Γεννήθηκα σε μια μικρή, βιομηχανική κωμόπολη κοντά σε ένα δάσος στα βόρεια της Νέας Υόρκης, όπου χιονίζει αρκετούς μήνες τον χρόνο. Η οικογένειά μου ζούσε δίπλα σε ένα ποτάμι που πάγωνε εντελώς τον χειμώνα. Ήταν ένα έρημο μέρος, όχι ό,τι καλύτερο για να μεγαλώσει ένα παιδί. Υπάρχει μια φυλακή υψίστης ασφαλείας στην πόλη, ένα νεκροταφείο γεμάτο με λευκές ταφόπλακες Ομοσπονδιακών χωρίς όνομα, εγκαταλελειμμένα εργοστάσια και, βυθισμένα στην όχθη του ποταμού, τα απομεινάρια ενός λούνα παρκ του 19ου αιώνα. Το μέρος έμοιαζε πάντα στοιχειωμένο. Κάποιες ώρες της ημέρας μπορούσες να περπατάς στον κεντρικό δρόμο για μίλια χωρίς να δεις αυτοκίνητο ή άνθρωπο. Ο πατέρας μου ξεκίνησε έναν οργανισμό για να βοηθάει παιδιά με αναπηρία.
Πριν από αυτό είχε λάβει μέρος στο φοιτητικό κίνημα εναντίον του πολέμου του Βιετνάμ κι επίσης συμμετείχε στο Black Action Movement, μια ομάδα που αγωνίστηκε για τα δικαιώματα του πολίτη. Η μητέρα μου ήταν ποιήτρια. Ήμουν το μεσαίο παιδί ανάμεσα σε δυο αγόρια. Η οικογένειά μου αγαπούσε το διάβασμα, τη συζήτηση και το να λέει ανέκδοτα. Οι γονείς μου ήταν από φτωχές οικογένειες και το διάβασμα ήταν η μόνη τους διέξοδος. Η μητέρα μου μας διάβαζε τα πάντα, όχι μόνο παιδικά βιβλία· το Κι ο ήλιος ανατέλλει του Χέμινγουεϊ, όταν ήμουν έντεκα χρονών, τις Ιστορίες του Καντέρμπερι και το Πορτρέτο του καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία. Τα αδέρφια μου κι εγώ περνούσαμε πολύ χρόνο στο ποτάμι, χτίζοντας οχυρά, σκαρφαλώνοντας γκρεμούς, πιάνοντας βατράχια και καραβίδες και κάνοντας σκοποβολή. Βλέπαμε πολύ μποξ στην τηλεόραση. Είχαμε λίγους κανόνες στο σπίτι και αν μπλέκαμε σε μπελάδες στο σχολείο, οι γονείς μας έπαιρναν το μέρος μας, κόντρα στους δασκάλους και τον διευθυντή.
Η ζωή μου άλλαξε εντελώς στην Αθήνα. Ήταν η πρώτη μεγάλη πόλη όπου είχα ζήσει, ήταν συγκλονιστικά όμορφη και συγκλονιστικά άσχημη, μια μάζα αντιφάσεων. Αρχαία και μοντέρνα, ευρωπαϊκή, μεσανατολική, βαλκανική, με κουλτούρα υψηλού και χαμηλού επιπέδου.
• Ήθελα να γίνω συγγραφέας και μουσικός. Η μητέρα μου κατέγραψε τις ιστορίες που της έλεγα όταν ήμουν μικρή και τις έβαλε σε ένα ντοσιέ. Από τότε που μπορούσα να γράψω μόνη μου έγραφα ιστορίες και θεατρικά έργα. Σπούδασα, επίσης, κλασικό τραγούδι και τραγούδησα σε χορωδίες, συμμετείχα σε διαγωνισμούς χορωδίες και παραστάσεις. Κάποια στιγμή επέλεξα το γράψιμο, αλλά εξακολούθησα να τραγουδάω. Επίσης, στην εφηβεία μου συμμετείχα στο αντιπυρηνικό κίνημα και στην πανκ σκηνή. Ήθελα να ακουστεί η φωνή μου.
