H πολυσυζητημένη Λίγη Ζωή της Χάνια Γιαναγκιχάρα θα μπορούσε να είναι ένα ακόμη βιβλίο που μιλάει για τη φιλία, την αγάπη, τα όνειρα, τις προσδοκίες και τις εκπληρωμένες φιλοδοξίες. Αλλά δεν είναι. Ή, τουλάχιστον, δεν είναι μόνο αυτό. Αν τολμήσεις να βυθιστείς στη σκοτεινιά και στη θλίψη του, θα σε ρουφήξει, και αν αφεθείς, θα σε παρασύρει μαζί του. Όταν το τελειώσεις, θα θέλεις σίγουρα να το συζητήσεις με κάποιον.
Το ογκώδες αυτό μυθιστόρημα αφηγείται την ιστορία τεσσάρων φίλων που προσπαθούν να φτιάξουν τη ζωή τους σε μια άχρονη Νέα Υόρκη, σ' έναν τόπο που φαντάζει οικείος, απέραντος και ταυτόχρονα κλειστοφοβικός. Ο ευγενής και λαμπερός Γουίλεμ, επίδοξος ηθοποιός, ο ταλαντούχος και εγωκεντρικός Τζέι Μπι, ζωγράφος από το Μπρούκλιν, ο σταθερός Μάλκομ, αρχιτέκτονας, και ο βασικός πρωταγωνιστής του βιβλίου, ο ιδιοφυής και μυστηριώδης Τζουντ, ένας τραγικός ήρωας που μοιάζει να έχει ξεπηδήσει από κάποιο κλασικό μυθιστόρημα εποχής.
Η Γιαναγκιχάρα γράφει για την αντιφατική φύση των ανθρώπων. Τη βαναυσότητα και την άγρια επιθυμία τους να προκαλούν πόνο, αλλά και την αξιοθαύμαστη ικανότητά τους να αντέχουν στις δυσκολίες και να προσφέρουν ακούραστα την αγάπη τους.
Το βιβλίο της απέκτησε φανατικούς φίλους, χαρακτηρίστηκε «μεγάλο αμερικανικό queer μυθιστόρημα», διαδόθηκε από στόμα σε στόμα και μπήκε στις βραχείες λίστες των πιο σημαντικών λογοτεχνικών βραβείων (Booker, National Book Award). Όπως ήταν φυσικό, απέκτησε και πολλούς εχθρούς, ενώ ορισμένοι κριτικοί λογοτεχνίας στηλίτευσαν την αδιαφορία της συγγραφέως για τη σύγχρονη κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα και την απουσία οποιουδήποτε ιστορικού πλαισίου.
Πιο τρομακτικά από τον ίδιο τον Τραμπ είναι όμως η δειλία, ο επαρχιωτισμός και η εσωστρέφεια, στοιχεία που πολλοί συμπατριώτες μου έβγαλαν προς τα έξω σε αυτές τις εκλογές.
Όπως και να 'χει, όμως, όλοι συμφωνούν πως από τη στιγμή που θα αρχίσεις να διαβάζεις τη Λίγη Ζωή, είναι σχεδόν αδύνατο να μην εμπλακείς συναισθηματικά. Αργά, σταδιακά, σελίδα τη σελίδα, το βιβλίο μοιάζει να «αρρωσταίνει», να «φθείρεται», όπως επιβεβαιώνει η συγγραφέας στη συζήτηση που είχαμε μαζί της, ακριβώς όπως μας φθείρουν ο χρόνος, οι αναμνήσεις και οι πληγές που δεν επουλώνονται πότε. Όσο προχωράει η αφήγηση, συνειδητοποιείς το αναπόφευκτο τέλος, αλλά πλέον ίσως και να το αποζητάς. Σαν τιμωρία και λύτρωση μαζί.
— Η αφηγηματική σας τεχνική συνδυάζει μη γραμμική αφήγηση και διαφορετικές οπτικές στα ίδια γεγονότα. Έχετε δηλώσει ότι ο τρόπος που περιγράφατε αρχικά το βιβλίο στον εκδότη και στον ατζέντη σας ήταν σαν «ένα ρούχο χρώματος όμπρε, κάτι που ξεκινά φωτεινό, άσπρο-γαλαζωπό, και τελειώνει σκοτεινό, σχεδόν μαύρο». Η ροή της ιστορίας εξελίχθηκε στο μυαλό σας σε χρονολογική σειρά και στη συνέχεια τα γεγονότα ανακατεύτηκαν ή γράψατε το βιβλίο με τη ροή που το διαβάζουμε;
Γενικά, δεν γράφω τα πάντα με τη σειρά, αλλά σε αυτό το βιβλίο υπήρχε αυτή η ανάγκη. Επειδή η Λίγη Ζωή είναι σαν ένα συναισθηματικό «προσκύνημα» –για τον συγγραφέα, τον αναγνώστη και τους χαρακτήρες–, ήξερα ότι έπρεπε να νιώθω η ίδια προσωπικά τον τρόπο με τον οποίο τα συναισθήματα του Τζουντ θα άλλαζαν και θα σκοτείνιαζαν, καθώς θα κατανοούσε καλύτερα τη ζωή του. Θεωρώ ότι αυτό το βιβλίο πραγματεύεται, μεταξύ άλλων, την ενηλικίωση, τον τρόπο που τελικά κατανοούμε την παιδική μας ηλικία και τις επιπτώσεις της, καθώς απομακρυνόμαστε από αυτήν. Ο χρόνος στο βιβλίο –και στη ζωή, θα έλεγα– δεν απαλύνει αλλά φωτίζει τα γεγονότα που καθόρισαν τη νεότητά μας.
