Η Same Difference Music είναι μια παράλληλη ετικέτα της γνωστής μας Inner Ear, που λειτουργεί, όμως, με την δική της αυτονομία.
Στον κατάλογό της θα βρεις ποπ, ηλεκτρονικές, avant, ακόμη και τζαζ παρασπονδίες, διαφόρων γνωστών και λιγότερο γνωστών ονομάτων, μεμονωμένων καλλιτεχνών και συγκροτημάτων, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα λέγαμε πως συνιστούν ένα weird, ένα παράξενο ηχητικό κύμα.
Πέντε από τις πιο πρόσφατες εκδόσεις της Same Difference Music επιβεβαιώνουν το αληθές.
1.
ΛΟΚΑΤΟΛΑ: Νέκυια
[Same Difference Music, 2022]
Τους λοκατόλα τους ξέρουμε από παραστάσεις και από την κασέτα τους «Μονοτονία Ρωθ», που είχε κυκλοφορήσει πρόπερσι (2020) από την A Man Out of A Man.
Βασικά λέμε για μία τριάδα, την οποίαν αποτελούν οι Τάσος Τζωρτζάτος ποίηση, φωνή, Γιάννης Λιανός συνθεσάιζερ και Κωστής Γαρδίκης κιθάρες, συνθεσάιζερ (γνωστός από το project Dance with Invisible Partners κ.λπ.).
Ο λόγος, η ποίηση, παίζει πολύ βασικό ρόλο εδώ, αλλά δεν κυριαρχεί, αναγκαστικά, επί της μουσικής, επειδή (ο λόγος) αποκτά, ακόμη και αυτός, μουσικά-ηχητικά χαρακτηριστικά.
Κάθε λόγος που απαγγέλλεται είναι και ήχος ταυτοχρόνως, αλλά αν ο λόγος αποκρυπτογραφείται αναλυτικά, και «σπάει» στα νοήματά του, κατά την διάρκεια της ακρόασης, τότε δύναται να εκτοπίζει το οργανικό τμήμα των συνθέσεων, κυριαρχώντας επί τούτων.
Εδώ δεν συμβαίνει αυτό, καθώς ο λόγος, παραμένοντας δύστροπος, αφήνεται να επενεργήσει δια της μουσικής και όχι ξέχωρα απ’ αυτήν, τοποθετημένος πάνω σε μιαν άχρονη πλατφόρμα, που στήνουν τα πλήκτρα και οι κιθάρες.
Ό,τι λέγεται είναι σημαντικό, λοιπόν, εδώ, κυρίως για όσα υπονοούνται ή για όσα δημιουργούνται ως αίσθηση ή ψευδαίσθηση, από αυτή την καταιγιστική αφήγηση, που σκεπάζει σχεδόν όλη την διάρκεια του δίσκου.
Ενός δίσκου, που περιλαμβάνει τρία tracks ανά πλευρά, και που τιτλοφορείται «Νέκυια». [«Νέκυια» είναι μια αρχαιοελληνική μαγική τελετή, μέσω της οποίας ανακαλούνται τα πνεύματα των νεκρών, ώστε να ερωτηθούν για τα μελλούμενα. Έτσι αποκαλείται και η ενδεκάτη (λ) ραψωδία της «Οδύσσειας»].
Αν, λοιπόν, από την μια μεριά καραδοκεί ο λόγος, από την άλλη μεριά καραδοκούν τα σύνθια και οι κιθάρες, που υφαίνουν τα αναμενόμενα περιβάλλοντα, άλλοτε περισσότερο σκοτεινά, άλλοτε με κάποιες εξάρσεις, που αγγίζουν τα όρια του θορύβου, και άλλοτε τοποθετημένα υπαινικτικά στο background, συμβάλλοντας στην περαιτέρω συσκότιση, του ήδη σκοτεινού τοπίου.
