#11#
Ο Ευθύμης Φιλίππου διαλέγει μια Παραλογή, απο τις ''Εκλογές από τα τραγούδια του ελληνικού λαού'', Αθήνα 1925, σε επιμέλεια του Νικολάου Πολίτη
Ο Ανδρόνικος εκίνησε να πάει λαφοκυνήγι.
Εκίνησε κι ο Κωσταντής στο δάσκαλο να πάει.
Το καλαμάρι αστόχησε, γυρίζει να το πάρει.
Βρίσκει την πόρταν ανοιχτή, την πόρταν ανοιγμένη,
βρίσκει τη μάνα του αγκαλιά με ξένο παλικάρι.
«Ας είναι, ας είναι, μάνα μου, κι α’δε σ’ομολογήσω,
κι α’ δε το πω τ’αφέντη μου, ν’αδικοθανατίσω».
«Τί είδες, μωρέ, και τί θα πεις και τι θα μολογήσεις;»
«Καλό είδα γω, καλό θα ειπώ καλό θα μολογήσω,
κακό είδα γω, κακό θα ειπώ, κακό θα μολογήσω.»
Και με το μόσκο το πλανά και με τα λεφτοκάρυα,
και στο κελάρι το μπασε και σαν τ’αρνί το σφάζει,
σα μακελάρης φυσικός του βγάζει το συκώτι.
Σ’εννιά νερά το ξέπλυνε και ξεπλυμούς δεν είχε,
και πάλε το ξαναπλυνε και πάλιν αίμα στάζει,
και στο τηγάνι το βαλε για να το τηγανίσει.
Και να σου κι ο Ανδρόνικος στους κάμπους καβαλάρης.
Βροντομαχούν τα ρούχα του και λάμπουν τ’άρματά του.
Φέρνει τα λάφια ζωντανά, τ’αγρίμια μερωμένα,
φέρνει κι ένα αλαφόπουλο, του Κωσταντή παιχνίδι.
Κοντοκρατεί το μαύρο του και τηνε χαιρετάει.
«Γειά σου, χαρά σου, ποθητή, και που ναι ο Κωσταντής μας;»
«Τον έλουσα, τον άλλαξα και στο σκολειό τον πήγα».
Φτερνιά δίνει τ’αλόγου του και στο σκολειό πηγαίνει.
«Δάσκαλε, που είναι ο Κωσταντής και που είναι το παιδί μου;»
«Δυό μέρες έχω να το ιδώ και τρείς να το διαβάσω».
Φτερνιά δίνει τ’αλόγου του, και σπίτι του πηγαίνει.
«Γυναίκα, που είναι ο Κωσταντής και που είναι το παιδί μας;»
«Στης πεθεράς μου το στειλα, κι όπου κι αν είναι θα ρθει».
Φτερνιά δίνει τ’αλόγου του, στη μάνα του πηγαίνει.
«Μάνα μου, που είναι ο Κωσταντής και που είναι το παιδί μου;»
«Έχω δυό μέρες να το ιδώ, και τρείς να το φιλήσω,
κι α’ δεν το ιδώ ως το βράδυ θε να παραλοϊσω.»
Φτερνιά δίνει τ’αλόγου του και σπίτι του πηγαίνει.
«Σκύλα, και που ’ν’ ο Κωσταντής Μικροκωσταντίνος;»
«Κάπου παιχνίδιν έβρηκε και θελά παιγνιδίζει».
«Γυναίκα, βάλε μου να φάω, να φάω να γεματίσω,
να πάρω δίπλα τα βουνά, δίπλα τα καταράχια,
να πάω να βρω τον Κωσταντή, το φύτρο της καρδιάς μου».
Το συκωτάκι του βαλε σ’ένα ασημένιο πιάτο.
Πρώτη μπουκιάν οπού ’βαλε, το συκωτάκι πήρε,
το συκωτάκι μίλησε, το συκωτάκι λέει:
«Αν είσαι σκύλος φάε με, κι Οβριός απέταξέ με,
κι αν είσαι κι ο πατέρας μου, σκύψε και φίλησέ με».
Και τη μπουκιά του απέλυσε, τρογύρω του κοιτάει.
Εβούρκωσε η καρδούλα του, εμαύρισε το φως του,
τα δάκρυα τρέξαν ποταμός κι εκόντεψε να πέσει.
Μα ναντρειώθει κι έσυρε το δαμασκί σπαθί του,
και στο λαιμό της το βαλε, της κόβει το κεφάλι.
Λιανά λιανά την έκοψε, στον ήλιο την απλώνει,
κι απο τον ήλιο στο σακί, κι απ’το σακί στο μύλο.
Κι ο μύλος εξεράλεθε κι η φτερωτή ετραγούδα:
«Άλεθε, μύλο μου, άλεθε κακής κούρβας κεφάλι.
Κάνε τ’αλεύρια κόκκινα και την πασπάλη μαύρη,
για να ρχουνται οι γραμματικοί να παίρνουν για μελάνι,
για να ρχουνται κι οι όμορφες να παίρνουν κοκκινάδι.»
______
Ο Ευθύμης Φιλίππου έχει γράψει το σενάριο στον "Κυνόδοντα" και στις "Αλπεις"
__________
Π Α Ρ Α Λ Ο Γ Α Ι Σ
Απο την συλλογή του Νικολάου Πολίτη, 1925
"Εις τα εθνικά εκείνα άσματα
των Ελλήνων, όσα ύπόθεσιν έχουν
ιδεώδη ή πεπλασμένην, η φαντασία
του λαού εκδηλώνεται μετά περισσής
ποικιλίας, ελευθερίας και δυνάμεως".
(Fauriel)
79
ΤΟ ΔΟΚΙΜΙΝ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
[δοκίμιν=δοκιμή]
Σαράντα δυο αρχοντόπουλα μια κόρη ναγαπούσαν,
κόρη πανώρια κι' όμορφη και 'ς τα φλωριά χωσμένη.
Κι' όλοι νεκαλεστήκανε μια μέρα για να πάνε.
Γεμίζου οι στάβλοι νάλογα, τα παραθύρια σέλλαις,
και τα πορτοπαράθυρα σκάλαις και χαλινάρια.
Στρώνει την τάβλα να γευτούν πολλώ λογιώ τραπέζι.
"Τρώτε και πίνετε, άρχοντες, κ' εγώ να σας φηγούμαι.
Μέσα 'ς το περιβόλι μου, 'ς τη μέση της αυλής μου,
μάρμαρο νέχει ο αφέντης μου, δοκίμιν της αγάπης,
κι' όποιος βρεθή και πιάση το, κι' οπίσω του το ρήξη,
εκείνος είναι ο άντρας μου κ' εγώ είμαι η ποθητή του."
Κι' ούλοι μονοσυνάγουνται, κι' ούλοι το δοκιμάζουν,
κ' ένας το παίρνει δάχτυλο, κι' άλλος μούτε καθόλου,
και της Μαριάς ο ψυχογιός, τάξιο το παλληκάρι,
μονοχεριάρι τό πιασε κι' οπίσω του το ρίχτει.
"Εγώ είμαι, κόρη, ο άντρας σου και συ είσαι η ποθητή μου".
80
Τ' ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΑΔΕΡΦΙΑ Κ' Η ΚΑΚΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
Άλλο τι δεν εζήλεψα μέσ' 'ς τον απάνου κόσμο,
παρά το γλήγορο άλογο και το γοργό ζευγάρι,
και τη γυναίκα την καλή, νοπού τιμάει τον άντρα.
