Μπορεί να διέψευσε όλες τις προσδοκίες μου για πιασάρικες, υψηλής έντασης δηλώσεις για τον ρατσισμό και την Τουρκάλα μαμά της· μπορεί κάποια στιγμή να χαρακτήρισε «ηδονοβλεπτική» μια ερώτησή μου για την οικογένειά της (γεννήθηκε το 1988 στη Φρανκφούρτη, και έχει Γερμανό μπαμπά). Όμως, η Ντενίζ Όντε, η 35χρονη Γερμανίδα συγγραφέας, αναμφισβήτητα ένα από τα πιο ενδιαφέροντα λογοτεχνικά πρόσωπα που γνωρίσαμε το 2023, ήταν απόλυτα συνεπής με το χαμηλών πολιτικών τόνων, αλλά μεγάλης συναισθηματικής θερμότητας βιβλίο της. Το πρώτο της μυθιστόρημα, «Διάχυτο Φως», κυκλοφόρησε από τον Gutenberg σε μετάφραση Άγγελου Αγγελίδη και Μαρίας Αγγελίδου, αφού πρώτα έκανε πολύ θόρυβο στη Γερμανία. Εκδόθηκε τον Αύγουστο του 2020, φορτώθηκε βραβεία (μέχρι και στη short list για το υψηλού κύρους German Book Prize μπήκε), ανέβηκε και στο θέατρο.
Σε αυτό η Όντε περιγράφει τη δύσκολη πορεία ενός κοριτσιού που μεγαλώνει σε μια μικρή βιομηχανική πόλη της Γερμανίας με Τουρκάλα μαμά και Γερμανό μπαμπά, φτωχό εργάτη. Γεμάτη ανασφάλεια και φόβους, ανίκανη να συμβαδίσει ακόμα και με τους φίλους της, που την αγαπούν, στριμωγμένη σε ένα αδιάφορο έως και εχθρικό σχολείο, η ανώνυμη αφηγήτρια, με τρομερή δύναμη και προσπάθεια, παρά τα χαμένα χρόνια, καταφέρνει να αποκτήσει τελικά φωνή και έλεγχο της ζωής της. Λες να 'ναι αυτοβιογραφικό, σκεφτόμουν, συνηθισμένη στους τόνους ανάλογων μυθιστορημάτων που μας κατακλύζουν. Ήταν και η πρώτη ερώτηση που της έκανα. Ευτυχώς, το αρνήθηκε.
Φαντάζομαι ότι πρέπει μέσα στον χρόνο να αποδείξω ότι η γραφή μου μπορεί να είναι ευέλικτη και πολύπλευρη. Αλλά αυτή δεν είναι η πρόκληση για κάθε συγγραφέα; Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι στο πίσω μέρος του μυαλού μου υπάρχουν αρκετές ιστορίες που μου επιτρέπουν να τολμήσω τη συγγραφική περιπέτεια.
— Ξέρουμε τόσο λίγα για σας. Ίσως μόνο ότι ένας από τους δυο γονείς σας έχει τουρκική καταγωγή. Έχουμε το δικαίωμα, άραγε, να διαβάσουμε το μυθιστόρημά σας ως αυτοβιογραφία;
Όχι, δεν είναι αυτοβιογραφία. Μου την κάνουν συχνά αυτή την ερώτηση. Πολλοί συμπεραίνουν ότι είμαι ίδια και απαράλλαχτη η αφηγήτρια, κάτι που δεν ισχύει. Απλώς, για να κατασκευάσω και να οργανώσω την πλοκή του βιβλίου, χρησιμοποίησα το πέρασμά μου από σχολεία διαφόρων τύπων. Η αφηγήτρια, όμως, αντιμετωπίζει τα εμπόδια που συναντά στον δρόμο της με πολύ διαφορετικό τρόπο: δεν έχει καμιά συνείδηση του εαυτού της γιατί οι γονείς της ποτέ δεν της είπαν ότι έχει δική της βούληση και δύναμη να ορίσει τη ζωή της – ούτε αυτοί είχαν. Αυτή η παγίδα που της έστησαν την έκανε να παραπατάει πάντα μπερδεμένη. Να ένα χαρακτηριστικό που δεν έχουμε κοινό: ακόμα κι αν κάποια στιγμή έμεινα στην ίδια τάξη, πάντα ήξερα μέσα μου πού ήθελα να φτάσω και δούλευα γι’ αυτό.
