφάσεις του μνημονίου στο πετσί μου. Στο τέλος, όταν χύναμε στο ένδοξο σιχαμένο ελληνικό έδαφος, ένιωθα πως δυο σώματα λέγανε άντε γαμήσου σε όλα: στα μέτρα λιτότητας, στο δημοψήφισμα, στην παράδοση, στην ΕΕ που έχει γίνει φρούριο γύρω από το οποίο πεθαίνουν χιλιάδες πρόσφυγες, στους εθνικιστές υποστηρικτές του όχι με τις ελληνικές σημαίες, στην ομοκανονικότητα, στην άνοδο της δεξιάς και το μετα-ιδεολογικό συνονθύλευμα που είναι τόσο η Ελλάδα όσο και η Ευρώπη το 2015.
—Πόσο δύσκολο είναι να είσαι small town boy στην Ελλάδα του 2015;
Γενικά είναι αρκετά σκατά αν είσαι κάπως διαφορετικός με οποιονδήποτε τρόπο, αν και με το internet είναι αρκετά πιο εύκολο να τη βρεις την άκρη σου απ’ ό,τι όταν μεγάλωνα εγώ. Στην επαρχία μπορείς να δεις την ελληνική μάτσο σαπίλα σε μια αρκετά δύσκολη μορφή της: αυτή που είναι μασκαρεμένη ως το γενικότερο common sense. Διότι συχνά δε βρίσκεται ούτε στατιστικά κάποιος να πάρει το μέρος σου όταν φρικάρεις με κάποια καγκουριά που ακούγεται. Αυτή η συνθήκη σου μαθαίνει να είσαι αμυντικός και προσεκτικός, αν δε σε καταπιεί τελείως. Από την άλλη, δεν ξέρω, τι να σου πω, δε θα ήθελα να είμαι από την Αθήνα. Οι Αθηναίοι μερικές φορές έχουν ένα ύφος “τα έχουμε δει όλα” το οποίο από τη μια δεν ξέρω καν από που προέρχεται γιατί εντάξει σιγά τη μεγαλούπολη, ήρθε και τρεις φορές ο Robert Wilson και χέστηκε η Φατμέ στο Γενί Τζαμί, από την άλλη δημιουργεί όλη αυτή την ανούσια αρνητικότητα και κριτική στα πάντα που έχουν κάτι διαφορετικό να προτείνουν (π.χ. η ιστορία με τον Λάνθιμο που οι ταινίες του είναι δήθεν κλεμμένες σύμφωνα με έλληνες ψαγμένους σινεφίλ, μη χέσω). Η ξερολίαση είναι γενικά ένα μαλακισμένο χαρακτηριστικό του Έλληνα, αλλά στην Αθήνα (ειδικά των βόρειων προαστίων ή τη χιπστερική) παίρνει άλλα μεγέθη.
—Είναι πιο εύκολο ή πιο δύσκολο να κάνεις τις εμπειρίες σου τραγούδια; Έχει σχέση με το πόσο θέλεις να εκτεθείς;
Αν το σκεφτεί κανείς είναι λογικό και αναμενόμενο να κάνεις τις εμπειρίες σου, το βίωμά σου (που είναι και ο όρος που συχνά χρησιμοποιείται στις queer κοινότητες), τραγούδια, ταινίες, τέχνη, γιατί μπήκες μέσα σ’ αυτές τις εμπειρίες, άρα θα τα πεις καλά. Δεν μπορούσα ποτέ να καταλάβω γιατί ο Αλμοδοβάρ, ένας cis άντρας, σκιαγραφεί όπως λένε τις γυναίκες καλύτερα από οποιον/α/δήποτε, θα προτιμούσα μια γυναίκα να το κάνει αυτό. Αλλά είναι και αρκετά δύσκολο να μιλήσεις για πολύ δικά σου θέματα ανοιχτά, ναι. Εγώ ας πούμε είμαι 37 χρονών και από τα 20-τόσο είμαι out, αλλά μόλις τώρα αισθάνθηκα έτοιμος να φτιάξω τραγούδια στα ελληνικά που έχουν τόσο πολλή προσωπική έκθεση και πάλι φοβάμαι κάπως μην πληγωθώ από αντιδράσεις. Ναι, είναι περίεργη η προσωπική έκθεση σε τέτοιο βαθμό. Ίσως αυτός είναι ένας λόγος που δεν κυκλοφορούν και τόσα προσωπικά ερωτικά τραγούδια, σίγουρα όχι στην Ελλάδα.