Κάποια κύρια ονόματα που ακούγονται ανά σημεία, μπορεί να δώσουν μιαν «εξήγηση» σε σχέση με το είδος του λόγου που διακινούν οι λοκατόλα (Νίκος Καρούζος, Norman Spinrad, Μίλτος Σαχτούρης κ.λπ.), έτσι σαν οδοδείκτες σ’ έναν ούτως ή άλλως... επικίνδυνο δρόμο, με ανάποδες στροφές, χωρίς φανάρια και δίχως μπάρες προστασίας.
2.
ZOI: Reveries
[Same Difference Music, 2021]
Το “Reveries” της Ζωής Λιάνου ή και σκέτο Zoi, όπως βλέπουμε το όνομα στο εξώφυλλο, ηχογραφήθηκε στο δωμάτιο τής τραγουδοποιού, ανάμεσα στα χρόνια 2011-2014 και παρέμενε έως τώρα στο συρτάρι. Μέχρι πριν από λίγο καιρό εννοούμε, όταν το κυκλοφόρησε, τελικά, σ’ ένα ωραίο triple folded digipak η εκλεκτική Same Difference Music.
Εκλεκτική είναι, βεβαίως, και η ποπ της Zoi, οπότε δεν γεννάται θέμα. Έχουμε, δηλαδή, μια κυκλοφορία, στο ύφος και το στυλ της ετικέτας – συμβατή, εννοούμε, με τις αισθητικές κατευθύνσεις της.
Τα τραγούδια της Zoi είναι παράξενα. Είναι το πρώτο που μπορείς να επισημάνεις. Μοιάζουν, και ίσως να είναι, πρωτόλεια, αλλά αυτό το βαθύ και πρωταρχικό στοιχείο τους φαίνεται πως έχει «κάτι». Τούτο το αντιλαμβάνεσαι σταδιακά και μετά από πολλαπλές ακροάσεις.
Αρχίζεις να αντιλαμβάνεσαι, εννοούμε, έναν «κόσμο» ιδιωματικό, που από μουσικής πλευράς στηρίζεται σε απλές μελωδίες και σε παράξενες αρμονίες. Το φωνητικό κομμάτι είναι σημαντικό εδώ, και ανά tracks καθοριστικό, ενώ οι ενοργανώσεις είναι και αυτές λίαν στοιχειώδεις – κάποια πλήκτρα, μια κιθάρα ή και κάτι ακόμη. Γενικά λίγα «πράγματα» όμως, και πάντως low profile, που παραπέμπουν περισσότερο σε demo, παρά σε κάτι ολοκληρωμένο.
Μια μουσικός, χωρίς κάποιο εγνωσμένο παρελθόν «επιζητά» να κριθεί για κάτι στοιχειώδες, που όμως διαθέτει ενδείξεις μιας κάποιας επεξεργασίας, που προϋποθέτει γνώση. Υπάρχει, με άλλα λόγια, μία διάθεση ανατροπής εδώ, η οποία δεν αιτιολογείται επαρκώς, και άρα μπορεί να καταγραφεί ακόμη και ως αστοχία.
Κι εδώ υπάρχει ένα θέμα. Μια μουσικός, χωρίς κάποιο εγνωσμένο παρελθόν «επιζητά» να κριθεί για κάτι στοιχειώδες, που όμως διαθέτει ενδείξεις μιας κάποιας επεξεργασίας, που προϋποθέτει γνώση. Υπάρχει, με άλλα λόγια, μία διάθεση ανατροπής εδώ, η οποία δεν αιτιολογείται επαρκώς, και άρα μπορεί να καταγραφεί ακόμη και ως αστοχία.
Ποια είναι η Zoi; Τι άλλο έχει κάνει σε σχέση με την μουσική; Ήθελε να ηχογραφήσει, όντως, ένα... απροσάρμοστο CD ή αυτό προέκυψε τυχαία;
Θα μπορούσαμε να γράψουμε περισσότερα, αν γνωρίζαμε κάτι από το πριν ή το μετά του “Reveries” και της Zoi – δυστυχώς, όμως, δεν γνωρίζουμε τίποτα.
