Οι τρεις πρώτες ποιητικές συλλογές της Δήμητρας Αγγέλου είναι από χρόνια εξαντλημένες. Οι δύο μάλιστα είχαν εκδοθεί από τον Γαβριηλίδη, επομένως δυνατότητα επανέκδοσης δεν υπήρχε. Στα μέσα του καλοκαιριού όμως κυκλοφόρησε από τη Σμίλη μια καλαίσθητη έκδοση με τίτλο «Ποιήματα», που περιλαμβάνει τις συλλογές αυτές: «Στάζουν μεσάνυχτα», «Χέρια παλίρροιας» και «Σπασμένα άλογα». Η συγκεντρωτική έκδοση στάθηκε η αφορμή να συνομιλήσω με την ιδιοσυγκρασιακή αυτή ποιήτρια. Η συνάντησή μας δεν θα μπορούσε παρά να γίνει νύχτα, σε ιδιωτικό χώρο. Έφτασε λοιπόν σπίτι λίγο πριν από τα μεσάνυχτα και, με χαμηλό φωτισμό, καπνό, αλκοόλ και σουίτες του Μπαχ στα ηχεία, κατά δική της παραγγελία, ξενυχτήσαμε και τα 'παμε όλα.
— Ήθελα καιρό να τα πούμε. Χάρηκα που ήρθες.
Έχω καιρό να μιλήσω. Γενικά δεν μιλάω. Έχω μουγγαθεί.
— Προτιμάς να γράφεις;
Ναι, αυτό κάνω. Νιώθω ότι δεν έχω συγκροτημένη, συγκεντρωμένη σκέψη, δηλαδή η ικανότητα του λόγου μου χωλαίνει. Νομίζω κάτι την υπονομεύει.
— Άρα τα ποιήματά σου τα δουλεύεις πολύ για να τα φέρεις στην τελική τους μορφή.
Όχι, είναι παραληρηματικά τα περισσότερα.
— Βγάζουν νόημα όμως.
Δεν ξέρω πώς συμβαίνει αυτό. Με εκφράζει αυτό που έχει πει ο Πεσσόα: αν γράφω είναι όχι για να πω κάτι αλλά για να μειώσω τον πυρετό τού να αισθάνομαι. Νιώθω μια ανακούφιση. Τώρα νιώθω ότι μιλάω επειδή πρέπει να μιλήσω κι αυτό μ' ενοχλεί λιγάκι. Μην το σκέφτεσαι όμως, με την ώρα θα μου φύγει. Ξεχνάω κιόλας, σα να έχω πρόωρο Αλτσχάιμερ. Πίνω και αρκετά. Πόσο ν' αντέξουν κι αυτά τα κύτταρα; Αλλά αυτό που ήθελα να πω πριν είναι ότι κάτι εκτονώνω όταν γράφω στο πληκτρολόγιο ή με στιλό στο χαρτί.
— Ποιο απ' τα δύο προτιμάς;
Κυρίως το πληκτρολόγιο, στον υπολογιστή μου, γιατί συνήθως είμαι σπίτι. Αλλά το καλοκαίρι που πήγα Καλαμάτα, έγραψα αρκετά σε χαρτί. Δεν έχω και smartphone.
— Ούτε εσύ;
Όχι, δεν το χρειάζομαι.
Πραγματικά δεν έχω ιδέα ποιος γράφει. Ένας ψυχίατρος μού είπε, διαβάζοντας τα ποιήματά μου και με αφορμή τις εξιστορήσεις μου και τις συμπεριφορές μου: «Δεν με τρομάζει τόσο που δημιουργείς έργα τέχνης, με τρομάζει περισσότερο το ότι ζεις σαν έργο τέχνης». Σαν να είμαι η ενσάρκωση ενός πίνακα, ενός βιβλίου, και να περιφέρομαι σαν στοιχειό.