—Τι σημαίνει σοβαρό ερωτικό τραγούδι; Και γιατί δεν γράφονται συχνά πια «σοβαρά» καψουροτράγούδα; Είναι (μόνο) λούμπεν υπόθεση ο έρωτας;
Χμμμ, δύσκολη ερώτηση. Νομίζω πως ο έρωτας όπως τραγουδιέται στα καψουροτράγουδα του στυλ αχ με παρατησες και τι θα κανω, δεν μπορω να κάνω χριστούγεννα χωρίς εσένα, έφυγες και χάθηκε το πάτωμα και λοιπά είναι χιλιοειπωμένο θέμα, τόσο από τους λούμπεν που λες όσο και από τους σοβαρούς. Για την ακρίβεια, το λούμπεν είναι μάλλον λίγο καλύτερο, αν δούμε ας πούμε το σκυλοπόπ, είναι πιο πολλά αυτά που συζητιούνται γύρω από τον έρωτα απ’ ό,τι αλλού. Το “τί κάνω μόνη μου μες στο σαλόνι μου” π.χ. είναι μια θεματική αρκετά ενδιαφέρουσα για μια τόσο mainstream τραγουδίστρια. Βέβαια, και πάλι αυτή η μιζέρια η ελληνική που βλέπει την ερωτική υπόθεση σαν αφορμή για κλάμα είναι παντού και πάντα παρούσα με έναν τρόπο. Τελευταία, σιγά-σιγά κάτι εμφανίζεται, δειλά βήματα, ο The Boy ας πούμε σίγουρα μιλάει με σεξουαλικές θεματικές πιο ευθέως και ωμά, όμως αυτό που εμένα δε μου ταιριάζει είναι πως το γαμήσι στον The Boy φαίνεται να είναι συνήθως μια κάπως σκοτεινή υπόθεση σε μια αποξενωτική μητρόπολη, δεν είναι ακριβώς απελευθερωμένο, ούτε παιχνιδιάρικο και αφελές, όπως το βλέπω εγώ. Κάποιοι νέοι queer τραγουδοποιοί όπως ο Alex C και η Πράσινη Λεσβία μιλάνε για το σεξ με τρόπο που μ’ αρέσει.
—Γιατί δεν γράφονται στην Ελλάδα ξεκάθαρα gay τραγούδια; Δεν υπάρχουν άραγε gay καλλιτέχνες;
Μεγάλη κουβέντα ανοίγεις. Η Ελλάδα είναι μια βαθιά ομοφοβική χώρα, οπότε οι εκάστοτε gay καλλιτέχνες νιώθουν φαντάζομαι κάπως εκτεθειμένοι. Δε θεωρώ πως πρέπει να απαιτούμε από τους καλλιτέχνες να είναι πιο out από την υπόλοιπη κοινωνία, αυτό θα ήταν άδικο. Πέφτουν όλοι να φάνε κάποιον αν κάνει το outing στα 30 και στα 40. Δε συμφωνώ μ’ αυτό. Όταν, δε, είσαι και πολύ αδερφίζων, στην Ελλάδα κινδυνεύεις κιόλας. Ο Alex C που προανέφερα παίρνει συνέχεια hatemail. Τρομακτικού επιπέδου, που του λένε να πεθάνει και ότι τους πούστηδες πρέπει να τους εκτελούμε όπως στη Ρωσία και τέτοια. Οπότε δεν μπορώ μέσα σ’ αυτη την τερατώδη συνθήκη να έχω την απαίτηση να γράφονται πολλά γκέι