• Μισούσα το σχολείο, αλλά μου άρεσε να μελετάω. Πήγαινα στο σχολείο το πρωί και όταν επέστρεφα σπίτι, αφού οι γονείς μου είχαν πάει στη δουλειά, ξάπλωνα στον καναπέ και διάβαζα όλη μέρα. Πήγα σε τρία διαφορετικά λύκεια και τελικά σταμάτησα το σχολείο εντελώς. Το σχολείο είναι ένα μέρος όπου σου κάνουν πλύση εγκεφάλου και δεν ήθελα να μυηθώ στην αμερικανική κουλτούρα ή στον συντηρητισμό μιας μικρής πόλης. Έπιασα δουλειά ως σερβιτόρα και έπιασα δικό μου διαμέρισμα. Όταν μάζεψα αρκετά χρήματα, αγόρασα ένα εισιτήριο για το Λονδίνο, one way. Ο σκοπός μου ήταν να ταξιδέψω σε όλο τον κόσμο, να δω τα πάντα. Ταξίδεψα με έναν φίλο στην Ευρώπη, ψάχνοντας δουλειά και κάμπινγκ για να μείνουμε, κοιμόμασταν σε εκκλησίες και σιδηροδρομικούς σταθμούς. Στην Ιταλία τρώγαμε ένα γεύμα την ημέρα και προσπαθούσαμε να εντοπίσουμε κάθε πίνακα του Καραβάτζο, αλλά ξεμείναμε από χρήματα και αποφασίσαμε ότι έπρεπε να κάνουμε κάτι άλλο. Οι μέρες γίνονταν όλο και μικρότερες.
• Όσο ήμουν στην Ιταλία άκουσα ότι μπορούσα να βρω δουλειά στην Ελλάδα, στους ελαιώνες, έτσι με τα τελευταία μου λεφτά έβγαλα ένα εισιτήριο με το τρένο για Αθήνα. Ήμουν δεκαεννιά χρονών.
• Έφτασα στον σταθμό Λαρίσης απένταρη, μετά από δωδεκάωρο ταξίδι που πέρασε μέσα από τα Βαλκάνια. Η ζέστη και η βρομιά του δρόμου, όλα τα λευκά κτίρια, το νέφος και η κίνηση ήταν σοκαριστικά. Πήγα στον Όλυμπο, ένα ξενοδοχείο στην οδό Δεληγιάννη, και άρχισα να εργάζομαι ως κράχτης με αντάλλαγμα ένα μέρος για να μείνω – κοιμόμουν στον τελευταίο όροφο και μερικές φορές στην ταράτσα. Παίρναμε προμήθεια για κάθε τουρίστα που φέρναμε στο ξενοδοχείο και βγάζαμε 1.300 δραχμές τη μέρα, δηλαδή περίπου τέσσερα ευρώ. Οι ταξιτζήδες μάς μισούσαν γιατί τους ανταγωνιζόμασταν στους τουρίστες και μερικές φορές διαπληκτιζόμασταν βίαια.
• Η ζωή μου άλλαξε εντελώς στην Αθήνα. Ήταν η πρώτη μεγάλη πόλη όπου είχα ζήσει, ήταν συγκλονιστικά όμορφη και συγκλονιστικά άσχημη, μια μάζα αντιφάσεων. Αρχαία και μοντέρνα, ευρωπαϊκή, μεσανατολική, βαλκανική, με κουλτούρα υψηλού και χαμηλού επιπέδου. Ήταν πυκνοκατοικημένη, αλλά είχε και θύλακες άγριας φύσης, συστάδες δέντρων στο κέντρο και βουνά να την περιτριγυρίζουν. Ήταν φασαριόζικη και πολύβουη και οι δρόμοι σαν λαβύρινθοι, είχε μια αγριότητα. Περνούσαμε πολύ χρόνο σε ένα μπαρ που ονομαζόταν Drinks Time και σε ένα κλαμπ που ονομαζόταν Paradise· τη νύχτα περιπλανιόμασταν στην πόλη. Ένιωθα ότι είχα βρει το κλειδί για κάθε όνειρο που είχα ποτέ. Αγόρασα ένα μικρό σημειωματάριο στον σιδηροδρομικό σταθμό και άρχισα να κρατάω ημερολόγιο· επίσης άρχισα να γράφω αυτό που θα γινόταν το μυθιστόρημα Οι κράχτες. Το ξενοδοχείο βρισκόταν στην «περιοχή με τα κόκκινα φανάρια» και συχνά συνέβαιναν άσχημα πράγματα, δυσάρεστοι άντρες παραμόνευαν τριγύρω. Ζούσα σε ένα δωμάτιο μαζί με άλλα παιδιά, ταξιδιώτες και φυγάδες, και φροντίζαμε ο ένας τον άλλον. Η Αθήνα με έκανε καπάτσα, της πιάτσας, μου έμαθε πώς να γράψω ένα μυθιστόρημα.