— Γράφεις κάθε μέρα;
Ναι. Τώρα, το τι γράφω είναι άλλη ιστορία. Δεν μπορούν να σταθούν όλα σε ένα βιβλίο σώνει και ντε. Αλλά ό,τι γράφω το απωθώ και όταν έρχομαι σ' επαφή μαζί του, ακόμα και μετά από πέντε λεπτά, είναι σαν να διαβάζω κάτι που το 'χει γράψει κάποιος άλλος. Σαν να φιλοξενώ κάτι στα χέρια μου, σαν τα χέρια μου να είναι ανεξάρτητες από μένα υπάρξεις.
— Σαν να υπακούουν σε μια άλλη φωνή; Γράφεις: «Ακούω τη φωνή μου / εμένα δε με έχω ακούσει ποτέ».
Ναι, ακούγεται κάπως μεταφυσικό αυτό και κομπιάζω που το λέω. Πραγματικά δεν έχω ιδέα ποιος γράφει. Ένας ψυχίατρος μού είπε, διαβάζοντας τα ποιήματά μου και με αφορμή τις εξιστορήσεις μου και τις συμπεριφορές μου: «Δεν με τρομάζει τόσο που δημιουργείς έργα τέχνης, με τρομάζει περισσότερο το ότι ζεις σαν έργο τέχνης». Σαν να είμαι η ενσάρκωση ενός πίνακα, ενός βιβλίου, και να περιφέρομαι σαν στοιχειό.
— Ο αληθινός δημιουργός δεν ταυτίζεται με το έργο του;
Κάποιοι καταφέρνουν να κρατούν κάποιες αποστάσεις.
— Αφορμή που βρεθήκαμε απόψε είναι η συγκεντρωτική έκδοση. Εγώ τη βλέπω κάπως σαν τα πρώτα σου «Άπαντα». Την αντιμετωπίζεις κι εσύ έτσι;
Νιώθω μια μικρή αμηχανία με αυτή την έκδοση. Ήθελα να κυκλοφορήσουν για να να μπορεί να τα βρει κανείς, το ήθελα και για μένα, δεν είχα αντίτυπα να δίνω. Και υπήρχαν άνθρωποι που τα αναζητούσαν. Είναι σημαντικό να υπάρχει αυτή η συγκεντρωτική έκδοση. Δεν μου αρέσει να το ακούω αυτό, ότι είναι παιδιά μου τα βιβλία, είναι λίγο ανόητο.
— Ξανακοίταξες καθόλου τα ποιήματα ή τα έβαλες όπως ήταν στις πρώτες εκδόσεις;
Μπορεί δυο-τρία μόνο να λείπουν. Δεν ήθελα να τα πειράξω, ήθελα να είναι επανέκδοση. Κάποια ποιήματα ίσως να τα έχω αποκληρώσει – είναι βαριά λέξη, αλλά εντάξει. Ούτε συμφωνώ ή διαφωνώ αναγκαστικά με κάτι που έχω γράψει. Δεν χρειάζεται να συμφωνείς με κάτι που σου αρέσει. Απλώς σου αρέσει.
— Ας πάμε λίγο πιο βαθιά. Διαβάζοντάς σε, βλέπω ότι έχεις δύο εμμονές. Αγαπάς πολύ τα μωρά και τα χέρια.
Τα μωρά ή τα παιδιά;
— Τα μικρά παιδιά. Παράδειγμα, γράφεις: «Γέμισα τις χούφτες μου παιδάκια».
Ανατρίχιασα.
