Ο Στίβεν Σόντχαϊμ, βιρτουόζος του αμερικανικού μιούζικαλ, πέθανε την Παρασκευή σε ηλικία 91 ετών. Τα μέσα και η μουσική βιομηχανία σε όλο τον κόσμο αποτίνουν φόρο τιμής σε αυτόν που ο Άντριου Λόιντ Βέμπερ αποκάλεσε γίγαντα του μουσικού θεάτρου της εποχής μας, που έδωσε έμπνευση σε επόμενες γενιές, ενώ ο παραγωγός Κάμερον Μάκιντος έγραψε ότι «το θέατρο έχασε μια από τις μεγαλύτερες ιδιοφυΐες του και ο κόσμος έχασε έναν από τους μεγαλύτερους και πιο πρωτότυπους συγγραφείς. Δυστυχώς, υπάρχει τώρα ένας γίγαντας στον ουρανό. Αλλά η λάμψη του Στίβεν Σόντχαϊμ θα είναι ακόμα εδώ καθώς τα θρυλικά τραγούδια και τα σόου του θα παίζονται για πάντα».
Η καριέρα του Σόντχαϊμ διήρκεσε περισσότερα από εξήντα χρόνια. Συνδημιούργησε κλασικά μιούζικαλ του Μπρόντγουεϊ όπως τα «West Side Story», «Gypsy», «Into the Woods», τα οποία μεταφέρθηκαν με επιτυχία στο σινεμά, καθώς και τα «Follies» (1971), «A Little Night Music» (1973), «Pacific Overtures» (1976), «Sweeney Todd» (1979), «Merrily We Roll Along» (1981) και «Sunday in the Park With George» (1984).
Διέπρεψε ως συνθέτης και στιχουργός, γράφοντας τη μουσική και τα λόγια στις παραστάσεις του, ενώ κέρδισε Όσκαρ για το τραγούδι «Sooner or later» που ακούστηκε από τη Μαντόνα στην ταινία «Ντικ Τρέισι» (1990), σε σκηνοθεσία Γουόρεν Μπίτι.
Ο Σόντχαϊμ γεννήθηκε το 1930 στη Νέα Υόρκη ενώ οι γονείς του δούλευαν και οι δύο στη βιομηχανία της μόδας. Mεγάλωσε στο Upper West Side του Μανχάταν και μετά το διαζύγιο των γονιών του σε μια φάρμα κοντά στο Doylestown της Πενσιλβάνια. Ήταν ένα απομονωμένο, συναισθηματικά παραμελημένο παιδί. Η μητέρα του τον έστειλε στη Στρατιωτική Ακαδημία της Νέας Υόρκης το 1940.
Η μητέρα του ξέσπαγε επάνω του την απόρριψη που ένιωσε από τον πατέρα του, όταν την εγκατέλειψε για μια άλλη γυναίκα. Κάποτε του έγραψε ένα γράμμα, λέγοντας ότι η μόνη λύπη που είχε ποτέ ήταν ότι τον γέννησε. Όταν πέθανε, την άνοιξη του 1992, ο Σόντχαϊμ δεν παρευρέθηκε στην κηδεία της, ενώ είχαν να μιλήσουν περισσότερα από είκοσι χρόνια.
Αυτή ήταν η πιο δύσκολη σχέση της ζωής του. Η μητέρα του ξέσπαγε επάνω του την απόρριψη που ένιωσε από τον πατέρα του, όταν την εγκατέλειψε για μια άλλη γυναίκα. Κάποτε του έγραψε ένα γράμμα, λέγοντας ότι η μόνη λύπη που είχε ποτέ ήταν ότι τον γέννησε. Όταν πέθανε, την άνοιξη του 1992, ο Σόντχαϊμ δεν παρευρέθηκε στην κηδεία της, ενώ είχαν να μιλήσουν περισσότερα από είκοσι χρόνια.
Από το 1942 έως το 1943 παρακολούθησε το George School, ένα ιδιωτικό προπαρασκευαστικό σχολείο Κουακέρων στην κομητεία Μπακς της Πενσιλβάνια, όπου έγραψε το πρώτο του μιούζικαλ, By George. Από το 1946 έως το 1950 φοίτησε στο Williams College. Αποφοίτησε με έπαινο και έλαβε το βραβείο Hubbard Hutchinson, μια διετή υποτροφία για σπουδές μουσικής.