Ήταν δυο αδέρφια γκαρδιακά και πολυαγαπημένα,
κι' ο πειρασμός εβάλθηκε για να τα ξεχωρίση.
Αγάπησε ο μικρότερος του πρώτου τη γυναίκα,
και ντρέπεται να της το πη, ναν της το μολογήση.
Μα μια γιορτή, μια Κυριακή, μια πίσημη νημέρα,
που βγήκε η κόρη από λουτρό κι' ο νιος από μπαρμπέρη
και συναπαντηθήκανε σε ξέχωρο σοκάκι,
εξεδιαντράπη και της λέει και της το φανερώνει.
"Νύφη μου, σάμπως σ' αγαπώ, νύφη, σάμπως σε θέλω.
-Εσύ το θέλεις μια φορά κ' εγώ το θέλω δέκα,
μ' ά μ' αγαπάς σα σ' αγαπώ, και θες με σα σε θέλω,
τον αδερφό σου σκότωσε κ' έλα για να με πάρης.
-Και τι αφορμή να τού βρω γω, για να τόνε σκοτώσω;
-Σύρτε για να μοιράσετε το πατρικό σας χτήμα,
από τοις άκραις δώσε του κι' απ' τους παλιούς τους όχτους,
κι' όπου καλά και καρπερά 'ς το μέρος το δικό σου,
κι' όπου άκρη και περίτραφος 'ς το μέρος το δικό του,
κ' εκείνος είν' αράθυμος, ρήξε και σκότωσέ τον."
Το μαύρο καβαλλίκεψε και 'ς το χωράφι πάγει.
"Ήρτε καιρός, μπρε Κωσταντή, καιρός να χωριστούμε,
έλα για να μοιράσουμε το πατρικό μας χτήμα.
Από ταις άκραις πάρε συ κι' απ' τους παλιούς τους όχτους
κι' όπου καλά και καρπερά 'ς το μέρος το δικό μου,
κι' όπου άκρη και περίτραφος 'ς το μέρος το δικό σου.
-Γιατί, γιατί, αδερφούλη μου, να πάρω από τοις άκραις;
γιατί να μη μοιράσουμε καθώς μοιράζουν όλοι;
-Πάρ' απ' τοις άκραις, Κωσταντή, γιατί θα σκοτωθούμε.
-Χαλάλι σου, αδερφούλη μου, κι' όλα δικά σου νά ναι,
παρά να ξεχωρίσουμε, πάρε και το δικό μου."
Τον πήρε το παράπονο, είδε ταδίκημά του,
τραυειέται σε παράμερο, και κάθεται και κλαίει.
Το μαύρο καβαλλίκεψε και 'ς το χωριό γυρίζει,
τη νύφη του νεφώναξε, τη νύφη του φωνάζει.
"Γλήγορα, νύφη μου, νερό, να πλύνω το σπαθί μου.
Τον αδερφό μου σκότωσα και το χω ματωμένο."
Κι' αυτή απ' την πολλή της βία κι' άπ' την πολλή χαρά της,
το μαστραπά φτυς άρπαξε, κρασί ήτανε γιομάτος,
τη σκάλα νεκατέβηκε, νερό για να του χύση.
"Αχ τα μαλλιά την άρπαξε, λιανά λιανά την κόβει.
81
ΤΟΥ ΜΑΥΡΙΑΝΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΔΕΡΦΗΣ ΤΟΥ
[Το στοίχημα περί της δοκιμασίας της αρετής γυναικός και της αδίκου δυσφημήσεως αυτής έχουν υπόθεσιν παραμύθια και άσματα πολλών λαών, και πολλαί υπάρχουν λογοτεχνικαί διασκευαί αυτής, των οποίων ονομαστότεραι είναι αι του Βοκακίου εν τη Δεκαημέρω και του Σαίξπηρ. Αι πλείσται των παραλλαγών αναφέρουν δοκιμασίαν της πίστεως εγγάμου γυναικός, αλλά το άσμα του Μαυριανοΰ καθώς και σικελικά παραμύθια δοκιμασίαν αγάμου αδελφής, και εν αυταίς ο πεποιθώς εις την αγνότητα ταύτης αδελφός μέλλει να υποστή την εσχάτην ποινήν δια την απώλειαν του στοιχήματος, σώζει δ' αυτόν η αδελφή. Είς τινας δ' όμως παραλλαγάς του ελληνικού άσματος και εις εν έλληνικόν παραμύθιον της Σμύρνης πρόκειται επίσης περί δοκιμασίας της αρετής της συζύγου του στοιχηματήσαντος.
Το άσμα έχει τινά συνάφειαν προς τακριτικά. Τα ονόματα των προσώπων, όπου αναφέρονται ονόματα, είναι τα γνωστά εξ ακριτικών ασμάτων, είς τινας μάλιστα παραλλαγάς ονομαστί μνημονεύεται ο Διγενής.]
Εδά τραπέζι νόμορφο, με καμουχά στρωμένο.
Ο βασιλιάς κι' ο Μαυριανός κι' ο Μικροκωσταντϊνος
αντάμα τρώγαν κ' έπιναν 'ς του πλάτανου τη ρίζα.
Κι' αθιβολαίς δεν είχανε κι' αθιβολαίς εφέραν
απάνω για τοις όμορφαις και για τοις τιμημέναις.
Εκεϊ έφερε κι' ο Μαυριανός παίνεμα τς αδερφής του.
"Ωσάν το ρόδο τ' ανοιχτό, το μανουσάκι τάσπρο,
έχω κ' εγώ μιαν αδερφή, μ' αλήθεια δεν πλανειέται."
Κι' ο βασιλιάς σαν τάκουσε γυρίζει και του λέει:
"Αν την πλανέσω, Μαυριανέ, τι στοίχημα θα χάσης;
-Αν την πλανέσης, βασιλιά, πάρε μου το κεφάλι,
μα πάλι κι' α δεν πλανεθή τι είναι το στοίχημά σου;
-Βάνω το βασιλίκι μου με τη χρυσή κορώνα.
Εννιά μουλάρια εφόρτωσε νασήμι και λογάρι,
της Αρετής τα προβοδά με τον επιστολάρη.
"Καλό 'ς το νιο που τά φερε, να ζήση οπού τα στέλνει,
ο Μαυριανός νά ναι καλά και θα τα ξαντιμέψη.
-Ο ρήγας που σ' αγάπησε ξαντίμεμα δε θέλει,
μόν' τά στειλε για να σε ιδή, δυο λόγια να σου κρίνη.
-Άμε, χαιρέτα μού τονε, κι' όποτε θέλη ας έρθη."
Άκουσε η κόρη τους σκοπούς, την πονηριά γνωρίζει,
τα χέρια της κάνει σταυρό 'ς της βάγιας της πηγαίνει.
Εσύ είσαι βάγια η μάννα μου, εσύ είσαι κ' η αδερφή μου,
εσύ πρωταξαδέρφη μου, τώρα να με τίμησης.
Έλα, βάγια μου, συ κυρά, κ' εγώ βάγια δική σου,
έμπα, βάγια, 'ς την κάμαρη, κ' εγώ 'ς το μαγερειό σου,
τα ρούχα μου τα νυφικά εσένα να τα δώσω,
την κλίνη μου τη νυφικιά εσένα να τη στρώσω,
κι' ό,τι σου κάνει ο βασιλιάς όλα να τα πομείνης,
το χάρισμα του βασιλιά δικό σου ν' απομείνη.
