Ο Ζακ Μεναχέμ γεννιέται στην Θεσσαλονίκη το 1928 και η ζωή του, μέχρι τα 17 χρόνια του, καθορίζεται από τις διώξεις και τα μαρτύρια που υπέστη ως Έλληνας-Εβραίος από τους ναζί κατακτητές.
Ο νεαρός, 16 μόλις ετών, Ζακ Μεναχέμ συλλαμβάνεται από τους Γερμανούς, στις 20 Ιουνίου 1944 στην Αθήνα και στέλνεται διαδοχικά στα στρατόπεδα συγκέντρωσης Auschwitz II-Birkenau, Sachsenhausen, Bergen-Belsen, Dachau, Sandposten και Buchenwald, για να καταλήξει τελικά στις αστυνομικές φυλακές κοντά στην Alexanderplatz στο Βερολίνο, όταν και θα απελευθερωθεί στις αρχές του 1945 από τις συμμαχικές δυνάμεις.
Τις απίστευτες, τις συνταρακτικές περιπέτειές του στα ναζιστικά κάτεργα, τους τρόπους και τις συγκυρίες που θα τον κρατούσαν εν τέλει ζωντανό, θα τις περιέγραφε ο ίδιος ο Ζακ Μεναχέμ για πρώτη φορά, στον Φρέντυ Γερμανό, τον Νοέμβριο του 1961, στην εφημερίδα «Μεσημβρινή», συγκλονίζοντας τους πάντες –όπως μαθαίνουμε από το βιβλίο του Ερρίκου Αρώνες «Ζακ Μεναχέμ» στις εκδόσεις Φερενίκη, από το 2012– και είναι εκείνες που θα καθόριζαν, εν πολλοίς, όλο τον υπόλοιπο βίο του. Υπό την έννοια πως η πίστη στην ζωή, την Τέχνη και τον άνθρωπο θα γιγαντώνονταν, στη σκέψη και τη συνείδηση του έφηβου Ζακ, ο οποίος πολύ γρήγορα, στα 22 χρόνια του, το 1950, θα μετανάστευε στην Αμερική, πραγματοποιώντας, εκεί, τα όνειρά του.
To ευτύχημα, στην περίπτωση του Ζακ Μεναχέμ ήταν πως είχε πέσει πάνω στην νέα έκρηξη του folk στην Αμερική, στην Νέα Υόρκη, στο Greenwich Village, που ήταν το κέντρο της κίνησης, ενώ το «δυστύχημα», ας το πούμε έτσι, ήταν το γεγονός πως θα έφευγε από την Αμερική το 1964, όταν το folk movement, θα άρχιζε να ανακατεύεται σιγά-σιγά και με το ροκ, αποκτώντας ακόμη πιο τρανά προοδευτικά και αντιπολεμικά χαρακτηριστικά.
Από μια πολύ παλιά και σπάνια συνέντευξή του στην Μαίρη Παραπονιάρη, για το περιοδικό «ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ και διακόσμηση» (τεύχος #85/2, 1 Απριλίου 1971), μαθαίνουμε πολλά. Έλεγε ο Ζακ Μεναχέμ:
«Παίζω κιθάρα από παιδί. Άρχισα από αυτοδίδακτος και έφτασα στην Αμερική να παίρνω μαθήματα από έναν από τους μεγαλύτερους δασκάλους στην κιθάρα, τον Carlos Montoya! Η μουσική και η κιθάρα είναι ίσως οι μεγαλύτερες αδυναμίες μου. Έχω, όμως, όπως ίσως θα ξέρετε από τις εκπομπές μου, μία ιδιαίτερη αγάπη σ’ ένα συγκεκριμένο είδος μουσικής, που άλλωστε σπούδασα και ασχολήθηκα περισσότερο μαζί του: την φολκλορική μουσική!