Το άλμπουμ της Zoi ακούγεται με «την μία», καθώς επιπλέον είναι μικρής διάρκειας. Και όχι απλώς ακούγεται με «την μία», αλλά ακούγεται και «σαν ένα», αφού δεν υπάρχει κάτι εδώ για να το ξεχωρίσεις ή να το προτείνεις – καθώς όλα τα κομμάτια, χωρίς να είναι ίδια, μοιάζουν ως προς τα βασικά συστατικά τους. Που είναι λίγα, αλλά (το ξαναλέμε) τοποθετημένα ακανόνιστα.
Στην ευρεία ποπ υπάρχουν τέτοιες ιδιαιτερότητες από παλιά (για παράδειγμα το πολύ γνωστό “Song Cycle” του Van Dyke Parks από τα σίξτις ), που ακούγονται σίγουρα με ενδιαφέρον, αλλά ταυτοχρόνως και με μιαν επιφύλαξη – μικρή ή μεγαλύτερη.
Zoi - You Are
3.
FARWEST MANDOLINISTIC ORCHESTRA: Grief
[Same Difference Music, 2021]
Προσανατολισμένη ηχητικά προς την ίδια περιπετειώδη κατεύθυνση μ’ εκείνη του πρώτο CD της, που είχε κυκλοφορήσει το 2019, η Farwest Mandolinistic Orchestra επανέρχεται με νέα line-up και με νέο άλμπουμ, που αποκαλείται “Grief”.
Αν στο φερώνυμο πρώτο CD το γκρουπ αποτελείτο από τους Σωτήρη Δεμπόνο, Στάθη Ιωάννου και Κωνσταντίνο Τσιώλη, στο “Grief” έρχεται να προστεθεί και ο ηλεκτρικός κιθαρίστας Μανώλης Αγγελάκης – οπότε συμβαίνει και μια «μετατόπιση», όσον αφορά στα όργανα που χειρίζεται κάθε μουσικός.
Σ. Δεμπόνος, λοιπόν, σε midi μαντολίνο-κιθάρα, λούπες, Σ. Ιωάννου (από Illegal Operation, Appalachian Cobra Worshipers κ.λπ.) σε ακουστική κιθάρα, Κ. Τσιώλης (από τεφλόν κ.λπ.) σε προετοιμασμένο πιάνο, βιόλα, σύνθια και Μ. Αγγελάκης (επίσης από Illegal Operation, Appalachian Cobra Worshipers κ.λπ.) σε ηλεκτρική.
Το άκουσμα στο “Grief” είναι «βαρύ», δαιδαλώδες, υπαινικτικό, υποβολιμαίο, noisy, πειραματικό, avant, «σκληρό» ambient, διαλογιστικό, σκοτεινό, improv και τα λοιπά...
Τι «και τα λοιπά» δηλαδή; Δεν υπάρχουν άλλες λέξεις, για να περιγράψεις αυτό που ακούς – σ’ ένα CD οκτώ κομματιών μικρής και μέσης διάρκειας, που κυλάει με την σιγουριά τού δοκιμασμένου (σε τέτοιες απαιτητικές διαδρομές) γκρουπ.
Κάθε track, εδώ, μοιάζει σαν συνέχεια του προηγουμένου του, καθώς έτσι αναδεικνύεται μια ηχητική παράσταση, που επιχειρεί να συνδυάσει ακουστικά, ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά patterns, εμμένοντας στα αργά tempi και την αυτοσχεδιαστική προσέγγιση.
Συνήθως αυτοί οι δίσκοι κρίνονται από το κατά πόσο μπορούν να σε μεταφέρουν στον «κόσμο» τους, δίχως να χρειάζεται να καταβάλεις κάποια ιδιαίτερη προσπάθεια. Χωρίς να πιεστείς. Και εδώ, στο “Grief”, δεν υπάρχει κανένας λόγος ούτε για να βάλεις τα δυνατά σου (σαν ακροατής), αλλά ούτε και να υποκριθείς πως ό,τι φθάνει στ’ αυτιά σου είναι κάτι έξω από τα αναμενόμενα.
