Η Άλις Όστεν, μια από τις πρώτες φωτογράφους της Αμερικής, ήταν γνωστή μέχρι πριν λίγα χρόνια για το έργο της αλλά και την ενδιαφέρουσα ζωή της. Αυτό που παραλειπόταν σταθερά στις διαφορετικές αφηγήσεις για τη ζωή της ήταν η 53χρονη σχέση της με την Γκέρτρουντ Τέιτ, μια σχέση που μας κληροδότησε πλήθος φωτογραφιών οι οποίες αμφισβητούν τις καταπιεστικές βικτοριανές συμβάσεις, αγκαλιάζοντας την ατομικότητα και την ανεξαρτησία.
Η περίπτωση της Όστεν είναι μοναδική. Γεννημένη σε ένα εύπορο σπίτι στο Στάτεν Άιλαντ το 1866, ήταν εγγονή του Πίτερ Τάουνσεντ, ιδιοκτήτη του εργοστασίου σιδήρου Στέρλινγκ. Όταν ο πατέρας της εγκατέλειψε την οικογένειά τους, μετακόμισε με τη μητέρα της στο εξοχικό, που ονομαζόταν Clear Comfort. Ο θείος της, ένας Δανός καπετάνιος, την άφησε να παίξει με μια φωτογραφική μηχανή σε ηλικία 10 ετών – ένας άλλος θείος, καθηγητής χημείας, της έδειξε πώς να εμφανίζει τις γυάλινες πλάκες.
Το νεαρό κορίτσι μετέτρεψε μια ντουλάπα στον επάνω όροφο του σπιτιού σε σκοτεινό θάλαμο, ενώ κρατούσε σχολαστικά σημειώσεις σχετικά με τη διαδικασία λήψης φωτογραφιών. Στα 18 της ήταν μια έμπειρη φωτογράφος που πέρασε τα επόμενα 50 χρόνια της ζωής της τελειοποιώντας την τέχνη της.
Η Όστεν κορόιδευε τη βικτοριανή κοινωνία και τους περιορισμούς που έθετε στις γυναίκες και φωτογράφιζε παιχνιδιάρικα τις φίλες της να αγκαλιάζονται, να φορούν μάσκες, κορσέδες και φούστες μέχρι τη γάμπα, με τα χέρια τους πλεγμένα, και να καπνίζουν – μια πράξη που για τις γυναίκες εκείνης της εποχής ήταν λόγος σύλληψης από την αστυνομία.
Σε αυτό το οικιακό στούντιο παρήγαγε πάνω από 7.000 φωτογραφίες μιας Νέας Υόρκης που άλλαζε ραγδαία, συμβάλλοντας σημαντικά στην ιστορία της φωτογραφίας, καταγράφοντας τους μεταναστευτικούς πληθυσμούς της Νέας Υόρκης, τις κοινωνικές δραστηριότητες των βικτοριανών γυναικών και τον φυσικό και αρχιτεκτονικό κόσμο του περιβάλλοντός της.
Υπήρξε μια από τις πρώτες γυναίκες φωτογράφους της Αμερικής που εργάστηκαν εκτός στούντιο, ένας άθλος, αν σκεφτούμε ότι συχνά μετέφερε έως και 50 κιλά φωτογραφικού εξοπλισμού στο ποδήλατό της για να αποτυπώσει τον κόσμο της. Ήταν μια επαναστάτρια η οποία ξέφυγε από τους περιορισμούς του βικτοριανού περιβάλλοντός της και σφυρηλάτησε μια ανεξάρτητη ζωή που έσπαγε τα όρια της αποδεκτής γυναικείας συμπεριφοράς και των κοινωνικών κανόνων.
Αν και θεωρείτο ερασιτέχνης φωτογράφος, επειδή ήταν πλούσια και ανεξάρτητη και δεν ζούσε από τη φωτογραφία κατάφερε όταν ολοκλήρωσε μια επ’ αμοιβή αποστολή από την Υπηρεσία Δημόσιας Υγείας των ΗΠΑ, στην οποία κατέγραψε τους ανθρώπους και τις συνθήκες των σταθμών καραντίνας μεταναστών στη Νέα Υόρκη και του νέου ομοσπονδιακού σταθμού του Ellis Island κατά τη δεκαετία του 1890, να κατοχυρώσει τα πνευματικά της δικαιώματα στη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου, να εκθέσει και να δημοσιεύσει το έργο της. Η άσκηση αυτή τη γοήτευσε πολύ, και επέστρεφε κάθε χρόνο για μια δεκαετία, καταγράφοντας με θέρμη ανθρώπους και εξοπλισμό.