— Βλέπουμε ότι η LGBT κοινότητα έχει αγκαλιάσει μαζικά το βιβλίο σας. Η πανσεξουαλικότητα και η ομοφυλοφιλία περιγράφονται με έναν πολύ ώριμο και φυσικό τρόπο, σαν να είναι αποδεκτές παντού, εδώ και αιώνες. Ήταν συνειδητή μια τέτοια επιλογή, ώστε να χαρακτηριστεί queer το βιβλίο;
Ποτέ δεν σκέφτηκα ότι αυτό το βιβλίο θα μπορούσε να θεωρηθεί queer ανάγνωσμα, οπότε το γεγονός ότι κάτι τέτοιο συνέβη, χάρη στον συγγραφέα και κριτικό Γκαρθ Γκρίνγουελ και την εφευρετική, γενναιόδωρη ανάγνωσή του που με εξέπληξε, είναι τεράστια τιμή. Ίσως έπρεπε να το είχα σκεφτεί: Η Λίγη Ζωή μιλά για σχέσεις ανάμεσα σε άντρες και η αγάπη μεταξύ αντρών συνιστά τελικά την ομοφυλοφιλία. Το ότι στο βιβλίο οι διαφορετικές εκφράσεις σεξουαλικότητας δεν στιγματίζονται είναι περισσότερο ένα «κλείσιμο ματιού» προς τη συγκεκριμένη υποκουλτούρα μέσα στην οποία είμαι τυχερή να ζω και στην οποία δεν υπάρχει τίποτε σοκαριστικό αναφορικά με τη σεξουαλικότητα των ανθρώπων. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι οι άνθρωποι μέσα στη συγκεκριμένη κοινότητα δεν αντιμετωπίζουν καθημερινά προκλήσεις και αδιαλλαξία, όπως όλα τα ομοφυλόφιλα ή queer άτομα στην Αμερική και οπουδήποτε αλλού τον 21ο αιώνα. Αλλά σε αυτό το βιβλίο, που είναι ατόφια μυθοπλασία –μια ουμανιστική μυθοπλασία, θα έλεγα–, αυτές οι προκλήσεις βρίσκονται στο παρασκήνιο.
— Ενδιαφέρον έχει επίσης η άποψή σας για την ψυχοθεραπεία. Σύμφωνα με την κριτική που έχετε δεχτεί, την απορρίπτετε εντελώς. Μήπως, τελικά, θέλατε να πείτε, με τον δικό σας τρόπο, ότι η ψυχοθεραπεία μπορεί να είναι μάταιη σε κάποιες περιπτώσεις, όπως σε αυτήν του Τζουντ;
Πάντα θεωρούσα ότι αυτό το βιβλίο είναι ένα βαθιά ψυχολογικό μυθιστόρημα, που όμως δεν περιλαμβάνει την ίδια την επιστήμη της ψυχολογίας. Εσκεμμένα δεν χρησιμοποίησα ψυχολογικούς όρους και ο αναγνώστης δεν ενθαρρύνεται να προβεί σε διάγνωση για τον Τζουντ. Είμαι από τη φύση μου επιφυλακτική ως προς αυτό τον τομέα, πράγμα που εν μέρει οφείλεται στο γεγονός ότι μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον εχθρικό προς την ψυχολογία. Βέβαια, αυτό δεν εξηγεί τα πάντα. Όλοι επαναστατούμε σε κάποιον βαθμό ενάντια στις φιλοσοφίες με τις οποίες μεγαλώσαμε.
Έχοντας ξεκαθαρίσει αυτό, πραγματικά θεωρώ ότι η ψυχολογία μπορεί να βοηθήσει σε πολύ μεγάλο βαθμό πολλούς ανθρώπους.
