Είναι νέοι, λιγότερο νέοι, μεσήλικες, οικονομικά άνετοι, όχι τόσο άνετοι, άφραγκοι, ζάπλουτοι, γιατροί, συγγραφείς, κατασκευαστές ακινήτων, επίδοξοι ηθοποιοί, εκδιδόμενοι νεαροί, ακτιβιστές, οραματιστές, σεξουαλικοί πειραματιστές.
Μένουν στο σπίτι της γιαγιάς τους στο Upper West Side, σε υπερπολυτελή τρέντι διαμερίσματα στο West Village ή περνάνε τα βράδυα σε κρεβάτια αγνώστων επί χρήμασι.
Διαβάζουν Ε.Μ. Φόρστερ, Βιρτζίνια Γουλφ, Καβάφη και Κρίστοφερ Ίσεργουντ, ψωνίζουν βιβλία από το Strand, παρακολουθούν εναλλακτικές παραστάσεις στη Brooklyn Academy of Music, δίνουν ραντεβού με τον «Καρυοθραύστη» στο Lincoln Center, κάθε Χριστούγεννα.
Χορεύουν ως το ξημέρωμα καταπίνοντας έκστασι, απολαμβάνουν όργια σε γκέι σάουνες στην Πράγα, κάνουν σεξ στους αμμόλοφους του Fire Island, παντρεύονται στο Duchess County, σε φάρμες οχτακοσίων στρεμμάτων, με κάθε επισημότητα κι επιφανείς καλεσμένους.
Μπορεί ο Λόπεζ να υποκύπτει σ’ έναν μελό διδακτισμό ή σε ψυχολογίζουσες αναλύσεις, μπορεί να στέλνει με τρόπο εξώφθαλμο τα κοινωνικοπολιτικά μηνύματά του, η αναντίρρητα αυθεντική αγωνία που εκπέμπει το κείμενο, όμως, σχετικά με τη σημασία διαφύλαξης της μνήμης και της Ιστορίας, καθιστούν την «Κληρονομιά μας» έργο συγκινητικό και επίκαιρο.
Πασχίζουν για αναγνώριση, δόξα, αγάπη, συντροφικότητα, μια αίσθηση του ανήκειν που θα φωτίσει τη ζωή τους. Θυμούνται με δέος και σεβασμό το Stonewall Inn, τον Χάρβεϊ Μιλκ, την Ίντιθ Γουίντζορ, όλους τους άντρες και τις γυναίκες που πολέμησαν για τα δικαιώματα της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, την ίδια στιγμή που ανησυχούν μήπως αυτή ακριβώς η κοινότητα έχει αρχίσει να χάνει το αίσθημα μυστικότητας και μυσταγωγίας που την ένωνε παλαιότερα, όταν «όλα ήταν επικίνδυνα, απαγορευμένα, λαθραία και υπέροχα» και οι ομοφυλόφιλοι τρέφονταν από μια δική τους κουλτούρα «με μια μυστική γλώσσα και κοινές, κρυφές εμπειρίες».

«Τι σημαίνει σήμερα να είσαι ένας ομοφυλόφιλος άνδρας;», αναρωτιούνται. Ποια η ευθύνη των μεγαλύτερων απέναντι στους νεότερους; Πώς οι τελευταίοι θα σφυρηλατήσουν την ταυτότητά τους; Με ποιες αναφορές, με ποια παραδείγματα;
Ο προβληματισμός για τη δυνατότητα μεταλαμπάδευσης της γνώσης, για την ανάγκη διαρκούς ανατροφοδότησης του παρόντος από το πολύτιμο υλικό του παρελθόντος, για τη διάσωση της «Κληρονομιάς μας», πυροδοτεί το μακροσκελές κείμενο του Μάθιου Λόπεζ, το οποίο αφουγκράζεται τρεις γενιές νεοϋορκέζων gay ανδρών στις ερωτικές, επαγγελματικές και υπαρξιακές περιδινήσεις τους ανά τις δεκαετίες.
Σε αυτό το ταξίδι, γεμάτο αναμνήσεις και φλασμπάκ, ο Λόπεζ καλεί στη σκηνή, ως οδηγό και πολύπειρο μέντορα, τον Ε.Μ. Φόρστερ. Ο διάσημος βρετανός συγγραφέας παρακολουθεί τη δράση, συνομιλεί με τους ήρωες και μεταδίδει διαπεραστικά την άκρως μοναχική εμπειρία της ομοφυλοφιλίας των αρχών του εικοστού αιώνα: «Δεν υπήρχαν τέτοια πρότυπα στην κοινωνία μας, κι έτσι ήμασταν υποχρεωμένοι να τα ανακαλύψουμε όλα μεταξύ μας. Πάντα στα κρυφά, μέσα στον φόβο. Και με πολλή ευχαρίστηση κάποιες φορές. Η εκπαίδευσή μας έγινε στα πάρκα, στα δημόσια ουρητήρια, στους θάμνους του Hampstead Heath».

