Μια γενιά σβήνει, που δεν χώρεσε ποτέ στη μεταπολεμική Ελλάδα. Ακόμη και στα μικροαστικά διαμερίσματα, δεν συμφιλιώθηκε ποτέ με τον μικροαστισμό. Πασχίζει να ανασύρει από τη διστακτική της μνήμη τις τελευταίες σκόρπιες μαρτυρίες, διαβάζει ακόμη την «Αυγή» ή τον «Ριζοσπάστη», αραιώνει στα μνημόσυνα και αφήνει μια δυσβάσταχτη κληρονομιά που προκαλεί τη δυσπιστία, αν όχι την αδιαφορία. Σαν μια άλλη Ατλαντίδα, η Ελλάδα που υπερασπίστηκαν και όχι απλώς αποτύπωσαν- ο Κώστας Μπαλάφας στα βουνά της Ηπείρου και ο Σπύρος Μελετζής στον Όλυμπο, η δική τους αναγεννημένη Ελλάδα, κατέρρευσε κι εξαφανίστηκε, ξεσκισμένη από μικρές και μεγάλες ύαινες, που το σάλιο τους υπάρχει ακόμη παντού. Πώς να απορείς που πέρασαν τριάντα ολόκληρα χρόνια πριν αναζητήσει ο ίδιος ο Κώστας Μπαλάφας το αρχείο του από το αντάρτικο, φυλαγμένο και κρυμμένο σ' ένα γιαννιώτικο σπίτι επιταγμένο από τους Γερμανούς! Το βάρος της ήττας (τόσες απανωτές και συντριπτικές ήττες...), αλλά και η κρυφή περηφάνια και η σεμνότητα όσων συνέχισαν μια αλλόκοτη ζωή σε έναν κόσμο εχθρικό και ξένο στέρησαν κι από μας, τα παιδιά τους, τη γνώση των πραγμάτων αλλά και τη διάθεση να μοιραστούμε μια υπόθεση χαμένη, που διαισθανόμασταν, όμως, ότι έκρυβε ευνόητους κι αυθόρμητους ηρωισμούς κι έναν πεισματικό ρομαντισμό, έστω σιδερένιο.
Σηκώσαμε κι εμείς με τη σειρά μας λίγο κεφάλι με το Βιετνάμ, την Παλαιστίνη, τα οδοφράγματα του '68 και τη χούντα. Είχαμε κι εμείς, η δεύτερη γενιά της ήττας, παιδιά γνωστών «κομμένων κεφαλών», όπως αποκαλεί ο Τσίρκας στις Ακυβέρνητες Πολιτείες τη χρεοκοπημένη ηγεσία, ή απλών αγωνιστών τους μικροηρωισμούς και τις μικροπαρανομίες μας. Νομίσαμε ότι θα μπορούσαμε εύκολα ν' απαλλαγούμε από τα λάθη και τον εκφυλισμό, από το πλάκωμα της συντριβής, γυρίζοντας την πλάτη στην ιστορία και τη ζωή εν τέλει των γονιών μας. Μας παρέσυρε και μας συνεπήρε ένας άλλος άνεμος, μια νέα κοσμογονία, που υποσχόταν ριζικές ανατροπές. Το καταδικασμένο παρελθόν δεν θέλαμε να το ξέρουμε, ακόμη κι αν βρισκόταν κάτω από το πάτωμα του ίδιου του σπιτιού μας. Τώρα το ανακαλύπτουμε εκ νέου και μαζί μ' αυτό τις αληθινές ζωές των ανθρώπων που μας μεγάλωσαν.
Οι φωτογραφίες του Κώστα Μπαλάφα, ακριβώς επειδή δηλώνουν με τον πιο άμεσο και γλυκό -ούτε «λυρικό», ούτε «ελεγειακό»- τρόπο ότι έτσι ήταν τα πράγματα στην Κατοχή και το αντάρτικο, γιατί απλώς έτσι έπρεπε να είναι, χωρίς το παραμικρό ίχνος μιας οποιασδήποτε πόζας απέναντι στην Ιστορία από τους γενναίους που την αναποδογύρισαν, μου προκαλούν πάντα για όση ώρα τις κοιτάζω -δεν μπορώ για πολύ- μια οδύνη και μια απελπισία. Με έναν απρόσμενο κι αινιγματικό τρόπο, πρόκειται για το ίδιο αβάσταχτο συναίσθημα που μου προκαλούν σε μια τελείως άλλη συντεταγμένη δυο γυναίκες φωτογράφοι, η Diane Arbus και η Francesca Woodman. Ίσως γιατί το συλλογικό αδιέξοδο μιλάει για τον άνθρωπο όσο και η προσωπική απόγνωση - μόνο η κλίμακα αλλάζει και το εύρος των προσδοκιών. Άλλωστε, συνειρμικά μιλώντας, σε σχέση με την τελευταία πράξη της ζωής αυτών των δυο φωτογράφων, είναι σίγουρο ότι αρκετοί αγωνιστές της Αντίστασης δεν θα είχαν αντέξει μια συμβιβασμένη ζωή, αν μπορούσαν να την έχουν προβλέψει σε όλη της την τραγικότητα. Εδώ, περπατάς στο κέντρο κι είσαι ακόμη αναγκασμένος να αντικρίζεις και να φτύνεις κάθε φορά που περνάς από την Κοραή την προτομή αυτού του θλιβερού Ζέρβα, του οποίου τα πρωτοπαλίκαρα έστησαν τρικούβερτο γλέντι, με το κεφάλι του Άρη Βελουχιώτη να κρέμεται στην πλατεία των Τρικάλων. Τριάντα και βάλε Πολυτεχνεία έχουν περάσει από εκεί, τόσες αναρχικές διαδηλώσεις και ο Ζέρβας είναι ακόμη στη θέση του, για να μη μιλήσουμε για το εξάμβλωμα απέναντι, στην Κλαυθμώνος, σαν να μη μας αφορά πια τίποτα από εκείνη την περίοδο, σαν να μην υπήρχε ποτέ το κίνημα των Καπετάνιων του ΕΛΑΣ, μοναδικό σε όλη την κατοχική Ευρώπη.
Οι μέρες του '40 του Κώστα Μπαλάφα, διατηρώντας μέχρι τη δική μας εποχή τη μεγάλη καλλιτεχνική τους αξία, μας μιλάνε γι' αυτά τα τραγικά στραβοπατήματα της ιστορίας, αλλά και για την αναγκαιότητα και την ουτοπία.