-Εγώ βάγια γεννήθηκα και βάγια θα πεθάνω,
και βάγια θα τον αρνηστώ τον κόσμο τον απάνω.
" Σταυρό δένει τα χέρια της 'ς τη δούλα της πηγαίνει.
"Δούλα χρυσή, δούλα αργυρή, δούλα μ' αγαπημένη,
για βγάλε συ τα ρούχα σου και βάλε τα δικά μου,
και σύρε νύχτα πλάγιασε 'ς την ιδική μου κλίνη,
βραδύ θενά ρθη ο βασιλιάς να κοιμηθήτε αντάμα.
-Εγώ δούλα γεννήθηκα κι' ό,τι μου πής θα κάμω,
δω μου κυρά τα ρούχα σου και πάρε τα δικά μου.
" Παίρνει η κυρά τα ρούχα της και βάνει τα δικά της,
της δένει την πλεξούδα της με το μαργαριτάρι,
της βάνει και 'ς το δάχτυλο νόμορφο δαχτυλίδι,
της στρώνει το κρεβάτι της με τα χρυσά σεντόνια,
και βάνει για προσκέφαλο τάστρα με το φεγγάρι.
"Δούλα κι' αν είσαι δούλα μου κι' αν είμαι εγώ δίκη σου,
ό,τι σου κάμη ο βασιλιάς όλα να τα πομείνεις,
κι' α σου μιλήση μη μιλής κι' αν κρίνει μην του κρίνης."
Ακόμη ο λόγος έστεκε κι' ο βασιλιάς προβαίνει,
με σείσμα και με λύγισμα τη σκάλα νανεβαίνει,
κι' από το χέρι την αρπά. 'ς την κάμερα τη βάνει.
Από βραδύς επαίζανε με γέλοια με κανάκια,
και μέσα τα μεσάνυχτα και τοις γλυκαίς αυγίτσαις,
της παίρνει από το δάχτυλο τ' ώριο το δαχτυλίδι,
κόβει και την πλεξούδα της με το μαργαριτάρι,
και παίρνει τα και βάνει τα 'ς ολόχρυσο μαντήλι.
Και την αυγή χαρούμενος 'ς το φόρο κατεβαίνει.
"Γεια σας, χαρά σας, άρχοντες κι' όλο ταρχοντολόγι.
Πού είν' τονε αυτός ο Μαυριανός ο πολυπαινεσιάρης,
πόχει την τίμια ναδερφή, π' αλήθεια δεν πλανειέται;
Εδώ είναι τα σημάδια μου, εδώ κ' η απόφαση μου."
Επήρανε το Μαυριανό να παν να τον κρεμάσουν.
"Φέρτε την αδερφούλα μου για την απόφαση μου."
Μαντάτα πάνε κ' έρχουνται 'ς της Αρετής την πόρτα,
'ς το φόρο για να κατεβή, τι ο Μαυριανός χαλειέται.
Εντύθηκε, στολίστηκε 'ς το φόρο κατεβαίνει.
Χίλιοι κρατούν το φόρεμα, χίλιοι τον καμουχά της,
τριακόσιοι το μαγνάδι της, να μην την κάψη ο ήλιος.
"Γεια σας, χαρά σας, άρχοντες κι' όλο ταρχοντολόγι.
Αυτόνε με τα κόκκινα ποτέ μου δεν τον είδα.
-Δε μ' είδες, δε με γνώρισες, μια χιλιοπομπεμένη,
που ψες εβραδιαστήκαμε 'ς ένα προσκεφαλάδι;
Από βραδύς επαίζαμε με γέλοια με κανάκια,
και μέσα τα μεσάνυχτα και τοις γλυκειαίς αυγίτσαις,
της κόβω την πλεξούδα της με το μαργαριτάρι,
της παίρνω από το δάχτυλο τ' ώριο το δαχτυλίδι."
Σειέται λυγειέται η λυγερή, γεμίζει η γης λουλούδια.
"Ποιανής λείπει η πλεξούδα της με το μαργαριτάρι;"
Και πάλι ματασείστηκε, γεμίζει η γης ζαφείρια.
Για ιδέτε σεις οι άρχοντες κι' όλο ταρχοντολόγι,
λείπει το δαχτυλίδι μου και τα σγουρά μαλλιά μου,
ή λείπει από τα μάγουλα η ροδοκοκκινάδα;
ετότες να τον πνίξετε το Μαυριανό 'ς τη φούρκα,
κ' εμέ τρίδιπλη βάλετε εις το λαιμό καδένα.
Μα σένα δε σου πρέπει πιο νά χης το βασιλίκι.
Με τη δουλεύτρα μου έπεσες και δούλος μου λογάσαι,
και πάρε το μουλάρι μας να πάς να φέρης ξύλα."
82
ΤΗΣ ΑΠΟΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗΣ
[Εις πλήρεις παραλλαγάς του κατωτέρω άσματος η κόρη οδηγεί τον εραστήν πώς να εισχωρήση εις την οικίαν την νύκτα, χωρίς να τον εννοήσει κανείς των οικείων της. Τας υπονοίας της μητρός της, εγερθείσας εκ θορύβου εν τη κλίνη της κόρης, αποτρέπει αύτη δια διαφόρων προφάσεων. Το πρώτον δε τούτο μέρος του άσματος έχουν μόνον παραλλαγαί τινες, παραλείπουσαι τα κατά την ασθένειαν της κόρης εκ της εγκαταλείψεως του εραστού και τα της συνδιαλλαγής δια της μεσιτείας προθύμου φίλης. Είς τινας παραλλαγάς παρατηρείται συμφυρμός προς το άσμα της κουμπάρας πόγινε νύφη και προς άλλα τινά άσματα.]
Μια Λυγερή βαριαρρωστά, μια λυγερή πεθαίνει
για ενός αγούρου αγκάλιασμα, για ενός αγούρου αγάπη,
για ενός σγουρού, για ενός ξανθού, για ενός αγγελομάτη.
Και τρεις καλαίς συντρόφισσαις επήγαν να τη δούνε.
Η μιά κατσε 'ς την κλίνη της, κ' η γι άλλη 'ς το πλευρό της,
και κείνη οπού την αγαπά εις το προσκέφαλό της.
Η μια άρχισε να της μιλή, κ' η άλλη να τη βρίζη,
και κείνη που την αγαπά καλά την ξαγορεύει.
"Κ' εμείς δεν αγαπήσαμε αγώρι σαν και σένα;
κάμαμε σιδερή καρδιά, ταυτιά μας μολιβένια,
κ' εμείς σαν αγαπήσαμε νελησμονήσαμέ τους,
και συ, κόρη μ', αγάπησες και θέλεις να πεθάνης;
-Και σεις αν αγαπήσατε, ήτανε παλληκάρια,
μα γω το νιο που αγάπησα, του κόσμου διωματάρης,
είχε του Φράγκου λύγισμα, του Βενετσάνου χάρη.
-Πε μου, κόρη, πού κάθεται να πάω να σου τον φέρω.
-Κάτω 'ς τους κάμπους που θωρείς, 'ς τα πράσινα λιβάδια,
που ναι τα δέντρα ολόχρυσα κ' οι ρίζαις ασημένιαις,
εκειδά μέσα κάθεται ο απολησμονιάρης,
όπου μ' απολησμόνησε και πιο δε με θυμάται.