Και είναι το διάσημο μυθιστόρημα του Φόρστερ, «Επιστροφή στο Χάουαρντς Εντ», από το οποίο ο Λόπεζ δανείζεται, μεταξύ άλλων, το κεντρικό σύμβολο της δικής του πλοκής, το εξοχικό σπίτι στα προάστια της Νέας Υόρκης, εκεί όπου, όπως μαθαίνουμε, ο μεγαλόψυχος Γουόλτερ, ένας από τους βασικούς ήρωες του έργου, προσέφερε φροντίδα και γαλήνη σε πλήθος φίλων (αλλά και αγνώστων) νοσούντων από AIDS, στη διάρκεια της μαύρης δεκαετίας του ογδόντα.
Το τραύμα εκείνης της επιδημίας, που όχι μόνο θέρισε δεκάδες χιλιάδες ομοφυλόφιλους αλλά έστρεψε και ολόκληρη την αμερικανική κοινωνία εναντίον τους εξαιτίας των εμετικών κυβερνητικών μεθοδεύσεων, βρίσκεται στον πυρήνα της «Κληρονομιάς μας», επιμένει ο Λόπεζ. Και ως εκ τούτου, το σπίτι αυτό –χαμένο μέσα στα λιβάδια και τις κερασιές, σ’έναν επαρχιακό δρόμο που οδηγεί στο πουθενά– δεν ανήκει στον δισεκατομμυριούχο Χένρι και τους αφελείς γιούς του, τους νόμιμους δικαιούχους του, αλλά σε όλους εκείνους τους νεκρούς άνδρες, οι οποίοι, εκδιωγμένοι από τις αστικές δομές και από τις οικογένειές τους, βρήκαν σε τούτα τα στοργικά, ευήλια δωμάτια ένα καταφύγιο για να εκπνεύσουν με σεβασμό και αξιοπρέπεια. Αυτή είναι η πνευματική και ψυχική «κληρονομιά μας», όπως συνειδητοποιεί στο τέλος του έργου ο Έρικ, ο κεντρικός ήρωας, αποφασίζοντας με τη σειρά του να συνεχίσει την παράδοση του σπιτιού –που γίνεται απρόσμενα δικό του– ως χώρο ίασης και ασύλου.

Μπορεί ο Λόπεζ να υποκύπτει σ’ έναν μελό διδακτισμό ή σε ψυχολογίζουσες αναλύσεις, μπορεί να στέλνει με τρόπο εξώφθαλμο τα κοινωνικοπολιτικά μηνύματά του, η αναντίρρητα αυθεντική αγωνία που εκπέμπει το κείμενο, όμως, σχετικά με τη σημασία διαφύλαξης της μνήμης και της Ιστορίας, ο ρόλος που εμφατικά αποδίδει σε αυτές ως ζωογόνες πηγές της queer –και κάθε άλλης– κοινότητας, καθιστούν την «Κληρονομιά μας» έργο συγκινητικό και επίκαιρο.
Και ίσως αυτό παρακίνησε τον σκηνοθέτη Γιάννη Μόσχο να προτείνει στο κοινό μια εξάωρη παράσταση (μπορεί κανείς να την παρακολουθήσει «σπαστά», σε δύο χωριστές βραδυές, ή σε μία ενιαία), πράγμα που ακούγεται αρχικά δυσβάσταχτο αλλά αποδεικνύεται τελικά εφικτό, και κάπως ευχάριστο, έτσι όπως όλες αυτές οι ιστορίες και οι ήρωες μπερδεύονται γλυκά, χωρίζουν, ξανασμίγουν και παντρεύονται, συνθέτοντας μία ποπ queer saga, παραδομένη πότε στη μέθη των κοκτέιλ Μανχάταν και πότε στο πένθος μιας αλησμόνητης συλλογικής απώλειας, με εξαθλιωμένα αγόρια που μεταμορφώνονται χάρη στην αγάπη τους για τη λογοτεχνία, άλλα που καταστρέφονται λόγω της καταραμένης παιδικής ηλικίας τους, φύλακες-αγγέλους με χρυσή καρδιά, και φαντάσματα όλων των εποχών που συσπειρώνονται ενάντια στη μοναξιά μας.

Γρήγορος ρυθμός, σκηνές που γλιστρούν η μία μέσα στην άλλη, το παρόν και το παρελθόν ως αλληλένδετες διαστάσεις του προσωπικού και κοινωνικού γίγνεσθαι, σπιρτόζες ερμηνείες, άλλες πιο νευρώδεις (Άγγελος Μπούρας, Γιώργος Χριστοδούλου) και άλλες πιο μαλακές, η ελαφρότητα των νέων, το βάρος και η πυκνότητα των παλαιών (Θέμης Πάνου, Κώστας Μπερικόπουλος) συνθέτουν ετούτο τον πολύχρωμο κόσμο που σκιαγραφείται λιτά, χωρίς κανένα «αξεσουάρ», επάνω σε λευκό φόντο. Προσπαθώντας να συνενώσει το παλιό με το καινούργιο, το αφαιρετικό σκηνικό σε στιλ νεοϋορκέζικου patio, με φαρδιά σκαλιά και μια αψιδωτή είσοδο, ορθώνει ενώπιόν μας ένα αμήχανο αισθητικό αποτέλεσμα χωρίς ταυτότητα. Έτσι, παρ’ όλες τις φιλότιμες προσπάθειες του φωτισμού, στο δεύτερο μέρος της παράστασης, να ζωγραφίσει παντού «κλαδιά» και να ανακαλέσει πιο μελαγχολικές τονικότητες, η μεταφυσική διάσταση του σπιτιού-καταφυγίου των κατατρεγμένων που αναδύεται σαν φάρος στην καταχνιά δεν μεταδίδεται σχεδόν ποτέ.