Το λεύκωμα του Χρήστου Σωτηρόπουλου έχει τίτλο δανεισμένο από ένα τραγούδι της Peggy Lee, το «Is that all there is» και είναι ταυτόχρονα μυθοπλασία και ένα ντοκουμέντο με επίκεντρο το καλοκαίρι στον νομό Ηλείας. Η τριλογία της επαρχίας που ξεκίνησε με το προηγούμενο βιβλίο του, «How Kate Bush didn't save me from anything», το οποίο αναφερόταν στο πώς η θρησκεία μαζί με την επιστήμη προσπαθούσαν να τον σώσουν όσο μεγάλωνε, θα ολοκληρωθεί με ένα τρίτο βιβλίο που θα κυκλοφορήσει στο μέλλον.
Ο Χρήστος ζει μόνιμα στην Πάτρα, όπου εργάζεται ως μικροβιολόγος. Ασχολείται με τη φωτογραφία εδώ και 25 χρόνια. «Ήθελα με κάτι να ασχοληθώ, πέραν της σχολής μου, και ένας φίλος μού είπε να παρακολουθήσω μαθήματα φωτογραφίας που διοργάνωναν οι φοιτητικές πολιτιστικές ομάδες του Πανεπιστημίου Πατρών», λέει. «Είπα να δοκιμάσω, παρότι δεν είχα ιδέα από φωτογραφία, δεν είχαμε καν στο σπίτι φωτογραφική μηχανή. Αυτό ήταν. Από τότε κόλλησα.
Έχω μεγαλώσει σε χωριό του Αιγίου – βασικά σε δύο χωριά. Το ένα είναι σε βουνό, όπου ζουν οι γονείς μου και περνούσα τις σχολικές μου χρονιές. Το άλλο είναι παραθαλάσσιο, το μέρος καταγωγής της μητέρας μου. Σε αυτό περνούσα τα καλοκαίρια μου. Όσοι έχουν μεγαλώσει σε τέτοια μέρη, θα σου πουν σίγουρα ότι η φύση ήταν μέρος της καθημερινότητάς τους, της ζωής τους, της ρουτίνας τους. Πέραν αυτού, εμένα με έμαθε να συνδέω το φως με την ψυχολογία μου. Γι' αυτό δεν θα μπορούσα να ζήσω σε μέρη όπου το φως έχει μικρές εναλλαγές μες στη χρονιά.
Η φωτογραφία στην εποχή των social media, της πολιτισμικής απενοχοποίησης και του ΑΙ είναι σαν τη γάτα του Schrödinger: είναι και δεν είναι τέχνη ταυτόχρονα, μέχρι κάποιος να σηκώσει το κουτί και να πει τι είναι.
Ο τίτλος προέκυψε από το τραγούδι της Peggy Lee “Is that all there Is?”, το οποίο αφορά τον τρόπο που μεγαλώνει ένα κοριτσάκι, και κάθε στροφή, που περιγράφει κάτι σημαντικό στη ζωή της, τελειώνει με τη φράση αυτή. Ένιωσα ότι ταιριάζει πολύ αυτή η ατάκα στην ελληνική επαρχία, όπου έχουμε μάθει να επιστρέφουμε για να συγκρινόμαστε με τον εαυτό μας που αφήσαμε εκεί, αλλά πάντα μα πάντα καταλήγουμε σε αυτή την ερώτηση: “Is that all there is?”.
Τα κείμενα των έξι κεφαλαίων τα έχει γράψει ο φίλος μου ο Δημήτρης Τσούκας κατόπιν πολύωρων συζητήσεων μαζί μου. Και αυτός, όπως και εγώ και η φίλη μου η Γιώτα Αγραπίδη, που έχει γράψει το αρχικό κείμενο, νιώθει γοητευμένος από την ελληνική επαρχία, όπου μεγάλωσε και ο ίδιος. Το αγγλικό κείμενο ήταν δική μου επιλογή, διότι ένιωθα ότι το format αυτό εξυπηρετούσε καλύτερα την αμεσότητα των νοημάτων που ήθελα να περάσουν τα κείμενα. Και σίγουρα με βοηθάει σε περίπτωση που θέλω να δοκιμάσω να στείλω το photobook σε βιβλιοπωλεία του εξωτερικού.
