Το μουσείο Getty παρουσίασε μια αναδρομική έκθεση αφιερωμένη στο έργο της φωτογράφου Ίμοτζιν Κάνινγκαμ, στην οποία οφείλουμε, εκτός των άλλων, και το ωραιότερο πορτρέτο της Φρίντα Κάλο, μια σπάνια και μοναδική σειρά γυμνών φωτογραφιών της Μάρθα Γκράχαμ και την περίφημη ποιητική φωτογραφία, και από τις πιο διάσημες της φωτογραφικής καριέρας της, «Magnolia Blossom».
Αυτή ήταν η πρώτη έκθεση εδώ και 35 χρόνια που εξετάζει το πολύπλευρο έργο της φωτογράφου η οποία έκανε το συνηθισμένο να μοιάζει εξαιρετικό και οικείο. Πορτρέτα, γυμνά, νεκρές φύσεις, αγροτικά και βιομηχανικά τοπία, φωτογραφίες δρόμου περιγράφουν μια καριέρα που κράτησε επτά δεκαετίες μέσα στις οποίες πειραματίστηκε με το μέσο της όσο λίγες γυναίκες. Σήμερα το φωτογραφικό της κύρος μπορεί να αναγνωριστεί ως ισότιμο με αυτό των ανδρών συναδέλφων της, όταν επιχειρούμε να επανεκτιμήσουμε την τεράστια συμβολή της στη φωτογραφική ιστορία του εικοστού αιώνα.
Σε έναν τομέα που κυριαρχούνταν από άνδρες, ήταν μία από τις λίγες γυναίκες που συνέβαλαν στη διαμόρφωση της πρώιμης μοντερνιστικής φωτογραφίας στην Αμερική.
«Ακόμα είμαι κολλημένη περισσότερο στους ανθρώπους από όσο στα αντικείμενα που φωτογραφίζω, αν και δεν περπατάω πια αρκετά στην πόλη όσο παλιά. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως γιατί οι αγωνίες της ζωής σε εμποδίζουν από το να κάνεις αυτό που πραγματικά πιστεύεις ότι πρέπει», έλεγε στα τελευταία της χρόνια η Ίμοτζιν Κάνινγκαμ, που κράτησε στα χέρια της την πρώτη φωτογραφική της μηχανή το 1901, όταν ήταν 18 ετών. Η Κάνινγκχαμ γεννήθηκε στο Πόρτλαντ το 1883, πέμπτη σε μια οικογένεια 10 παιδιών.
Η Κάνινγκαμ ανήκε πάντα στις ομάδες των πιο ανήσυχων φωτογράφων που δημιούργησαν ισχυρά και νέα ρεύματα στη φωτογραφία και την καθόρισαν ως μια μορφή τέχνης με απλή και ξεκάθαρη παρουσίαση των φωτογραφικών μεθόδων που άλλαζαν αλματωδώς.
Η αποφασιστική γνωριμία για να ασχοληθεί με τη φωτογραφία και τα μυστικά της ήταν αυτή με την ήδη διάσημη φωτογράφο της εποχής της Gertrude Käsebier, ενώ σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον χημεία, ένα αντικείμενο που της έδωσε τα εφόδια να κατανοήσει σε βάθος τις διαδικασίες εκτύπωσης σε σκοτεινό θάλαμο. Μετά την αποφοίτησή της, άρχισε να εργάζεται για τον Edwin S. Curtis στους πρώτους από τους 20 τόμους φωτογραφικών πορτρέτων του «The North American Indian». Η Κάνινγκαμ αποφάσισε ότι θέλει να μάθει τα πάντα μέσα και πίσω από μια εικόνα και άρχισε να δουλεύει με τον καθηγητή της στη χημεία Dr. Horace Byers τραβώντας και τις πρώτες της φωτογραφίες φυτών.
Έμαθε τα πάντα για την πρακτική πλευρά της φωτογραφίας, πράγμα που επηρέασε καταλυτικά την καριέρα της. Συνέχισε τις σπουδές της με υποτροφία στη Δρέσδη και επέστρεψε στο Σιάτλ για να ξεκινήσει τη σειρά με τις φωτογραφίες που την έκαναν σύντομα διάσημη. Το 1913 ήταν ήδη περιζήτητη φωτογράφος, η οποία παρουσίαζε τα έργα της στην «Brooklyn Academy of Arts and Sciences». Το έργο της αυτή την περίοδο επηρεάστηκε από το κίνημα των Προραφαηλιτών στην τέχνη και τη λογοτεχνία, το οποίο ζητούσε ανανέωση στο βικτωριανό καλλιτεχνικό κατεστημένο μέσω του πνευματισμού και της ενισχυμένης σύνδεσης με τη φύση. Μια επική ιστορία που διαδραματίζεται σε ένα μεσαιωνικό δάσος, το «The Wood Beyond the World» (1894) του William Morris, ηγετικής μορφής του κινήματος, πυροδότησε τη φαντασία της.