-Κάμε αλουσιά και λούσε με, χτένι και χτένισε με,
και πλέξε τα μαλλάκια μου να πάγω να τον εύρω.
-Λούω σε και χτενίζω σε, φοβούμαι μην τον πάρης.
-Όχι να ζω, συντρόφισσα, δεν είμαι εγώ από κείναις,
μαλώτρα και δικάτρα μαι και πάω να τον μαλώσω."
Και παίρνει το δρομί δρομί και πήε και τον ηύρε.
Κ' εκείνος όσον κ' είδε την επροσηκώθηκέ την.
"Καλό 'ς τηνε τη λυγερή, καλό 'ς την την κυρά μου,
καλό 'ς τη βέργα τη λιγνή, αντάμα μου να μείνη.
-Δεν είμαι εγώ σαν που θαρρείς, δεν είμαι σαν που ξέρεις,
μαλώτρα και δικάτρα μαι, κ' ήρτα να σε μαλώσω,
οπ' αγαπάς αρχόντισσα κι' αρχοντοπούλας κόρη,
τη νύχτα την αλησμονείς και φήνεις τη και φεύγεις.
-Για ποια μου λες, για ποια λαλείς, για ποια μου συντυχαίνεις;
για μια ξανθή, για μια λιγνή, μια χαμηλοβλεπούσα,
οπού γελά και πέφτουνε τα ρόδα 'ς την ποδιά της;
-Σαν την παινάς, αφέντη μου, πώς την αποξεχάνεις;
-Είπα σου τα παινέματα, να πω και τα ψεγάδια;
Αν της μιλήσω κλαίει μου, κι' αν της ειπώ θυμώνει,
κϊ' αν τήνε κάνω τίποτα, της μάννας της το λέει,
-Κείνη έμωσεν, αφέντη μου, πιο της να μη το κάμη.
Σήκω να πα την εύρωμε, γιατί η ψυχή της βγαίνει."
Επήραν το δρομί δρομί να πάνε να την εύρουν.
Και πρόβαλεν η λυγερή από το παραθύρι.
"Καλό 'ς τον ήθελα να δω, τον πεθυμούσα νά ρθη,
καλό 'ς τον το βασιλικό με τα χρυσά του τάνθη.
-Επαίνεσές με, αγάπη μου, προτού να σε παινέσω,
θάλασσα με τα κάτεργα, μπαξέ με τα λουλούδια,
βρύση μου με το κρύο νερό, μ' ολόχρυσα σουλούνια."
Επήγαν κ' επαντρέψαν τους κάτω 'ς τον άη Γιάννη,
με τετρακόσους άρχοντας, με τριάντα δεσποτάδες,
με το Φουκά τον μπάρμπα του κ' έπιασε τα στεφάνια.
Τη γης εστρώσαν κόκκινη κ' έπαψαν οι καμπάναις,
όταν τον ευλογούσανε οι τριάντα δεσποτάδες,
κ' εσάστισεν η γειτονιά, εσάστισε κ" η κόρη.
83
ΤΗΣ ΚΟΥΜΠΑΡΑΣ ΠΟΓΙΝΕ ΝΥΦΗ
[Την δύναμιν και την διάρκειαν του πρώτου έρωτος εκθειάζουν
και παροιμίαι και πολλά κωμαστικά άσματα."Καινούργια αγάπη χάνεται, παλιά δε λησμονειέται." Και εις σύγκρουσιν του πρώτου προς νέους έρωτας κατισχύει ούτος. Τοιαύτην υπόθεσιν έχει και το κοινότατον εις την Ελλάδα άσμα της εγκαταλειφθείσης ερωμένης, ήτις κληθείσα να στεφανώση τον αγαπητικόν της νυμφεύεται αυτόν, μετανοήσαντα κατά την τέλεσιν των γάμων. Παραπλησίαν δ' υπόθεσιν έχουν και άσματα άλλων ευρωπαϊκών λαών, γαλλικά, ιταλικά, ισπανικά, αγγλικά, σκωτικά, δανικά, νορβηγικά, σουηδικά. Εκ παλαιοτάτων δε πιθανώς σκανδιναυικών ασμάτων παρέλαβε και ο χρονογράφος Σάξων ο γραμματικός τον περί της Σειγφρίδας και του βασιλόπαιδος Οθάρ μύθον.
Αι καππαδοκικαί παραλλαγαί του ελληνικού άσματος δεικνύουν ότι είναι ακριτικόν, ή ότι επήλθε συμφυρμός αυτού προς τακριτικά, διότι ο ήρως εν ταις παραλλαγαίς ταύταις είναι ο Ακρίτας.]
Έχω και μήνες και καιρούς τον αγαπώ δεν είδα,
τώρα τον βλέπω κ' έρχεται κάτω 'ς ανήλιο κάμπο,
άνθη τον τριγυρίζουνε και μόσχοι τον μυρίζουν,
και τα σγουρά του τα μαλλιά το νου μου συνεπήραν.
"Πού ήσουν, λεβέντη μ' όμορφε και πολυαγαπημένε;
-Καλή σου ημέρα, πέρδικα, χρυσής αυγής τρυγόνα.
Κόρη, κλειδιά σ' αγόρασα κι' αντίκλειδα σ' αφήνω,
κλείδωσε την καρδούλα σου κι' απόμενε τους πόνους.
Ο κύρης μου κ' η μάννα μου μου τοίμασαν το γάμο,
κι" α δεν περηφανεύεσαι έλα να μπής κουμπάρα.
-Πάω να το πω της μάννας μου κι' ότι μου ειπή θα κάμω."
Κινάει και πάει 'ς τη μάννα της σα μήλο μαραμμένο.
"Μάννα μου, με καλέσανε να πάω να στεφανώσω
το νιον οπού καρτέραγες άντρα για να τον πάρω.
-Και πώς το λες, παιδάκι μου, να πας να στεφανώσης;
Έχεις ποδάρια να σταθής και μάτια ν' αντρανίσης;
έχεις και γοργοδάχτυλα ν' αλλάξης δαχτυλίδια,
και χέρια γοργογύριστα να στεφανογυρίσης;
-Έχω ποδάρια να σταθώ και μάτια ν' αντρανίσω,
έχω και γοργοδάχτυλα ν'αλλάξω δαχτυλίδια,
και χέρια γοργογύριστα να στεφανογυρίσω.
Μάννα μου, ταποφάσιοα, θα πάω να στεφανώσω,
και θε να κάμω υπομονή, γερή καρδιά θα δείξω.
-Σύρε, παιδί μου, 'ς το καλό και 'ς την καλή την ώρα,
και να γιομίση, η στράτα σου τριαντάφυλλα και ρόδα."
Έκατσε κ' εστολίστηκε τρεις μέραις και τρεις νύχτες.
Βάζει τον ουρανό μαντί, τη θάλασσα μαγνάδι,
τον ήλιο βάζει πρόσωπο και το φεγγάρι στήθος
και του κοράκου το φτερό βάζει καμαροφρύδι,
την όχεντρα την πλουμιστή κορδέλλα 'ς τα μαλλιά της,
τον άμμο τον αμέτρητο ρήχνει μαργαριτάρι.
Κάνει στεφάνια ολόχρυσα, λαμπάδες άσημένιαις
και δαχτυλίδι πυργωτό της νύφης να χαρίση.
Παίρνει και πάει 'ς την εκκλησιά ν' αρραβωστεφανώση.
