Πώς βλέπουν οι ίδιοι οι άνθρωποι του θεάτρου όσα συμβαίνουν στον χώρο τους; Πώς διυλίζουν τις συγκρούσεις, τις αγωνίες, τις απορρίψεις, τις παρενοχλήσεις, τις πάσης φύσεως δυσκολίες που ορθώνονται καθημερινά μπροστά τους, ενώ προσπαθούν να εκφραστούν καλλιτεχνικά αλλά και να επιβιώσουν ψυχικά ή/και οικονομικά;
Μπορεί κάποιος που κατοικεί «εντός» να εκμεταλλευτεί αρκούντως το πλεονέκτημά του –τη γνώση και την εμπειρία του– ώστε να το μετουσιώσει σε καίριο μετα-θεατρικό σχόλιο; Με άλλα λόγια, είναι σε θέση το ελληνικό θέατρο –ή, έστω, μια ταλαντούχα ομάδα νέων, που εργάζονται σε αυτό εδώ και μερικά χρόνια– να σατιρίσει τον εαυτό του;
Μέσα σε δύο ώρες παρακολουθούμε συμπυκνωμένα τα στάδια προετοιμασίας μιας παράστασης, από τα πρώτα άγαρμπα «μαγειρέματα» μέχρι το επεισοδιακό βράδυ της πολυαναμενόμενης πρεμιέρας.
Φανεροί και αφανείς ήρωες, είναι όλοι εδώ: ο αγοραίος, πληθωρικός παραγωγός που αποσύρεται φοβούμενος το επικείμενο σκάνδαλο σεξουαλικής παρενόχλησης στο οποίο εμπλέκεται. Ο γιος του, που σπούδασε Business Αdministration and Τheater Ρroduction στην Αγγλία και τώρα παραλαμβάνει τη σκυτάλη των επιχειρήσεων, απρόθυμος και άσχετος, αλλά σε κάθε περίπτωση σίγουρος ότι θα χαράξει «μια εντελώς διαφορετική πορεία». Ο ασαφής και ολίγον κακομοίρης μεσάζων που γνωρίζεται με όλους παλαιόθεν απ’ τα μπαρ και αναλαμβάνει τα «κονέ». Ο νάρκισσος κουλτουριάρης σκηνοθέτης, που ενδιαφέρεται μονάχα για το τραγικό και για «την έκθεση του τραύματος μέσα στην τελετουργία». Ο πρωταγωνιστής, σταρ της κωμωδίας και του εμπορικού θεάτρου, που κουράστηκε να υποδύεται τον Μπακαλόγατο και επιθυμεί διακαώς να κάνει στροφή στο «σοβαρό».
Το Merde δεν αφήνει κανέναν παραπονεμένο: στρέφει τα πυρά του προς όλες τις κατευθύνσεις, σατιρίζει τόσο τους «εμπορικούς» όσο και τους «κουλτουριάρηδες», τους ψαγμένους όσο και τους αδαείς, τους σπουδαγμένους όσο και τους αυτοδίδακτους, τους προγόνους όσο και τους απογόνους, τους δημιουργούς ενός έργου όσο και τους αποδέκτες του στην πλατεία.
Η γκρούπι ηθοποιός που προσλαμβάνεται μόνο και μόνο επειδή γλείφει τον σκηνοθέτη επιδεικτικά και ασύστολα. Η καλοπροαίρετη βοηθός που προσλαμβάνεται επειδή είναι αδελφή του μεσάζοντα, χωρίς να έχει ιδέα από θέατρο. Το Φάντασμα του Καρόλου Κουν, που εμφανίζεται αρχικά για να ενθαρρύνει τον πρωταγωνιστή στις κρίσιμες ώρες της αυτοαμφισβήτησής του, και, στη συνέχεια, για να τον επιβραβεύσει με το Χρυσό Τασάκι ως «σύμβολο της αφοσίωσης και της δουλειάς του στη δραματική τέχνη». Η στρυφνή κριτικός με την άθλια ξανθιά περούκα που εισβάλλει στη λήξη της «παράστασης», ωρυόμενη «γι’ αυτό το αίσχος που βλέπουμε τόση ώρα... για την κακογουστιά, τη ρηχότητα, και την κακοποίηση του θεάτρου». Τέλος, ο απλός θεατής που δηλώνει πως του άρεσε η παράσταση και πως θα’ θελε να σταματήσει ο πόλεμος μεταξύ «εμπορικών» και «κουλτουριάρηδων», έτσι ώστε όλοι οι καλλιτέχνες μαζί να υπηρετούν μονοιασμένοι «αυτό το υπέροχο πράγμα που λέγεται θέατρο».

