«Ο πιο θλιμμένος τόπος στον κόσμο». Έτσι χαρακτήριζε ο Economist, τον Δεκέμβριο του 2010, το κομμάτι εκείνο της ευρωπαϊκής ηπείρου που εκτείνεται ανάμεσα στην Κωνσταντινούπολη, τη Βιέννη και τη Βουδαπέστη, το «κενό» που διακρίνει κανείς στις πίσω σελίδες των εφημερίδων καθώς κοιτάζει τον χάρτη πρόγνωσης του καιρού.
Από αυτόν τον τόπο –από την Βουλγαρία για την ακρίβεια- προέρχονται δυό συγγραφείς που μεταφράστηκαν πρόσφατα και στην Ελλάδα, έχοντας προηγουμένως δρέψει δάφνες και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού: ο 36χρονος Μιροσλάβ Πένκοφ που πρωτογνωρίσαμε με τη συλλογή διηγημάτων «Ανατολικά της Δύσης» (μετ. Α. Παπαντώνης, εκδ. Αντίποδες) και ο 50χρονος Γκεόρκι Γκοσποντίνοφ, το πειραματικό μυθιστόρημα του οποίου «Περί φυσικής της μελαγχολίας» μόλις εντάχθηκε στην ξένη σειρά του Ίκαρου (μετ. Α. Ιωαννίδου).
Αν ο Πένκοφ αντλεί εν πολλοίς το υλικό του από την ταραγμένη ιστορία των Βαλκανίων κι από αρχαίες παραδόσεις που επιβιώνουν στην περιοχή ακόμη, ο Γκοσποντίνοφ εστιάζει κυρίως στο άμεσο παρελθόν και το στενάχωρο παρών της πατρίδας του σ' έναν κόσμο ανάλγητο και ρευστό.
Σε αντίθεση με τον Πένκοφ που από τα 18 του ζει στις ΗΠΑ και γράφει απ΄ευθείας στ' αγγλικά, ο Γκοσποντίνοφ παραμένει στη γενέτειρά του και συγκαταλέγεται στους πιο τολμηρούς λογοτέχνες που αναδύθηκαν από τη Βουλγαρία μετά το 1989. Κι αν ο Πένκοφ αντλεί εν πολλοίς το υλικό του από την ταραγμένη ιστορία των Βαλκανίων κι από αρχαίες παραδόσεις που επιβιώνουν στην περιοχή ακόμη, ο Γκοσποντίνοφ εστιάζει κυρίως στο άμεσο παρελθόν και το στενάχωρο παρών της πατρίδας του σ' έναν κόσμο ανάλγητο και ρευστό.
Έργο υβριδικό, ανάμεσα στην μυθοπλασία και την αυτοβιογραφία, το "Περί φυσικής της μελαγχολίας" αποδίδει αποσπασματικά την πορεία ενηλικίωσης ενός άντρα από την γέννησή του το 1968 ως τις μέρες μας, λοξοδρομώντας κάθε τόσο σε φευγαλέες εικόνες από τα περασμένα, σε ειδήσεις από τα ψιλά των εφημερίδων ή σε λίστες με αντικείμενα που σηματοδοτούν ήθη, συνήθειες και καταναγκασμούς.
Με κεντρικό σημείο αναφοράς τον μύθο του Μινώταυρου - όπως τον μάθαμε στο σχολείο αλλά και σε ευφάνταστες, σύγχρονες παραλλαγές- ο Γκοσποντίνοφ πλέκει έναν πολυπρισματικό λαβύρινθο από ιστορίες εξερευνώντας τη νοοτροπία, τις ματαιώσεις και τ' αδιέξοδα των γειτόνων μας, τόσο κατά τη διάρκεια όσο και μετά την πτώση του ανατολικού μπλοκ.