• Τη δεκαετία του ’90, αφού γύρισα στις ΗΠΑ, ζήτησα δουλειά σε μια εφημερίδα. Ο εκδότης, ο Joe Schmidbauer, με προσέλαβε ενώ δεν είχα τα προσόντα που έπρεπε. Δεν είχα κάποιο πτυχίο, είχα ένα μωρό ενός έτους τα προηγούμενα χρόνια ζούσα περιπλανώμενη, σαν άστεγη. Του είπα ότι μπορούσα να μάθω τη δουλειά της ρεπόρτερ και με προσέλαβε για να μοιράζω εφημερίδες. Μου δίδαξε τα πάντα σχετικά με τη δημοσιογραφία, μου έδωσε στοίβες βιβλία να διαβάσω και καλοδέχτηκε εμένα και το παιδί μου στη μεγάλη οικογένεια της εφημερίδας. Συνέχισα γράφοντας ειδήσεις και μετά στην ερευνητική δημοσιογραφία. Χρόνια αργότερα έγραψα ένα μυθιστόρημα βασισμένο σε έναν φόνο που είχα καλύψει για την εφημερίδα. Πούλησα τα δικαιώματα στον εκδοτικό Simon and Schuster, έτσι είχα αρκετά λεφτά για να μετακομίσω με το παιδί μου στη Νέα Υόρκη. Έγραψα αρκετά ακόμη βιβλία και μου προσφέρθηκε θέση καθηγήτριας σε κολέγιο. Ήμουν πολύ τυχερή. Δεν ξέρω πώς θα ήταν η ζωή μου εάν δεν είχα έρθει στην Αθήνα, ή εάν δεν είχα κάνει ένα μωρό, ή εάν δεν είχα γνωρίσει τον Joe.
• Έζησα στην Αθήνα στα τέλη των ’80s και στις αρχές των ’90s. Επέστρεψα το 2014, όταν ο γιος μου τέλειωσε το κολέγιο και ζούσε μόνος του πια.
• Μου αρέσει η γεύση του νερού της βρύσης στην Αθήνα. Αγαπάω την αίσθηση του αέρα, το δροσερό αεράκι. Λατρεύω το συνονθύλευμα της αρχιτεκτονικής που συναντάς στους δρόμους της: μοντέρνα, κλασική, νεοκλασική, αρχαία και σύγχρονα ερείπια. Λατρεύω τα Εξάρχεια και τους φίλους που έχω εδώ, τη βαθιά αίσθηση της κοινότητας και της αλληλεγγύης, την τέχνη του δρόμου, να περπατάω στον Λόφο του Στρέφη και τη νυχτερινή θέα στην πόλη. Μου αρέσει να παρακολουθώ μαθήματα και να μιλάω στις καταλήψεις, να κάθομαι στο Καφενείο στην πλατεία των Εξαρχείων και να ακούω μουσική· μου αρέσει που η ζωή στην πόλη είναι έξω και που υπάρχουν δεκάδες βιολογικές αγορές· μου αρέσει το σταμναγκάθι, τα δεκάδες βιβλιοπωλεία: η Πολιτεία, το Red ‘n’ Noir, το Bibliothèque· μου αρέσει να γράφω στα μακριά τραπέζια της Εθνικής Βιβλιοθήκης, να τρώω στο Όξο Νου και να πηγαίνω σε εκθέσεις στην Rebecca Camhi Gallery· μου αρέσει το νυχτερινό ανθισμένο γιασεμί που μεγαλώνει στους τοίχους και στους φράχτες· μου αρέσει να πηγαίνω θερινό σινεμά στη Ριβιέρα και στο Βοξ· μου αρέσει να τρέχω στον Πεδίον του Άρεως· μου αρέσει που, παρότι η Αθήνα είναι μια τεράστια και άναρχα αναπτυγμένη πόλη, τα αστέρια είναι ορατά τη νύχτα· λατρεύω το Αρχαιολογικό Μουσείο και το γεγονός ότι τα γλυπτά που βρίσκονται εκεί ανακαλύφθηκαν λίγα τετράγωνα παραπέρα· λατρεύω τις νεραντζιές που είναι παραταγμένες στους δρόμους και τη μυρωδιά από τα άνθη τους.