Όμως, ταυτόχρονα, πιστεύω ότι μοιάζει με τη θρησκεία: πρέπει πρωτίστως να πιστεύεις στις δυνατότητές της, σε έναν μεγάλο βαθμό απαιτεί ένα είδος αφοσίωσης από τον ασθενή. Αν δεν μπορείς να δηλώσεις πίστη σε αυτήν, δεν λειτουργεί. Και νομίζω ότι υπάρχουν άνθρωποι που είναι ανθεκτικοί στην ψυχολογία. Όσον αφορά τον Τζουντ, πιστεύω ότι θα μπορούσε να τον βοηθήσει, να του προσφέρει μια καλύτερη ποιότητα ζωής, μια λιγότερο βασανισμένη ενήλικη ζωή, αλλά δεν νομίζω ότι θα μπορούσε να τον σώσει.
— Γεννηθήκατε στο Λος Άντζελες και είστε Χαβανέζα τέταρτης γενιάς. Ο πατέρας σας είναι από τη Χαβάη και η μητέρα σας γεννήθηκε στη Σεούλ. Ποια είναι η γνώμη σας για την αντιμεταναστευτική ρητορική του Τραμπ;
Ο όρος «Χαβανέζος» δηλώνει κάποιον με ντόπιο χαβανέζικο αίμα, οπότε δεν είμαι και τόσο Χαβανέζα. Ωστόσο, είμαι όντως τέταρτης γενιάς, από μια οικογένεια που γεννήθηκε ή μεγάλωσε στη Χαβάη. Η μητέρα μου γεννήθηκε μεν στη Σεούλ, αλλά σε αμερικανική στρατιωτική βάση, οι παππούδες μου από την πλευρά της μητέρας μου γεννήθηκαν στην Αμερική και ο παππούς μου υπηρετούσε στον Αμερικανικό Στρατό κατά τη διάρκεια του πολέμου της Κορέας, παρόλο που «ηθικά» οι καταβολές του ήταν κορεατικές.
Δεν υπάρχει τίποτα αξιοσημείωτο στη ρητορική του Τραμπ. Η Αμερική είχε ανέκαθεν μια αντικρουόμενη σχέση με τους μετανάστες, ειδικά με τους μη λευκούς, και η Ιστορία της στην πραγματικότητα είναι μια σειρά από πολέμους ανάμεσα σ' εκείνους που –κάνοντας την αναγωγή– τους υποστηρίζουν κι εκείνους που βρίσκονται απέναντί τους. Πιο τρομακτικά από τον ίδιο τον Τραμπ είναι όμως η δειλία, ο επαρχιωτισμός και η εσωστρέφεια, στοιχεία που πολλοί, σχεδόν οι μισοί από τους συμπατριώτες μου, έβγαλαν προς τα έξω σε αυτές τις εκλογές. Φαίνεται να έχουν την παγιωμένη πεποίθηση ότι αν δοθεί σε άλλους ανθρώπους (ειδικά σ' εκείνους που δεν έχουν την ίδια εμφάνιση ή τις ίδιες πεποιθήσεις ή δεν έχουν την ίδια θρησκεία) η ευκαιρία να γίνουν κομμάτι της Αμερικής, θα μειωθούν τα δικά τους δικαιώματα στην «αμερικανικότητα».
— Πολλά έχουν γραφτεί ήδη για την τηλεοπτική μεταφορά του βιβλίου. Κάποια μέσα, μάλιστα, όπως το GQ, έχουν προτείνει τους ιδανικούς ηθοποιούς που θα ενσάρκωναν τους βασικούς χαρακτήρες. Έχετε φανταστεί μια τέτοια μεταφορά; Ποιο θα ήταν για εσάς το ιδανικό καστ;
Πάντα πίστευα ότι ο Τζόζεφ Γκόρντον-Λέβιτ θα ήταν ένας καλός Τζουντ, ο Τζεφ Ντάνιελς θα μπορούσε να είναι ένας καλός δρ. Τρέιλορ και για Αδερφό Λουκ μπορώ να φανταστώ τον Κέβιν Μπέικον, τον Τζον Λίθγκοου ή τον Ντένις Ο'Χερ, που είναι ένας ηθοποιός που προβάλλει τη σεμνότητα και την ευγένεια – θα μπορούσα να τον φανταστώ και ως Χάρολντ.
Για τη λατρεία στους ήρωες και τη μεγάλη απήχηση του βιβλίου θα συζητήσουν με το κοινό τη Τετάρτη 5 Απριλίου 2017, στις 19:30, στον Πολυχώρο Μεταίχμιο (Ιπποκράτους 118, 211 3003500) οι δημοσιογράφοι της LiFO Αλέξανδρος Διακοσάββας, Βασίλης Καψάσκης και Γιάννης Πανταζόπουλος, καθώς και ο δικηγόρος και blogger (Proust & Kraken) Νίκος Γρηγοριάδης, ανταλλάσσοντας απόψεις για όλα όσα τους άρεσαν. Συντονίζει η συγγραφέας και μεταφράστρια του βιβλίου Μαρία Ξυλούρη.