Όταν ήταν εννιά ετών γοητεύθηκε από ένα μιούζικαλ στο Μπρόντγουεϊ, το Very Warm for May, και για πολλά χρόνια ανακαλούσε σε συνεντεύξεις του πόσο συναρπαστικό του φάνηκε όταν η αυλαία αποκάλυψε ένα πιάνο στην άκρη της σκηνής.
Δάσκαλός του ήταν ένας από μεγαλύτερους στιχουργούς και λιμπρετίστες, ο Όσκαρ Χάμερσταϊν, ο οποίος του ζήτησε να γράψει για το μιούζικαλ Saturday Night, που προοριζόταν να ανοίξει κατά τη διάρκεια της σεζόν 1954-55 στο Μπρόντγουεϊ. Ο παραγωγός πέθανε και η παράσταση δεν ανέβηκε ποτέ.
Η τύχη του άλλαξε όταν καλεσμένος σε ένα πάρτι έμαθε από τον Άρθουρ Λόρεντς ότι ο Μπερνστάιν εργαζόταν σε μια μουσική εκδοχή του Romeo and Juliet, αλλά χρειάζονταν έναν στιχουργό. Ο Σόντχαϊμ ήθελε να γράψει μουσική και στίχους, ο Μπερνστάιν επέμεινε και τελικά το West Side Story, σε σκηνοθεσία Jerome Robbins, άνοιξε το 1957 και είχε 732 παραστάσεις.
Ο Σόντχαϊμ ήταν δυσαρεστημένος γιατί αρχικά ο Μπερνστάιν πιστώθηκε ως συν-συγγραφέας των στίχων, αλλά στη συνέχεια του παραχώρησε όλα τα δικαιώματα. Ήταν 27 ετών.
Η επόμενη επιτυχία του Σόντχαϊμ ήταν μια μουσική εκδοχή των απομνημονευμάτων της Gypsy Rose Lee. Το Gypsy άνοιξε στις 21 Μαΐου 1959 και έτρεξε για 702 παραστάσεις. Το πρώτο μιούζικαλ για το οποίο έγραψε τη μουσική και τους στίχους ήταν το A Funny Thing Happened on the Way to the Forum, το οποίο άνοιξε το 1962 και έτρεξε για 964 παραστάσεις. Αν και η παράσταση κέρδισε πολλά βραβεία Τόνι (συμπεριλαμβανομένου του καλύτερου μιούζικαλ), ο ίδιος δεν έλαβε υποψηφιότητα.
Αν διαβάσει κάποιος την επαγγελματική πορεία του Σόντχαϊμ, μόνο δαφνοστρωμένη δεν μπορεί να την αποκαλέσει. Ο ίδιος έλεγε ότι είχε μετανιώσει για διάφορες συνεργασίες και για άλλες τόσες που δούλεψε και δεν πραγματοποιήθηκαν. Μέσα σε αυτές τις διαδικασίες αποφάσισε να δουλεύει μόνος στη μουσική και τους στίχους. Εμπνευσμένος από ένα άρθρο των New York Times σχετικά με μια συγκέντρωση πρώην showgirls των Ziegfeld Follies, έγραψε το The Girls Upstairs που αργότερα θα γινόταν το Follies.
Η μεγαλύτερη απογοήτευσή του ήταν όταν επιχείρησαν να δουλέψουν με τον Μπερνστάιν και τον Ρόμπινς για άλλη μια φορά μετά το West Side Story. Ο τρόπος που δούλευαν ήταν τρελός, σε ωράρια, ύφος και στη διάρκεια των οντισιόν ο Ρόμπινς ζήτησε να τον δικαιολογήσουν για μια στιγμή. Όταν δεν επέστρεψε, ένας θυρωρός είπε ότι είχε μπει σε μια λιμουζίνα για να πάει στο διεθνές αεροδρόμιο John F. Kennedy. Ο Μπερνστάιν ξέσπασε σε κλάματα και είπε: «Τελείωσε». Δεκαοκτώ χρόνια αργότερα, ο Σόντχαϊμ αρνήθηκε το αίτημα των Μπερνστάιν και Ρόμπινς να ξαναδοκιμάσουν να κάνουν την παράσταση, ένα έργο του Μπέρτολντ Μπρεχτ.