Βάγιαις την πάνε από μπρος και βάγιαις από πίσω
και βάγιαις απ' τα δυο πλευρά να μη την πιάση ο ήλιος.
'Σ το δρόμον όπου πήγαινε τα μονοπάτια ανθούσαν.
Κι' ωσάν την είδε η εκκλησιά απ' άκρη 'ς άκρη σείστη.
Παπάς την είδε κ' έσφαλε, διάκος κι' αποξεχάστη,
τα ψαλτικά τους έχασαν ψάλταις και καλανάρχοι.
Ωσάν την είδε ο νιόγαμπρος έπεσε κ' ελιγώθη.
"Παπά, για ματασήμανε, παπά, για ματαψάλλε,
και γύρισε τα στέφανα και βάλ' τα 'ς την κουμπάρα."
Κ' η νύφη απολογήθηκε με το καμένο χείλι,
"Σύρε να πάμε, μάννα μου, και 'ς τόνειρό μου το είδα,
χρυσόν αϊτόν εβάσταγα κι' άλλη μου τόνε πήρε.
Τα ρούχα μου 'ς την εκκλησιά, κ' εγώ 'ς το μοναστήρι,
κι' όσο τον χάρηκα κ' εγώ να τον χαρή κ' εκείνη."
Την ξαγναντεύει η μάννα της απ' ώριον παραθύρι.
"Καλό 'ς τη θυγατέρα μου, τη φωτογεννημένη,
κουμπάρα την εστόλιζα και νύφη κατεβαίνει."
84
Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΥ
[Το θέμα της αναγνωρίσεως του μετά μακροχρόνιον αποδημίαν επανερχομένου ανδρός και της εν τω οίκω προσδοκώσης την επάνοδον αυτού συζύγου, είναι διεσκευασμένο εις τα άσματα του ελληνικού λαού εις τρεις κυρίους τύπους. Κατά τον πρώτον η αναγνώρισις γίνεται παρά την βρύσιν, έξω του χωρίου, κατά τον δεύτερον έξω της οικίας, της οποίας την θύραν κρούει ο σύζυγος, κατά τον τρίτον ομοίως έξω της οικίας, όπου τον προσελκύει ο κρότος του αργαλειού και ο ήχος του άσματος της υφαινούσης συζύγου. Παρεκβάσεις των τύπων τούτων παρουσιάζουν ολίγιστα άσματα κατά τα οποία η αναγνώρισις γίνεται εν τη οδώ ή εν αγρώ, όπου η σύζυγος θερίζει. Εξαιρετικώς είς τινα άσματα ο σύζυγος καταφθάνει δια πλοίου και αποβιβάζεται διά λέμβου εις την ξηράν, εις τα λοιπά έρχεται καβαλλάρης και κατά το πλείστον ως κυνηγός, ακολουθούμενος από τα λαγωνικά του. Επειδή δε πάμπολλαι είναι αι φερόμεναι παραλλαγαί δεν είναι σπάνιοι οι συμφυρμοί μετ' άλλων ασμάτων, μάλιστα μετά της Ριμάτας της εγκαταλειφθείσης κόρης και του άσματος της ξενιτειάς, εν ω ο σύζυγος ετοιμάζει την νύκτα τον ίππον του προς αναχώρησιν, συμπραττούσης και της συζύγου. Συμφυρμός δε και σύγχυσις εις πολλάς παραλλαγάς παρατηρείται και των διαφόρων τύπων του αυτού άσματος, ως λ.χ. όταν η αναγνώρισις γίνεται παρά την βρύσιν και η σύζυγος διατάσσει τας υπηρετρίας ν' ανοίξουν την θύραν και να ετοιμάσουν την κλίνην.
Το θέμα τούτο μεγάλην έχει διάδοσιν εις την ποίησιν των ευρωπαϊκών λαών, γνωστότατον δ' ότι το παλαιότατον και ανυπερβλήτου κάλλους πρότυπον της διασκευής αυτού είναι το εν τη Οδυσσεία επεισόδιον της αναγνωρίσεως του Οδυσσέως και της Πηνελόπης. Προς το ομηρικόν πρότυπον ολίγας, εξωτερικάς μάλλον, ομοιότητας παρουσιάζει το έλληνικόν άσμα, πολλώ δε πλείονας προς τάσματα των ευρωπαϊκών λαών, οπωςσδήποτε δ' όμως εγγύτερον των ασμάτων τούτων προς το ομηρικόν και τρόπον τινά εις το μεταίχμιον της αρχαίας ελληνικής και της μέσης και νεωτέρας ευρωπαϊκής δημώδους ποιήσεως φαίνεται ευρισκόμενον το άσμα του ημετέρου λαού (Πρβλ. τα σημάδια, τα ομηρικά σήματα, εκ του συζυγικού θαλάμου, την υφαίνουσαν σύζυγον, την παρασκευήν της συζυγικής κλίνης κτλ.). Εκ των ομοιοτήτων δε προς τάλλα ευρωπαϊκά άσματα μνημονεύομεν την πρότασιν γάμου του αγνώστου ξένου προς την γυναίκα του (εν τω Β' και τω Γ' ελληνικώ τύπω) και την αγγελίαν του δήθεν θανάτου του συζύγου. Αλλ' ό,τι προ πάντων διακρίνει το ημέτερον άσμα των άλλων είναι η ακραιφνής ελληνικότης αυτού, διότι τοσούτο στερεώς είναι συνυφασμένον προς τον ελληνικόν βίον, ώστε σχεδόν εις έκαστον στίχον αυτού ενωτιζόμεθα απηχήσεις ηθών, εθίμων και συναισθημάτων του ελληνικού λαού ή βλέπομεν διαγραφομένας αναπαραστάσεις ελληνικών τοπείων.]
Ερρόδισε γη ανατολή και ξημερώνει η δύση,
γλυκοχαράζουν τα βουνά κι' ο αυγερινός τραυειέται,
παν τα πουλάκια 'ς τη βοσκή κ' οι λυγεραίς 'ς τη βρύση.
Βγαίνω κ' εγώ κι' ο μαύρος μου και τα λαγωνικά μου.
Βρίσκω μια κόρη πόπλενε σε μαρμαρένια γούρνα.
Τη χαιρετάω, δε μου μιλεί, της κρένω, δεν μου κρένει.
"Κόρη, για βγάλε μας νερό, την καλή μοίρα νά χης,
να πιω κ' εγώ κι' ο μαύρος μου και τα λαγωνικά μου."
Σαράντα σίκλους έβγαλε, 'ς τα μάτια δεν την είδα,
κι' απάνω 'ς τους σαρανταδυό τη βλέπω δακρυσμένη.
"Γιατί δακρύζεις, λυγερή, και βαριαναστενάζεις;
Μήνα πεινάς, μήνα διψάς, μην έχης κακή μάννα;"
-Μήτε πεινώ, μήτε διψώ, μήτ' έχω κακή μάννα.
Ξένε μου, κι' αν εδάκρυσα κι' α βαριαναστενάζω,
τον άντρα χω 'ς την ξενιτειά και λείπει δέκα χρόνους,
κι' ακόμη δυο τον καρτερώ, 'ς τους τρεις τον παντυχαίνω,
κι' α δεν ερθή, κι' α δε φανή, καλόγρια θενά γένω,
θα πάγω 'ς έρημα βουνά, να στήσω μοναστήρι,
και 'ς το κελλί θα σφαλιστώ, 'ς τα μαύρα θελά βάψω,
εκειόν να τρώγη η ξενιτειά κ' εμέ τα μαύρα ράσα.