Όταν ξεκίνησα για την Αμερική, αφού, μετά τον πόλεμο, τελείωσα το γυμνάσιο, δεν ήξερα κι εγώ συγκεκριμένα τι ήθελα να κάνω. Ήξερα μόνο πως ήθελα να μείνω εκεί. Ακούγοντας όμως την λαϊκή μουσική της Νοτίου Αμερικής και της Ισπανίας, που είχαν σαν βάση την αγαπημένη μου κιθάρα, έβαλα στον νου μου να την μάθω καλύτερα.
Έτσι, εργαζόμενος, μάζεψα χρήματα και έφυγα για το Περού, όπου σπούδασα μουσικολογία και τελειοποίησα την κιθάρα μου ειδικά στο νοτιοαμερικάνικο και ισπανικό φολκλόρ, με εξαίρετους καθηγητές του είδους.
Μιλώντας (από τον πατέρα μου) την ισπανική γλώσσα έμαθα συγχρόνως και να τραγουδάω. Έτσι, όταν τελείωσα, γύρισα στην Νέα Υόρκη, όπου άρχισα μια καριέρα σαν κιθαρίστας και τραγουδιστής.
Κυρίως εμφανιζόμουν σε ρεσιτάλ, αλλά και σε νάιτ κλαμπ, άλλοτε μόνος μου και άλλοτε με άλλες φίρμες. Έφθασα μέχρι το Carnegie Hall.
Συγχρόνως ηχογραφούσα δίσκους και εμφανιζόμουν σε διάφορα τηλεοπτικά μεγάλα σώου, όπως του Jack Paar και του Ed Sullivan.
Αργότερα απέκτησα και μια ραδιοφωνική, δική μου εκπομπή, όπου ανέλυα την φολκλορική μουσική απ’ όλον τον κόσμο.
Επίσης έγινα παραγωγός δίσκων φολκλορικής μουσικής, για διάφορες εταιρείες. Αυτά όλα, όμως, είχαν σαν αποτέλεσμα ν’ αποκτήσω κι άλλα χόμπυ, δεμένα πολύ με την δουλειά μου.
Όπου βρισκόμουν έψαχνα και ηχογραφούσα φολκλορικά θέματα από ζωντανές πηγές (σ.σ. field recordings), που υπάρχουν τώρα στην ταινιοθήκη μου και είναι αυθεντικά κομμάτια, ανέκδοτα σε δίσκους».
Στην Αμερική
To ευτύχημα, στην περίπτωση του Ζακ Μεναχέμ ήταν πως είχε πέσει πάνω στην νέα έκρηξη του folk στην Αμερική, στην Νέα Υόρκη, στο Greenwich Village, που ήταν το κέντρο της κίνησης, ενώ το «δυστύχημα», ας το πούμε έτσι, ήταν το γεγονός πως θα έφευγε από την Αμερική το 1964, όταν το folk movement, θα άρχιζε να ανακατεύεται σιγά-σιγά και με το ροκ, αποκτώντας ακόμη πιο τρανά προοδευτικά και αντιπολεμικά χαρακτηριστικά.
Πάντως, εκείνα τα πρώτα χρόνια των σίξτις, όταν ο Ζακ Μεναχέμ θα βρισκόταν στα περισσότερα ιστορικά venues της κίνησης, εμφανιζόμενος μαζί με άλλα μεγάλα και μικρότερα ονόματα, ήταν κάτι το μοναδικό, ως γεγονός, για έναν έλληνα μουσικό (γεννημένο στην Ελλάδα). Το λέμε, γιατί υπήρχε ας πούμε, και ο σπουδαίος Ted Alevizos, συνεργάτης της Joan Baez κ.ά., αλλά αυτός είχε γεννηθεί στην Αμερική.
Από διάφορα αποκόμματα εφημερίδων, που είναι φωτογραφημένα στο βιβλίο τού Ε. Αρώνες βλέπουμε τον Ζακ Μεναχέμ να εμφανίζεται σ’ έναν από τους ναούς της κίνησης, το Gerde’s Folk City, τραγουδώντας μαζί με την Lori Holland, τον Brother John Sellers και την Molly Scott, με το όνομά του, μάλιστα, να είναι γραμμένο με μεγαλύτερου μεγέθους γράμματα!