Συνέχισε την καριέρα της στο Σαν Φρανσίσκο δίνοντας έναν πιο εκλεπτυσμένο τόνο στο στυλ της, με μεγαλύτερο ενδιαφέρον στο σχέδιο και τη λεπτομέρεια, όπως φαίνεται σε έργα της με την υφή του φλοιού, τα δέντρα, τις ζέβρες. Παράλληλα άρχισε να ενδιαφέρεται για τη βοτανική φωτογραφία και τα λουλούδια και μεταξύ 1923 και 1925 έκανε μια σε βάθος μελέτη της μανόλιας.
Καλλιέργησε έναν κήπο με φυτά και λουλούδια, για μια σειρά βοτανικών μελετών, ενώ παράλληλα φρόντιζε τους τρεις μικρούς της γιους. Το 1929 ο διακεκριμένος φωτογράφος Έντουαρτ Γουέστον πρότεινε να συμπεριληφθούν δέκα από τις φωτογραφίες της στην πρωτοποριακή έκθεση «Film und Foto» στη Στουτγκάρδη της Γερμανίας. Παρόλο που η έκθεση δεν της έφερε οικονομική επιτυχία, της εξασφάλισε διεθνή αναγνώριση ως κορυφαίας Αμερικανίδας φωτογράφου του μοντερνισμού.
Λίγα χρόνια αργότερα, παθιάστηκε με τα χέρια, ειδικά με αυτά των καλλιτεχνών και των μουσικών, και το ενδιαφέρον αυτό της άνοιξε τον δρόμο για να συνεργαστεί με το «Vanity Fair» και να φωτογραφίσει σταρ χωρίς μακιγιάζ και χωρίς τον καλλωπισμό που ήθελαν, τον οποίο αποκαλούσε «λίφτινγκ προσώπου» και κατά την εκτίμησή της ήταν εμπόδιο για μια καλή απεικόνιση.
«Πρέπει να είσαι σε θέση να κατανοήσεις σε σύντομο χρονικό διάστημα και από κοντά τις ομορφιές του χαρακτήρα, της διάνοιας και του πνεύματος, ώστε να μπορείς να ανασύρεις τις καλύτερες ιδιότητες και να τις κάνεις να φανούν στο πρόσωπο του εικονιζόμενου» έλεγε για τα πορτρέτα. Συχνά συζητούσε με τα μοντέλα της μέχρι να χαλαρώσουν ή τους ζητούσε να σκεφτούν το ωραιότερο πράγμα που μπορούσαν να φανταστούν.
Η Κάνινγκαμ ανήκε πάντα στις ομάδες των πιο ανήσυχων φωτογράφων, που δημιούργησαν ισχυρά και νέα ρεύματα στη φωτογραφία και την καθόρισαν ως μια μορφή τέχνης με απλή και ξεκάθαρη παρουσίαση των φωτογραφικών μεθόδων που άλλαζαν αλματωδώς. Το 1932, μαζί με τους Ansel Adams, John Paul Edwards, Sonya Noskowiak, Henry Swift, Willard Van Dyke και Edward Weston –όλοι τους φωτογράφοι της περιοχής του κόλπου του Σαν Φρανσίσκο– βοήθησαν στην ίδρυση της ομάδας f/64. (Υιοθέτησαν το όνομα από τη ρύθμιση του διαφράγματος σε μια φωτογραφική μηχανή μεγάλου μεγέθους που θα απέδιδε το μεγαλύτερο βάθος πεδίου, καθιστώντας μια φωτογραφία εξίσου ευκρινή από το προσκήνιο μέχρι το φόντο). Ο στόχος αυτής της ένωσης ήταν να προωθήσει ένα μοντερνιστικό ύφος μέσω εικόνων με έντονη εστίαση που δημιουργήθηκαν με την προοπτική της Δυτικής Ακτής. Στην έκθεση παρουσιάζονται σε μια αίθουσα έργα αυτής της ομάδας που αποδεικνύουν πώς η επιρροή που ασκούσε ο ένας στον άλλον καθόρισε το μέλλον της φωτογραφίας της Δυτικής Ακτής.
