Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, η κατοχή, η αντίσταση και ο εμφύλιος που ακολούθησε, υπήρξαν για τους Έλληνες συγγραφείς από τις σημαντικότερες πηγές έμπνευσης του 20ού αιώνα. Ακόμα εξακολουθούν να γράφονται βιβλία που αντλούν απ’ αυτό το υλικό.
Ποια ήταν όμως τότε η στάση των συγγραφέων, όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και στο εξωτερικό; Τι είδους έργα γράφτηκαν τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '40; Πώς αντιμετώπισαν οι διανοούμενοι το ναζιστικό καθεστώς και πώς αντιμετωπίστηκαν από αυτό;
Στην κατακτημένη από τους Γερμανούς Ευρώπη, οι μηχανισμοί λογοκρισίας που έχουν στηθεί δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για ελεύθερη έκφραση. Στους καταλόγους με τα απαγορευμένα λογοτεχνικά έργα, οι Εβραίοι και οι κομμουνιστές συγγραφείς βρίσκονται στην πρώτη γραμμή. Υποκινείται η έκδοση φασιστικών εντύπων, ενώ άλλα παλιότερα έντυπα αναγκάζονται να υιοθετήσουν φιλοναζιστική στάση, συσπειρώνοντας γύρω τους αφελείς και, κυρίως, αριβίστες λογοτέχνες.
Ανάμεσά τους, συναντάμε και το περιοδικό «Εικοστός αιών», ένα τυφλό όργανο του χιτλερισμού, όπως το αποκαλεί ο ιστορικός Γ. Κορδάτος, που κυκλοφορεί στην Αθήνα από τον Αρίστο Καμπάνη.
Ο πόλεμος, η ιταλική και η σκληρή γερμανική κατοχή κι έπειτα η αντίσταση, λειτούργησαν σαν τροχοπέδη για την πεζογραφική παραγωγή εκείνης της περιόδου. Η περίοδος 1940-1945 μπορεί να θεωρηθεί ως μεταβατική. Βιβλία που αφορούν τον πόλεμο ή την αντίσταση είναι αδύνατον να κυκλοφορήσουν όσο διαρκεί η λογοκρισία των ναζιστικών αρχών.
Η απονομή των βραβείων Νόμπελ έχει διακοπεί από τον Δεκέμβριο του 1939. Εκείνη τη χρονιά τιμήθηκε ο παγκοσμίως άγνωστος λογοτέχνης Φρανς Σιλανπάα, ο οποίος είχε την τύχη να γεννηθεί Φινλανδός. Εγκαινιάζεται λοιπόν η υιοθέτηση πολιτικών σκοπιμοτήτων στο σκεπτικό της απονομής του βραβείου, σκοπιμότητες που θα υποσκάψουν στο μέλλον αρκετές φορές την αξιοπιστία του.
Εξορία και αντίσταση
Το μεγαλύτερο πλήγμα από την επικράτηση του ναζισμού είχε δεχτεί η γερμανόφωνη λογοτεχνία, πριν ακόμα ξεσπάσει ο πόλεμος. Δεν υπήρξε σημαντικός συγγραφέας που να μην εγκαταλείψει τη Γερμανία ή την Αυστρία από την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία ως την ημέρα κήρυξης των εχθροπραξιών.
Ο Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, διάσημος χάρη στο «Ουδέν νεότερον από το δυτικό μέτωπο» (1929) που μέσα σε δεκαοχτώ μήνες είχε μεταφραστεί σε εικοσιπέντε γλώσσες κι είχε πουλήσει 3,5 εκατομμύρια αντίτυπα, κατέφυγε στην Ελβετία ενώ όλα του τα βιβλία κάηκαν από τους ναζί. Ο φιλόσοφος Βάλτερ Μπένγιαμιν, εγκατεστημένος από χρόνια στο Παρίσι, με μια βίζα στα χέρια για τις ΗΠΑ αλλά δίχως άδεια εξόδου από τη γερμανοκρατούμενη πια Γαλλία, γνωρίζοντας πολύ καλά τι τον περίμενε αν έπεφτε στα χέρια της Γκεστάπο, παίρνει όση μορφίνη χρειάζεται ώστε να πάψει να ζει. Τον Σεπτέμβριο του 1940, ο Αντόρνο και ο Μαρκούζε συνειδητοποιούν ότι οι εργασίες τους στο Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών στη Νέα Υόρκη θα συνεχιστούν χωρίς τον φίλο τους.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, η πατρίδα του Χέμινγουέι που διέπρεψε ως πολεμικός ανταποκριτής από την Ευρώπη, είναι ο τόπος των περισσότερων εξόριστων γερμανόφωνων συγγραφέων. Τον δρόμο της εξορίας έχει πάρει από το 1933 και ο Μπρεχτ: Γαλλία, Δανία, Φινλανδία, Σοβιετική Ένωση, ΗΠΑ. Εκεί θα παρουσιάσει τα προφητικά μονόπρακτα «Τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ» όπως και τον «Καλό άνθρωπο του Σετσουάν», ενώ το 1943 πρωτοστατεί στην ίδρυση του νεοϋορκέζικου εκδοτικού οίκου «Ορόρα» για την έκδοση έργων εξόριστων ομοτέχνων του. Μετά το τέλος του πολέμου ο Μπρεχτ, ανεπιθύμητος στην πατρίδα του, θα πάρει την αυστριακή υπηκοότητα και θα καταφύγει στην Ανατολική Γερμανία, όπου θα ζήσει και θα δημιουργήσει διευθύνοντας το Μπερλίνερ Ανσάμπλ ως τον θάνατό του.