Η Holland είχε κυκλοφορήσει ήδη δύο LP στην ιστορική Folkways, ο μαύρος τροβαδούρος Brother John Sellers ήταν πολύ μεγάλο όνομα την δεκαετία του ’50, με συνεχείς εμφανίσεις και μεγάλη δισκογραφία, ενώ η Scott ήταν κι αυτή ανερχόμενη, έχοντας τυπώσει δίσκο (1961) για την σημαντική εταιρεία Prestige. Δεν ήταν, εννοούμε, «τυχαία» τα ονόματα.
Φαίνεται λοιπόν πως ο Ζακ Μεναχέμ είχε «φτιάξει» μεγάλο όνομα, έχοντας εντυπωσιάσει τους ιδιοκτήτες των κλαμπ του Village, με την ικανότητά του στο flamenco και στο λατινοαμερικάνικο folk γενικότερα.
Το γεγονός, επίσης, ότι μπορούσε να τραγουδά άνετα στα ισπανικά (όπως και στα ιταλικά) του έδινε κι άλλο προβάδισμα, σε μιαν εποχή όπου το να μπορείς να ερμηνεύεις σε διάφορες γλώσσες (ακόμη και στα ελληνικά, όπως έκανε ο Ted Alevizos, μα και ο Ζακ Μεναχέμ και άλλοι διάφοροι, ακόμη και μη Έλληνες) προσέθετε στο σετ σου και μιαν αίσθηση εξωτισμού.
Όπως είχε πει ο ίδιος ο Ζακ Μεναχέμ σε μιαν άλλη μεταγενέστερη συνέντευξή του, στο περιοδικό «Ήχος & Hi-Fi» (τεύχος #234, Σεπτέμβριος 1992), στον Κωνσταντίνο Αν. Θεμελή:
«Μικρός δεν ήξερα πώς χωρίζεται το φλαμένκο, αλλά μελέτησα και το έμαθα πάρα πολύ καλά. Ταξίδεψα πολλές φορές στην Ισπανία(...) Άκουσα πραγματικό φλαμένκο στην καρδιά της Νέας Υόρκης! Ήταν μια από τις σημαντικές εμπειρίες μου. Έζησα μαζί με Τσιγγάνους, είχα πολλούς φλαμενκίστες φίλους, όπως τον αδελφό του Sabicas, τον Diego Castellon, και ακόμη τον Juan Sastre στην Νέα Υόρκη. Πήγαινα στις γιορτές που κάνανε οι Τσιγγάνοι και όπου παιζόταν πραγματικό φλαμένκο, την εποχή εκείνη. Αγαπήθηκε πολύ το φλαμένκο στην Αμερική. Οι περισσότεροι δίσκοι ηχογραφήθηκαν στην Νέα Υόρκη. Εκεί ζούσε ο Sabicas, εκεί ζούσε η Carmen Amaya, εκεί ζούσε ο Carlos Montoya, η Paquera De Jerez – μεγάλη τραγουδίστρια του φλαμένκο. Μην ξεχνάμε ότι η Αμερική είχε τα λεφτά. Και αυτοί μένανε στην Νέα Υόρκη. Πηγαίνανε στην Ισπανία βεβαίως, αλλά επιστρέφανε στην Νέα Υόρκη».
Στην Αμερική ο Ζακ Μεναχέμ είχε συμμετάσχει σε σπουδαία events κι ένα από τα πιο σημαντικά ήταν, οπωσδήποτε, εκείνο που είχε λάβει χώρα στο Carnegie Hall της Νέας Υόρκης, στις 29 Νοεμβρίου 1958. Λέμε για το κονσέρτο “The Whole World Sings!”, που είχε ετοιμάσει ο Art D’Lugoff, ένας από τους μεγαλύτερους ιμπρεσάριους της jazz και του folk εκείνων των χρόνων – ο άνθρωπος που είχε ανοίξει το περίφημο κλαμπ The Village Gate, το 1958 στο Greenwich Village, και που δούλευε με την Billie Holiday, τον Duke Ellington, τον Miles Davis κ.ά.