Ο κεντρικός ήρωας και αφηγητής του βιβλίου υποτίθεται πως πάσχει από παθολογική ενσυναίσθηση, μια ασθένια πάρα πολύ σπάνια και ανίατη που σημειώνει έξαρση μόνο στην παιδική ηλικία. «Με τα χρόνια», διαβάζουμε, «τα επεισόδια γίνονται ευκολότερα ελέγξιμα, οι έντονες εκδηλώσεις τους χάνονται, χωρίς να εξαφανίζονται εντελώς. Όπως και στην επιληψία, ποτέ δεν ξέρουμε πού περιπλανιέται ένας άνθρωπος την ώρα που βιώνει μια κρίση»...
Το alter ego του Γκοσποντίνοφ, παρά τη θέλησή του, μεταφέρεται κάθε τόσο σε ξένα σώματα, κι όπως ομολογεί, ειδικά στις ιστορίες των κοντινών του ανθρώπων, «υπήρχε πάντα κάποια σκοτεινή περιοχή, μια στιγμιαία ρωγμή, ένα αδύνατο σημείο, ένα ακατανόητο πένθος, μια νοσταλγία για κάτι χαμένο ή ουδέποτε πραγματοποιημένο που με τραβούσε μέσα του...»
Χάρη στο παραπάνω εύρημα, ζούμε κι εμείς επεισόδια από την ζωή των προγόνων του ήρωα στην εμπόλεμη ή την κομμουνιστική Βουλγαρία, εναλλάξ με στιγμιότυπα της δικής του διαδρομής, στη γειτονιά, το σχολείο, το στρατό.
Τον παρακολουθούμε παιδάκι, τη δεκαετία του ΄70, στο μικροσκοπικό ημιυπόγειο όπου στριμώχονταν οικογενειακώς κι άκουγαν το «Ράδιο Ελεύθερη Ευρώπη» στα κρυφά από ένα «κολλημένο με σελοτέιπ ραδιόφωνο μάρκας Σελένα», τον βλέπουμε να πολεμάει την πλήξη και την μοναξιά του καταβροχθίζοντας με βουλιμία βιβλία που τον ταξιδεύουν αλλού, να περνάει τις καλοκαιρινές διακοπές του στο χωριό πίνοντας γάλα από την κατσίκα και τρώγοντας ωμά αυγά, να διασχίζει την εφηβεία του όσο οι γενικοί γραμματείς του κόμματος πεθαίνουν ο ένας μετά τον άλλο λες και έχει πέσει επιδημία, ή ν' αναπολεί με πίκρα την «πιο ζωντανή, την πιο όμορφη δεκαετία», τη δεκαετία του ΄90, τότε που «ήμασταν νέοι για τελευταία φορά» κι όλα έμοιαζαν εφικτά...
Στην πορεία, καθώς διαπιστώνει ότι η ικανότητα της ενσυναίσθησης φθίνει μέσα του, επαγγελματίας συγγραφέας πλέον, καταλήγει να ...εξαγοράζει ιστορίες –για εγκαταλείψεις, για άπιστες συζύγους, για ξενιτεμένους που επιστρέφουν με ψαλιδισμένα φτερά ή για γυναίκες που διασχίζουν τα σύνορα με την Ελλάδα για να πουλήσουν τα παιδιά που εγκυμονούν.
Όπως γίνεται σιγά σιγά αντιληπτό, ο ίδιος, μολονότι καταξιωμένος στη δουλειά του, έχει μάλλον αποτύχει στην προσωπική του ζωή, σε αντιστοιχία με τη χώρα του η οποία, μολονότι απελευθερωμένη από τα δεσμά του υπαρκτού σοσιαλισμού, παραμένει φτωχή κι εσωστρεφής, μ' ένα μέλλον αβέβαιο. Και νάτος τώρα, ώριμος, κλεισμένος και πάλι ως άλλος Μινώταυρος σ' ένα υπόγειο διαμέρισμα, να καταγράφει τις εμπειρίες του και ν' ανακαλεί τα μικρά και τα ασήμαντα που τον έκαναν κάποτε ευτυχισμένο.