Το 1985 κέρδισε το βραβείο Πούλιτζερ για το «Sunday in the Park With George», την ιστορία ενός ζωγράφου που προσπαθεί να ζωγραφίσει το αριστούργημά του εμπνευσμένο από ένα πίνακα του Ζορζ Σερά.
Ο Σόντχαϊμ θεωρείται, όχι άδικα, ένας από αυτούς που έφτιαξαν τον μύθο του Μπρόντγουέι. Έγραψε χιλιάδες τραγούδια, παρτιτούρες και δεν έπαψε ποτέ να θεωρεί σχεδόν φυσικό το να μην μπορεί να ανέβει ένα έργο, αφού εμπλέκονταν τόσοι άνθρωποι. Η συμβολή του είναι σπουδαία σε αυτή την κατασκευή των πολυπληθών και απαιτητικών παραγωγών. Αναβάθμισε και εξύψωσε το στάτους του μιούζικαλ που στην εποχή του θεωρούνταν μια ανάλαφρη, ανακουφιστική και χωρίς νοήματα εμπειρία, μια έξοδος οικογενειακής ψυχαγωγίας, μεταμορφώνοντάς τη σε ένα πεδίο έρευνας των σχέσεων.
Η φυλή και το φύλο, η πολυπλοκότητα των αισθημάτων, αναδείχθηκαν μέσα από τους στίχους του. Ο Σόντχαϊμ είναι μοναδικός γιατί κατάφερε να ασχοληθεί απλά και άμεσα με ζητήματα που απασχολούσαν μόνο το δράμα επί σκηνής. Το Follies και το Company, που ο συνθέτης έζησε για να δει εξαιρετικές αναβιώσεις τους στο Λονδίνο το 2017 και το 2018 αντίστοιχα, έδωσαν γλυκόπικρες αφηγήσεις τόσο της αγάπης όσο και της ζωής.
Ο Σόντχαϊμ ήταν εσωστρεφής και μοναχικός. Μέχρι τα 40 του δεν είχε αποκαλύψει ότι ήταν γκέι. Έζησε με τον δραματουργό Πίτερ Τζόουνς για οκτώ χρόνια τη δεκαετία του 1990 και παντρεύτηκε τον Τζέφρι Σκοτ Ρόμλεϊ το 2017.
«Οι ιστορίες του θα ζήσουν όσο και του Σαίξπηρ γιατί μιλάει για ανθρώπους, για συναισθηματικές δυσκολίες, για την ανάγκη που έχουμε όλοι για αγάπη ή αναγνώριση και για να μας προσέξουν. Πολλά μιούζικαλ αφορούν χαρούμενα πράγματα – αλλά τα μιούζικαλ του αφορούν τα δύσκολα πράγματα» είπε αποχαιρετώντας τον η Ιμέλντα Στόντoν, που πρωταγωνιστούσε στα μιούζικαλ «Gypsy» και «Follies».
Στο «Tick, Tick... Boom!» του Λιν Μανουέλ Μιράντα, που προβάλλεται ήδη στο Netflix ο Μπράντλεϊ Γουίτφορντ τον υποδύεται σε δυο σκηνές με όλο το εύρος του χαρακτήρα του Στίβεν Σόντχαϊμ να προβάλλει ανάγλυφα: ένας πάντα ανήσυχος δημιουργός, διορατικός, γενναιόδωρος.
Αν ο μεγάλος στόχος της τέχνης είναι να κάνει την εμπειρία της ζωής πιο όμορφη, πιο οδυνηρή, πιο εκπληκτική, πιο οικεία και άμεση, ο Σόντχαϊμ το αντιλήφθηκε όσο λίγοι και το μετέφερε στις δημιουργίες του. Ο Λιν Μανουέλ Μιράντα αποκάλυψε ότι ο θρυλικός συνθέτης και στιχουργός του Μπρόντγουεϊ ξανάγραψε –και ηχογράφησε– τον δικό του διάλογο για μια σκηνή στο «Tick, Tick… Boom!». Ίσως ήταν η τελευταία του καλλιτεχνική πράξη, ένα δώρο που μας αφήνει μέσα σε ένα έργο που βλέπει με κυνισμό και πόνο για τη βαρβαρότητα της ύπαρξης. Θα τον θυμηθούμε ξανά τον επόμενο μήνα, που το ριμέικ του «West Side Story» από τον Στίβεν Σπίλμπεργκ θα βγει στις αίθουσες.