• Οι Κράχτες μιλούν για τρεις ανθρώπους που το έχουν σκάσει από το σπίτι τους και εργάζονται σε ένα ξενοδοχείο της Αθήνας στην «περιοχή με τα κόκκινα φανάρια», στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Ένα νεαρό queer ζευγάρι Άγγλων και μια έφηβη Αμερικανίδα σχηματίζουν τη δική τους οικογένεια και ζουν με τις δικές τους αξίες στον τελευταίο όροφο ενός ερειπωμένου ξενοδοχείου. Εμπλέκονται άθελά τους σε μια τρομοκρατική ενέργεια και καταλήγουν υπόλογοι για μια τρομερή πράξη με την οποία ο καθένας τους πρέπει να συμφιλιωθεί με τον δικό του τρόπο. Το βιβλίο διαδραματίζεται κυρίως στην Αθήνα και σε ένα νησί, με κάποιες σκηνές στη Νέα Υόρκη.
• Είναι έργο φαντασίας, προφανώς βασισμένο στη ζωή μου. Η τέχνη συχνά θεωρείται ως ένα ψέμα που λέει την αλήθεια. Για μένα τα ημερολόγια ήταν πάντα σαν μια αλήθεια που λέει ψέματα. Καμία ιστορία γραμμένη από ένα μόνο πρόσωπο δεν μπορεί να εκφράσει την πραγματικότητα, είτε είναι πεζογραφία είτε όχι. Η πραγματικότητα είναι ένα ομαδικό εγχείρημα που βασίζεται σε πολλαπλές οπτικές. Οι χαρακτήρες στους Κράχτες είναι βασισμένοι σε πραγματικούς ανθρώπους και η δουλειά που περιγράφω ήταν επίσης πραγματική· την έκανα εγώ και πολλά άλλα παιδιά που το είχαν σκάσει απ’ το σπίτι, πολύ πριν διαδίκτυο κυριαρχήσει. Εκείνη την εποχή πολλοί άνθρωποι γυρνούσαν όλο τον κόσμο για χρόνια, ταξιδεύοντας ως λαθρεπιβάτες, δουλεύοντας παράνομα σχηματίζοντας τις δικές τους φυλές. Οι άνθρωποι έκαναν πολλά για τα λεφτά μόνο και μόνο για να μπορούν να ζουν, να εξερευνούν και να βλέπουν όμορφα πράγματα. Τη δεκαετία του ’80 υπήρχαν ακόμα διάφορες αριστερές επαναστατικές ομάδες ενεργές στην Ευρώπη, η RAF, η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, ο Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός, η 17 Νοέμβρη. Η Αθήνα ήταν κόμβος, ένα βολικό μέρος για διακίνηση όπλων και για να κρυφτούν οι άνθρωποι, με στρατηγική θέση ανάμεσα σε Μέση Ανατολή, Αφρική και Ευρώπη. Δεν ήταν ασυνήθιστο να διασταυρώνονται οι δρόμοι ανθρώπων έκαναν παράνομη εργασία ή οι άνθρωποι που εμπλέκονταν σε αυτούς τους αγώνες να μένουν στο είδος του ξενοδοχείου στο οποίο δούλευα. Οι κράχτες με τους οποίους έζησα στον Όλυμπο ήταν άνθρωποι που αγαπούσα, ήταν υπέροχα μυαλά και μου λείπουν. Η ιστορία αγάπης που είναι το κεντρικό θέμα του βιβλίου είναι μια ιστορία αγάπης για την Αθήνα και για χαμένες ψυχές που δεν θέλουν να βρεθούν – είναι αληθινή.