τραγούδια. Αλλά ισχύει πως υπάρχει ένα κενό τελικά και απ’ την άλλη ένας ατέλειωτος σωρός τραγουδιών για την ετεροφυλόφιλη επιθυμία. Στα ελληνικά είναι ελάχιστα τα αμιγώς gay albums, μετρημένα κυριολεκτικά στα δυο χέρια και ναι, θα ήθελα να υπάρχουν περισσότερα. Και πίσω απ’ αυτά ακόμα, μπορεί να ακούσεις αποκαρδιωτικές ιστορίες, όπως το ότι ο Χατζιδάκις είχε πει πως διάλεξε τα λιγότερο “ξεκάθαρα ομοφυλοφιλικά” ποιήματα του Χριστιανόπουλου για τα Τραγούδια της Αμαρτίας και προτίμησε έναν ετεροφυλόφιλο να τα τραγουδήσει και πως η Ντόρα Μπακοπούλου δήλωσε “και οι δυο συντελεστές του δίσκου είμαστε ετεροφυλόφιλοι” και ότι υποχώρησε λόγω αδυναμίας στον Χατζιδάκι για να πει τα τραγούδια, αλλά ο Χατζιδάκις δε φαίνεται να αντέδρασε πάνω στη δήλωση. Φίλοι μου που βγάζαν στα 90s το πρωτοποριακό gay περιοδικό ‘Ο Πόθος’ μου στείλαν μια συνέντευξη του Χριστιανόπουλου που μιλάει γι’ αυτά. Υπάρχει εσωτερικευμένη ομοφοβία συτους δημιουργικούς χώρους? Μάλλον ως ενα σημείο ισχύει κι αυτό και σίγουρα ο Χατζιδάκις ήταν αρκετά καλύτερη περίπτωση από καλλιτέχνες του σήμερα που δε θα ονοματίσω. Νομίζω πάντως πως υπάρχει και ένα γενικότερο πρόβλημα μιας σοβαροφάνειας στην Ελλάδα που αποτρέπει τους σοβαρούς μουσικούς να μιλάνε όχι μόνο για το σεξ, αλλά και για την καθημερινή ελληνική εμπειρία συνολικότερα. Ένας φίλος μου μού είπε κάποτε πως θεωρεί πως οι ελληνικές trash βιντεοκασσέτες του 80 είναι ό,τι καλύτερο έχουμε σε σκιαγράφηση της εποχής εκείνης. Και αν κανείς σκεφτεί τον “σοβαρό κινηματογράφο” της εποχής, το καταλαβαίνει αυτό. Για κάποιο λόγο οι Έλληνες σοβαροί δημιουργοί νιώθουν την ανάγκη να φτιάχνουν επικά αριστουργήματα που μιλάνε για μεγάλα υπαρξιακά προβλήματα όλης της ανθρωπότητας. Πάντα ψάχνουν το ενωτικό και υπερβατικό, παρά το ιδιαίτερο και διαφορετικό. Δε νομίζω πως μπορεί να σε πάρουν πολύ στα σοβαρά στην Ελλάδα όταν γράφεις ένα άλμπουμ για αρκούδες. Ευτυχώς, εμένα αυτό το ζήτημα της σοβαρότητας δε με ενδιαφέρει διόλου. Με επηρεάζει πολύ περισσότερο το ελληνικό trash από ό,τι σοβαροί τραγουδοποιοί, αφού το trash είναι συχνά πιο απελευθερωμένο και ατόφια εκκεντρικό.