Σ’ εκείνο το κονσέρτο, που θεωρείται μνημειώδες για το folk revival στην Αμερική, είχαν συμμετάσχει τα μεγαλύτερα ονόματα του είδους (Leon Bibb, Theodore Bikel, Pat & Tom Clancy, Cynthia Gooding, Lee Hays, Vince Martin, Brownie McGhee, Dick Rosmini, The Tarriers κ.ά.) και ανάμεσά τους ο 30χρονος Jacques Menahem!
O Μεναχέμ, στις αρχές του ’60, συνήθιζε να εμφανίζεται σε σχήμα ντούο με την κιθαρίστρια-τραγουδίστρια του flamenco και του λατινοαμερικανικού folk εν γένει Anita Sheer και ήταν, οι δυο τους, από τις κυριότερες ατραξιόν στα hootenannies (στα folk parties δηλαδή), στο Gerde’s Folk City, το 1963.
Και ήταν εκείνη την εποχή, όταν ο Ζακ Μεναχέμ θα συνεργαζόταν μ’ ένα άλλο πολύ μεγάλο όνομα του folk, την τραγουδοποιό Carolyn Hester!
Η Carolyn Hester (γενν.1937) είναι μια προσωπικότητα του folk-circuit. Στο ξεκίνημα της πορείας της (1957-58) την είχε βοηθήσει να ηχογραφήσει ο αστέρας του rock n’ roll Buddy Holly, υπήρξε σύζυγος του σπουδαίου τραγουδοποιού και λογοτέχνη Richard Fariña (πριν εκείνος γνωρίσει την Mimi Baez, αδελφή της Joan Baez), ενώ γνωρίζει τον Bob Dylan, το 1961, και τον προσκαλεί να παίξει φυσαρμόνικα στο τρίτο της άλμπουμ [Columbia, 1962]. Γενικά, εκείνη την εποχή (τέλη ’50-αρχές ’60) η Carolyn Hester ήταν μία αδιαμφισβήτητη folk icon.
Ζακ Μεναχέμ και Carolyn Hester θα συνεργαστούν για τις ανάγκες του διπλού LP “The Badmen / Songs, Stories and Pictures of the Western Outlaws from Backhills to Border 1865-1900” [Columbia, 1963], που συγκέντρωνε διάφορους αναγνωρισμένους folkists (Pete Seeger, Jack Elliott, Ed McCurdy κ.ά.), οι οποίοι θα ερμήνευαν τραγούδια που σχετίζονταν με διάσημους «κακούς» της Δύσης (Billy the Kid, Jesse James, William Quantrill, Cole Younger, Sam Bass, Gregorio Cortez κ.ά.).
Ζακ Μεναχέμ και Carolyn Hester θα έμπαιναν στο στούντιο στις 31 Οκτωβρίου 1962 και θα απέδιδαν τα παραδοσιακά “My love is a rider” ή “Johnny Ringo” και “Gregorio Cortez”, παίζοντας και οι δύο κιθάρες, στο πρώτο, με την Hester να τραγουδά, και παίζοντας και τραγουδώντας αμφότεροι στο δεύτερο (ο Ζ. Μεναχέμ στα ισπανικά).