— Η αφηγήτρια του βιβλίου μεγαλώνει σε μια καταθλιπτική, εργατική γερμανική οικογένεια, ενώ ταυτόχρονα αντιμετωπίζει, λόγω της Τουρκάλας μητέρας της, διακρίσεις σε μια αρκετά ρατσιστική και ελιτίστικη κοινότητα. Οι αποτυχίες της στο σχολείο είναι φυσικό επακόλουθο, όμως αυτή, με πείσμα και δουλειά, τα καταφέρνει. Ένα φως, μια ελπίδα ένιωσα στο τέλος για την ηρωίδα σας. Έχω δίκιο; Θέλατε να υπάρχει ένα είδος happy end κι ένα θετικό ίσως μήνυμα και παράδειγμα;
Πήρα πολύ διαφορετικές αντιδράσεις από τους αναγνώστες για το τέλος του μυθιστορήματος. Σε μερικούς, όπως εσείς, δημιουργήθηκε μια αισιόδοξη αίσθηση, άλλοι, αντίθετα, είχαν γεμίσει σκοτεινές σκέψεις και πίστευαν ότι η ηρωίδα μου θα αυτοκτονήσει. Αυτός ακριβώς ήταν ο στόχος μου, δεν ήθελα να διηγηθώ μια ιστορία με happy end, δεν ήθελα να φανεί ότι οι συγκρούσεις της είχαν λυθεί. Προτιμούσα να βρεθεί σε ένα σημείο που να μπορεί να παίρνει αποφάσεις, όποιες κι αν είναι αυτές. Γιατί, όπως ήδη σας είπα, στο ξεκίνημα της ζωής της δεν είχε την παραμικρή συνείδηση του εαυτού της, αλλά, σιγά-σιγά, όσο αφηγείται την ιστορία της, μαθαίνει τη δύναμή της. Πρέπει να επιλέξει μόνη της ποιον δρόμο θα πάρει από δω και μπρος.
— Έχετε δημιουργήσει έναν τόσο περίεργο, σχεδόν απωθητικό στη νεύρωσή του Γερμανό πατέρα. Πώς τον φανταστήκατε; Μήπως είναι και η εικόνα μιας συγκεκριμένης φοβικής, οπισθοδρομικής γερμανικής εργατικής τάξης;
Το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό όταν άρχισα να γράφω το βιβλίο ήταν αυτή η βιομηχανική πόλη με την απόκοσμη ατμόσφαιρα. Μετά, προχώρησα στο σπίτι του κοριτσιού, το οποίο, μέσα στο σκηνικό της πόλης όπου κινούνταν, φαινόταν εξίσου παράξενο, ένα αχούρι γεμάτο πράγματα. Έτσι έπρεπε να βρω μια εξήγηση: γιατί το σπίτι είχε τόσα άχρηστα πράγματα και σκουπίδια; Και έφτασα στον πατέρα. Προσπάθησα να τον αποδώσω όχι ως έναν επίπεδο χαρακτήρα, αλλά πολύπλοκο και με αποχρώσεις. Παρόλη τη βίαιη συχνά συμπεριφορά του έχει και μια τρυφερή πλευρά. Μαζεύει με μανία πράγματα που του είναι αδύνατο να αποχωριστεί, εν μέρει επειδή κληρονόμησε αυτήν τη συμπεριφορά από τον πατέρα του και εν μέρει επειδή έχει τραυματικές εμπειρίες σχετικές με απώλεια, που δεν μπορεί να διαχειριστεί. Δεν είχα καμιά πρόθεση να τον δείξω ως έναν άξεστο εργάτη αλλά ως έναν ευάλωτο άνθρωπο που λυγίζει υπό το βάρος των εμποδίων τα οποία του βάζει η ζωή.