Η τέχνη και η αγάπη έχουν μια δύναμη που κινητοποιεί και προστατεύει τους ανθρώπους από την απόγνωση. Ακόμα και στις χειρότερες συνθήκες οι άνθρωποι συνεχίζουν να τραγουδούν, να γράφουν, να κάνουν τέχνη, να μαζεύονται και να ονειρεύονται λύσεις για τα προβλήματά τους. Αυτές είναι βαθιά ανθρώπινες αντιδράσεις.
• Μου αρέσει να μιλάω στο παιδί μου και να ακούω μουσική μαζί του, να περπατάω στο δάσος, να παίζω τάβλι, να τρώω σαγκουίνια. Δεν μου αρέσουν οι δυνατοί θόρυβοι, τα smartphones ή οι άλλες ηλεκτρονικές συσκευές που σου αποσπούν την προσοχή.
• Ο γιος μου, που είναι μουσικός, μου δίνει δύναμη και ελπίδα για το μέλλον. Όταν ακούω τα άλμπουμ του και του μιλάω αισθάνομαι ότι υπάρχουν γενιές καλλιτεχνών που δεν έχουν γεννηθεί ακόμα, και θα χαράξουν ένα νέο μονοπάτι που δεν μπορούμε ακόμα να φανταστούμε.
• Έχω γράψει τρία μυθιστορήματα, μία συλλογή διηγημάτων και δύο βιβλία για παιδιά. Όλη η δουλειά μου αφορά τη ζωή των αουτσάιντερ.
• Είμαι μέλος της συλλογικότητας του «Anarchist Review of Books», ενός περιοδικού που δημοσιεύει μη δογματική, μη ακαδημαϊκή λογοτεχνία, δοκίμια και κριτικές με διεθνιστική προοπτική. Το περιοδικό αποτελεί μέρος μιας μακράς παράδοσης underground εκδόσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ξεκινήσαμε με τη βοήθεια μιας συλλογικότητας πενήντα χρόνων από το Ντιτρόιτ, η οποία με τη σειρά της άρχισε με τη βοήθεια σιτουασιονιστών και επαναστατών που αγωνίζονταν ενάντια στον Φράνκο. Είμαστε περήφανοι που αποτελούμε μέρος αυτής της παράδοσης. Το περιοδικό κυκλοφορεί τώρα σε βιβλιοπωλεία σε όλες τις ΗΠΑ και σε μέρη της Ευρώπης και έχουμε συνδρομητές από όλο τον κόσμο.
• Οι αγαπημένοι μου συγγραφείς είναι ο David Wojnarowicz, η Μαργκερίτ Ντιράς, η Ζόρα Νιλ Χέρστον, ο Λουί-Φερντινάν Σελίν, η Γιόκο Ογκάουα, ο Βασίλης Βασιλικός. Αυτήν τη στιγμή διαβάζω τα Όταν παύουμε να καταλαβαίνουμε τον κόσμο του Μπενχαμίν Λαμπατούτ, τον Βασιλιά της Νέας Υόρκης του Γουίλ Ερμές και το Blackouts του Τζάστιν Τόρες.
