Η παράσταση «Η δύναμη της συνήθειας» του Τόμας Μπέρνχαρντ έχει μόλις τελειώσει και καθόμαστε με τον Γιάννο Περλέγκα στο φουαγέ του θεάτρου Ροές. Φαντάζομαι δεν είμαι η πρώτη που τον ρωτά για την προσήλωσή του στο έργο του Αυστριακού συγγραφέα, από τους σπουδαιότερους που αναφάνηκαν αυτό το τελευταίο, μεταμοντέρνο τέταρτο του αιώνα και ειδικά γι' αυτό το έργο που ξεχειλίζει από την ευφορία του σκηνικού παιχνιδιού και με χαρακτήρες που, ακριβώς επειδή υποχρεώνονται να δρουν σαν ανδρείκελα, είναι προικισμένοι με βαθύτατα ανθρώπινες αντιδράσεις.
— Γιατί έχει σημασία να ασχολείται σήμερα κάποιος με το έργο του Μπέρνχαρντ;
Παρά την εμμονή μου ή –για να το πω έτσι ακριβώς όπως το νιώθω– παρά την αγάπη που έχω στον Τόμας Μπέρνχαρντ, αναρωτιέμαι πολύ συχνά για ποιο λόγο έχει ακόμα σημασία το να ασχολείται κανείς σήμερα μαζί του. Νομίζω ότι η ερώτηση ξεφεύγει από τον συγκεκριμένο συγγραφέα: γιατί να ασχολείται ακόμα κανείς σήμερα με τη λεγόμενη θεατρική λογοτεχνία γενικότερα; Δεν είναι ένα εύκολο ερώτημα.
Το θέατρο, και ευτυχώς ίσως, δεν είναι σήμερα αυτό που ήταν άλλοτε˙ εικονοκλάστες δημιουργοί έχουν ξεπεράσει την ανάγκη της συναναστροφής και της συνομιλίας με τα κείμενα του παρελθόντος και είναι σε θέση να προτείνουν σύγχρονες, δικές τους θεωρήσεις για τη σκηνική πραγματικότητα. Οφείλω να ομολογήσω ότι επειδή δεν είμαι εικονοκλάστης –και το αναφέρω ως ελάττωμα και όχι ως προσόν– βρίσκομαι ακόμα πολύ πίσω: δεν έχω καταφέρει να ξεπεράσω το στάδιο του θαυμασμού που μου δημιουργεί η νομοτέλεια του λόγου ενός συγγραφέα. Με σαγηνεύει η νομοτέλεια του λόγου του, λοιπόν.
Πιστεύω ότι ο Μπέρνχαρντ υπήρξε για το μεταίχμιο μεταξύ 20ού και 21ου αιώνα, κατ’ αναλογία, ό,τι υπήρξε ο Τσέχοφ για το μεταίχμιο μεταξύ 19ου και 20ού. Η αυγή της εναγώνιας μεταμοντέρνας εποχής μας, κατά την οποία έγραψε ο Μπέρνχαρντ, δεν έχει περιγραφεί πιο διεξοδικά και με τόση εξαντλητική σαφήνεια, κατά τη γνώμη μου, από άλλον συγγραφέα.