Το Merde δεν αφήνει κανέναν παραπονεμένο: στρέφει τα πυρά του προς όλες τις κατευθύνσεις, σατιρίζει τόσο τους «εμπορικούς» όσο και τους «κουλτουριάρηδες», τους ψαγμένους όσο και τους αδαείς, τους σπουδαγμένους όσο και τους αυτοδίδακτους, τους προγόνους όσο και τους απογόνους, τους δημιουργούς ενός έργου όσο και τους αποδέκτες του στην πλατεία.
Και παρότι όλο τούτο εκτελείται με κέφι, ζήλο, αμείωτο κωμικό οίστρο και περισσή τρυφερότητα, το εγχείρημα δεν καταφέρνει τελικά να αποφύγει τις παγίδες της ευκολίας και των παγιωμένων σχημάτων. Με άλλα λόγια, το Merde έρχεται να αναπαραγάγει δυναμικά όλα τα ευρέως διαδεδομένα στερεότυπα για τον κόσμο του θεάτρου. Προτάσσει μια σάτιρα που όχι μόνο δεν ανατρέπει αλλά ενισχύει τις από δεκαετίες καλλιεργημένες και κληρονομημένες αντιλήψεις μας, μια σάτιρα που αναμασάει το γνώριμο, το οικείο, αυτό που προκαλεί το γέλιο της συνενοχής και μας καθησυχάζει ότι «έτσι είναι τα πράγματα, ακριβώς όπως νομίζατε»: οι «σοβαροί» είναι ψώνια, οι παραγωγοί είναι όρνεα και πέφτουλες, οι κωμικοί έχουν το απωθημένο να γίνουν «τραγικοί», οι κριτικοί είναι περιττοί, οι θεατές είναι θαυμαστές, κ.ο.κ. Ο σταρ του εμπορικού, ο μετανοημένος Μπακαλόγατος, μπορεί να μην έχει ιδέα από Βάκχες, μπορεί να λέει «Κριθαιρώνα» αντί για «Κιθαιρώνα», μπορεί να μην καταλαβαίνει το «υποκείμενο Πενθέας» ή να μη μπορεί να κλίνει τον... Οιδίπου, αλλά είναι αυτός που θα καταφέρει, μετά από σκληρή δουλειά, να κερδίσει την εύνοια και τον θαυμασμό του μεγάλου δασκάλου για την «ασύγκριτη ερμηνεία του». Στο σύμπαν του Merde η αθωότητα και η ανόθευτη λαϊκότητα αποδεικνύονται πάντοτε ανώτερες αρετές. Σε αυτές κατοικεί η αυθεντικότητα: τα καλά «στρέιτ» παιδιά κερδίζουν και το κορίτσι και το χρυσό τασάκι –όλα τ’ άλλα είναι διανοουμενίστικες αρλούμπες.

«Τι νόημα έχει να κάνεις θέατρο σήμερα; Υπάρχει κάτι να πεις;», αναρωτιέται ο κουλτουριάρης σκηνοθέτης, κρατώντας παραμάσχαλα την πάνινη τσάντα από τη Στέγη· για να απαντήσει ο ίδιος λίγο αργότερα στο ερώτημά του: «Αν θες να αναμετρηθείς με κάτι, αν θες να πας στην ουσία, πρέπει να πονέσεις». Και ίσως αυτή αποδεικνύεται η πιο αληθινή ατάκα μιας παράστασης που διαθέτει πολλές αστείες στιγμές και εκτυλίσσεται ευχάριστα, αλλά ουδέποτε προσφέρει κάτι περισσότερο από μια χαριτωμένη, αγορίστικης αισθητικής, διακωμώδηση των ημετέρων.
Εξαιρετικός ο Γιάννης Νιάρρος, κατορθώνει να εκμαιεύσει απροσμέτρητη απόλαυση από τον ρόλο του ξιπασμένου, κακομαθημένου, ξινού σκηνοθέτη του δήθεν σοβαρού θεάτρου. Ο Νίκος Καραθάνος έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο ωριμότητας, ώστε προσδίδει υπόσταση ακόμη και στον πιο άχαρο, τυποποιημένο ρόλο που αναλαμβάνει (εν προκειμένω του γερολάγνου παραγωγού). Συμπαθέστατος ο Ηλίας Μουλάς ως καλοκάγαθος «κωμίκας» που περνά κρίση ταυτότητας και αναβαπτίζεται στην κολυμπήθρα του ψευτο-τραγικού.
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση «MERDE!» εδώ
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.