— Θα ήθελα να διαβάσω λίγα παραπάνω γι’ αυτή την Τουρκάλα μαμά που, όπως και η κόρη της, παλεύει με τις εμμονές του Γερμανού άνδρα της. Το γεγονός ότι κάποτε το 'βαλε στα πόδια με χαροποίησε. Γιατί την κρατήσατε στη σκιά;
Δυσκολεύτηκα πολύ στην αρχή να δημιουργήσω τον χαρακτήρα της. Δεν μπορούσα να τη δω, μου ξεγλίστραγε σαν φάντασμα. Έτσι, αποφάσισα να μείνω με αυτή την αίσθηση, να την κρατήσω μέχρι τέλους ένα μυστήριο. Δεν θέλει να αποκαλύψει πολλά για το παρελθόν και την κληρονομιά της, γιατί προσπαθεί να τους ξεφύγει. Καλύπτει πάντα την ιστορία της με έναν μυστικιστικό τρόπο αφήγησης, δίνοντάς της έναν τόνο που περισσότερο θα ταίριαζε σε παραμύθι.
— Με μια πιο λειτουργική, κανονική οικογένεια, ακόμα και με μαύρα κατσαρά μαλλιά και Τουρκάλα μαμά, η ηρωίδα σας, σκεφτόμουν, θα είχε λιγότερα προβλήματα στην εκπαίδευση, θα αναπτυσσόταν ευκολότερα, θα εντασσόταν καλύτερα στη μικρή κοινότητα. Ίσως κάνω λάθος, αλλά οι διακρίσεις και ο ρατσισμός δεν είναι και τόσο έντονα.
Η ηρωίδα μου ζει την απόρριψη όχι επειδή τη θέτουν στο περιθώριο κατηγορηματικά και απερίφραστα αλλά λόγω του τρόπου που οι άνθρωποι την κοιτάνε ή μιλούν γι’ αυτήν. Η δική μου η εντύπωση είναι ότι η πόλη στην οποία μεγαλώνει δεν είναι πολύ ζεστή και φιλόξενη απέναντί της, τουλάχιστον μέρη όπως η εκκλησία της φίλης της και οι γιορτές στα σπίτια της κοινότητας. Αλλά όλο αυτό δεν εκφράζεται με άμεσο τρόπο. Η αφηγήτρια πρέπει να διαβάζει ανάμεσα στις γραμμές.
— Η παιδεία τη σώζει. Αποδίδετε το γερμανικό εκπαιδευτικό σύστημα (αρκετά διαφορετικό από το ελληνικό) στην αρχή με σκοτεινά χρώματα: είναι ελιτίστικο, σκληρό και με απαίσιους, αδιάφορους δασκάλους. Στη συνέχεια, όμως, η εικόνα ανατρέπεται. Χάρη στο ίδιο σύστημα η ηρωίδα σας συναντάει εκπληκτικούς, με κατανόηση και ενδιαφέρον καθηγητές και βρίσκει τον δρόμο της προς το πανεπιστήμιο. Μπερδεύτηκα, ομολογώ.
Δεν είχα την πρόθεση να κάνω κάποια δήλωση του τύπου «το γερμανικό εκπαιδευτικό σύστημα δεν δίνει ευκαιρίες και δυνατότητες». Θα ήταν και παράλογο, αφού εγώ η ίδια μέσα στο σύστημα αυτό βρήκα, παλεύοντας, τον δρόμο μου και πήρα τελικά πτυχίο. Ο στόχος μου ήταν να δείξω τι ακριβώς συμβαίνει όταν βαδίζεις σ’ αυτόν τον δρόμο, τα εμπόδια που συναντάς, πέρα από την εκμάθηση του λεξιλογίου και των μαθηματικών τύπων. Να δείξω μια μοναδική και ειδική εμπειρία που συχνά περνάει απαρατήρητη πίσω από τα στατιστικά στοιχεία και τα νούμερα.
