«ΕΙΝΑΙ ΕΝΤΕΛΩΣ ΑΠΙΣΤΕΥΤΟ αυτό που μου συνέβη. Θαυμαστές απ’ όλο τον κόσμο με θεωρούν δικό τους άνθρωπο! Στο Λονδίνο μόνο και μόνο επειδή ταχυδρόμησα μια χούφτα γράμματα σε φίλους, υπάρχει στο μέρος όπου κάποτε βρισκόταν το βιβλιοπωλείο μια αναμνηστική πλάκα με τ’ όνομά μου! Και μολονότι είμαι πεπεισμένη ότι υπήρξα συγγραφέας χωρίς μεγάλη κουλτούρα και χωρίς πολύ ταλέντο, έχω μια πλάκα αφιερωμένη σ’ εμένα σ’ έναν από τους τοίχους του Λονδίνου! Ποιος θα τολμούσε να φανταστεί μια παρόμοια ιστορία;»
Η ιστορία που εξακολουθούσε να ξαφνιάζει την Αμερικανοεβραία Έλεν Χανφ ως τα βαθιά της γεράματα –πέθανε το 1997 πάμφτωχη σε γηροκομείο του Μανχάταν– οφείλεται ακριβώς «σε μια χούφτα γράμματα» που αντάλλαξε με το προσωπικό του λονδρέζικου βιβλιοπωλείου Marks & Co, στον αριθμό 84 επί της οδού Charing Cross.
Τριάντα πέντε χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση το «84, Charing Cross Road» κυκλοφόρησε και στα ελληνικά (μετ. Κ. Σχινά, Πόλις) επιβεβαιώνοντας την φήμη του ως cult βιβλίου «που δανειζόμαστε από τους φίλους μας και το δανείζουμε σε άλλους με τη σειρά μας».
Η Χανφ είχε ανακαλύψει την ύπαρξή του Marks & Co τυχαία, χάρη σε διαφημιστική αγγελία, κι επί μια εικοσαετία προμηθευόταν από αυτό σπάνια έργα της αγγλοσαξονικής γραμματείας. Οι επιστολές της, ωστόσο, ξεπερνούσαν τα όρια μιας απλής παραγγελίας, κι εκείνες που λάμβανε άρχισαν αναπόφευκτα να ξεφεύγουν από την επαγγελματική τυπικότητα.
Γι’ αυτό, όταν το 1970 δημοσιεύτηκαν ατόφιες σ’ έναν μικρό τόμο και στη συνέχεια διασκευάστηκαν για την τηλεόραση, το θέατρο και το σινεμά (βλ. την ταινία «84 Charing Cross Road» του Ντέιβιντ Τζόουνς με πρωταγωνιστές την Αν Μπάνκροφτ και τον Άντονι Χόπκινς) ανέσυραν τη Χανφ από την αφάνεια και χάρισαν ευφορία σ’ εκατομμύρια νέους αποδέκτες.
Τριάντα πέντε χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση το «84, Charing Cross Road» κυκλοφόρησε και στα ελληνικά (μετ. Κ. Σχινά, Πόλις) επιβεβαιώνοντας την φήμη του ως cult βιβλίου «που δανειζόμαστε από τους φίλους μας και το δανείζουμε σε άλλους με τη σειρά μας», όπως είχε αποφανθεί εξαρχής το Newsweek.
Tι είναι όμως αυτό που το καθιστά τόσο ελκυστικό; Μόνο η λατρεία του τυπωμένου χαρτιού που αναδύεται από κάθε σελίδα του ή κάτι παραπάνω;
Πάνω σ’ αυτήν τη γέφυρα που επί είκοσι χρόνια ένωνε τις δυο πλευρές του Ατλαντικού, μέσα από την αλληλογραφία της μποέμισσας Έλεν Χανφ και των υπαλλήλων του Marks & Co –με προεξάρχοντα τον φλεγματώδη υπεύθυνο πωλήσεων Φρανκ Ντόελ– ζωντανεύει μια ολόκληρη εποχή, διασταυρώνονται δυο εντελώς διαφορετικές κουλτούρες, πλάθονται σχέσεις φιλικές ή λανθάνουσες ερωτικές, λύνεται η γλώσσα και το συναίσθημα ανθρώπων που δεν έμελλε να συναντηθούν ποτέ, λες κι είμαστε χωμένοι στην ατμόσφαιρα ενός μεγάλου μυθιστορήματος.
Το φθινόπωρο του 1949 που στέλνει η Χανφ την πρώτη γραπτή παραγγελία της, η μεν Αμερική είναι η αναδυόμενη υπερδύναμη του πλανήτη, η δε Βρετανία παλεύει να διαχειριστεί τη μεταπολεμική οικονομική της εξάντληση.
Παρά τα τριμμένα πουλόβερ και τα σαραβαλιασμένα έπιπλά της, παρά τις αποτυχημένες της προσπάθειες ν’ αναγνωριστεί ως δραματουργός, η Χανφ δεν έχει γνωρίσει το αληθινό πρόσωπο της στέρησης. Οι πανόδετοι άλλωστε θησαυροί των περασμένων αιώνων που εξασφαλίζει πληρώνοντας όσο κι ένα εισιτήριο για κινηματογράφο του Μπρόντγουεϊ, την κάνουν να νιώθει ζάμπλουτη.
Μέχρι λοιπόν ν’ απολογηθεί δια ζώσης, όπως υπόσχεται στους Βρετανούς φίλους της, για λογαριασμό της υπεροπτικής πατρίδας της, φροντίζει να τους στέλνει μαζί με τις παραγγελίες της πακέτα με αγαθά που εκείνοι στερούνται: από ζαμπόν και αυγά σε σκόνη μέχρι νάιλον κάλτσες – αξεσουάρ εξωτικό για την εποχή.
Στο μικροσκοπικό Marks & Co, ένα βιβλιοπωλείο βγαλμένο, θαρρείς, από τον κόσμο του Ντίκενς, ποτισμένο από τις ανάκατες μυρωδιές της μούχλας, του χρόνου, του ξύλου και της σκόνης, τα πακέτα και οι ανάλαφρες, περιπαιχτικές επιστολές της Χανφ εισβάλλουν σαν δροσερό αεράκι.
Σιγά-σιγά στα γράμματα που ανταλλάσσονται εγκαθίσταται η οικειότητα, οι βιβλιοφιλικές αναφορές ανακατεύονται με στιγμιότυπα της καθημερινής ζωής ένθεν και ένθεν, και η ελπίδα ότι η Χανφ θα εμφανιστεί κάποια στιγμή στο Λονδίνο με σάρκα και οστά διατηρείται ανέπαφη.
Τα χρόνια όμως περνούν και το ταξίδι της συνεχώς αναβάλλεται. Κι όταν επιτέλους έρχεται η στιγμή, τόσο ο πρωταρχικός και προνομιούχος συνομιλητής της, ο Φραν Ντόελ, όσο και το ίδιο το βιβλιοπωλείο, δεν υπάρχουν πια. Έμεινε αυτή «η χούφτα γράμματα» που συμπυκνώνει τα πάντα και γοητεύει μέχρι σήμερα όχι μόνο τους λάτρεις των βιβλίων αλλά και της ζωής.