—Τα τελευταία χρόνια νέοι δημιουργοί (στιχουργοί, συνθέτες) έχουν δημιουργήσει άτυπα ένα «κίνημα» και νέο-λαϊκά gay icons όπως η Μποφίλιου, κανείς όμως δεν αναφέρεται στην gay πλευρά των στίχων τους. Μπορεί να υπάρξει λαϊκό gay τραγούδι ή gay pop στην Ελλάδα;
Τα gay icons, οι στιγμές στην ποπ κουλτούρα που αφήνουν χώρο για το camp, αποτέλεσαν σημείο αναφοράς για την ιστορία της gay χειραφέτησης/απελευθέρωσης (από την Judy Garland ως την Μαντόνα και από την Βιουγιουκλάκη ως την Βίσση), αλλά νομίζω πως άλλο είναι το gay icon κι άλλο ένα πιο δυνατό queer project, που πάει κάπως παραπέρα από μια εμφάνιση στο pride και ένα ασαφές gay-friendly attitude. Όσο μάλιστα τα gay δικαιώματα γίνονται όλο και πιο mainstream, τόσο περισσότεροι καλλιτέχνες προσπαθούν να επωφεληθούν οικονομικά απ’ αυτό, οπότε προσωπικά βρίσκω την ιδέα των gay icons πλέον και κάπως προβληματική. Επίσης αισθητικά τα gay icons βασίζονται σε ένα κάπως παλιομοδίτικο πρότζεκτ μιας ταυτότητας με εμμονές αρκετά συγκεκριμένες (λαμπερή ποπ μουσική, “δυναμικές” γυναίκες, trashy celebrity culture κλπ), μια αισθητική που ενδεχομένως ερχόταν κάποτε να απαντήσει σε μια μάτσο κουλτούρα, αλλά που πλέον δε νομίζω πως αρκεί, διότι πάλι αποκλείει πολλές, πάλι αφήνει διάφορες ιστορίες μη ειπωμένες. Νομίζω πως η στιγμή είναι να πέφτουν τα gay icons και να ανεβαίνουν οι queer artists, που επιχειρούν μια πολύ πιο πολιτική ορατότητα και μιλάνε αναπολογητικά από σκληρές queer θέσεις. Φυσικά και η ίδια η mainstream gay κουλτούρα πρέπει να τοποθετηθεί απέναντι σ’ αυτό και να στηρίξει τις εναλλακτικές queer φωνές περισσότερο.
Πες μου για το νέο queer «κίνημα» που έχει δημιουργηθεί γύρω από τον πυρήνα της Φυτίνης.
Είναι λίγο περίεργο να αυτοαποκαλείται ένας χώρος κίνημα, εκτός από το πλαίσιο του να το κάνει ως περφόρμανς. Αλλά σίγουρα υπάρχει πια μια queer κίνηση στην Αθήνα μη αμελητέα. Η Φυτίνη, ένα περίπου δισκογραφικό label, προσπαθεί να βάλει μερικές αισθητικές προτάσεις σε μια queer κοινότητα που ήδη υπάρχει και να συσπειρώσει κάποιον κόσμο δημιουργικά. Η ελληνική queer κοινότητα αν και βρίσκεται κατά τη γνώμη μου σε πολύ δυνατό σημείο ακαδημαϊκά, αισθητικά είναι λίγο παραδοσιακή ακόμα και στη Φυτίνη αυτό προσπαθούμε να κάνουμε: αποτάσσεσαι την Πρωτοψάλτη, απεταξάμην, αποτάσσεσαι την Μποφίλιου, απεταξάμην. Επίσης, θεωρούμε πως η αναδιάρθρωση της αισθητικής, η δημιουργία ας πούμε μιας νέας “queer folk παράδοσης” είναι αμιγώς πολιτική κίνηση. Πρόσφατα οργανώσαμε το Sound Acts, ένα τριήμερο για τις σχέσεις μουσικής, περφόρμανς και ταυτότητας, όπου δημιουργοί, ακαδημαϊκές, ποιήτριες, μουσικοί, ακτιβίστριες και λοιπά τσόλια συνευρέθησαν και με πολύ κοινό για να καταπιαστούν μ’ αυτές τις αισθητικοπολιτικές ερωτήσεις. Είχε μεγάλη επιτυχία και θα το κάνουμε και του χρόνου.