Έχουμε, λοιπόν, ένα άκουσμα που αναπτύσσεται «φυσικά», και κυρίως με την «σωστή» διάρκεια. Χωρίς εξεζητημένες εκτροπές, ή προσεγγίσεις που να λειτουργούν ως αυτοσκοπός.
Αν, δε, αναλογιστούμε πως το μαντολίνο και η ακουστική κιθάρα παρέχουν στο ακρόαμα και μία περισσότερο γήινη, χθόνια ή και παγανιστική διάσταση, με τις ηλεκτρικές και ηλεκτρονικές εκκενώσεις να το μετατοπίζουν, συγχρόνως, και προς τα περισσότερο τεχνητά (διάβαζε έως και «βιομηχανικά») περιβάλλοντα, εκείνο που τελικώς μένει από το “Grief” είναι τούτη ακριβώς η επικοινωνία. – ανάμεσα σε κάτι φυσικό και σε κάτι που το υπερβαίνει, δίχως να το καλύπτει ή να το ακυρώνει.
Farwest Mandolinistic Orchestra - Lost
4.
PRIDON: Early Rise
[Same Difference Music, 2021]
Θυμόμαστε τον Pridon από ένα παλαιότερο «φυσικό» άλμπουμ του από το 2008, το “Apnea Eina”, αλλά δεν θυμόμασταν τι είχαμε γράψει για ’κείνο. Ανατρέξαμε λοιπόν σ’ ένα τεύχος του «Jazz & Τζαζ», από εκείνη την εποχή (#183, Ιούνιος 2008), προκειμένου να επαναφέρουμε στο φως το συγκεκριμένο σύντομο κείμενο.
PRIDON: Apnea Eina [Low Impedance Recordings]
Στην περίπτωση του .Pridon (Πέτρος Βουδούρης) είναι σαφής η απόπειρα να χαρτογραφηθούν ευρύτερες περιοχές του «κυκλωματικού» ήχου – κάπως σαν ένα είδος λεξικού, που παίρνει γραμμή από τα σέβεντις, από τον συστεμισμό της γερμανικής εταιρείας Sky (Asmus Tietchens κ.ά.), τις ποπ παρυφές των Kraftwerk, τον kraut ταξιδευτισμό του Edgar Froese και του Michael Hoenig, έως το synth-dance και το τζαμαϊκανικό dub. Ο .Pridon δείχνει εξοικειωμένος με τους συγκεκριμένους ηχοκόσμους, τους οποίους και τιθασεύει ανά πάσα ώρα, προσφέροντας ένα αληθινά σύγχρονο electro, που δύναται να λειτουργεί απολύτως μέσω των ποικίλων προσωπείων του. Η λέξη «απόλαυση» μπορεί να μοιάζει άστοχη, όταν αναφέρεται κανείς σε τέτοιου τύπου άλμπουμ – εδώ, όμως, επιβάλλεται.
Ακούγοντας το τελευταίο άλμπουμ του Pridon, που αποκαλείται “Early Rise”, κάποιες από τις προηγούμενες παρατηρήσεις φρονούμε πως εξακολουθεί να ισχύουν.
Κατ’ αρχάς συζητάμε για ένα άλμπουμ ηλεκτρονικής μουσικής, χωρίς όμως μεγάλα στο χρόνο tracks, με διάρκειες από δυόμισι λεπτά έως πέντε και κάτι, άρα από μιαν άποψη κάπως ποπ – και το λέμε τούτο το τελευταίο, επειδή τα όποια «προχωρημένα» στοιχεία του δίσκου ακούγονται περισσότερο... λαϊκά και λιγότερο δύστροπα ή παράξενα.