Η Γιώτα είναι ο άνθρωπος που με βοήθησε να εξερευνήσουμε τον νομό Ηλείας επειδή έμενε στην Ανδραβίδα μέχρι και το 2005. Στην ουσία το 2016 επέστρεψε μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα που έλειπε για προσωπικούς λόγους – πριν, ανά τακτά διαστήματα, έμενε εκεί. Κάποια στιγμή, λοιπόν, μου ανέφερε ότι ένιωθε η ίδια να εξελίσσεται, ενώ το μέρος όπου μεγάλωσε, με έναν ανεξήγητο τρόπο την περίμενε ίδιο και απαράλλαχτο. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι είχα την ίδια σχέση με το μέρος όπου μεγάλωσα και αποφάσισα ότι ήθελα να δείξω αυτό που ένιωθα με ένα φωτογραφικό πρότζεκτ.
Τους τίτλους των κεφαλαίων τούς έχω σκεφτεί εγώ και συνοψίζουν τα έξι βασικά πράγματα που με διαμόρφωσαν στην ελληνική επαρχία. Το πρώτο κεφάλαιο, που έχει τίτλο “The king is dead”, είναι για τις καλοκαιρινές γιορτές που ζητούσαν να είμαστε κάποιοι άλλοι – προσπαθούσαν να με μάθουν ποιος είμαι οι γιορτές. Το δεύτερο κεφάλαιο, “The man in outer Space”, είναι για τον “τρελό του χωριού”, που μας προκαλούσε να τολμήσουμε πράγματα, που πάντα ζηλεύαμε αυτό που κάνει, την ελευθερία που είχε, αλλά ποτέ δεν το λέγαμε. Το τρίτο κεφάλαιο, “The silent storm”, είναι για τις ήττες που βούλιαξαν στην ησυχία της νύχτας, τη νύχτα στην επαρχία, τη σιωπή της, πώς θεραπεύει πράγματα. Το τέταρτο κεφάλαιο, “Her”, είναι για την πρώτη φορά που το παιχνίδι έπαψε να είναι αθώο, για τον πρώτο μας έρωτα στην ουσία, όταν καταλάβαμε ότι εκεί που παίζουμε με ένα κορίτσι αρχίσαμε να το βλέπουμε αλλιώς κι αυτό μας διαμόρφωσε. Το πέμπτο, “The Burn”, είναι για τη ζέστη του μεσημεριού που κουβαλάμε ακόμα στο δέρμα μας, αυτό που μας καίει γενικά και εντυπώνεται σαν καμένο δέρμα. Το έκτο, “The Stunt”, είναι για τις στιγμές μας που συλλέγονται σε κάδρα σε τυχαία σαλόνια – με αυτόν τον τρόπο αποθηκεύεις τις μνήμες σου και καταστάσεις που συναντάς όταν πας ξανά εκεί, στην επαρχία. Και το έβδομο, “Then let's keep dancing”, είναι για τις επιστροφές μας.
Το εξώφυλλο έχει αυτή την υφή, αυτό το χρώμα, επειδή αναπαριστά το καμένο δέρμα. Όλο το βιβλίο βιωματικά είναι το καμένο δέρμα, όπως όταν καίγεσαι στον ήλιο. Και ο τίτλος είναι θολός από τον τρόπο που βλέπουν τα μάτια σου το μεσημέρι, όταν έχει εξατμιστεί ό,τι υγρό υπάρχει γύρω σου στο έδαφος και όλα τα βλέπεις κάπως θολά. Είναι η θολούρα της πολλή ζέστης. Κι όλες τις φωτογραφίες του βιβλίου τις έχω τραβήξει επίτηδες από τις 11 το πρωί μέχρι τις 6 το απόγευμα, καλοκαίρι, για να βιώνω αυτό το feeling κατά τη λήψη, γιατί ήθελα ο αναγνώστης να το ζήσει κάπως έτσι το βιβλίο, από την αρχή. Είναι εμπειρίες που εγώ έζησα στην επαρχία, κι οι περισσότεροι που έχουν μεγαλώσει στην επαρχία θα ταυτιστούν με αυτές. Οι λήψεις έχουν γίνει στον νομό Ηλείας κι ας είμαι από το Αίγιο, γιατί με γοητεύει πολύ αυτός ο νομός, νιώθω ότι μπορούσα να το εκφράσω καλύτερα εκεί. Οπτικά, εικονοκλαστικά, είχε πιο μεγάλο ενδιαφέρον από το Αίγιο όπου μεγάλωσα. Απλώς μετέφερα τις εμπειρίες μου εκεί. Είναι αυτοέκδοση. Ο σχεδιασμός του βιβλίου έχει γίνει στο Nowhere Studio στην Αθήνα και η εκτύπωση στο Future Format στην Πάτρα.