— Κατ' επέκταση, αγαπάς τη γέννα και το άγγιγμα. Τι δείχνει αυτό;
Νιώθω ότι το μητρικό ένστικτο που ίσως κάποτε είχα το 'χω σκοτώσει. Αυτό που δεν μπορώ να σκοτώσω όμως είναι το παιδί που ήμουν, το οποίο επιβιώνει μέσα μου και με το οποίο έχω μια πολύ βίαιη σχέση, ούτε μίσους ούτε αγάπης. Μια σχέση έρωτα. Πολλές φορές αισθάνομαι όχι ότι είναι η σκιά μου αλλά ότι το κρατάω απ' το χέρι στην ενήλικη ζωή μου πλέον – κοντεύω τα σαράντα. Το παιδί στα ποιήματά μου πολύ συχνά παίρνει το σχήμα της ενοχής. Νιώθω ότι το παιδί που ήμουν το 'χω βιάσει, το 'χω τραυματίσει πολύ άσχημα. Βέβαια, συνέβησαν πολλά όταν ήμουν παιδί, που κάπως μ' έκαναν να αισθανθώ έναν πληγωμένο ναρκισσισμό και να χαμηλοφτεριάσω, να μην έχω ιδιαίτερες ελπίδες για πολύ μέλλον. Έπαθα διαβήτη δέκα χρονών. Τα πράγματα ήταν ζόρικα: νοσηλεύτηκα για μεγάλο διάστημα, έπρεπε να μάθω να κάνω ενέσεις μόνη μου και, πέρα από τον τρόμο που εισέπρατττα από τον περίγυρό μου, έπεσα και σε μερικούς πάρα πολύ αδέξιους και μαλάκες γιατρούς που μου έλεγαν «θα τυφλωθείς», «θα πεθάνεις», «ό,τι και να κάνεις, θα ζήσεις είκοσι χρόνια λιγότερο από το προσδοκώμενο». Και αυτά τα άκουγα όταν ήμουν δώδεκα χρονών! Ως παιδί τα είχα απωθήσει, αλλά βγήκαν στην επιφάνεια πιο μετά, στην εφηβεία. Μ' έκαναν να γίνω αυτοκαταστροφική. Οπότε το παιδί στα ποιήματα είναι η ενοχή για ό,τι έχω κάνει εγώ στον εαυτό μου. Και σήμερα ανέβασα στο Facebook ένα ποίημα – θα σου το πω από μνήμης: «Είναι φορές που στον καθρέπτη / βλέπω ένα παιδί / χαμογελάει / τι του έκανα δεν ξέρει / το παίρνω αγκαλιά / κόβω τις φλέβες του με παραμύθια / δεν μου πεθαίνει / την επόμενη μέρα είναι ξανά εκεί / μόνο / αυτό το παιδί από γυαλί έχω».
— Βαρύναμε κάπως.
Όχι, εγώ μια χαρά είμαι.
— Και τα χέρια; Τι είναι το άγγιγμα για σένα; Υπάρχει πολύ χέρι, πολύ άγγιγμα στα ποιήματά σου. Έχεις και τίτλο συλλογής «Χέρια παλίρροιας».
Η σχέση που έχω με τα δικά μου χέρια κυριαρχεί σ' αυτή την εμμονή γιατί, όπως σου είπα πριν, τα αισθάνομαι ως πλάσματα ανεξάρτητα από μένα. Μερικές φορές νιώθω ότι δεν τα ελέγχω. Χειρονομώ πολύ, τα νιώθω αρπακτικά, τα 'χω χαρακτηρίσει «δίδυμες αδελφές-ποτάμια», νιώθω ότι το δεξί είναι το ενεργητικό, το αριστερό το παθητικό – πάλι ερωτική η σχέση, όπως με το παιδί. Ο έρωτας διέπεται από δίπολα και αντιφάσεις, δεν είναι μια σταθερή σχέση αγάπης και τρυφερότητας. Τα χέρια μου έχουν στραφεί πολύ εναντίον μου, αλλά μ' έχουν χαϊδέψει κιόλας, μ' έχουν παρηγορήσει. Τώρα, όσον αφορά το άγγιγμα με το άλλο σώμα, τον άλλον, αυτό το βρίσκω μόνο στον έρωτα. Η εγγύτητα στις άλλες περιπτώσεις μού προκαλεί μια μικρή αμηχανία. Ας πούμε, δεν μπορώ να αγκαλιάσω τη μητέρα μου, δεν μπορώ να τη χαϊδέψω. Το κάνω πολύ σπάνια και πρέπει να νιώθω πολύ ιδιαίτερα για να συμβεί αυτό. Μόνο ερωτικά αφήνω τα χέρια μου, τα εγκαταλείπω.
— Άρα τα χέρια είναι φονικά ή ερωτικά εργαλεία.
Ναι, κάπως έτσι.