—«Καλύτερα ένα αρκουδάκι λούτρινο παρά να έχω έναν μαντράχαλο εδώ. Αρκούδες είχα διάφορες πολλές. Στο growlr και στο scruff κάναν ουρές. Δεν τα θέλω άλλο πια. Κουράστηκα. Έρχονται και φεύγουν. Και αφήνουνε κενά». Σχολίασέ μου λίγο αυτό. Υπάρχει έρωτας στην μετά grindr εποχή; Τι σημαίνει έρωτας σήμερα;
Όπως λέει σε ένα ποίημά του ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, “όταν σε λέω λεβεντιά, μην ξεχνάς πως είσαι μαλάκας”… Μου ήταν σημαντικό να κλείσω το δίσκο με μια αμφιβολία για το τί ακριβώς θα πει έρωτας, γιατί, εντάξει, κι αυτό το παραμύθι τύπου Amelie βλέπω να βασανίζει πολλές φίλες/φίλους και δε θα πεθάνουμε κιόλας. Ίσως κάποιοι θεωρούν πως αυτή είναι μια πολύ κυνική εποχή, που το σεξ έχει γίνει πολύ εύκολο, άρα δεν σημαίνει και πολλά. Δε μ’ αρέσουν αυτές οι προσεγγίσεις που θέλουν τον κλασικό έρωτα να είναι αυτό το πράγμα που είναι αγνό και ‘για πάντα’ και δε λαμβάνουν υπόψη τους πόσο συχνά τα ερωτικά μοντέλα είναι εκβιαστικά και πόση καταπίεση έχουν φάει οι άνθρωποι στο όνομα του ζευγαρώματος. Αυτό βέβαια δε σημαίνει πως δε μ’ αρέσει να ερωτεύομαι. Είναι ένα συναίσθημα αναταραχής και μια εσωτερική προσωπική μάχη που αξίζει να ζει κανείς αραιά και που. Σίγουρα, πάντως, όσο πιο πολλά δημιουργικά πράγματα κάνω, τόσο πιο λίγη ανάγκη νιώθω να έχω για τον έρωτα και το σεξ. Γενικά όλα όσα πιστεύω για τον έρωτα μπορεί να βρει κανείς στο κείμενο “Αποσπάσματα Ερωτικού Λόγου” του Roland Barthes.
—Πώς τα βλέπεις τα πράγματα; Υπάρχει ελπίδα;
Βλέπω μια άλφα σεξουαλική απελευθέρωση όντως να έρχεται σιγά-σιγά, ειδικά οι πιο μικρές ηλικίες το ’χουν και αυτό είναι ελπιδοφόρο. Όμως οι συντηρητικοί πόλοι, από τη μια η απαίσια παράδοση, οικογένεια, θρησκεία και από την άλλη το νεοφιλελεύθερο τέρας με τις μεταμφιέσεις του ως φορέας προόδου, έχουν πολύ δύναμη, οπότε δε νομίζω πως ο 21ος αιώνας θα είναι ιδιαίτερα εύκολος. Μεγάλωσα και στα ’90s, την κατεξοχήν disneyland εποχή για την Ευρώπη, οπότε ό,τι βλέπω τώρα συνέχεια με τρομάζει. Αλλά ας μην κλείσουμε τη συνέντευξη με απαισιοδοξία, στηρίζω πολύ τη μετα-ίντερνετ εποχή και νομίζω πως οι άνθρωποι είναι ενημερωμένοι και έξυπνοι σήμερα και θα τη βρουν κάπως την άκρη τους. Ίσως ήρθε η ώρα για μια Ευρώπη που θα σκάσει λίγο και θα ζήσει στη μελαγχολία για να μιλήσουν λίγο και άλλα μέρη του κόσμου; Ίσως ζήσουμε το τέλος της πατριαρχίας; Ή ίσως να έρθει απλά μια ακόμα πιο ηδονιστική εποχή; Όπως και να ’χει, πάντα υπάρχει ελπίδα, κάπως, μέσα από μια αθλιότητα πάντα κάτι βγαίνει. Ουφ δεν ήθελα να τελειώσω τη συνέντευξη με βαρύγδουπα ανθρωπιστικά μηνύματα, αλλά να ’τα, βγήκαν. Το δημοψήφισμα θα φταίει.
σχόλια