Η οικογένεια Μαν επίσης αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί. Ο Χάινριχ Μαν γράφει στις ΗΠΑ πύρινα άρθρα κατά του Χίτλερ. Ο αδελφός του, Τόμας Μαν, ο συγγραφέας του «Μαγικού βουνού» και βραβευμένος ήδη με Νόμπελ (1929), περνά κι αυτός την περίοδο του πολέμου στην Αμερική απ’ όπου καλεί, μέσω των ραδιοφωνικών του εκπομπών, τους συμπατριώτες του να ξεσηκωθούν ενάντια στο ναζιστικό καθεστώς. Όσο για τον Κλάους Μαν, τον πρωτότοκο γιο του Τόμας, στην Νέα Υόρκη έγραψε την αυτοβιογραφία του «Το σημείο καμπής» (1942) ενώ, ως Αμερικανός πλέον πολίτης, πολέμησε με τις δυνάμεις των ΗΠΑ στην Ευρώπη, όταν μπήκε και η Αμερική στον πόλεμο.
Εν τω μεταξύ, η Αγγλία θρηνεί τον εκούσιο χαμό της Βιρτζίνια Γουλφ και η Ιρλανδία τον θάνατο του Τζόις (1941). Στη διχασμένη Γαλλία, ανάμεσα στους αντιστασιακούς βλέπουμε τον Καμί, τον Μαλρό και τον Σαρτρ. Η εμπειρία της αντίστασης θα διδάξει στον συγγραφέα του «Ξένου» ότι το παράλογο μπορεί να οδηγήσει σε απάνθρωπες υπερβολές και τον οδηγεί στο να γράψει τα «Γράμματα σ’ έναν φίλο Γερμανό» (1944). Ο Αντρέ Μαλρό, επικεφαλής ομάδας ανταρτών, γλυτώνει στο παραπέντε την εκτέλεση από τους ναζί και στη συνέχεια αγωνίζεται πλάι στον στρατηγό Ντε Γκολ. Ο Σαρτρ, έχοντας ήδη γνωρίσει την εμπειρία της φυλακής, δημοσιεύει το 1942 το «Είναι και το μηδέν», βασικό κείμενο του αθεϊστικού υπαρξισμού που ο ίδιος πρεσβεύει. Την επόμενη χρονιά ανεβάζει το «Κεκλεισμένων των θυρών», ενώ με την απελευθέρωση ιδρύει την περίφημη λογοτεχνική επιθεώρηση «Μοντέρνοι καιροί» κι εγκαταλείπει τη διδασκαλία.
Στην Ιταλία, τέλος, ο Έλιο Βιτορίνι των «Σικελικών διαλόγων» θα βρεθεί στις πρώτες γραμμές της αντίστασης. Μέλος του ιταλικού κομμουνιστικού κόμματος, θ’ αναλάβει προσωρινά, μετά την απελευθέρωση, τη διεύθυνση της «Ουνιτά».
Συνεργασία
Κατά τη διάρκεια της κατοχής και του πολέμου, δεν θα μπορούσαν να λείψουν και οι σκιές. Οι περιπτώσεις σημαντικών συγγραφέων που εξέφρασαν φιλοφασιστικές θέσεις ή υποστήριξαν ανοιχτά το ναζιστικό καθεστώς μνημονεύονται ακόμα και οι μελετητές της ιστορίας και της λογοτεχίας προσπαθούν μέχρι σήμερα να εξηγήσουν τη στάση πνευματικών ανθρώπων όπως ο Γερμανός φιλόσοφος Χάιντεγκερ, ο Γάλλος μυθιστοριογράφος Σελίν, ο Νορβηγός Κνουτ Χάμσουν ή ο μεγάλος Αμερικανός ποιητής Έζρα Πάουντ.