— «Ήταν μια νύχτα που οι εραστές / περικυκλωμένοι από τόσον έρωτα / δεν μπορούσανε ν` αγγιχτούνε». Πολύ δυνατός στίχος σου. Πώς γίνεται δυο εραστές να μη μπορούν ν' αγγιχτούν;
Μάλλον αυτό που αισθανόμουν όταν το έγραφα ήταν μια άπνοια από την τόση επιθυμία, η οποία μπορεί να είναι ικανή να προκαλέσει έναν δισταγμό, μια αίσθηση πνιγμού. Σαν ο έρωτας να είναι πυκνό σκοτάδι και οι εραστές να μη βρίσκουν ο ένας τον άλλον. Ή σαν να έχουν παραλύσει τα χέρια από την ίδια τους την επιθυμία. Πολλές φορές με τον σύντροφό μου διαπιστώνω ότι κάνω μια χειρονομία επαφής, κομπιάζω και αποσύρομαι, με μια διάθεση να μη χαλάσω κάτι όμορφο αγγίζοντάς το. Θα το παραποιούσα αν το άγγιζα. Θα παρέμβαινα σε κάτι τόσο ονειρικό, που θα το έκανα πραγματικό με την αφή.
— Νομίζω ότι οι λέξεις σου έχουν πάντα μια τάση για πάλη. Για μένα, ο στίχος που μπορεί να ξεκλειδώσει τον κόσμο σου είναι «Πώς να αντέξεις τόση ομορφιά / χωρίς να τη στρέψεις εναντίον σου;». Αυτό συμβαίνει και στα κείμενά σου. Λες και στρέφεις τις λέξεις σου ενάντια στον εαυτό τους.
Έχει φορτίο η ομορφιά, δεν αντέχεται εύκολα, μπορεί να σε αρρωστήσει. Πρόσφατα βγήκα για ένα ποτό με τις φίλες μου και γυρνώντας, αυτές προχωρούσαν απερίσπαστες, αλλά εμένα κάποια στιγμή με «κλότσησε» τόσο πολύ η μυρωδιά απ' τα νυχτολούλουδα, που άρχισα να τρέμω και να γελάω. Δεν το άντεχα. Ήταν οδυνηρά όμορφο. Δεν έχω φίλτρα. Δεν είναι καλό για την επιβίωση να μην έχεις φίλτρα, είναι καλό για την ποίηση ίσως. Κάτι άλλο μαγικό μού είχε συμβεί όταν ήμουν είκοσι χρονών περίπου. Γυρνούσα απ' το πανεπιστήμιο και περνούσα από μια πλατεία. Στην πλατεία αυτή υπήρχαν πολλά ψηλά δέντρα με πουλιά. Οι άνθρωποι πηγαινοέρχονταν. Και άκουσα το τραγούδι των πουλιών τόσο δυνατά, ο ήχος τους με είχε κατακλύσει τόσο πολύ, που έμεινα καθηλωμένη, είχα ακινητοποιηθεί, και με ξύπνησε μια φωνή. Ήταν ένας ρακένδυτος γεράκος, ο οποίος με πλησίασε και με ρώτησε: «Σας αρέσει κι εσάς ο Μότσαρτ, δεσποινίς;». Τρελάθηκα. Ήταν ο μοναδικός μες στο πλήθος που καταλάβαινε τι συνέβαινε. Καταλάβαινε ότι άκουγα μουσική. Και του 'ρθε ο Μότσαρτ! Ήταν υπέροχο. Περπατήσαμε είκοσι μέτρα μαζί, μιλήσαμε λίγο για μουσική και μετά χάθηκε.
— Σου ανέφερα πριν αυτόν τον στίχο γιατί ως μοτίβο βλέπω ότι επαναλαμβάνεται. Σαν να πολεμούν οι λέξεις τη σημασία τους, σαν να θες να τις γυρίσεις ανάποδα. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο «ανθρωποδαρμένος άνεμος». Είναι λογοπαίγνιο αυτό ή έχει μια άλλη σημασία;
Είναι και λίγο λογοπαίγνιο. Ζωή είναι οι άνθρωποι που μας περιβάλλουν και τρώμε χαστούκια – και χαστούκια αγάπης. Νιώθω και λίγο άνεμος. Δεν νιώθω να έχω βρει μια θέση στον κόσμο. Νιώθω χωρίς ιδιότητα. Με λένε ποιήτρια, αλλά δεν ξέρω πώς να το διαχειριστώ. Νιώθω έρμαιο μιας ενόρμησης που έχει πολλή ανάγκη την έκφραση, τον έρωτα, τη δημιουργία, την καταστροφή.