-Κόρη μου, ο άντρας σου πέθανε, κόρη μου, ο άντρας σου χάθη,
τα χέρια μου τον κράτησαν, τα χέρια μου τον θάψαν,
ψωμί κερί του μοίρασα, κ' είπε να τα πλερώσης,
τον έδωκα κ' ένα φιλί, κ' είπε να μου το δώσης.
-Ψωμί κερί του μοίρασες, διπλά να σε πλερώσω,
μα γιάτ' εκείνο το φιλί, σύρε να σου το δώση.
-Κόρη μου, εγώ είμαι ο άντρας σου, εγώ είμαι κι' ό καλός σου.
-Ξένε μου, αν είσαι ο άντρας μου, αν είσαι κι' ο καλός μου.
δείξε σημάδια της αυλής και τότες να πιστέψω.
-Έχεις μηλιά 'ς την πόρτα σου και κλήμα 'ς την αυλή σου,
κάνει σταφύλι ραζακϊ και το κρασί μοσκάτο,
κι' όποιος το πιή δροσίζεται και πάλι αναζητά το.
-Αυτά είν' σημάδια της αυλής, τα ξέρει ο κόσμος όλος,
διαβάτης ήσουν, πέρασες, τα είδες και μου τα λέεις.
Πες μου σημάδια του σπιτιού και τότες να πιστέψω.
-Ανάμεσα 'ς την κάμαρα χρυσό καντήλι ανάφτει,
και φέγγει σου που γδύνεσαι και πλέκεις τα μαλλιά σου,
φέγγει σου τοις γλυκαίς αυγαίς που τα καλά σου βάζεις.
-Κάποιος κακός μου γείτονας σου τα πε και τα ξέρεις.
Πες μου σημάδια του κορμιού, σημάδια της αγάπης.
-Έχεις ελιά 'ς τα στήθη σου κ' ελιά 'ς την αμασκάλη,
κι' ανάμεσα 'ς τα δυο βυζιά τ' αντρού σου φυλαχτάρι.
-Ξένε μου εσύ είσαι ο άντρας μου, εσύ είσαι κι' ο καλός μου."
85
ΤΗΣ ΝΥΦΗΣ ΠΟΥ ΚΑΚΟΤΥΧΗΣΕ
Η κυρά 'Ρήνη του Κριτοϋ, του Δούκα η θυγατέρα,
χρόνους της γράφουν τα προικιά, χρόνους ταπανωπροίκια,
και τα κρυφά της μάννας της λογαριασμούς δεν έχουν.
Της δίνει κι' ο πατέρας της καράβι αρματωμένο,
της δίνουν και ταδέρφια της αμάξι φορτωμένο,
της δίνει κ' η μαννούλα της τάσι μαργαριτάρι,
χρυσό θρονί να κάθεται, μήλο χρυσό να παίζη,
και μούλα χρυσοκάπουλη να περπατή καβάλλα.
Μα ήρθε ο καιρός ο δίσεχτος, χρονιά κατακαϊμένη,
πήραν τα χρέγια τα προικιά, πήρε τα πλούτη η αρρώστεια,
και μπήκε ο άντρας πιστικός κ' η νύφη ξενοϋφαίνει.
Μια Κυριακή και μια Λαμπρή, μια πίσημον ημέρα,
την πήρε το παράπονο, πίκρα πολύ μεγάλη,
σταυρόδεσε τα χέρια της 'ς ταϊταίρι της πηγαίνει.
"Θέλω να πάω 'ς τη μάννα μου, καλέ μ', 'ς τα γονικά μου.
-Αρχόντισσα σ' έφερα δω, φτωχή πού θα σε πάω;
-Συνόριασέ μου τα βουνά, και πάγω μοναχή μου."
'Ράχη σε ράχη ακκούμπησε, λιθάρι σε λιθάρι,
και πήγε κι' άπακκούμπησε 'ς της μάννας της την πόρτα.
'Σ το δρόμο νοπού πήγαινε, 'ς τα δάση οπού περνούσε,
παρακαλούσε το θεό με πικραμένα χείλη.
"Θέ μου, να βρω τοις δούλαις μου και να μη με γνωρίσουν."
Κι' ο θιος τήνε συνάκουσε κ' η δέσποινα του κόσμου,
κ' ηύρε τοις δούλαις του σπιτιού 'ς τη βρύση που λευκαίναν.
Ώρα καλή σας, λυγεραίς, ώρα καλή, κοπέλλαις.
-Καλό 'ς τη την ξενούλα μας, τι θέλεις, τι γυρεύεις;
-Να πιω νερό γιατί διψώ, κι' απέ σας συντυχαίνω.
Να πήτε της κυρούλας σας, δούλα της να με πάρη.
-Ξένη μ', κοπέλλαις έχουμε, κοπέλλαις και κοπέλλια,
και σένα τι σε θέλουμε, σαν τι δουλειά να κάνης;
-Ξέρω να υφαίνω 'ς το βλαττί, να υφαίνω 'ς το βελούδο."
Χρυσά παπούτσια φόρεσε, πάει να ιδή τη δούλα.
"Ποια ναι που υφαίνει 'ς το βλαττί, που υφαίνει 'ς το βελούδο;
Κείνη που υφαίνει 'ς το βλαττί, που υφαίνει 'ς το βελούδο,
είναι μακριά 'ς την ξενιτειά, είναι μακριά 'ς τα ξένα.
Σύρτε να τήνε βάλετε 'ς τον αργαλειό της 'Ρήνης,
για να ξυφάνη το χρυσό που είναι μισοφτειασμένο."
Την πήραν και τη βάλανε 'ς τον αργαλειό να υφάνη,
κι' ώριο τραγούδι αρχίνησε, σα να ήταν μοιρολόγι.
"Διασίδι, πολυδιάσιδο, καλού καιρού διασμένο,
διασίδι, όταν σε διάζουμουν ήρθαν οι συμπεθέροι,
διασίδι, όταν σ' ετύλιγα ήρθαν μ' αρραβωνιάσαν,
κι' όταν σε μισοκόπισα ήρθαν για να με πάρουν,
κ' η μοίρα μου το ηθέλησε να ρθω να σε ξυφάνω!"
Κυρά ψηλά ήταν τ' άκουσε και της απολογήθη.
"Δούλα, πούθ' είν' ο τόπος σου, πούθ' είν' τα γονικά σου;
-Η μάννα μου Γιαννιώτισσα κι'ο κύρης μου απ' την Πόλη,
κ' εγώ είμαι η Ρήνη η λυγερή, η Ρήνη η μαυρομάτα."
Κ' η μάννα της κατέβηκε και τη σφιχταγκαλιάζει.
Τοις σκλάβαις της εμίλησε, τοις δούλαις της φωνάζει.
"Βάλτε νερό και λούστε τη, σύρτε τη 'ς το χαμάμι,
αλλάχτε τη, στολίστε τη την πρώτη τη στολή της,
και να βαρέσουν τάργανα και τα γλυκά παιχνίδια."