• Νομίζω ότι η Ελλάδα έχει μια ανόθευτη λογοτεχνική σκηνή σε σύγκριση με τις ΗΠΑ. Στις ΗΠΑ οι εκδοτικοί οίκοι συγχωνεύτηκαν σε μεγάλο βαθμό και έγιναν τεράστια μονοπώλια που κατέχουν όλα τα μέσα ενημέρωσης, ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς. Ο Simon and Schuster ανήκει στην πραγματικότητα σε μια εταιρεία επενδυτών. Ουσιαστικά, οι εκδοτικοί οίκοι, όπως και τα πανεπιστήμια, είναι πλέον κερδοσκοπικές επιχειρήσεις. Αυτοί οι εκδότες δεν μπορούν να λάβουν αποφάσεις με βάση την ποιότητα του λογοτεχνικού έργου, βρίσκονται στον ασφυκτικό κλοιό της αγοράς, επομένως οι συγγραφείς δέχονται τεράστια πίεση να είναι αποδεκτοί και να ακολουθούν τις τρέχουσες τάσεις για χάρη του κεφαλαίου. Στην Ελλάδα, οι εκδοτικοί οίκοι μπορούν να παίρνουν αποφάσεις με βάση τη λογοτεχνική αξία του έργου και η λογοτεχνία μπορεί να είναι προκλητική και περίπλοκη και πνευματική και όμορφη. Οι εκδότες και οι συγγραφείς στην Αθήνα μπορούν ακόμα να μιλούν για τη λογοτεχνία καθαυτή αντί να κάνουν συμφωνίες. Το βιβλίο στην Ελλάδα δεν είναι απλώς ένα εμπόρευμα αλλά διατηρεί τη σημασία του ως έργο τέχνης που μπορεί να προκαλέσει σκέψη, συναίσθημα και κριτική.
• Μακάρι να μπορούσα να διαβάσω περισσότερα στα ελληνικά, αλλά, παρότι παρακολουθώ κάποια μαθήματα, τα ελληνικά μου είναι φτωχά. Η γραμματική με μπερδεύει και συχνά ντρέπομαι να μιλήσω ακόμα και όταν μπορώ να καταλάβω τι λένε οι άλλοι. Αν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω, θα μάθαινα να μιλάω ελληνικά όταν ήμουν μικρή και ο εγκέφαλός μου πιο εύπλαστος.
• Η ζεστασιά και η εξυπνάδα είναι, νομίζω, καθοριστικά χαρακτηριστικά των Ελλήνων. Η πνευματικότητα, η ευγένεια και η στοργή εκτιμώνται στην ελληνική κουλτούρα και αυτός είναι ένας σπάνιος συνδυασμός. Οι Έλληνες είναι επίσης ανθεκτικοί και γενναίοι, άντεξαν πολλαπλές οικονομικές κρίσεις, αντιστάθηκαν σε τυράννους – υπάρχει ένα συγκεκριμένο είδος αυτοπεποίθησης και συμπόνιας που προκύπτει όταν έχεις υπομείνει κακουχίες.
• Νομίζω ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι σε μεγάλο βαθμό ομοφοβική, παρά την πρόσφατη ψήφο υπέρ της ισότητας στον γάμο. Αυτό δεν είναι μόνο ελληνικό πρόβλημα, υπάρχουν Πολιτείες στις ΗΠΑ όπου είναι παράνομο να λες τη λέξη «γκέι» στα σχολεία – κι αυτό όχι για να προστατεύσουμε τους μαθητές από την παρενόχληση αλλά για να τους εμποδίσουμε ακόμη και να μάθουν τι είναι ομοφυλοφιλία.
