Φαινομενικά διαφορετικά, κι όμως τόσο στη Λήθη όσο και στο Insenso η συγγραφική υπογραφή είναι σαφής κι ευδιάκριτη. Ο Δημητριάδης, έχοντας βουτήξει στα βαθιά της σκέψης και της γραφής, αποπειράται να εμπλουτίσει το σκηνικό κείμενο με στοχασμό πάνω στα βασικά του θεάτρου (Τι μπορεί να είναι θέατρο σήμερα; Τι είναι ηθοποιός, τι το θεατρικό πρόσωπο που ερμηνεύει και ποια η μεταξύ τους ισορροπία;) αλλά και στα βασικά της ανθρώπινης ύπαρξης (Ισχύει η διάζευξη νους / σώμα; Τι είναι ο έρωτας και πώς ισορροπεί η σχέση εγγύτητας / απόστασης στο ερωτικό δίπολο; Ποια είναι η σχέση ατόμου και Ιστορίας και ποιο είναι το υποκείμενο του συλλογικού σώματος; Τι είναι μνήμη και τι λήθη;). Και παρότι τα ζητήματα που τον απασχολούν είναι δύσκολα, πόσο μάλλον για να αντιμετωπιστούν μέσα από έναν λόγο προορισμένο για τη θεατρική σκηνή, ο Δημητριάδης καταφέρνει να παρασύρει τον θεατή στον κόσμο που κάθε φορά στήνει ως πεδίο ανίχνευσης και διαλόγου, και να τον γοητεύσει. Πώς; Με το πάθος του. Ο Δημητριάδης, αν και διανοούμενος συγγραφέας, είναι αισθησιοκράτης. Μέσα από το σώμα και τις αισθήσεις ο άνθρωπος γνωρίζει τον κόσμο και τον εαυτό του. Μέσα από το σώμα και τις αισθήσεις ο άνθρωπος ανεβαίνει στα υψηλά της φιλοσοφικής διερώτησης. Όπως γράφει στη Λήθη: «Εκεί που τελειώνει το σώμα μου τελειώνω κι εγώ. Εκεί θα τελειώσω. Στο τέλος του σώματος είναι το τέλος μου».
Πηγαίνετε να δείτε την Εκάβη Ντούμα να ερμηνεύει τη Λήθη στο θέατρο Πορεία. Δεν είχα δει πέρσι την πρώτη εκδοχή της παράστασης του Τάρλοου, με τον Δημοσθένη Παπαδόπουλο, αλλά η πληρότητα της σκηνοθετικής πρότασης και η καιόμενη κατάθεση της ηθοποιού με εντυπωσίασαν. Μέσα σ’ ένα ορθογώνιο κουτί με γυάλινη την μπροστινή επιφάνεια η Εκάβη θα εκθέσει το γυμνό της σώμα, επιδιώκοντας την καταβύθιση στην απόλυτη γυμνότητα της ύπαρξης - εκεί δηλαδή όπου όλα τα μυστήρια και όλα τα διανοητικά αραμπέσκ χάνουν τη σημασία και τη γοητεία τους και μένει μόνο μια αλήθεια, η «φιλάνθρωπη βεβαιότητα», η «φιλάνθρωπη παραδοχή» ότι το σώμα υπάρχει και κάποια στιγμή δεν θα υπάρχει. «Ό,τι πεθαίνει αγαπάει ό,τι πεθαίνει» - ή έτσι θα ’πρεπε, τουλάχιστον.
Το πολύπλοκο κουτί-βιτρίνα που επιτρέπει να παρακολουθούμε τη γυναίκα-σώμα σαν σε εργαστήριο, με ειδικό φωτισμό θα γίνει σταυρός, όπου το σώμα σταυρώνεται, πάσχει, γίνεται σοφό, ανασταίνεται. Στο τέλος, αφού η ηθοποιός ντυθεί με σεμνά, απρόσωπα ρούχα μαθήτριας κολεγίου, το κουτί θα χωριστεί στα δύο και θ’ αρχίσει σιγά-σιγά να γέρνει ώσπου να έρθει σε οριζόντια θέση - ένας γυάλινος τάφος. Αρχή και τέλος του κόσμου, αυτό το ταπεινό και ταπεινωμένο ανθρώπινο σώμα μπορεί τώρα να ξεκουραστεί. «Η αιώνια λήθη του σώματος», η λύτρωση. Τίποτε άλλο.