— Είναι βαρύς ο τίτλος της ποιήτριας;
Δεν νιώθω ότι έχει κάποιο βάρος ο τίτλος της ποιήτριας, αλλά δεν ξέρω κιόλας, επειδή εδώ και χρόνια δεν διαβάζω – αλλά τι σχέση έχει; Άλλωστε ποιος τίτλος έχει βάρος;
— Μέχρι πότε διάβαζες;
Διάβαζα από πολύ μικρή. Δεν έχω διαβάσει πολλή ποίηση. Διάβαζα πολλή πεζογραφία, Έσε, Ντοστογιέφσκι, πολύ μικρή. Πριν από τρία χρόνια διάβασα Ερνέστο Σάμπατο. Διάβασα και τα ημερολόγια του Νιζίνσκι. Να πω εδώ ότι έχω παραιτηθεί κάπως από ποιητικές εκδηλώσεις και παρουσιάσεις. Για τα «Ημερολόγια μελισσιού» δεν έχω κάνει. Ούτε σκέφτομαι να κάνω για τη συγκεντρωτική έκδοση, εκτός αν βρω κάποιο ερέθισμα, όπως είχε συμβεί με τη δεύτερη συλλογή, τα «Χέρια παλίρροιας». Την παρουσίαση της συλλογής την είχα κάνει για να διαβάσω Νιζίνσκι, όχι για να διαβάσω το δικό μου βιβλίο. Διάβασα βέβαια δυο-τρία ποιήματά μου. Είχα πάρει το βιβλίο του Νιζίνσκι όμως και ούρλιαζα: «Είμαι το καυλί του θεού». Ακουγόταν το «Απομεσήμερο ενός φαύνου» του Ντεμπισί και ο Κώστας Τσιούκας, ο χορευτής, χόρευε.
— Δεν κάλεσες δημοσιογράφους, φιλολόγους, κριτικούς λογοτεχνίας να μιλήσουν για σένα;
Όχι! Κανείς δεν μίλησε. Το ένιωθα σαν ζωή. Και ήρθαν όντως άνθρωποι που μου 'παν ότι αυτό δεν ήταν παρουσίαση, ήταν ζωή. Και για το «Στάζουν μεσάνυχτα» έκανα μια πολύ πρόχειρη παρουσίαση στο Καλλιτεχνικό Στέκι της Καλαμάτας. Είπε ο Γιώργος Ευθυμίου κάποια λόγια για το βιβλίο μου, που πολύ με συγκίνησαν, διαβάσαμε κάποια ποιήματα και μετά είχαμε ερωτήσεις από το κοινό. Με τις ερωτήσεις του τύπου «τι είναι για σένα η ποίηση» γελούσα. Να σου πω κιόλας ότι ο πρώτος ποιητής που έπεσε στα χέρια μου όταν ήμουν μικρή ήταν ο Ελύτης. Sorry, αλλά είμαι παιδί του Ελύτη.
Δεν νιώθω να έχω βρει μια θέση στον κόσμο. Νιώθω χωρίς ιδιότητα. Με λένε ποιήτρια, αλλά δεν ξέρω πώς να το διαχειριστώ. Νιώθω έρμαιο μιας ενόρμησης που έχει πολλή ανάγκη την έκφραση, τον έρωτα, τη δημιουργία, την καταστροφή.
— Σ' αρέσει ακόμα;
Ναι. Εντάξει, δεν έχω και εμμονή μαζί του.