Το «Περί φυσικής της μελαγχολίας» πρωτοδημοσιεύτηκε το 2011, ως περιπαιχτική απάντηση του Γκοσποντίνοφ σ' εκείνο το άρθρο του Economist, και πέρα από το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος στη Βουλγαρία, απέσπασε θερμές κριτικές και διακρίσεις όπου κι αν μεταφράστηκε. Ανάμεσα δε στους πεζογράφους που μίλησαν μ' ενθουσιασμό γι' αυτό δηλώνοντας πόσο καταλυτικά τους επηρέασε ήταν κι ο Μιροσλάβ Πένκοφ.
Επίσης φρεσκοτυπωμένο στα ελληνικά, το παρθενικό μυθιστόρημα του τελευταίου «Το βουνό των πελαργών» (ξανά σε μετάφραση Α. Παπαντώνη, εκδ. Αντίποδες) είναι σαν να ξεπήδησε από το «Αγοράζοντας τον Λένιν», το γνωστότερο διήγημα της συλλογής «Ανατολικά της Δύσης». Και εδώ, ο Πένκοφ ζωντανεύει την περίπλοκη σχέση ενός ξενιτεμένου Βούλγαρου με τον παππού του, με σημείο εκκίνησης την επιστροφή του πρώτου στα πάτρια εδάφη για να πουλήσει τη γη που του αναλογεί.
Ο νεαρός, στην Αμερική, είχε προσπαθήσει να ακολουθήσει τη συμβουλή του παππού του μέχρι κεραίας. «Ζούμε στην εποχή των λύκων», τον είχε ακούσει να του λέει. «Ο άνθρωπος πρέπει ν' αναζητά δεσμούς με άλλους ανθρώπους. Οι λύκοι μπορεί να είναι μοναχικοί. Οι άνθρωποι δεν πρέπει».
Στο πανεπιστήμιο, εν τούτοις, έπιασε τον εαυτό του εντελώς αποξενωμένο, χωρίς φίλους, με οικτρούς βαθμούς και με τα φοιτητικά δάνεια να κρέμονται σαν σπαθιά πάνω απ' το κεφάλι του. Ο ήρωας του Πένκοφ, πάνω απ' όλα, αναζητάει λύση στο οικονομικό του πρόβλημα. Από το ταξίδι του, όμως, στα βουνά της Στράντζας που ενώνουν την Βουλγαρία με την Τουρκία και την Ελλάδα, θ' αποκομίσει τα πάντα, εκτός από χρήματα...
Στο «Βουνό των πελαργών» ο Πένκοφ ενσωματώνει μεγάλες ιστορικές περιόδους αναμειγνύοντας παγανιστικούς μύθους με πραγματικά ιστορικά γεγονότα, ενώ μεγάλο μέρος της αφήγησής του είναι αφιερωμένο στο πανάρχαιο έθιμο της πυροβασίας και στους αναστενάρηδες που εξακολουθούν να το συντηρούν.
Μέσα από την συνάντηση παππού κι εγγονού αλλά και μέσα από τον έρωτα που συνεπαίρνει τον τελευταίο για μια νεαρή, καταπιεσμένη μουσουλμάνα, βλέπουμε να ξεπηδούν ιστορίες από μια περιοχή που έχει περάσει από φωτιά και σίδερο κι η ίδια, γνωρίζοντας εθνοτικές και θρησκευτικές διενέξεις, άγρια αιματοκυλίσματα, αλλεπάλληλες χαράξεις συνόρων και μαζικές μετατοπίσεις πληθυσμών.
Οι υπαρξιακές ανησυχίες του νεαρού πρωταγωνιστή έρχονται και κουμπώνουν με τον περιπετειώδη βίο του πεισματάρη δασκάλου και ακτιβιστή οικολόγου που αποδεικνύεται ο παππούς του και η κληρονομιά του γενέθλιου τόπου τον βοηθά ν' ανακαλύψει τον βαθύτερό του εαυτό. Ναι, ο άνθρωπος πρέπει ν'αναζητά τους δεσμούς με τον διπλανό του, και βιβλία σαν του Πένκοφ και του Γκοσποντίνοφ ανοίγουν τον δρόμο για να γνωριστούμε καλύτερα εμείς οι Βαλκάνιοι.