Η Όστεν περιπλανήθηκε στη Νέα Υόρκη των αρχών του 20ού αιώνα με τη φωτογραφική μηχανή στο χέρι, απαθανατίζοντας πωλητές του δρόμου και μετανάστες. Δούλευε από κινούμενα τρένα και σε αθλητικές εκδηλώσεις, δημιουργώντας πρώιμα πλάνα δράσης, και κατέγραφε εμμονικά τις δραστηριότητες των φίλων και της οικογένειας, καθώς και τη δική της ζωή. Ήταν ατρόμητη, δεν δίσταζε να σκαρφαλώσει σε στύλους και φράχτες για να πετύχει την τέλεια λήψη, συμβάλλοντας ουσιαστικά στην πρωτοπορία της φωτογραφίας ντοκιμαντέρ.
Αυτή η δουλειά, καθώς και το γεγονός ότι δεν παντρεύτηκε ποτέ και δεν απέκτησε παιδιά, δεν ήταν καθόλου συνηθισμένα χαρακτηριστικά για μια γυναίκα εκείνης της εποχής. Όμως η ίδια δεν ήταν αναγκασμένη να ψάχνει για δουλειά και δεν την ενδιέφερε αν θα είναι αποδεκτή.
Το ταλέντο της Όστεν στο φωτορεπορτάζ είναι αυτό που ήταν γνωστό για πολλές δεκαετίες. Οι σχέσεις της με άλλες γυναίκες, κάτι ζωτικής σημασίας για την κατανόηση του έργου της, παραλειπόταν συστηματικά, η λέξη «λεσβία» αποκρύφθηκε για σχεδόν έναν αιώνα, παρά το γεγονός ότι με τις φωτογραφίες της έχουμε μια σπάνια τεκμηρίωση των στενών σχέσεων μεταξύ των γυναικών της εποχής της.
Ο μη παραδοσιακός τρόπος ζωής της ίδιας και των φίλων της, αν και προοριζόταν για ιδιωτική θέαση, αποτελεί το αντικείμενο μερικών από τις πιο αναγνωρισμένες από τους κριτικούς φωτογραφίες της.
Κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στα Κάτσκιλς το 1899, η Όστεν γνώρισε την Γκέρτρουντ Τέιτ, μια νηπιαγωγό που ανάρρωνε από τύφο σε ένα ξενοδοχείο. Ένα μικρό φωτογραφικό άλμπουμ που έφτιαξε η Όστεν καταγράφει τη σχέση που άνθισε εκείνο το καλοκαίρι. Η Τέιτ, που ζούσε στο Μπρούκλιν, άρχισε να επισκέπτεται το Clear Comfort και το 1917 μετακόμισε στο εξοχικό παρά τις αντιρρήσεις της οικογένειάς της για τη «λανθασμένη αφοσίωσή» της στην Όστεν.
Η Όστεν κορόιδευε τη βικτοριανή κοινωνία και τους περιορισμούς που έθετε στις γυναίκες και φωτογράφιζε παιχνιδιάρικα τις φίλες της να αγκαλιάζονται, να φορούν μάσκες, κορσέδες και φούστες μέχρι τη γάμπα, με τα χέρια τους πλεγμένα, και να καπνίζουν – μια πράξη που για τις γυναίκες εκείνης της εποχής ήταν λόγος σύλληψης από την αστυνομία. Σε μια φωτογραφία η ίδια και οι φίλες της είναι ντυμένε άντρες με ψεύτικα μουστάκια και τσιγάρα, ενώ σε μια άλλη απεικονίζει μια γυναίκα με μια κλειστή ομπρέλα ανάμεσα στα πόδια της, υποδηλώνοντας έναν φαλλό. Ήταν ένας τρόπος να εξερευνήσει μέσα από την τέχνη της και την πρακτική της την ταυτότητά της και τους ρόλους των φύλων.