«Η "Δύναμη της συνήθειας" είναι ένα έργο τεράστιας σημασίας, και ο τελευταίος που μπορεί να μιλήσει για τη σημασία αυτή είμαι εγώ. Θα μπορούσα να πω ότι κατ’ αντιστοιχία είναι ό,τι είναι ο "Γκοντό" για το έργο του Μπέκετ»
— Γιάννο, αυτή την εμμονή ή την αγάπη, ή πες την όπως θέλεις, για τα κείμενα τη συνδέεις με την καταγωγή σου και την ανατροφή σου και τη ζωή σου και πριν ασχοληθείς με το θέατρο;
Είχα την τύχη –ή, έτσι όπως το έχω σκεφτεί πολύ συχνά στη διαδρομή μου, την ατυχία– να γεννηθώ και να μεγαλώσω σε ένα αμιγώς θεατρικό περιβάλλον, με πατέρα ηθοποιό και μητέρα κριτικό θεάτρου. Τύχη, αφενός, γιατί, χωρίς να το έχω επιδιώξει ή επιλέξει, είχα από παιδί πρόσβαση σε εικόνες, ερεθίσματα, διαβάσματα (κυρίως διαβάσματα), παραστάσεις, ιστορίες. Ατυχία, αφετέρου, γιατί η επιλογή μου να ακολουθήσω κι εγώ αυτόν τον δρόμο σημαδεύτηκε από μια διαρκή αυτοαμφισβήτηση και αυτοϋπονόμευση που συνεχίζεται ακόμη και σήμερα – και οφείλεται και στον δικό μου χαρακτήρα, φυσικά, αλλά και στην ίδια τη φύση της ενασχόλησης της μητέρας μου ως κριτικού. Στη μητέρα μου χρωστάω τον έρωτα για τη λογοτεχνία και το θέατρο, τη φιλομάθεια αλλά και την τάση μου για συνεχή αυτοαμφισβήτηση, την αίσθηση της ηθοποιϊκής μου αναρμοδιότητας. Στον πατέρα μου, που δυστυχώς τον έζησα πολύ λίγο, οφείλω μια πιο κοινωνική και λαϊκή –με την καλή έννοια– αντίληψη της δουλειάς μας.
![Ο Γιάννος Περλέγκας βρίσκει τη χαρά της δημιουργίας στη φλόγα για συνύπαρξη](/sites/default/files/styles/main/public/articles/2025-02-12/_F7A2431.jpg?itok=DEZ43nzU)
— Θα σου πω τι μου κάνει εντύπωση. Ενώ μπορούσες να υπάρχεις ως ηθοποιός και μάλιστα στην πρώτη σειρά, σαν να αποφάσισες να αφήσεις κάθε τι άλλο και να αρχίσεις να ασχολείσαι σχεδόν αποκλειστικά, και με μεγάλο τίμημα κάποιες φορές, με τον Μπέρνχαρντ, σαν να άλλαξε όλη η επαγγελματική σου ζωή. Τι συνέβη;
Από το 2014 –εδώ και 11 χρόνια– καταγίνομαι με τα θεατρικά έργα του Μπέρνχαρντ και μοιραία αυτοβαφτίστηκα σκηνοθέτης˙ είναι ένας τίτλος και μια ιδιότητα που δεν πιστεύω ότι μου αναλογεί, μιας και θεωρώ τον εαυτό μου ανεπαρκή, ασπούδαστο και ακατάρτιστο ώστε να μπορώ να αυτοπροσδιορίζομαι ως τέτοιος. Προφανώς, η ενασχόληση με αυτά τα τρία έργα που ανέβασα («Ιμμάνουελ Καντ», «Ο αδαής και ο παράφρων», «Η δύναμη της συνήθειας») δεν ήταν κάτι προγραμματικό˙ τώρα που ανεβάσαμε το τρίτο έργο, μπορώ κάλλιστα να πω πως αυτή η ενασχόληση με τον Μπέρνχαρντ είναι οι σπουδές που δεν έκανα και νιώθω ότι μου λείπουν, το «πανεπιστήμιο» που δεν πήγα.
Είναι ένα μεγάλο ταξίδι που συνδέεται με τα στάδια από τα οποία έχει περάσει η επαγγελματική αλλά και η προσωπική μου ζωή τα τελευταία 11 χρόνια.
Μέσω του Μπέρνχαρντ υποχρεώθηκα να μάθω όσα κολλυβογερμανικά έχω μάθει ως αυτοδίδακτος˙ αναγκάστηκα να διαβάσω και να ξεστραβωθώ κάπως για το τι εστί ευρωπαϊκή Ιστορία, τι είναι ο ευρωπαϊκός πολιτισμός, τι είναι το ευρωπαϊκό θέατρο και ποια η διαδρομή του. Είναι ένα ταξίδι αυτογνωσίας και αυτομόρφωσης. Και φυσικά ένα σχολείο συνύπαρξης με άλλους ανθρώπους, όλους εκείνους με τους οποίους φτιάξαμε αυτές τις παραστάσεις.