Βεβαίως και το «ποπ» απαιτεί ορισμένες διευκρινίσεις, καθότι οι συνθέσεις τού Pridon, δεν είναι από αυτές που θα αποκαλούσαμε «κλαμπίστικες», χορευτικές κ.λπ. Είναι περισσότερο ambient, χωρίς βεβαίως να απολείπουν από αυτές και ορισμένα ρυθμικά στοιχεία.
Θυμίζουν όντως εγγραφές, τις πιο πολλές φορές, καλλιτεχνών της γερμανικής εταιρείας Sky από τα έιτις –κυρίως στην «άποψη» και όχι κατ’ ανάγκην στα ηχοχρώματα των synths– με κάποια εξ αυτών των tracks να εμφανίζουν και ορισμένες ανέλπιστες, θα τις χαρακτηρίζαμε, ελληνοπρεπείς αναφορές (να, για παράδειγμα, στο “Sinech”), ενώ ιδιαίτερο είναι και το κάπως prog, προς το τέλος του τουλάχιστον, “HPUIA”.
Στη δεύτερη πλευρά, που διαθέτει πέντε tracks (έξι καταγράφονται στην πρώτη), μπορεί οι techno υπαινιγμοί στο “Tabovery” να μοιάζουν αναμενόμενοι και αυτοί, όμως εδώ την παράσταση κλέβουν άλλα tracks σαν το haunted “Prgrm mindflyeh” (βοηθούν, οπωσδήποτε, και τα artificial φωνητικά), με το “Ugnird ex” να εντυπωσιάζει με τα παράξενα timbre του και με το έσχατο “Codheiss” να δημιουργεί ακόμη μια electro ιδιαιτερότητα, σ’ ένα δίσκο φαινομενικά χαμηλών τόνων, που πάλλεται όμως από σαφή αλλά οριοθετημένη ένταση.
5.
ANTONIS LIVIERATOS: Registry of Inadequate Self-Healing Attempts
[Same Difference Music, 2021]
Παλαιός γνώριμος ο Αντώνης Λιβιεράτος. Όλοι γνωρίζουν, εξάλλου, το πέρασμά του από τους Chapter 24, τους Sigmatropic, τους Illegal Operation και τους Dr. Atomik, ενώ δεν πρέπει να είναι λίγοι κι εκείνοι που έχουν γίνει κοινωνοί της προσωπικής δισκογραφίας του – που ξεκινάει με το 10ιντσο «Του Χάρου τα Δόντια» [Hitch-Hyke, 1997], μαζί με τον Σωτήρη Δεμπόνο (νυν Farwest Mandolinistic Orchestra, δες και πιο πάνω), για να καταλήξει τώρα στο “Registry of Inadequate Self-Healing Attempts”, που αποτελεί την έκτη στη σειρά προσωπική κυκλοφορία του.
Το... Μητρώο Ανεπαρκών Προσπαθειών Αυτοθεραπείας είναι ένα άλμπουμ χωρίς τραγούδια, εν αντιθέσει με το προηγούμενο του Α. Λιβιεράτου, το «4 ½» (2018) στην Puzzlemusik, και γενικώς «δύσκολο» σαν άκουσμα, χωρίς τούτο να σημαίνει πως δεν διαθέτει και περισσότερο εύληπτες στιγμές ή και ολόκληρα (εύληπτα) tracks.
Μόνος του σ’ αυτό το LP, ο Αντώνης Λιβιεράτος εκτός από το να συνθέτει χειρίζεται κιόλας όλα τα όργανα που ακούγονται, δηλαδή τα πάσης φύσεως keyboards (rhodes πιάνο, korg CX3 όργανο κ.λπ.), συν κιθάρες, μπάσο, tapes, samples, ραδιοφωνικούς ήχους και φωνές. Άρα λέμε για ένα φύσει και θέσει «προσωπικό» LP, σκληρό και ερμητικό, το οποίο, καθώς εξελίσσεται, ανανεώνει συνεχώς το ενδιαφέρον σου (για ’κείνο).