Το σώμα έχει πρωτεύοντα ρόλο και στο άλλο κείμενο του Δημητριάδη που παρουσιάζεται αυτές τις μέρες στην Αθήνα. Το Insenso, που πρωτοπαρουσίασε η Ρούλα Πατεράκη πέρσι σε μορφή αναλογίου και ετοιμάζει ο Μιχαήλ Μαρμαρινός σε μια πολυπρόσωπη εκδοχή για το Φεστιβάλ Αθηνών (8, 9 & 10 Ιουλίου), στα χέρια του Εμμανουήλ Κουτσουρέλη έγινε παράσταση για δύο γυναίκες, τη Σταματίνα Παπαμιχάλη και τη Μαρίζα Στάρη. Το σαν μονόλογος κείμενο του Δημητριάδη πατάει στην ταινία του Λουκίνο Βισκόντι Senso (1954). Από την παθιασμένη ιστορία του έρωτα της κόμισσας Λίβια Σερπιέρι για τον Αυστριακό αξιωματικό Φραντς Μάλερ (σε μια εποχή που η Ιταλία ήταν σε εμπόλεμη συνθήκη με την Αυστρία) ο Δημητριάδης κρατάει μόνο το πρόσωπο της ερωτευμένης γυναίκας. Που έδωσε τα πάντα για να πάρει πίσω εμπαιγμό και προδοσία. Καταδίδει τον εραστή της, που εκτελείται ως λιποτάκτης. Αν τον είχε σκοτώσει η ίδια, τουλάχιστον θα έμενε δικός της για πάντα. Δεν το έκανε και το αδικαίωτο πάθος της στοιχειώνει τον λόγο της.
Η κόμισσα στο κείμενο του Δημητριάδη δεν έχει χαρακτήρα, είναι η μορφή του συντετριμμένου ερωτικού υποκειμένου που μέσα από λέξεις προσπαθεί να εκφράσει την οδύνη για τον χαμένο έρωτα - μια οδύνη που δεν είναι της τάξης του λόγου αλλά περισσότερο ένας «σωματικός» παροξυσμός. Κι επειδή δεν μπορεί να εκφραστεί και να αποφορτιστεί διά του λόγου, η Λίβια οδηγείται στη νοητική κατάρρευση, στη διάρρηξη του Εγώ, στην παράνοια. Πιθανόν γι’ αυτό ο Εμμανουήλ Κουτσουρέλης χώρισε την ηρωίδα σε δύο πανομοιότυπα «αντίγραφα», σαν δυο φωνές του ίδιου προσώπου, λίγο πριν το Εγώ, ως συγκροτημένη ταυτότητα, υποχωρήσει σε μια κατάσταση ολικής κατάρρευσης, όπου συμβαίνει το εξής παράδοξο και λυτρωτικό: όλες οι αντιθέσεις καταρρίπτονται, η Λίβια γίνεται Φραντς και όσοι ζουν ξαναβρίσκουν αυτούς που για πάντα χάθηκαν.
Η παράσταση ακολουθεί τις γραμμές που ορίζει ο συγγραφέας και επικεντρώνει στην ερμηνεία του λόγου από τις δύο ηθοποιούς. Έντιμη και καθαρή, η σκηνική πρόταση αναδεικνύει, χωρίς να επιδεικνύεται, τον μοναδικής ποιότητας λόγο του Δημητριάδη, που, παρεμπιπτόντως έγραψε το Ιnsenso εν βρασμώ ψυχής. Ως απότοκο μιας δικής του πραγματικής ιστορίας, το πάθος του Insenso είναι όλο αληθινό.
σχόλια