Gregorio Cortez
Μάθαινε ο κόσμος στην Ελλάδα για τα κατορθώματα του Ζακ Μεναχέμ, εκείνη την εποχή, στην Αμερική;
Λίγα πράγματα, αλλά πάντως σκοτάδι δεν υπήρχε. Όπως διαβάζουμε στην εφημερίδα «Ελευθερία» της 5ης Ιανουαρίου 1962:
«Ο ανταποκριτής της Ελευθερίας στην Νέα Υόρκη κ. Γρανίτσας μας πληροφορεί ότι ένα πρωτότυπο μουσικό πρόγραμμα λαϊκών τραγουδιών της Ελλάδος, της Νοτίου Αμερικής και της Ισπανίας πρόκειται να παρουσιάση σε διάφορες πόλεις των Ηνωμένων Πολιτειών και του Καναδά ο Ελληνοεβραίος καλλιτέχνης Ζακ Μεναχέμ. Η περιοδεία του κ. Μεναχέμ άρχισε από το Τορόντο και συνεχίζεται και σε άλλες αμερικανικές πόλεις, μεταξύ των οποίων και η Νέα Υόρκη. Ο Ελληνοεβραίος καλλιτέχνης διακρίθηκε τελευταία στο τηλεοπτικό πρόγραμμα του συστήματος τηλεοράσεως NBC σαν ερμηνευτής λαϊκών τραγουδιών της Νοτίου Αμερικής και Ισπανίας. “Επιθυμώ να κάνω γνωστά στο ευρύτερο αμερικανικό κοινό και τα λαϊκά τραγούδια της Ελλάδος” λέει τώρα. Η πρωτοτυπία του προγράμματος του κ. Μεναχέμ έγκειται σε μια νέα τεχνική παρουσίαση λαϊκών τραγουδιών πάνω σε κλασσική κιθάρα. Ο κ. Μεναχέμ έγινε γνωστός στο αμερικανικό κοινό από σειρά εκπομπών του στην τηλεόραση και τους ραδιοφωνικούς σταθμούς WABC και WBAΙ της Νέας Υόρκης και του Λος Άντζελες».
Ήδη όμως από τα τέλη του 1961 ο Ζακ Μεναχέμ παρουσίαζε στο ελληνικό ραδιόφωνο (Δεύτερο Πρόγραμμα) εκπομπές με φολκ τραγούδια απ’ όλο τον κόσμο.
Αυτές τις εκπομπές τις έστελνε «έτοιμες» από την Αμερική ή τις ηχογραφούσε στην Ελλάδα (αν υποθέσουμε πως ερχόταν κατά διαστήματα στην πατρίδα); Δεν είναι σίγουρο.
Πάντως τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του ’61 θα μεταδίδονταν, από την κρατική ραδιοφωνία, οι εκπομπές του «Ο Ζακ Μεναχέμ σε λαϊκούς σκοπούς της Βραζιλίας και της Αργεντινής» και «Ο Ζακ Μεναχέμ σε λαϊκά τραγούδια του Μεξικού».
Ο Ζακ Μεναχέμ θα επιστρέψει, τελικά και οριστικά, στην Ελλάδα το 1964
Μάλιστα, πριν από την πιο ενεργή εμπλοκή του με το ραδιόφωνο, και πέφτοντας μέσα στην άνθηση των μπουάτ, ο ελληνοεβραίος καλλιτέχνης θα τραγουδήσει στο περίφημο Συμπόσιον, του Γιώργου Μπουκουβάλα στην Πλάκα (Φλέσσα 9), μαζί με τον Γιώργο Μούτσιο και την Ντόρα Γιαννακοπούλου, ανοίγοντας μάλιστα και μια δική του μπουάτ, το Θαλάμι, στην Μύκονο (εκεί όπου θα εμφανιζόταν, μάλλον για πρώτη φορά, ο Γιώργος Ζωγράφος, μαζί με τον πιανίστα και συνθέτη Πάνο Τριανταφυλλίδη). Όπως θυμόταν και ο ίδιος ο Ζακ Μεναχέμ (από το βιβλίο τού Ερρίκου Αρώνες):
«Γυρνώντας στην Ελλάδα, ήθελα να φτιάξω μια καριέρα μέσα στη μουσική. Ήμουν πολυταξιδεμένος, μιλούσα τέσσερις ξένες γλώσσες και ήξερα τη μουσική πολύ καλά. Ήταν ο ρυθμός μέσα μου. Πήγα, λοιπόν, στη Μύκονο, η οποία τότε ήταν ήδη το κέντρο της κοσμικής Ευρώπης κι έρχονταν εκεί όλοι οι διάσημοι της εποχής. Ήταν η όμορφη εποχή της Μυκόνου. Δεν υπήρχαν δρόμοι, αυτοκίνητα ή τέτοιες ανέσεις. Στις παραλίες του Αγίου Στεφάνου και της Ψαρρούς πηγαίναμε με βάρκα, με κουπιά. Φως δεν υπήρχε στη Μύκονο, παρά μόνο από την ηλεκτρογεννήτρια του Ζουγανέλη.(...) Λίγο αργότερα άνοιξα μια μπουάτ, το Θαλάμι. Σιγά-σιγά άρχισε να πιάνει και να γίνεται σημείο συνάντησης. Συναντιόμαστε όλοι εκεί τα βράδια, κι έπιανα την κιθάρα να τους μάθω μερικά τραγούδια από τα ταξίδια μου. Εκεί, ίσως, άρχισε να καλλιεργείται και η ιδέα για τις εκπομπές, που έκανα αργότερα: να μεταφέρω στην Ελλάδα τη γνώση που απέκτησα από τα πολλά ταξίδια».