Το 1934 ο γάμος της έληξε και εκείνη κράτησε τα τρία παιδιά τους μέχρι να τελειώσουν το σχολείο. Δεν ξαναπαντρεύτηκε ποτέ, αλλά το διαζύγιό της ήταν η αρχή τριών δεκαετιών οικονομικών δυσκολιών στις οποίες έπρεπε να δουλέψει πολύ σκληρά για να κρατήσει «όρθιο» το σπίτι της. Πήρε περισσότερες παραγγελίες, έκανε περισσότερα πορτρέτα και άρχισε να διδάσκει φωτογραφία πορτρέτων σε μαθητές στο σπίτι της. Παρά το οικονομικό της άγχος ,άρχισε να αναζητά νέες μεθόδους. Ενώ βρισκόταν στη Νέα Υόρκη, άρχισε αυτό που αποκάλεσε τις πρώτες της «κλεμμένες εικόνες», φωτογραφίες δρόμου που τράβηξε ενώ προσπαθούσε να κρύψει τον εαυτό της και τη φωτογραφική της μηχανή από τα βλέμματα του κόσμου, για να τον απαθανατίσει όπως φαίνεται όταν δεν γνωρίζει ότι φωτογραφίζεται. Το ενδιαφέρον της για τη φωτογραφία δρόμου ανανεώθηκε το 1946, όταν γνώρισε τη Lisette Model, ενώ δίδασκαν και οι δύο στη Σχολή Καλών Τεχνών της Καλιφόρνια (σήμερα Ινστιτούτο Τέχνης του Σαν Φρανσίσκο). Οι ειλικρινείς απεικονίσεις της Κάνινγκαμ για τα θέματά της περιγράφονται συχνά ως πιο ήπιες και συμπαθητικές από εκείνες πολλών συγχρόνων της, είχαν τρυφερότητα και οικειότητα. Με την πάροδο των χρόνων η Κάνινγκχαμ χρησίμευσε ως πηγή για γυναίκες καλλιτέχνιδες όπως η Λόρα Άντρεσεν, η Ρουθ Ασαουά, η Άλμα Λάβενσον, η Λόρα Γκίλπιν, η Δωροθέα Λάνγκε, η Κονσουέλο Κανάγκα και η Μέρι Ρενκ, μεταξύ άλλων, παρέχοντας συμβουλές, ηθική υποστήριξη και ουσιαστικές διασυνδέσεις σε όλο τον κόσμο της τέχνης και των επιχειρήσεων.
Το 1964 ο φωτογράφος και εκδότης Minor White αφιέρωσε ένα τεύχος του έγκυρου περιοδικού «Aperture» στην Κάνινγκαμ. Σε ένα κομψό αφιέρωμα, περιέγραψε την προσωπική του εμπειρία της γοητείας που ασκούσε με τα θέματά της ως ένα είδος εσωτερικού φωτός. Η πρώτη δημοσίευση που αφιερώθηκε εξολοκλήρου στο έργο της Κάνινγκαμ περιείχε μια επιλογή σαράντα τεσσάρων εικόνων που χρονολογούνταν από το 1912 έως το 1963 και αντιπροσώπευαν ένα ευρύ φάσμα ειδών και στυλ.
Το 1970 πήρε μια επιχορήγηση από το ίδρυμα Guggenheim ύψους 5.000 δολαρίων για να κάνει εκτυπώσεις από τα παλιά αρνητικά της. Αυτό το βραβείο σηματοδότησε ένα σημείο καμπής στη μακρόχρονη καριέρα της, μια αναγνώριση που συνέπεσε με την αύξηση του ενδιαφέροντος των μουσείων και των συλλεκτών για την αγορά φωτογραφιών, τόσο ιστορικών όσο και σύγχρονων.
Όταν ήταν ενενήντα δύο ετών, ξεκίνησε ένα νέο πρότζεκτ, φωτογραφίζοντας ανθρώπους προχωρημένης ηλικίας. Υπολόγισε ότι θα χρειαζόταν δύο χρόνια για να το ολοκληρώσει και σχεδίαζε να δημοσιεύσει τις φωτογραφίες σε έναν τόμο που θα ονομαζόταν «After Ninety». Άρχισε να αναζητά τα θέματά της, επισκεπτόμενη τα άτομα αυτά στα σπίτια τους, στα νοσοκομεία και στα μοναστήρια. Η Κάνινγκαμ πέθανε στις 24 Ιουνίου 1976 και το βιβλίο εκδόθηκε τον επόμενο χρόνο.
Γυναίκα με εξαιρετική ευφυΐα και ταλέντο, εμβάθυνε πολύ ακόμα και στην απεικόνιση ενός λουλουδιού προκειμένου να αποδώσει την οικειότητα και τον αισθησιασμό του θέματός της. Οι διάσημες μανόλιες της δείχνουν βελούδινες και διαφανείς και το έργο της προκαλεί όχι μόνο την όραση αλλά και την αφή.
Οι κάλες, οι αλόες και οι αμαρυλλίδες της μοιάζουν σχεδόν με έργα αφηρημένης τέχνης. Το ίδιο συμβαίνει με τα άδεια μέρη που φωτογραφίζει, με λωρίδες σκοταδιού και φωτός να καταλαμβάνουν το κάδρο της. Μεταξύ των πιο επιτυχημένων πορτρέτων της Κάνινχαμ είναι εκείνα των LGBTQ+ ατόμων – ένα εμβληματικό υποσύνολο του έργου της.
Στις εικόνες της είναι αποκαλυπτική η απόπειρά της να αποκαλύψει ένα κομμάτι εσωτερικής ζωής. Ήταν αυτό που την ενδιέφερε πάντα, ακόμα και σε ένα μικρό κομμάτι σάρκας ή στον μίσχο ενός λουλουδιού κάτω από τα απαλά πέταλά του.