— Θα επιμείνω λίγο ακόμα στο παρελθόν. Εννοώ, όταν βγήκες στο θέατρο, υπήρχε μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα. Εσύ είσαι παιδί των θεάτρων και ενός συστήματος που δεν υπάρχει πια και έχεις ζήσει όλες τις αλλαγές που ακολούθησαν. Έχεις βρει τη θέση σου;
Από το 2000 που ξεκίνησα να δουλεύω με τον Λευτέρη Βογιατζή μέχρι σήμερα που μιλάμε, έχω άλλες φορές την αίσθηση ότι έχω ζήσει 25 θεατρικές ζωές, κι άλλες φορές την αίσθηση μιας ακίνητης κατάστασης, όπου ακόμα δεν έχω καταφέρει να μεταμορφώσω και να μετασχηματίσω τον εαυτό μου κατά τέτοιον τρόπο ώστε να αισθάνομαι πως δίνομαι με όλες μου τις δυνάμεις στον ανεξάντλητο πλούτο της τέχνης αυτής.
Φυσικά, σε σχέση με το 2000, ή με το 2010, ή ακόμα και με το 2020, το θεατρικό τοπίο έχει αλλάξει άρδην – και καλώς έκανε, φυσικά. Είναι πολλές οι φορές που έχω νιώσει ξένος ή ακατάλληλος ή ένας παρωχημένος δεινόσαυρος μέσα σ’ αυτό το τοπίο που αλλάζει. Δεν πειράζει, όμως, γιατί έτσι τελικά κρατιέμαι ζωντανός: η ζωή και τα γεγονότα μού υπενθυμίζουν διαρκώς πως εγώ είμαι που έχω ανάγκη το θέατρο κι όχι το θέατρο εμένα – κι έτσι συνεχίζω να παλεύω μαζί του και εκείνο, φυσικά, συνεχώς με νικάει.
![Ο Γιάννος Περλέγκας βρίσκει τη χαρά της δημιουργίας στη φλόγα για συνύπαρξη](/sites/default/files/styles/main_height/public/articles/2025-02-12/_F7A2296-2.jpg?itok=Bu1UydXb)
— Θα κάνω την ερώτηση-κλισέ που μου φέρνει πάντα αμηχανία όταν την κάνω. Τι σημαίνει σήμερα να είσαι ηθοποιός;
Κι εμένα μου δημιουργεί μεγάλη αμηχανία η ερώτηση τι σημαίνει να είναι κανείς σήμερα ηθοποιός. Υπάρχουν πάρα πολλοί νέοι, υπέροχοι, προικισμένοι συνάδελφοι, πολύ πιο απελευθερωμένοι από τη δική μας γενιά, πολύ πιο καταρτισμένοι, χωρίς τις δικές μας αγκυλώσεις ή καταδυναστεύσεις, με αφάνταστα μεγαλύτερη τόλμη και με πολύ ισχυρότερα εκφραστικά εργαλεία από τα δικά μας. Από την άλλη, νιώθω πως οι απαντήσεις σε αυτήν την ερώτηση είναι όσες και οι ηθοποιοί που θα μπορούσαν να ερωτηθούν.
Με αυτό θέλω να πω ότι αισθάνομαι πως η ατομικότητα του καθενός μας, όσο σαγηνευτική κι αν είναι, σε κάτι δεν αρκεί: νιώθω ότι λείπει από την εποχή μας μια απάντηση για το τι σημαίνει να είσαι ηθοποιός σήμερα που θα είχε μια αξία αν μπορούσε να αντικατοπτρίσει κάτι πιο κοινό, κάτι συνολικότερο. Πάλι, χωρίς να το θέλω, μου έρχεται μια φράση από το «Relax, Mynotis» του Βασίλη Παπαβασιλείου που παίζαμε μαζί πριν από κάποια χρόνια στη Φρυνίχου: «Τι είμαστε εμείς, κύριε Σάββα; Αχθοφόροι της ποιήσεως. Μεταφορείς του θαύματος».