Για πολλά χρόνια, με πρόσχημα να μη «σκέφτονται άσχημα» την Άλις και τη Γκέρτρουντ και επειδή «θα ήταν σαν να τις στιγματίζουν με αυτόν τον τρομερό ισχυρισμό», η σχέση των δυο γυναικών περιγραφόταν ως «ρομαντική φιλία». Μόλις το 1976, η Αν Νόβοτνι, στο βιβλίο «Novotny» αναφέρει ανοιχτά τη σχέση τους, όπως και σε ένα άρθρο που έγραψε για το «Heresies», ένα φεμινιστικό περιοδικό τέχνης, τον επόμενο χρόνο. Στις 20 Ιουνίου 2019, το σπίτι της Άλις Όστιν χαρακτηρίστηκε επίσημα ως εθνικός τόπος ιστορίας LGBTQ+. Είναι ο τέταρτος τόπος στη Νέα Υόρκη και ο πρώτος στην πόλη και την Πολιτεία που είναι αφιερωμένος σε μια γυναίκα.
Όσο για την ίδια, ο πλούτος της χάθηκε στο χρηματιστηριακό κραχ του 1929 και η ίδια και η Τέιτ εκδιώχθηκαν από το αγαπημένο τους σπίτι το 1945. Χωρίστηκαν εξαιτίας της φτώχειας και της απόρριψης της σχέσης τους από τις οικογένειές τους. Η Όστεν μετακόμισε στο Στάτεν Άιλαντ, όπου η Τέιτ την επισκεπτόταν κάθε εβδομάδα. Το 1951 οι φωτογραφίες της Όστεν ανακαλύφθηκαν από τον ιστορικό Όλιβερ Τζένσεν και από τη δημοσίευση των φωτογραφιών της συγκεντρώθηκαν χρήματα για να εγκατασταθεί η φωτογράφος σε ιδιωτικό οίκο ευγηρίας. Πέθανε το 1952 και η τελευταία της επιθυμία, δική της και της Τέιτ, ήταν να θαφτούν μαζί, κάτι που απορρίφθηκε από τις οικογένειές τους.
Το Alice Austen House, που σήμερα είναι επισκέψιμο για το κοινό με εκθέσεις και για την ΛΟΑΤΚΙ+ ζωή και κοινότητα φιλοξενεί εδώ και λίγα χρόνια την παρακάτω δήλωση:
«Η Άλις Όστεν είναι μια συναρπαστική ιστορική προσωπικότητα της οποίας η ιστορία έχει σχέση με ζητήματα που αντιμετωπίζουμε ακόμη στην κοινωνία. Η ιστορία της ζωής και η φωτογραφία της Όστεν αντιπροσωπεύουν ευρύτερα θέματα στην αστική και μεταναστευτική ιστορία, τις γυναικείες και έμφυλες σπουδές, την ιστορία των ΛΟΑΤΚΙ+ και την ιστορία της φωτογραφίας και της τέχνης που μπορούν να διερευνηθούν, να εξεταστούν και να παρουσιαστούν καλύτερα μέσω του δημόσιου μουσείου για το σημερινό κοινό. Σκοπεύουμε με έναν επανασχεδιασμό της μόνιμης έκθεσης να καλύψουμε τα κενά του μουσείου, και θα καταστήσουμε πιο ορατή την αφοσιωμένη σχέση της Άλις Όστεν και της Γκέρτρουντ Τέιτ, ώστε να αντικατοπτρίζει τη ζωή που έζησαν μαζί στο σπίτι για τα 30 από τα περισσότερα από 50 χρόνια της σχέσης τους. Η ιστορία και οι φωτογραφίες της Όστεν παρέχουν εκπαιδευτικές ευκαιρίες και διεγείρουν τον διάλογο για το σημερινό κοινό σχετικά με τις συνθήκες που αντιμετωπίζουν όσοι εισέρχονται στη χώρα και εγκαθίστανται ως μετανάστες, καθώς και σχετικά με την ανοχή, την αποδοχή και την ισότητα όσον αφορά τον σεξουαλικό προσανατολισμό».