86
[Το άσμα της αιχμαλωσίας ή αγοράς ως δούλης ωραίας γυναικός και της απελευθερώσεως αυτής υπό του κυρίου της, αναγνωρίσαντος ότι ήτο αδελφή του, είναι ευρύτατα διαδεδομένον ανά τας ελληνικάς χώρας. Υπάρχουν δε δύο τύποι αυτού. Κατά τον ένα η αιχμαλωτισθείσα υπό πειρατών κόρη αναγνωρίζεται ως αδελφή του άρπαγος, όστις την ελευθερώνει και μετά πλουσίων δώρων πέμπει προς τους γονείς. Κατά δε τον έτερον, σύζυγος αναγκάζεται να πωλήση την ωραίαν γυναίκα του, την οποίαν ο αγοραστής (εν ταις πλείσταις παραλλαγαίς πειρατής ή γενίτσαρος), αναγνωρίσας ότι είναι αδελφή του, αποδίδει εις τον άνδρα της. Τον πρώτον τύπον έχομεν εν αιγινητικώ άσματι, το οποίον εδημοσίευσεν ο Σπ. Ζαμπέλιος, πολλάς αυθαιρέτους μεταβολάς επενεγκών εις το κείμενον, προς διόρθωσιν δήθεν και καλλωπισμόν αυτού. Εις δε τον δεύτερον διακρίνονται αι εξής διαφοραί. α') Ό πωλήσας σύζυγος είναι ο γνωστός εξ άλλων ασμάτων Μαυριανός, και φαίνεται ότι η διαφορά αυτή προήλθεν εκ συμφυρμοΰ προς τάσματα εκείνα. β') Ο σύζυγος είναι κοντός (ή κόντες), γ') Ο σύζυγος είναι παπάς, όστις όπως εξαγοράση την άφεσιν λειτουργικού παραπτώματος, μη εξαρκούσης προς τούτο της άλλης περιουσίας του, πωλεί και την γυναικά του. Υπάρχουσι και παραλλαγαί μη αναφέρουσαι πώλησιν ή αρπαγήν της γυναικός αλλ' αύται παρουσιάζουν συμφυρμόν μετ' άλλων ασμάτων.
Την αυτήν υπόθεσιν έχει και αλβανικόν άσμα της Κάτω Ιταλίας, όπου και πολλά άλλα ελληνικής υποθέσεως άσματα, προπάντων ακριτικά, επιχωριάζουν, κομισθέντα εκ των εποικισάντων εις την Καλαβρίαν και την Σικελίαν Αλβανών της Πελοποννήσου. Κατά το άσμα τούτο η αιχμαλωσία της κόρης Ολυμπίας συμβαίνει εις τον κάμπον της Κορώνης, αναγνωρίζει δε αυτήν ως άδελφήν του ο πειρατής Βλαστάρης, οδηγηθείς εκ του κελαδήματος πουλιού.]
Α'
Η κυρά Ρήνη του Σκληρού, κ' η Αρετή του Δούκα,
κ' ή Χρυσοκουβουκλιώτισσα, πανέμνοστα κορίτσια,
βγήκαν να περπατήσουνε και 'ς το λουτρό να πάνε.
Η μάννα της η Σκλήραινα, "Κάτσε, 'Ρηνιώ", της λέγει,
κι' ο κύρης της αντίλεγε, "Σύρε, Ρηνιώ μου, σύρε,
σύρε κ' εγώ για χάρη σου τρεις βίγλαις θα καθίσω.
Τη μια καθίζω 'ς το βουνό, την άλλη 'ς τακρογιάλι,
την τρίτη την καλύτερη μέσ' ς του λουτρού την πόρτα."
Ακόμη ο λόγος έστεκε κ'η συντυχιά αποκράτει,
φωνάζει η βίγλα του βουνού, "Μια φούστα κατεβαίνει,
αφροκοπάει 'ς τα κύματα, τον Πλάτανο διαβαίνει."
Φωνάζει η βίγλα του γιαλού, "Δυο φούσταις αρμενίζουν,
βάνουνε πλώρη 'ς το Καστρί και 'ς του λουτρού την πόρτα"
Φωνάζει κ' η καλύτερη, "Κορίτσια, πιάκανέ σας!"
"Ώστε ν' αλλάξη η Αρετή, ν' αναζωστή η Ειρήνη,
κ' η Χρυσοκουβουκλιώτισσα το δέμα της να βάλη,
άλλοι απ' την πόρτα μπαίνουνε, κι' άλλοι απ' το παραθύρι.
Την ακριβή της Σκλήραινας ανάγερα την πάνε.
Τουρκόπουλο τη δέχεται 'ς τα ολόχρυσα ντυμένο.
'Σ τα κλάματα τήνε φιλεί, τήνε σφιχταγκαλιάζει.
Μα ένα πουλάκι κάθησε απάνω 'ς το κατάρτι,
δεν εκελάδειε σαν πουλί, ούτε σα χιλιδόνι,
μόν' εκελάδειε κ' έλεγε μ' ανθρωπινή λαλίτσα.
"Ω ουρανέ, μην το δεχτής, και γη μην το σήκωσης,
νά χη ο αδελφός την αδερφή 'ς τον κόρφο του κλεισμένη,
σα νύφη να τήνε φιλεί, σαν άντρας να τη βλέπει!
-Ακούς, ακούς, Τουρκόπουλε, τι λέει το πουλάκι;
-Πουλάκι είναι κι' ας κιλαϊδεί, πουλάκι είναι κι' ας λέη.
-Για να σου πω, Τουρκόπουλε, ποιος είσαι, πώς σε λένε;
Είχα αδερφό 'ς την ξενιτειά και πρώτο ταξιδιάρη.
"Άλλοι μας λεν που χάθηκε, κι' άλλοι μας λεν που πνίγη,
κι' άλλοι μας λεν που τούρκεψε 'ς της Αραπιάς τα μέρη.
-Για πες μου, πες μου, λυγερή, πούθε κρατεί η γενιά σου;
-Ας είν' από τανάθεμα κι' άπ' την ανεμοζάλη.
-Πες μου, να ζήσης, λυγερή, πώς λεν τα γονικά σου;
-Η μάννα μου απ' την Κόριθο, κι' ο κύρης μου απ' τ' Ανάπλι,
Σκληρό τον λένε ξακουστό κ' εμένα κυρά Ρήνη.
-Πιάσε, αδερφή μ', την τσέπη σου, πιάσε και την ποδιά σου."
'Σ την τσέπη βάζει τα φλωριά και 'ς την ποδιά τα γρόσια.
"Σύρε, Ρηνιώ, 'ς το σπίτι μας, σύρε 'ς τα γονικά μας."
Β'
'Έχει ό Κοντοθόδωρος, έχει όμορφη γυναίκα.
Τόνε ζηλεύει η γειτονιά, τόνε ζηλεύει η χώρα,
τόνε ζηλεύουν οι άρχοντες, κι' όλα τα παλληκάρια,
σαν τον ζηλεύει ο βασιλιάς, κανείς δεν τον ζηλεύει.
Να του την πάρουν δεν μπορούν, να του την κλέψουν όχι,
πιάνουν και χαρατσώνουν τον ένα βαρύ χαράτσι.
Τρέχει ο κοντός στοχάζεται, το χρέος του να βγάλη.
Πουλεί το σπίτι τόμορφο, μ' αυλαίς μαρμαρωμέναις,
πουλεί χωράφια αθέριστα, μ' όλους τους θεριστάδες,
πουλεί κι' αμπέλια ατρύγητα, μ' όλους τους τρυγητάδες,
πουλεί και τα περβόλια του, τα μήλα φορτωμένα,
επούλησεν, επούλησε, δε φτάνει να πλερώση.