Στην Side A καταγράφονται τρία tracks, με το πρώτο απ’ αυτά, το “Thirty-seven”, να διαρκεί 8:28, καθώς, φωνές, κιθάρες, noises και drones συμβάλλουν στην διευθέτηση ενός «βιομηχανικού», γενικώς, περιβάλλοντος. Υπάρχει φυσικά ένα υπόστρωμα από κιθάρες και πλήκτρα, κάπως πιο... συμβατικό, αλλά στο πρώτο πλάνο κυριαρχούν τα πιο radical στοιχεία. Μάλιστα, μετά το 5:30, η κατεύθυνση της σύνθεσης είναι περισσότερο ψυχεδελική, χωρίς πάντως να αλλάζει η γενικότερη αίσθηση.
Μόνος του σ’ αυτό το LP, ο Αντώνης Λιβιεράτος εκτός από το να συνθέτει χειρίζεται κιόλας όλα τα όργανα που ακούγονται, δηλαδή τα πάσης φύσεως keyboards (rhodes πιάνο, korg CX3 όργανο κ.λπ.), συν κιθάρες, μπάσο, tapes, samples, ραδιοφωνικούς ήχους και φωνές.
Το δεύτερο κομμάτι αποκαλείται “A letter never sent” και αποτελείται και αυτό από drones, noises, φωνές, κινούμενο σ’ ένα πιο αργό και τελετουργικό τέμπο, με παράλληλες συνηχήσεις κιθαρών και ηλεκτρονικών, που δημιουργούν σπαράγματα μελωδιών.
Στο “Muddy waters”, που κλείνει την πλευρά, και που είναι το πιο ενδιαφέρον από τα τρία tracks, ακούγονται ακατάληπτες φωνές, χρησιμοποιούνται δείγματα, θόρυβοι και βόμβοι, το περιβάλλον είναι και πάλι «βιομηχανικό», αλλά επιχειρείται να «πιαστούν» και κάποια μοτίβα, που ανακαλούν στη μνήμη μας κάτι από το “On the run” των Pink Floyd (!!), για να μην αναφέρουμε άλλα πιο άγνωστα tracks. Δεν ξέρουμε... μπορεί να είναι τραβηγμένη αυτή η εντύπωση, αλλά το εν λόγω κομμάτι είναι, εν ολίγοις, καταπληκτικό.
Στην δεύτερη πλευρά το σκηνικό αλλάζει κάπως, ή και πολύ, καθώς και τα δύο tracks, που καταγράφονται εδώ, είναι σε γενικές γραμμές άλλης λογικής.
Πρώτο το “The moon (Almost full)” με τα... τριζόνια και το νυχτερινό σκηνικό, να προεξοφλούνται κάπως ήδη από τον τίτλο. Ένα ήσυχο κομμάτι, κάπως αρχαϊκό, με διάφορα εφφέ, κιθάρες, ηλεκτρονικά, που εξελίσσεται μετά το πέμπτο-έκτο λεπτό του με πιο συμβατικό (κάπως blues-rock) αλλά ποτέ αδιάφορο τρόπο, στηριγμένο σε μια εξελισσόμενη μπασογραμμή.
Το “Registry of Inadequate Self-Healing Attempts” θα ολοκληρωθεί με το σχεδόν 6λεπτο “I’m ready”, που κινείται, στην αρχή, σε ακουστικούς folk δρόμους, με λίγα πλήκτρα, τα οποία, σε συνδυασμό με τις ηλεκτρικές κιθάρες και τα ηλεκτρονικά, προσφέρουν στο κομμάτι πολύ ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά.
Σε γενικές γραμμές ένα παράξενο, ένα weird LP, από τον Αντώνη Λιβιεράτο, που έχει τον τρόπο να σε καθηλώνει.
Antonis Livieratos - Muddy Waters