Γρήγορα, όμως, ο Ζακ Μεναχέμ θα εγκαταλείψει τον χώρο, θα σταματήσει, δηλαδή, να παίζει κιθάρα και να τραγουδά επαγγελματικά, για να εμπλακεί πολύ στενά, με το ραδιόφωνο, την δισκογραφία κ.λπ. Όπως έλεγε και σ’ εκείνη την παλιά συνέντευξή του στο περιοδικό «ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ και διακόσμηση» (1971):
«Η συνέχεια είναι ότι άρχισα κι εδώ (σ.σ. στην Ελλάδα) με μια εκπομπή στο ραδιόφωνο μαζί με την Πόπη Κόντου –αν θυμάστε– το “Ο ταξιδεμένος και η αταξίδευτη”, όπου έδινα περιγραφικές εικόνες μαζί με τοπική μουσική. Μετά απ’ αυτό άρχισα την εκπομπή “Οι λαοί και οι μουσική τους”, που ακούγεται, όπως λέγεται, με πολύ ενδιαφέρον εδώ και πέντε χρόνια από αρκετό κόσμο. Έχω ακόμη δύο εκπομπές άλλου περιεχόμενου και είμαι, από εξαετίας, ο διευθύνων το Διαφημιστικό Τμήμα και τις δημόσιες σχέσεις της εταιρείας δίσκων Ελλαδίσκ (σ.σ. μετέπειτα Phonogram, PolyGram, Universal Music Greece κ.λπ.)».
Οι απαιτήσεις να ηχογραφεί, ν’ ακούει και να επεξεργάζεται τις επιτόπιες εγγραφές του, συνδέοντάς τες με τον λόγο και με τους δίσκους βινυλίου της δισκοθήκης του, προκειμένου να καταρτιστούν οι ανάλογες εκπομπές, οδηγούν τον Ζακ Μεναχέμ στο να αποκτήσει από νωρίς τα κατάλληλα μηχανήματα, δημιουργώντας κατά βάση ένα home studio (κάτι μάλλον μοναδικό για ’κείνα τα χρόνια), ετοιμάζοντας από ’κει τα ραδιοφωνικά προγράμματά του – καθώς, στα σίξτις και τα σέβεντις, αυτά ήταν πάντα προηχογραφημένα (ο κανόνας ήταν αυτός).
Σαν ραδιοφωνικός παραγωγός και επιμελητής μουσικών για τον κινηματογράφο, το θέατρο και την τηλεόραση ο Ζακ Μεναχέμ έδινε πάντα πολύ μεγάλη σημασία στην συγκρότηση μιας απαιτητικής δισκοθήκης, την οποία «βελτίωνε» και επεξέτεινε συνεχώς. Είχε μιλήσει, μάλιστα, για το εν λόγω πάθος του σ’ εκείνη την συνέντευξη στον «Ήχο» (1992), απαντώντας στις ερωτήσεις του Κωνσταντίνου Αν. Θεμελή:
— Ποιο είναι το σημαντικότερο προσόν μιας δισκοθήκης;
Η ποιότητα. Και μπορώ να καυχηθώ πως έχω μια απ’ τις καλύτερες, ποιοτικά, δισκοθήκες. Σ’ αυτό με βοήθησε το μεράκι μου, η μανία μου για ιστορικές ηχογραφήσεις, σπάνιους δίσκους κ.λπ.
