Στο σαλονάκι του Φιάκα ή, αλλιώς, του Χαράλαμπου Πεταλούδη, του καταχρεωμένου αυτού ψευτοδανδή, όλα μπορούν να συμβούν. Οι δανειστές χτυπούν την πόρτα του και απειλούν να τον δείρουν και να τον ταπεινώσουν στη γειτονιά του και στη μικροκοινωνία της Κωνσταντινούπολης, μέσα στην οποία έχει τόση ανάγκη να μοιάζει ευγενής, καθωσπρέπει και οικονομικά καλοστεκούμενος. Με βοηθό έναν κουτοπόνηρο υπηρέτη, βάζει μπροστά το σχέδιό του να κάνει έναν γάμο που θα τον «ξελασπώσει» οικονομικά. Στόχος του είναι η όμορφη και πλούσια νεαρή Ευανθία, στην οποία παρουσιάζεται με πλαστή ταυτότητα για να την εντυπωσιάσει, υποδυόμενος τον πάμπλουτο Βαρόνο Ερρίκο δε Μαστερχάουζεν του Βερολίνου, που ζει στην Πόλη ινκόγκνιτο. Το μυστικό της φτώχειας του κινδυνεύει να αποκαλυφθεί από στιγμή σε στιγμή και οι κωμικές σκηνές του έργου αποκαλύπτουν μυστικά και ψέματα αλλά και την ικανότητα της εξαπάτησης ως στοιχείο της ανθρώπινης φύσης.
Δάσκαλος και θεατρικός συγγραφέας, ο Δημοσθένης Μισιτζής, που έζησε στην Κωνσταντινούπολη, μας παρέδωσε, ενάμιση και πλέον αιώνα νωρίτερα, τον «Φιάκα», μια από τις πιο χαρακτηριστικές κωμωδίες της ελληνικής δραματουργίας. Στο θέατρο Πτι Παλαί ο Γιωργής Τσουρής και ο Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος διασκευάζουν και συν-σκηνοθετούν το έργο του Δημοσθένη Μισιτζή, δημιουργώντας μια παράσταση γεμάτη χιούμορ και καταιγιστικούς ρυθμούς. Ο Βαρόνος «Φ», όπως αποκαλείται ο ήρωας σήμερα, και η ιστορία του ζωντανεύουν από τους Θάνο Τοκάκη, Ηρώ Μπέζου, Θανάση Δόβρη, Ευαγγελία Καρακατσάνη και Γιωργή Τσουρή.
Αποκαλυπτικός είναι ο τρόπος που οι ήρωες μιλούν για την αγάπη, τη μόνη που έχει τη δύναμη να μας κάνει να ομολογήσουμε και να αποκαλύψουμε τον αληθινό μας εαυτό, τη μόνη που μπορεί να «εξευγενίσει» μια σχέση.
Σε μια εποχή που πολλοί αποζητούν να έχουν έναν τρόπο ζωής τον οποίο πολλές φορές δεν μπορούν να υποστηρίξουν, οι δημιουργοί της παράστασης, έχοντας ως αφετηρία την ιδέα του «Φιάκα», πλάθουν τον Βαρόνο «Φ», σε μια κωμωδία γεμάτη παρεξηγήσεις, γλωσσικά παιχνίδια, συγκρούσεις και ανατροπές. Τα φαινόμενα της εποχής του Βαρόνου «Φ» δεν απέχουν πολύ από όσα συμβαίνουν στις μέρες μας. Οι άνθρωποι δείχνουν άλλο από αυτό που είναι, προσπαθούν να πείσουν για κάτι που δεν είναι και αγνοούν συστηματικά την αλήθεια και τα γνήσια αισθήματα, προτιμώντας την παραζάλη της ψευδαίσθησης.
Σε αυτήν τη νέα διασκευή του έργου, οι σκηνοθέτες επικεντρώνονται στο δίπολο αλήθεια - ψέμα, στις αλήθειες που δεν τολμάει να πει κανείς ούτε στους άλλους αλλά ούτε και στον εαυτό του και στα ψέματα που κατασκευάζουν μια νέα, πλαστή πραγματικότητα. Τα ψεύδη που από αδυναμία και ανασφάλεια μπορεί κάποιος να στηρίζει μέχρις εσχάτων γίνονται συχνά η οδός της καταστροφής και της προσωπικής του δυστυχίας. Οι κεντρικοί ήρωες της παράστασης, στην ανάγκη τους να υποδυθούν κάτι άλλο από αυτό που είναι –κάτι που θα τους κάνει σπουδαίους και πολύτιμους– κινδυνεύουν να χάσουν τα πραγματικά πολύτιμα. Και πάνω από όλα τον αληθινό και άδολο έρωτα.
Ο Γιωργής Τσουρής είχε την ιδέα του έργου από παλιά, από τότε που ο πατέρας του είχε παίξει τον ρόλο του υπηρέτη στον «Φιάκα», και πρότεινε στον Αλέξανδρο Χρυσανθόπουλο να το διασκευάσουν και να το σκηνοθετήσουν μαζί.
«Όταν διαβάσαμε τον “Φιάκα”, είδαμε ένα έργο με χιούμορ, αλλά στα δικά μας μάτια αυτό ήταν το πρώτο επίπεδο», λέει ο Αλέξανδρος. «Στην αρχική ιστορία ο Φιάκας είναι ένας απατεώνας που δεν τρέφει κανένα αίσθημα αληθινό προς την Ευανθία, αυτή την πλούσια κοπέλα που επιχειρεί να εξαπατήσει. Όταν αποκαλύπτεται η απάτη του και φεύγει, λέει “αχ! Τι πήγα να πάθω, ευτυχώς γλίτωσα, αλλά έτσι είναι οι άνθρωποι”. Εμείς πήραμε αυτή την ιδέα του έργου και θελήσαμε να τη φέρουμε στην εποχή μας. Εκτός από τους αναχρονισμούς που βάλαμε με πολύ χιούμορ και εύθυμη διάθεση, παρουσιάζουμε όλους τους χαρακτήρες σαν απατεώνες, να αναζητούν το εύκολο χρήμα, να έχουν χρέη και να τους νοιάζει το φαίνεσθαι και όχι το είναι».