— Σας έχουν συγκρίνει με κορυφαίους Ευρωπαίους συγγραφείς όπως η Ανί Ερνό και ο Εντουάρ Λουί, που γράφουν μια απροκάλυπτα αυτοβιογραφική λογοτεχνία, αλλά κυρίως αναφέρονται στην απόδρασή τους από το χαμηλό κοινωνικό τους στάτους χάρη στη μόρφωση και το γράψιμο, όπως κάνει και η ηρωίδα σας. Όμως, με ένα μόνο μυθιστόρημα είναι, νομίζω, πολύ νωρίς να σας βάλουμε αυτή την ταμπέλα. Τι λέτε; Θα μας εκπλήξετε με διαφορετικά μυθιστορήματα στο μέλλον;
Φυσικά, είναι μεγάλη τιμή να με συγκρίνουν με αυτούς τους συγγραφείς, αλλά νομίζω ότι αυτή η σύγκριση έπαιξε ρόλο στο να διαβαστεί και το δικό μου μυθιστόρημα ως αυτοβιογραφικό. Έτσι, το ότι δεν είναι αυτοβιογραφικό είναι ήδη για πολλούς αναγνώστες μου μια έκπληξη (ειδικά όταν η μαμά μου κάνει την εμφάνισή της σε παρουσιάσεις του βιβλίου, χα χα). Φαντάζομαι ότι πρέπει μέσα στον χρόνο να αποδείξω ότι η γραφή μου μπορεί να είναι ευέλικτη και πολύπλευρη. Αλλά αυτή δεν είναι η πρόκληση για κάθε συγγραφέα; Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι στο πίσω μέρος του μυαλού μου υπάρχει απόθεμα ιστοριών που μου επιτρέπουν να τολμήσω τη συγγραφική περιπέτεια.
— Με έναν γονιό τούρκικής καταγωγής, νιώσατε ποτέ ρατσισμό;
Θα προτιμούσα να μη μιλήσω για προσωπικές μου εμπειρίες, παλιές ή σημερινές, σχετικές με τον ρατσισμό, γιατί πιστεύω ότι θα κάτι τέτοιο θα έβγαζε τη δουλειά μου από το κέντρο αυτού που είμαι και κάνω. Επίσης, αυτή η ερώτηση είναι και λίγο «ηδονοβλεπτική». Φυσικά, κάθε άνθρωπος με ιστορικό μετανάστευσης έχει εμπειρίες, άλλοι σκληρές και βίαιες, άλλοι περιστασιακές και σποραδικές.
Σκέφτομαι, πάντως, ότι τη δεκαετία του ’90, εποχή στην οποία εκτυλίσσεται ένα μέρος του βιβλίου μου, μια νέα κατάσταση ξεπρόβαλλε. Δεν ήταν μόνο εποχή ξεγνοιασιάς και άγριων πάρτι, όπως συνήθως παρουσιάζεται. Τότε ήταν που ήρθαν στην επιφάνεια οι αποδείξεις για έναν ανεξέλεγκτο ρατσισμό στη Γερμανία, που μέχρι τότε υποβαθμιζόταν και παρουσιαζόταν ως κάτι ασήμαντο, ως μεμονωμένες υποθέσεις. Για παράδειγμα, ο τρόπος με τον οποίο μιλάμε σήμερα για την εμπρηστική επίθεση το 1993 Γερμανών ακροδεξιών σκίνχεντ στο σπίτι μιας τουρκικής οικογένειας στο Σόλινγκεν είναι εντελώς διαφορετικός από την εποχή κατά την οποία συνέβη.
— Και η τελευταία ερώτηση: το εξαιρετικό σας μυθιστόρημα, σε εποχές μαχητικών κινημάτων γύρω από θέματα ταυτότητας, αποφεύγει οποιαδήποτε σχετική δήλωση ή προσέγγιση. Είναι ανθρώπινο, ευγενικό, καθόλου δογματικό. Γιατί;
Είχα βάλει στόχο να μη χρησιμοποιήσω καθόλου οποιονδήποτε αφηρημένο όρο, όπως «ρατσισμός» ή «ταξικές προκαταλήψεις». Προτίμησα να δείξω τι σημαίνει να βιώνεις τον ρατσισμό, που συνήθως είναι κάτι σύνθετο, περίπλοκο, σε μπερδεύει, όπως η ίδια η ζωή. Ήθελα να δείξω όλες τις διαφορετικές αιτίες που οδηγούν την ηρωίδα μου στην αρχική της αποτυχία στο σχολείο. Κάποιες εντοπίζονται στο ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα, κάποιες στην οικογένειά της αλλά και στη δική της προσωπικότητα. Ποτέ δεν υπάρχει ένας και μοναδικός λόγος. Γι’ αυτό δεν ήθελα να προσφέρω μια εύκολη απάντηση ή να ενοχοποιήσω μια συγκεκριμένη κατάσταση ή πρόσωπο.