Μόν' η καλή τ' απόμεινε, και πάει να την πουλήση.
Από το χέρι την κρατεί περιγιαλού την πάει.
Βλέπει καράβια πόρχουνται, καράβια π' αρμενίζουν.
"Καράβια, που είστενε ψηλά, καράβια, που είστε αντίκρυα,
ποιος παίρνει κόρην όμορφη, ξανθή και μαυρομάτα;"
Κι' ο ναύκληρος τήνε θωρεί πο μέσ' απ' το καράβι.
"Πόσα πουλείς τη λυγερή, πόσα τη μαυρομάτα;
-Χίλια φλωριά ταχείλι της, τα μάτια δυο χιλιάδες,
κι' ο γύρος του προσώπου της αμέτρητο λογάρι."
Αμέτρητα τα ξέβαλε και αψήφιτα τα δίνει,
κι' αρπά την κόρη ο ναύκληρος, βάνει την 'ς το καράβι.
'Σ την πρύμ' εμπήκε η λυγερή και τα πανιά φουσκώνουν.
Κι' αρχίνησεν ο ναύκληρος να παίζη να γελάη.
Άρχισε ο νιος να την τσιμπά, κι' άρχισε ο θιος ν' αστράφτη,
άρχισε ο νιος να τη φιλή κι' άρχισε ο θιος να βρέχη,
άρχισε ο νιος να τη ρωτά, κι' άρχισε ο θιος να λάμπη.
"Κόρη μ', 'πο πού ειν' το γένος σου, 'πο πού είν' το ριζικό σου;
-Η μάννα μου απ' το Γαλατά, κι' ο κύρης μου απ' τη Φήβα,
είχα κ' ένα μικρό αδερφό τον έλεγαν Γιαννάκη,
οι κλέφταις τον αρπάξανε κ' είναι με τους κουρσάρους."
Την κόρην εξανάστρεψε, του νέου την επήγε.
"Πάρε, γαμπρέ, την όμορφη κι' ας είν' δική σου πάλι,
και τα φλωριά που σ' έδωκα ας είναι για προικιά της,
εσένα ναι γυναίκα σου και μένα είναι αδερφή μου.
87
[Αντίστοιχον του της αναγνωρίσεως της αδελφής και του πειρατού αδελφού της είναι το προκείμενον άσμα της αναγνωρίσεως του εμπόρου υπό του θανασίμως πληγώσαντος αυτόν αδελφού του αρχιληστού. Εν εκείνω μεν γίνεται μετάπτωσις από δυστυχίας εις ευτυχίαν δια της αναγνωρίσεως, εν τούτω δε επέρχεται τραγικωτέρα λύσις, αυτοκτονούντος και του φονεύσαντος τον αδελφόν του. Το άσμα φαίνεται ακριτικόν, το δ' αρχέτυπον δεν διελάμβανεν ίσως περί εμπόρων και ληστών, αλλά περί αδελφών πολεμιστών, ως συνάγεται εκ της διατηρήσεως ιχνών τοιαύτης διατυπώσεως υπό τινων των παραλλαγών. Συνάπτεται δ' αμέσως μεν προς τον κύκλον των ακριτικών ασμάτων περί αγώνος δρόμου του Ηλίου και του Γιάννη, τον οποίον κονταρεύει ο αδελφός του, μη αναγνωρίσας αυτόν, εμμέσως δε προς τον κύκλον των ασμάτων περί των υιών του Ανδρόνικου.
Εις τας ελληνικάς παραλλαγάς του άσματος δύναται να καταλεχθή και εν δημοτικόν άσμα των Μακεδονοβλάχων, όπερ φαίνεται μάλλον ως μετάφρασις εκ του ελληνικού (με ελληνικόν γύρισμα κρίμα κι' άδικο), την αυτήν δ' υπόθεσιν έχουν και σερβικά άσματα.]
Ανδρούτσος ο πραματευτής, Ανδρούτσος ο στρατιώτης,
από ψηλά κατέβαινε κι' από τα κορφοβούνια.
Σέρνει πουλάρια αφόρτωτα, μουλάρια φορτωμένα,
κ' η μούλα η χρυσοσκέπαστη βαστάει το νιόν αφέντη.
Ο νιος αποκοιμήθηκε 'ς τη μούλα καβαλλάρης,
κ' η μούλα παραστράτησε και πήρεν άλλη στράτα,
πήρε τη στράτα των κλεφτώ, των καπιταναραίων.
Κι' ο νιος όταν εξύπνησε κ' ευρέθη 'ς άλλη στράτα,
στέκει και διαλογίζεται και διασκορπάει το νου του.
"Τάχα μην είναι κλέφταις δω, μην είναι χαραμήδες;"
Το λόγο δεν απόσωσε κ' η συλλογή του κράτει,
κ' η κλεφτουριά ξεφάνηκε σαράντα δυο νομάτοι.
Άλλοι του κόφτουν τοις τριχαίς, άλλοι του ξεφορτώνουν.
Στέκει και τους παρακαλεί να μην τα ξεφορτώνουν.
"Παιδιά, μην ξεφορτώνετε τα έρημα μουλάρια,
γιατ' είμαι ο μαύρος μοναχός δεν μπορώ να φορτώσω,
μου πλήγιασαν τα στήθη μου, φορτώντας ξεφορτώντας.
-Βρε ιδές του σκύλου το υγιό, της κούρβας το κοπέλλι,
δεν κλαίει το κεφάλι του, μόν' κλαίει τα μουλάρια!
Μωρ' πού είστε, παλληκάρια μου, φωνάζει ο καπετάνιος,
βαρείτε του μια χαντζαριά 'ς τον τόπο ν' απομείνη."
Ο ένας του δίνει μαχαιριά, κι' άλλος με το κοντάρι,
κι' ο τρίτος πιο κακός φονιάς τρεις χατζαριαίς του δίνει.
'Σ το χώμα νέπεσεν ο νιος αιματοκυλισμένος,
βαριά βαριά αναστέναξε, βαριά βογγά και λέει.
"Μη μου βαρήτε, βρε παιδιά, αφήτε τη ζωή μου,
γιατί έχω αδέρφι ναρχηγό, 'ς τους κλέφταις καπετάνιο."
Ως άκουσεν η κλεφτουριά, ως άκουσεν ο πρώτος,
εκείνος που του βάρεσε τρεις χαντζαριαίς, του λέει.
"Πες μας, να ζης, πραματευτή, πούθε κρατεί η γενιά σου;
-Τέτοια καρδιά σκληρόψυχη βαστάτε οι μαύροι κλέφταις,
τον άνθρωπο τον σφάζετε κ' ύστερα τον ρωτάτε!
Η μάννα μου απ' τα Γιάννενα κι ο κύρης μου απ' την Πόλη,
είχα και Γιάννην αδερφό, σηκώθη πρώτος κλέφτης.
-Πες μας, να ζης, πραματευτή, σημάδια ταδερφού σου.
-Είχεν ελιά 'ς το μάγουλο κ' ελιά 'ς την αμασκάλη,
και 'ς το μικρό του δάχτυλο τον πρώτον αρραβώνα."
'Σ την αγκαλιά τον άρπαξε και 'ς το γιατρό τον πάει.
"Γιατρέ μου, σε παρακαλώ, γιατρέ, σε παραγγέλνω,
να μου γιατρέψης γλήγορα τούτον το λαβωμένο.
Α θέλης χίλια έπαρ' με, α θέλης δυο χιλιάδε
σχόλια