— Τι ξετρυπώσατε τελευταία;
Έψαχνα την “Bachianas Brasileiras No.5” του Villa-Lobos
— Για την περίφημη άρια, βεβαίως, αλλά...
Για την περίφημη άρια, αλλά τραγουδισμένη με ποια λέτε; Με την Bidú Sayão. Είναι ό,τι πιο σπάνιο υπάρχει. Ο Villa-Lobos έγραψε την άρια αυτή, για να την τραγουδήσει η Bidú Sayão.
— Την βρήκατε;
Στη Νέα Υόρκη. Με πολύ ψάξιμο και πολλά χρήματα – γιατί ένας τέτοιος δίσκος μπορεί να κοστίζει και 400 δολάρια και 1000 δολάρια. Βρήκα ακόμη το κοντσέρτο του Ραχμάνινοφ παιγμένο από τον ίδιο τον Ραχμάνινοφ. Τον Pablo Casals να παίζει βιολοντσέλο, να διευθύνει την ορχήστρα και να βρίζει τους μουσικούς, που δεν έπαιξαν όπως ήθελε αυτός.
— Ακούγεται η φωνή του;
Ναι, όπως και του Toscanini σε άλλο δίσκο. Ο Τoscanini, ξέρετε, είχε την μανία να τραγουδάει όλα τα μέρη της ορχήστρας, ενώ διηύθυνε, και σε κάποιες ηχογραφήσεις ακούγεται το μουρμουρητό του.
Γενικά, ό,τι αγαπώ το έχω. Ό,τι αγαπώ στην τζαζ, το έχω. Ό,τι αγαπώ στην κλασική το έχω. Και στο φολκλόρ έχω αρκετά – γιατί το φολκλόρ δεν σταματάει, και δεν μπορείς ποτέ να το γνωρίζεις ολόκληρο. Κάνει, για παράδειγμα, μια εξαιρετική παρέα φίλων μια σπουδαία ηχογράφηση για τον εαυτό της. Πού να τη βρεις;
Το να ετοιμάσει κάποιος ένα πλήρες κείμενο σχετικό με το σύνολο των δραστηριοτήτων του Ζακ Μεναχέμ –που θα έφευγε από την ζωή, το 2008, στα 80 χρόνια του– είναι πρακτικώς αδύνατο, γιατί είναι τεράστιος ο όγκος της δουλειάς του σε ραδιόφωνο, τηλεόραση, κινηματογράφο, θέατρο, δισκογραφία, field recordings κ.λπ.
Για κάθε μία από αυτές τις θεματικές οφείλεις να ασχοληθείς ξεχωριστά, καθότι υπάρχουν πολύ ειδικά σημεία ανάμεσα, αδιανόητα εν πολλοίς, αρκετά εκ των οποίων παραμένουν ακόμη στο σκοτάδι.
Και κάπως έτσι κι εμείς επιλέξαμε να επικεντρωθούμε σε μία από τις λιγότερο γνωστές δραστηριότητες τής πολυσχιδούς αυτής προσωπικότητας –εκείνης του folkist στην Αμερική και την Ελλάδα στα χρόνια του ’50 και του ’60–, ακουμπώντας ελαφρώς το ραδιοφωνικό ξεκίνημα, όπως και το μεράκι του σημαντικού καλλιτέχνη σε σχέση με την συλλογή ηχογραφημάτων.
Για το τέλος... “My love is a rider” ή “Johnny Ringo” (31 Οκτ. 1962) από την Carolyn Hester κιθάρα φωνή και τον Ζακ Μεναχέμ κιθάρα...
Johnny Ringo - Carolyn Hester