— Πάμε στη «Δύναμη της συνήθειας». Αν σου ζητούσα να επιχειρηματολογήσεις για τη σημασία του έργου, τι θα έλεγες σε κάποιον, για παράδειγμα, που δεν γνωρίζει τον Μπέρνχαρντ;
Η «Δύναμη της συνήθειας» είναι ένα έργο τεράστιας σημασίας, και ο τελευταίος που μπορεί να μιλήσει για τη σημασία αυτή είμαι εγώ. Επιγραμματικά, μετά από την τριετή συναναστροφή μου με το έργο, μπορώ να πω ότι, κατά την ταπεινή μου γνώμη, μαζί με την κύκνεια και αριστουργηματική «Πλατεία Ηρώων», αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της δραματουργίας του Μπέρνχαρντ. Θα μπορούσα να πω ότι κατ’ αντιστοιχία είναι ό,τι είναι ο «Γκοντό» για το έργο του Μπέκετ. Νομίζω ότι, συν τοις άλλοις, είναι ένα πολιτικό έργο, παρότι αυτό δεν φαίνεται με την πρώτη ματιά. Συνήθως ο Μπέρνχαρντ μιλάει για τους καλλιτέχνες μέσω χαρακτήρων οι οποίοι βρίσκονται στο απόγειο της αναγνωρισιμότητάς τους και που θα μπορούσαμε να τους ονομάσουμε κατεστημένους ή ακόμα και θεσμικούς καλλιτέχνες (παράδειγμα «Ο αδαής και ο παράφρων»).
![Ο Γιάννος Περλέγκας βρίσκει τη χαρά της δημιουργίας στη φλόγα για συνύπαρξη](/sites/default/files/styles/main/public/articles/2025-02-12/_F7A2350.jpg?itok=eoy1jn7w)
— Αυτό είναι το πιο συγκινητικό που συναντάς σε αυτό το έργο;
Το συγκινητικό στη «Δύναμη της συνήθειας» είναι πως ο Μπέρνχαρντ μιλάει για τους καλλιτέχνες και για την τέχνη φέρνοντας στο προσκήνιο τους πλέον «ανυπόληπτους» καλλιτέχνες: τους τσιρκολάνους, τους «κολπατζήδες», τους «μη υψηλούς» καλλιτέχνες, δηλαδή. «Ο καλλιτέχνης/που ασκεί μία τέχνη/έχει ανάγκη από μίαν άλλη/μία δεύτερη τέχνη/ώστε να μπορεί να προκύπτει αυτή η μία τέχνη/από μία άλλη/τα επιτεύγματα της μίας τέχνης/από τα επιτεύγματα της άλλης»: αυτός ο υπέροχος ορισμός επαναδιατυπώνει αυτό που λέει ο Σπινόζα και επαναλαμβάνει εμφατικά ο Βασίλης Παπαβασιλείου: «Καθετί απειλείται από αυτό που το συνιστά» και «Το ατελές γνωρίζει εκείνο που το τέλειο αγνοεί».
— Συνεργάζεσαι και σε αυτή την παράσταση με μια ομάδα ακροβατών και χορευτών, τους «κι όμΩς κινείται». Καταλαβαίνω ότι και αυτό είναι σαν μέρος μιας άσκησης στο έργο του Μπέρνχαρντ, με τη σιωπή και τη σωματικότητα να είναι τόσο ισχυρή όσο ο λόγος. Νομίζω θα μου το εξηγήσεις καλύτερα.
Η συνεργασία με τους «κι όμΩς κινείται» για την παρουσίαση του συγκεκριμένου έργου ήταν για μένα επίσης νομοτελειακή. Κατά κάποιον τρόπο είναι και μια συνέχεια μετά τους «Βατράχους» που κάναμε μαζί, όπου μου έδωσαν τη χαρά και την τιμή να συμμετάσχω και να καταπιαστώ ερασιτεχνικά και άτεχνα με τη δική τους παντοδύναμη σκηνική γλώσσα. Επίσης, τώρα που το σκέφτομαι, ο Αριστοφάνης και η μάχη των ποιητών στους «Βατράχους» δεν είναι τόσο άσχετη με τη «Δύναμη της συνήθειας» και τον Μπέρνχαρντ. Η ακραία κυριολεκτική, σωματική σχέση με τη δουλειά τους έχει πολλά να διδάξει έναν ηθοποιό που πελαγοδρομεί από έργο σε έργο, έναν ηθοποιό που συχνά, χωρίς να το θέλει, επαναπαύεται στις θεωρητικές αναζητήσεις για να μην τολμήσει να εκτεθεί άμεσα στην πρακτικότητα και τη σωματικότητα που απαιτεί η σκηνή (και το σκοινί).