Αυτή η μεγάλη αλλαγή που κάνουν στο έργο ακολουθείται από μια δεύτερη: βάζουν το στοιχείο της αγάπης να είναι αυτό που κρατά στέρεο όλο το οικοδόμημα. Όπως μου εξηγεί ο Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος, οι κεντρικοί χαρακτήρες έχουν σε πολλές στιγμές την ευκαιρία που μας δίνεται και στη ζωή, «να πουν την αλήθεια τους και να κερδίσουν το όνειρο μέσα από αυτήν. Ωστόσο, δεν αποφασίζουν τελικά να το κάνουν επειδή συχνά σε παρασύρει η ζωή, η ίδια η περίσταση, το ψέμα που έχεις δημιουργήσει, αντί να ζεις την αλήθεια σου, τη μόνη που μπορεί να ηρεμήσει έναν άνθρωπο για να απολαύσει αυτά που του προσφέρονται».
Στην παράσταση η μουσική του Νίκου Γαλενιανού είναι μέρος της δράσης και τα νέα τραγούδια που έγραψαν οι δημιουργοί εξυπηρετούν τις στιγμές, αναδεικνύοντας τον κωμικοτραγικό κόσμο του έργου και συνδέοντάς τον με τον σύγχρονο θεατή.
«Αυτή η παράσταση είναι σύγχρονη γιατί μιλά για τον κόσμο στον οποίο βρισκόμαστε, έναν κόσμο που επενδύει στο φαίνεσθαι. Οι άνθρωποι γύρω μας προτιμούν να δείχνουν κάτι καλύτερο από αυτό που είναι, για να κερδίσουν περισσότερα, χωρίς να επενδύουν σε αληθινά πράγματα, σε μια ουσιαστική επικοινωνία. Είναι κάτι που βλέπουμε πολύ μέσα στα social media. Στην παράσταση οι πρωταγωνιστές μας φορούν διάφορα καπέλα, όπως και στην αληθινή ζωή φοράμε άλλα «καπέλα» για να εμφανιζόμαστε κάθε φορά στην κοινωνία, προσωπεία που εξυπηρετούν κάθε περίσταση, που μας εμφανίζουν όπως θέλουμε να μας δουν οι άλλοι. Φοβόμαστε να αποκαλύψουμε τον εαυτό μας, γιατί δεν έχουμε πίστη στον εαυτό μας», λέει ο Αλέξανδρος.
Αποκαλυπτικός είναι ο τρόπος που οι ήρωες μιλούν για την αγάπη, τη μόνη που έχει τη δύναμη να μας κάνει να ομολογήσουμε και να αποκαλύψουμε τον αληθινό μας εαυτό, τη μόνη που μπορεί να «εξευγενίσει» μια σχέση. «Η αγάπη έχει μεγάλη δύναμη εσωτερικά», λέει ο Αλέξανδρος, «και αν την πιστέψουμε και δεν την καταπιέσουμε στην επικοινωνία μας και στην επαφή μας με άλλους ανθρώπους, μπορεί να μας δώσει πολύτιμες εμπειρίες και στιγμές σε κάθε κομμάτι της ζωής μας».
Σε μια εποχή που οι αξίες αναθεωρούνται διαρκώς, ο Αλέξανδρος πιστεύει ότι η ειλικρίνεια είναι υποτιμημένη. «Αφήνουμε τα πράγματα να περνάνε και οι άλλοι άνθρωποι γύρω μας, όταν μάθουν την αλήθεια μας μετά από καιρό, απορούν, γιατί βρίσκονται σε μια εντελώς άλλη πραγματικότητα, που εμείς δεν επικοινωνήσαμε ποτέ. Είναι σαν να μπερδεύεται το συναισθηματικό “ρακόρ” της ζωής μας. Στον αντίποδα, εξαιρετικά υπερτιμημένη είναι η δημοφιλία. Ως καθηγητή στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών, με προσεγγίζουν παιδιά για να ξεκινήσουν σπουδές και πολλά λένε ότι θέλουν να γίνουν ηθοποιοί γιατί θέλουν να τους αναγνωρίζουν στον δρόμο. Αυτό είναι τρομακτικό για την ψυχολογία ενός μελλοντικού σπουδαστή, αν σκεφτεί κανείς ότι αυτή η επιθυμία δεν θα τους προσφέρει καθημερινή ευτυχία και τη χαρά της δημιουργίας και της επικοινωνίας μέσα στην τέχνη. Όταν επενδύσεις σε μια πλαστή εικόνα, δεν μπορείς να ερευνήσεις και να ανακαλύψεις το ουσιαστικό κομμάτι σου, που είναι πολύ σοβαρό και σου προσφέρει μια καλύτερη και πιο ουσιαστική δόμηση απέναντι στο πώς αντιμετωπίζεις τη δουλειά σου».
Ο «Βαρόνος “Φ”» είναι μια κωμωδία με ξέφρενους ρυθμούς, που καθρεφτίζει την κρίση ταυτότητας των ανθρώπων εν καιρώ οικονομικής και πολιτισμικής ένδειας και την ψευδαίσθηση μεγαλείου που ταλανίζει μια μεγάλη μερίδα του νέου ελληνισμού, τότε και τώρα.