— Στα ποιήματά σου έχεις μότο από Μαργαρίτα Καραπάνου, Αν Σέξτον, Βιρτζίνια Γουλφ, έχεις πάρει και το βραβείο «Μαρία Πολυδούρη». Νιώθεις περισσότερη συγγένεια με γυναίκες συγγραφείς;
Όχι, τυχαίο είναι. Εξάλλου έχω και Κοντραφούρη, στην επόμενη συλλογή θα έχω Μπόρχες. Κάποιος μου έχει πει ότι του θυμίζω πολύ Καραπάνου. Βέβαια, εγώ δεν γράφω πεζά. Εκείνη περιστρεφόταν πολύ γύρω από την ασθένεια του διπολισμού και πολύ καλά έκανε γιατί είναι λίγο ταμπού να πάσχεις από κάτι τέτοιο και να νοσηλεύεσαι και να μπαίνεις σε κλινική. Αλλά έχει πλάκα κι εκεί. Και στην κλινική, ωραία είναι. Παντού είναι ωραία, ρε! Ένας άνθρωπος που του φαίνεται ο κόσμος βαρετός, βαρετά είναι τα μάτια του. Πρέπει να δουλέψει λίγο με τα μάτια του. Δεν είναι ο κόσμος βαρετός.
— Υπάρχουν όμως βαρετοί άνθρωποι.
Ναι, υπάρχουν. Είναι οι μονόπλευροι, που δεν έχουν εκφάνσεις, που δεν έχουν φάσμα μέσα τους.
— Με τους ανθρώπους πώς τα πας;
Εγώ μια χαρά. Αυτοί δεν ξέρω πώς τα πάνε μαζί μου. Γενικά τα πάω καλά. Ο πατέρας μου μού λέει ότι δεν συμμετέχω, δεν ακούω. Αλλά δεν είναι έτσι. Όταν βρίσκομαι με ανθρώπους που μιλάνε για πολιτική, για Ιστορία, δηλαδή για πράγματα με τα οποία εγώ δεν έχω ασχοληθεί και δεν έχω άποψη, τι να κάνω, να λέω μπαρούφες; Ακόμα, όταν είναι πολλοί άνθρωποι μαζί δεν ξέρω πού να εστιάσω. Με μπερδεύουν οι πολλοί άνθρωποι σε μια παρέα, με πιάνει μούγγα. Προτιμώ τους δύο, να 'μαι με έναν άνθρωπο και να μιλάω. Έτσι μπορώ να μιλήσω περισσότερο, μπορώ να τον φέρω προς το μέρος μου, αλλά και ν' ακούσω. Δεν ισχύει αυτό που μου 'χουν προσάψει κάποιοι άνθρωποι, ότι νοιάζομαι μόνο για τον εαυτό μου. Έχω φίλες από πέντε χρονών που με αγαπάνε και τις αγαπάω σαν αδελφές. Μια-δυο φορές που μου είπαν ότι νοιάζομαι μόνο για τον εαυτό μου, με πλήγωσαν. Γιατί αν νοιαζόμουν μόνο για τον εαυτό μου, θα 'μουν καλύτερα, υποθέτω.
— Τα κείμενά σου απευθύνονται κι αυτά σε έναν μόνο αναγνώστη; Σαν διάλογος; Ποια είναι η εικόνα που έχεις για τον αναγνώστη σου;
Δεν έχω εικόνα. Στη μικρή παρουσίαση στην Καλαμάτα, μια κυρία, άγνωστη εντελώς, ήρθε να της υπογράψω το βιβλίο και προσπαθούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Και μου είπε «ευχαριστώ». Αυτό το βλέμμα με τα δάκρυα και το ευχαριστώ είναι το βραβείο. Να έχεις τέτοια πρόσβαση στην ψυχή, στο μυαλό του άλλου είναι πολύ σημαντικό. Γιατί όμως είναι σημαντικό; Πες μου εσύ. Είναι αυτοεπιβεβαίωση, εγωισμός; Είναι η επαλήθευση της επικοινωνίας;
— Είναι η συνάντηση.
Ναι, είναι η συνάντηση σ' έναν κοινό τοπίο.