Επίσης, αυτή ακριβώς η σωματική τους σχέση με τα πράγματα, που επιβάλλει αναγκαστικά τη σιωπή, είναι αυτή που τους επιτρέπει να βαθύνουν στη σημασία αυτής της σιωπής που επιδεικνύουν οι βουβοί ρόλοι του έργου απέναντι στον φαινομενικά πανίσχυρο, φαφλατά ομιλητή που πάντα υπάρχει στα κείμενα του Μπέρνχαρντ. Η ακατάσχετη ομιλητικότητα του κεντρικού ήρωα είναι απολύτως εξαρτημένη από τη σιωπή των άλλων προσώπων σε αυτά τα έργα και δημιουργεί πολλές παράλληλες, σαγηνευτικές σκηνικές πραγματικότητες μες στην παράσταση. Η σιωπή είναι ισχυρότερη από τον λόγο. Η σιωπή και η ακραία σωματικότητα της Χριστίνας, του Νώντα, της Αντιγόνης και του Πάνου υπαγορεύει τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να υπάρξω κι εγώ σκηνικά δίπλα τους. Είμαι ευγνώμων κι ευτυχής για τη συνάντησή μας.
![Ο Γιάννος Περλέγκας βρίσκει τη χαρά της δημιουργίας στη φλόγα για συνύπαρξη](/sites/default/files/styles/main/public/articles/2025-02-12/_F7A2370-2.jpg?itok=pF38JYib)
— Ξέρω ότι δεν έχετε πάρει επιχορήγηση, ότι κάνετε έναν τιτάνιο αγώνα να κρατήσετε ανοιχτό το θέατρο. Τι είναι αυτό που τελικά αντλείς από αυτήν τη δουλειά, την τέχνη, και σε κάνει να θέλεις να συνεχίσεις;
Όσο σκέφτομαι το θέατρο ως δουλειά, ως εργασία, ανακαλώ στιγμές που είτε έχω απογοητευτεί από τον εαυτό μου, είτε από τους άλλους, είτε από την αμοιβή μου, είτε από διάφορες συνθήκες, κι έτσι δεν μπορώ να το συνδέσω με αυτό που θα ονόμαζε κανείς χαρά. Η χαρά, η ευχαρίστηση, μια βαθιά αίσθηση ευχαρίστησης που συνδέεται φυσικά και με τον κόπο (ο οποίος συχνά νιώθω πως δαιμονοποιείται πλέον), αναδύεται όταν δεν έχω την αίσθηση πως πρόκειται για δουλειά με την έννοια της απασχόλησης, ή της επιβίωσης, ή της συντήρησης του status του ηθοποιού μέσα στο πλαίσιο ή στον μικρόκοσμο εκείνο που ονομάζουμε ελληνικό θέατρο.
Και η χαρά μπορεί να προκύψει ακόμα και μέσα από πολύ δύσκολες οικονομικές συνθήκες: το παράδειγμα της τωρινής μας παράστασης, της τωρινής μας απόπειρας, είναι ενδεικτικό. Όλον αυτόν τον καιρό, παρότι η παράσταση δεν έχει επιχορηγηθεί, παρότι είναι ένας τιτάνιος αγώνας να συντηρηθεί το θέατρο από την ομάδα, η πάλη για να συμβούν τα πράγματα δίνει μια βαθύτερη αίσθηση χαράς και ζωντάνιας, που δεν συνδέεται με την επιτυχία: ποια επιτυχία; Λέμε πως έχουμε ακόμα μια επιθυμία, μια φλόγα για συνύπαρξη, κατασκευή και επικοινωνία. Όσο είναι αναμμένη αυτή η φλόγα, δεν μπορούμε παρά να είμαστε χαρούμενοι.
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση «Η δύναμη της συνήθειας» εδώ