— Πώς έχει αλλάξει η ασχολία σου με τη φωτογραφία τον τρόπο που βλέπεις τα πράγματα γύρω σου;
Αυτό που άλλαξε είναι ότι κατάλαβα πως η φωτογραφική εικόνα δεν φέρει καμία αλήθεια εντός της. Αρκετές φορές ούτε καν εκείνου που την τράβηξε. Κατάλαβα ότι η αξία της είναι ο σκοπός χρήσης της και αυτό διαμόρφωσε τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνομαι τη χρήση των εικόνων στον δημόσιο διάλογο, στο πολιτιστικό γίγνεσθαι καθώς και το πώς επιδρούν σ' εμένα οι οικογενειακές φωτογραφίες.
— Βλέπεις τον κόσμο διαφορετικά μέσα από την κάμερα;
Το παράδοξο είναι ότι, ενώ στρέφω τη μηχανή μου στον κόσμο γύρω μου (μια και μου αρέσει η φωτογραφία-ντοκουμέντο), από τη στιγμή που θα βάλω το μάτι μου στο προσοφθάλμιο νιώθω σαν να μπαίνω σε ένα τελείως διαφορετικό σύμπαν που φτιάχτηκε για μένα εκείνη τη στιγμή και καταστρέφεται αυτομάτως, με το που απομακρύνω το μάτι μου. Κάθε φωτογράφος, φαντασιακά γεγονότα και καταστάσεις τα βλέπει διαφορετικά από τους άλλους, ακόμα και από τους φωτογράφους. Ο τρόπος που υπάρχει ή συμβαίνει κάτι/κάποιος στις εικόνες του το ορίζει μόνο ο ίδιος σε φαντασιακό επίπεδο. Αλλά μια χαρά διαβάζουμε ιστορίες για μονόκερους κι ας μην υπάρχουν, σωστά;
— Θεωρείς ότι κάνεις τέχνη;
Η φωτογραφία την εποχή των social media, της πολιτισμικής απενοχοποίησης και του ΑΙ είναι σαν τη γάτα του Schrödinger: είναι και δεν είναι τέχνη ταυτόχρονα μέχρι κάποιος να σηκώσει το κουτί και να πει τι είναι.
— Πόσο έχουν αλλάξει οι σέλφι και τα κινητά την αντίληψη που έχουμε για τη φωτογραφία;
Θεωρώ ότι η τεράστια και καθημερινή παραγωγή εικόνων αποτελεί τη νέα μορφή της Ιστορίας. Είχαμε την προφορική, μετά τη γραπτή και τώρα πλέον την οπτική Ιστορία.
— Πώς τραβάς τις εικόνες; Σκέφτεσαι για ώρα τι θα τραβήξεις ή βγάζεις αυθόρμητα;
Και τα δύο. Δεν μπορώ να τα ξεχωρίσω ακριβώς. Συνήθως ορίζω ένα πλαίσιο εντός του οποίου θέλω να τραβήξω μια εικόνα και μετά αφήνομαι στον αυθορμητισμό της στιγμής. Π.χ. κάποιες από τις εικόνες που έχει το βιβλίο μού προέκυψαν στο πλαίσιο εκδηλώσεων για τις οποίες με ενημέρωνε η Γιωτα, αλλά δεν απεικονίζουν καν το γεγονός που συνέβαινε.
— Ψηφιακή φωτογραφία ή φιλμ;
Τραβούσα φιλμ για 15 χρόνια, εμφάνιση, εκτύπωση, όλο το πακέτο. Μπορώ να σου πω μόνο ότι είναι κάτι τελείως μα τελείως διαφορετικό από το ψηφιακό. Θεωρώ ότι στο μέλλον θα θεωρείται άλλου είδους φωτογραφική τέχνη.
Το «Is that all there is» του Χρήστου Σωτηρόπουλου είναι διαθέσιμο στα βιβλιοπωλεία:
Hyper Hypo, Βορέου 10, Αθήνα
Πολιτεία, Ασκληπιού 1-3, Αθήνα
Beetroot gallery, Συγγρού 8, Θεσσαλονίκη
Πίξελ, Κανακάρη 185, Πάτρα