— Πολλά κείμενά σου είναι γραμμένα σε δεύτερο πρόσωπο. Αυτά δεν έχουν κάποια απεύθυνση;
Κάποια ερωτικά ποιήματα είναι αφιερωμένα, απευθύνονται σε κάποιο πρόσωπο. Υπάρχουν όμως και ερωτικά ποιήματα που δεν γράφτηκαν για κάποιον συγκεκριμένα. Όπως αυτό που θα σου διαβάσω:
«Εγώ είμαι μαζί σου / Σε κάποιο υπαίθριο ζαχαροπλαστείο ή νεκροταφείο / Και πίνουμε τσάι ή διαβάζουμε ονόματα / Και είναι αδιάφορο τι καιρό κάνει, γιατί δεν κάνει καιρό / Και δεν είναι νύχτα, ούτε μέρα / Και δεν υπάρχουν άνθρωποι, ούτε απουσιάζουν / Και δεν λέμε ο ένας στον άλλον σ' αγαπώ / Αλλά αγγίζονται τυχαία καμιά φορά τα χέρια μας / Και δε φοβάμαι μην τελειώσει / Γιατί δε θυμάμαι αν άρχισε ποτέ / Και δεν έχει χρόνο εκεί να σου τελειώσει / Εγώ εκεί είμαι / Μαζί σου».
Κάτι μου κάνει αυτό. Μια αίσθηση άχρονου. Ο έρωτας σε βάζει σε μια τέτοια συνθήκη, έξω από πλαίσια.
— Εξάλλου το «για πάντα» άχρονο δεν είναι; Κάθε έρωτας είναι «για πάντα».
Ναι, ναι. Άμα δεν έχεις πλάνες, δεν γίνεται. Άμα δεν έχεις την πλάνη του «για πάντα»... Αλλά να 'χεις και τη γεύση του εφήμερου, του τώρα. Να έχεις και τα δύο.
— Όταν όμως το εφήμερο γίνει μνήμη, δεν πονάει;
Πονάει. Ξέρεις τι; Νιώθω ότι διαρκώς προσπαθώ να με μουδιάζω για να μη με πονάει αυτή η μνήμη του εφήμερου.
— Σ' έχω συναντήσει μόνο νύχτα και νομίζω ότι σου πάει. Εσύ τι προτιμάς; Τη μέρα ή τη νύχτα;
Τη νύχτα, σαφώς. Μ' αρέσει η ησυχία. Έχω μεγαλύτερο περιθώριο επιλογής στον θόρυβο, μπορώ να τον επιλέξω εγώ, δεν μου επιβάλλεται.
— Το φως;
Μου αρέσει και ο ήλιος, μου αρέσει να τον βλέπω πάνω σε πρόσωπα αγαπημένα, πώς τα καίει. Σαν να είμαι λίγο ετερόφωτη. Σαν να υποκλέπτω λίγη απ' τη λάμψη τους κάτω απ' τον ήλιο.
— Γράφεις μέρα ή νύχτα;
Νύχτα. Αλλά δεν υπάρχει κάποιος περιοριστικός παράγοντας.
— Θα μπορούσες να σταματήσεις το γράψιμο;
Όχι. Δεν το κάνω σκόπιμα όμως. Δεν γράφω για να γράφω. Δεν έχω κάποια εμμονή να γράφω κάθε μέρα. Απλώς συμβαίνει.
— Άκουσα ποιήματά σου τραγουδισμένα από τον Θάνο Ανεστόπουλο, τη Nalyssa Green, τον Πέτρο Σατραζάνη. Αυτή η περιπέτεια πώς σου φαίνεται;
Έχει πλάκα. Και μ' αρέσει. Το εκτιμώ ότι τους αρέσουν τα ποιήματά μου και τους εμπνέουν. Με τιμά αυτό, χαίρομαι. Να σου πω όμως το άχτι μου; Τρελαίνομαι για Λένα Πλάτωνος. Είχα βρει τον τρόπο πριν από δύο χρόνια να έχει και τις τέσσερις συλλογές μου. Με πήρε τηλέφωνο, μιλήσαμε λιγάκι. Αλλά πόσο όνειρο θα ήταν για μένα να ακούσω κάτι μελοποιημένο απ' αυτήν, με τη φωνή της. Δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι άλλο που θα μου ταίριαζε περισσότερο.
Nalyssa Green - Των πικρών υπνωτικών
Οι συλλογές της Δήμητρας Αγγέλου κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Σμίλη.