ΠΕΡΒΑΖΙ
Τί πληκτικό που είναι σήμερα ένα ποίημα
πλήττει όταν το διαβάζουν γιατί ξέρει
πως όλοι πλήττουν πια διαβάζοντας ποιήματα
Έτσι από την ανία πέφτει σε άνοια
κοιτάζει απ΄το παράθυρο τον κόσμο
κανένας δεν κοιτάει προς το παράθυρο.
Μα δεν το νοιάζει, ξέρει
πως έτσι γράφτηκε
πως έτσι γράφονται τα ποιήματα
από ανία για την άνοια που τα περιμένει.
________________
Η Ελένη Καστάνη λέει για το ποίημα που διάλεξε:
«Διάλεξα αυτό το ποίημα καταρχήν γιατί αγαπάω τον Γιάννη Βαρβέρη, τον θεωρώ έναν άνθρωπο του θεάτρου κι επίσης γιατί το συγκεκριμένο ποίημα αναφέρεται στα ποιήματα. Η ηρωίδα που υποδύομαι στο Σουέλ της Ιωάννας Καρυστιάνη, η Λίτσα μια λαϊκή γυναίκα, πρώην κομμώτρια λέει ότι θέλει να γράψει κι αυτή ένα ποίημα και βασανίζει το μυαλό της με ποιον τρόπο θα καταφέρει να το γράψει….»
Info: Η Ελένη Καστάνη κάθε Δευτέρα και Τρίτη στο Θέατρο Τέχνης της οδού Φρυνίχου στην Πλάκα ερμηνεύει το «Σουέλ» της Ιωάννας Καρυστιάνη
______________
Ο ποιητής που λάτρεψε τα ξενυχτάδικα και τους πρωταγωνιστές τους...
Από τον Κώστα Μπαλαχούτη
Χάθηκε πρόωρα. Η «φυγή» του σεμνή, ταπεινή δίχως λαμπερούς τίτλους, μοναχική και «χαμηλά» φωτισμένη. Όπως ο βίος του και τα λαϊκά τραγούδια που αγάπησε... Θυμάμαι πριν τρία περίπου χρόνια, τον φίλο, ποιητή και εξαίρετο δημοσιογράφο, Σπύρο Αραβανή, να μου μιλά για τον Γιάννη Βαρβέρη και τη «λατρεία» του για ορισμένους καλλιτέχνες, που θεωρητικά τουλάχιστον δεν ανήκουν στην πρώτη «επίσημη» γραμμή των επιφανών της τέχνης τους. Που δεν γράφτηκαν για την πορεία και την προσωπικότητά τους αφιερώματα, που εμφανίζονται στα «εξόριστα» κέντρα της Εθνικής Οδού και σε διάφορες άλλες γωνιές της Αθήνας και των περιχώρων.
Όταν δε, ο Αραβανής μου είπε ότι, ο ποιητής είχε ως «αδυναμία» του, την Καίτη Ντάλη, «καταλήξαμε σε μια κοινή συνέντευξή τους, στο περιοδικό Όασις, που τότε διηύθυνα. Το θέμα για διάφορους λόγους δεν «προχώρησε» κι έτσι έμειναν μετέωρα τα ερωτήματα που επιθυμούσα να θέσω στον Γιάννη Βαρβέρη, και που είχαν γεννηθεί, διαβάζοντας μια προγενέστερη συνέντευξή του, στο περιοδικό Λαϊκό Τραγούδι, όπου ο ποιητής αναφερόταν μεταξύ άλλων στους καλλιτέχνες που τον είχαν κατά καιρούς εντυπωσιάσει και συγκινήσει (1). Έλεγε λοιπόν, σε αυτήν, ο Γιάννης Βαρβέρης:
«Το λαϊκό τραγούδι ενώνει τον καθένα μας με, ομολογημένες ή μη ρίζες, της ιθαγένειάς του. Γι' αυτό, ίσως, δεν αγαπώ το ρεμπέτικο – νιώθω πως δεν είχε ποτέ πραγματική συγγένεια με τους πόθους και τους καημούς του κατά βάσιν αστού Έλληνα...