• Από πολλές απόψεις τα Εξάρχεια έχουν αλλάξει τρομερά από τότε που ήρθα πρώτη φορά εδώ ως έφηβη, και κατά άλλους τρόπους παρέμειναν ίδια. Στον πυρήνα του ήταν πάντα ένα μέρος όπου οι νέοι αγωνίζονταν γι’ αυτό που πίστευαν, από τις Ταξιαρχίες του Βύρωνα του εμφυλίου και το Πολυτεχνείο μέχρι τους σημερινούς μαχητές κατά του gentrification. Το ιδανικό της γειτονιάς παραμένει. Οι άνθρωποι εξακολουθούν να κάνουν συνελεύσεις, ακόμα οργανώνονται, κάνουν πάρτι και φεστιβάλ για την κοινότητα. Υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που υπερασπίζονται τη γειτονιά, εξακολουθούν να περπατάνε μπροστά από τα απομεινάρια των καμένων αυτοκινήτων. Η γειτονιά εξακολουθεί να προσελκύει ανθρώπους που πιστεύουν στην ελευθερία και στην έκφραση, θέλουν να συμμετάσχουν στην οικοδόμηση μιας κοινότητας. Έζησα πολλά χρόνια στο Μανχάταν που πλέον έχει εξευγενιστεί με ξεδιάντροπο τρόπο. Κανείς δεν πολέμησε αυτό το τρομακτικό κύμα εκτοπισμού των κατοίκων, όπως το πολεμούν οι άνθρωποι εδώ. Το East Village και το Lower East Side κατακλύστηκαν από έναν αηδιαστικό πληθυσμό, από τέρατα εξουσιοδοτημένα να διώξουν οικογένειες, εργαζομένους και καλλιτέχνες. Ξέρω ότι στα Εξάρχεια ανεβαίνουν τα ενοίκια, ότι ξεπροβάλλουν χίπστερ μπουτίκ, ότι το σχέδιο για το μετρό έχει κυριολεκτικά κλονίσει τα θεμέλια της γειτονιάς, αλλά οι οικογένειες και οι εργαζόμενοι και οι καλλιτέχνες κρατούν ακόμα γερά.
• Η τέχνη και η αγάπη έχουν μια δύναμη που κινητοποιεί και προστατεύει τους ανθρώπους από την απόγνωση. Ακόμα και στις χειρότερες συνθήκες οι άνθρωποι συνεχίζουν να τραγουδούν, να γράφουν, να κάνουν τέχνη, να μαζεύονται και να ονειρεύονται λύσεις για τα προβλήματά τους. Αυτές είναι βαθιά ανθρώπινες αντιδράσεις. Μια κουλτούρα που δίνει αξία στον υπερατομισμό δεν πρόκειται να επιβιώσει, θα παραδοθεί σε μηχανές ή σε ανθρώπους που συμπεριφέρονται σαν μηχανές. Αυτό το βλέπουμε τώρα στον ακραίο ατομικισμό και στην πόλωση των Ηνωμένων Πολιτειών. Το γράψιμό μου αφορά ανθρώπους που καταλαβαίνουν τι διακυβεύεται όταν παραδίδουν την ανθρωπιά τους σε ιδρύματα. Αφορά ανθρώπους που ξέρουν πότε να πολεμήσουν και πότε να στρέψουν το βλέμμα τους αλλού και να χτίσουν κάτι νέο.
• Η Αθήνα είναι κοσμοπολίτικη, όπως η Νέα Υόρκη. Οι άνθρωποι έρχονται από παντού να εγκατασταθούν εδώ, τους μεταμορφώνει η πόλη, κι αυτοί με τη σειρά τους μεταμορφώνουν την πόλη. Ο σύντροφός μου (σ.σ. ο ζωγράφος Marc Lepson) γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη και υπάρχει μια ποιότητα στην προσωπικότητά του που οφείλεται στο ότι έζησε εκεί μια ολόκληρη ζωή. Νιώθω ακόμα, όπως έγραψα στους Κράχτες, ότι η Αθήνα είναι ένα εσωτερικό τοπίο που επιτέλους έγινε ορατό και αισθάνομαι την ανακούφιση αυτού του ορατού τοπίου κάθε μέρα. Αλλά διστάζω να αποκαλέσω τον εαυτό μου «Αθηναία» γιατί δεν μεγάλωσα πίνοντας νερό εδώ, δεν έμαθα εδώ να χορεύω, δεν είδα εδώ το Dolce Vita, δεν ανέπνευσα τα δακρυγόνα στον δρόμο κατά τη διάρκεια των εξεγέρσεων. Τα έχω κάνει όλα αυτά εδώ, αλλά δεν τολμάω να πω ότι ξέρω πώς είναι να είσαι στ’ αλήθεια Αθηναία. Μπορώ να πω μόνο ότι αυτή η πόλη έχει αφομοιώσει την καρδιά και το μυαλό μου, ότι με έχει μεταμορφώσει, και ελπίζω ότι κάθε έργο τέχνης που παράγω μπορεί να καθρεφτίζει την ομορφιά και την πολυπλοκότητα αυτού του τόπου.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.