Πολλές φορές οι στίχοι δραπετεύουν προς την ποίηση, δίχως να χάνουν τη στιχουργική τους υπόστασή μέσα στο τραγούδι. Οι περιπτώσεις αυτές με ενθουσιάζουν. Ακόμη, με εντυπωσιάζει το γεγονός ότι συχνά στον λαϊκό στίχο, εντάσσονται λόγια στοιχεία και γίνονται αποδεκτά ή παραμορφώνονται γραμματικοί ή συντακτικοί τύποι κι όμως το αυτί μας όλα αυτά τα νομιμοποιεί. Το λαϊκό ένστικτο θεσμοποιεί λάθη, ιδρύει νέες χρήσεις, τη στιγμή ακριβώς που "παρανομεί".
Η Ντάλη είναι ένα ατόφιο λαϊκό θεριό με συγκλονιστική φωνή (τώρα ιδίως, που μεγάλωσε), με άσφαλτη, ενστικτώδη τεχνική και, επίσης, μια υπέροχη ρομαντική δυνατότητα ερμηνείας που δεν την έχουν ανακαλύψει ακόμη. Έχει μέσα της ένα στοιχείο αναρχικό, αυτόνομο, με συγκινεί το γεγονός ότι μπορεί απ' τη μια στιγμή στην άλλη να κλωτσήσει την καρδάρα, κάτι που ελάχιστοι καλλιτέχνες τολμούν να κάνουν. Καθώς είναι και κάπως στρουμπουλή, αδυνατεί να χωρέσει στους κορσέδες του συστήματος και γνωρίζω ότι εκ χαρακτήρος δεν θα το μπορέσει ποτέ. Αυτό τη σώνει και την κρατάει ψηλά ως σταθερή αξία μέσα στη νύχτα – είτε βρεθεί σε σκυλάδικα, είτε σε κυριλάτα. Βεβαίως και υπάρχουν κι άλλες καλές τραγουδίστριες που εκτιμώ, αλλά δύσκολα με συνεπαίρνουν... Δε νομίζω ότι η Ντάλη έκανε καμία ιδιαίτερη στροφή στο έντεχνο. Της δόθηκε μια ευκαιρία και προσπάθησε, ευτυχώς χωρίς πολλή επιτυχία, να προσαρμοστεί. Ο Ξαρχάκος της έβαλε τούλια και φιόγκους. Η χρήση που της έκανε ήταν σαν να της φόρεσε λασπωμένες γαλότσες για να μπει στο σαλόνι ή λουστρινένιες γόβες για να μπει σε μετσοβίτικο σπίτι.
(Απαντώντας στην ερώτηση ποια άλλα πρόσωπα τον έχουν εντυπωσιάσει ή συγκινήσει). Φαντάζομαι ότι εννοείτε του λαϊκού τραγουδιού – και πάντως σ' αυτό θα απαντήσω: Η Γαλάνη, η Αλεξίου από τους "επίσημους" και από τους άλλους, ενδεικτικά ο Γιάννης Βλάσσης, ο Γιάννης Πηνειώτης, ο Σπύρος Ζαγοραίος, ο Κώστας Μοναχός, ο Νίκος Μπάος, η Καίτη Γκρέυ, ο Γιάννης Κόλλιας, κάποιοι απ' τα κλαρίνα (ο Κιτσάκης, η Τασία Βέρρα) – ο καθένας για διαφορετικούς υποκειμενικούς λόγους...»
Κλείνω το σημείωμα αυτό με το Βοτανίκ αναφορά του Γιάννη Βαρβέρη:
Έλειψες, έλειψες ψυχή
Βγάλε το ρούχο εκείνο κι έλα
Βάλε τα λόγια της πατρίδας τα παλιά
Με τα μπουζούκια, τα κλαρίνα, τα βιολιά
Μες τα τζουκ μποξ θρηνεί ακόμα ο Ζαγοραίος, έλα.
Ότι από τότε δεν μιλήθηκε, να σου πνιγεί
Να θυμάσαι τις μουσικές του χώματος στα ξένα
Όταν το χάραμα κερνά γάλα για συγχώρεση
Περιουσία μας είναι αυτά που έχουμε χάσει.
(1) Λαϊκό Τραγούδι, Τεύχος 19, Μάρτιος – Απρίλιος 2007. Για την συνέντευξη και τα κείμενα έχουν εμπλακεί οι Γιώργος Κοντογιάννης, Μήτσος Μανιάτης, Γιάννης Ξένος και Τάκης Τζίφας.
Η φωτογραφία είναι από την εφημερίδα Καθημερινή (Κυριακή 5/6/2011)
σχόλια