Ο τελευταίος, πεπεισμένος από τον Α' Παγκόσμιο κιόλας ότι για όλα τα κοινωνικά δεινά ευθύνονται ο ιμπεριαλισμός των μεγάλων δυνάμεων και οι διεθνείς οικονομικές συνωμοσίες, γνώρισε το 1933 τον Μουσολίνι και στο πρόσωπό του «είδε» τον ιδανικό τύπο ηγεμόνα. Ο Πάουντ περνά όλη την περίοδο του πολέμου στην Ιταλία κι αρχίζει μια σειρά ραδιοφωνικών εκπομπών στη Ρώμη, στις οποίες καταφέρεται εναντίον των συμμάχων και του σιωνιστικού λόμπι. Συνεχίζει τις εκπομπές του ως το 1945, χρονιά κατά την οποία συλλαμβάνεται από τα αμερικανικά στρατεύματα και οδηγείται στο στρατόπεδο της Πίζας. Εκεί θ’ αρχίσει να γράφει τα περίφημα «Κάντος της Πίζας». Στη συνέχεια θα μεταφερθεί στις ΗΠΑ, θα δικαστεί με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας και θα εγκλειστεί σε ψυχιατρική κλινική. Την ελευθερία του ο Πάουντ θα την ανακτήσει το 1958, έπειτα από προσπάθειες των Έλιοτ, Χέμινγουέι, Μακ Λις και Φροστ.
Ο Κνουτ Χάμσουν, γνωστός από το πρώτο του κιόλας βιβλίο, την «Πείνα» (1888) και ιδιαίτερα δημοφιλής στην Ελλάδα μια περίοδο, στάθηκε στο πλευρό των Γερμανών από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Στη γερμανική φυλή ο Χάμσουν διέβλεπε τους μελλοντικούς ηγέτες του κόσμου. Κατά τον Β' Παγκόσμιο αναδείχτηκε θερμός προπαγανδιστής των χιτλερικών πιστεύω, ενώ το 1943 δέχτηκε να εκπροσωπήσει τη φιλογερμανική Νορβηγία στο διεθνές δημοσιογραφικό συνέδριο της Βιέννης. Με την αποκατάσταση της ειρήνης πέρασε από δίκη, καταδικάστηκε να πληρώσει ένα βαρύ χρηματικό πρόστιμο, αλλά γλύτωσε τη φυλακή. Οι δικαστές θεώρησαν ότι η πνευματική του υγεία είχε υποστεί ανήκεστο βλάβη…
Ο Σελίν, από την άλλη μεριά, αυτός ο αναρχικός, στην ουσία, αντιμιλιταριστής γιατρός που είχε γράψει το «Ταξίδι στα βάθη της νύχτας», δεν θα κρύψει μέσα από τα κείμενά του την απέχθειά του για τους Εβραίους, υπαίτιους, κατά τη γνώμη του, για όλες τις δυστυχίες της ανθρωπότητας. Το 1944 προσέγγισε την κυβέρνηση του Βισί με την ελπίδα να καταφύγει στη Δανία. Ύποπτος, όμως, και στα μάτια των συμπατριωτών του και σ’ αυτά των Γερμανών, θα κυνηγηθεί και θα φυλακιστεί κατ’ επανάληψη. Μετά τη λήξη του πολέμου, η γαλλική δικαιοσύνη τον θεωρεί προδότη και του κατάσχει την περιουσία, αλλά λίγα χρόνια αργότερα του δίνει χάρη.
Ο Χάιντεγκερ, ένας από τους σημαντικότερους φιλοσόφους του 20ού αιώνα, υπήρξε πράγματι πιστός στο χιτλερικό καθεστώς. Το 1988 κυκλοφόρησε η μελέτη του Γερμανού ιστορικού Ούγκο Οτ, στην οποία επιβεβαιώνεται η πολιτική στράτευση του φιλοσόφου υπέρ του εθνικοσοσιαλισμού. Οι δεσμοί του Χάιντεγκερ με τους ναζί φαίνεται πως δεν ήταν προσωρινοί. Κι αν παραιτήθηκε από πρύτανης του πανεπιστημίου του Φράιμπουργκ το 1934, δεν ήταν λόγω της αντίθεσής του με την πολιτική των ναζί, αλλά επειδή θεωρούσε ότι είχε αποτύχει στην αποστολή του. Κατά τα χρόνια που ακολούθησαν παρέμεινε πιστός εθνικοσοσιαλιστής, κι ας δέχτηκε τις επιθέσεις αρκετών μελών του ναζιστικού κόμματος. Όταν τελείωσε ο πόλεμος, ο Χάιντεγκερ δεν βρήκε ούτε μια λέξη για να καταγγείλει τα εγκλήματα που είχαν διαπραχτεί.
Στην Ελλάδα
Ο πόλεμος, η ιταλική και η σκληρή γερμανική κατοχή κι έπειτα η αντίσταση λειτούργησαν σαν τροχοπέδη για την πεζογραφική παραγωγή εκείνης της περιόδου. Η περίοδος 1940-1945 μπορεί να θεωρηθεί ως μεταβατική. Βιβλία που αφορούν τον πόλεμο ή την αντίσταση είναι αδύνατον να κυκλοφορήσουν όσο διαρκεί η λογοκρισία των ναζιστικών αρχών. Όπως επισημαίνει ο Μάριο Βίτι στην «Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας», όσα έργα δημοσιεύονται τότε στηρίζονται σε θέματα που ανακαλούν στην μνήμη το παρελθόν, είτε ιστορικό, είτε προσωπικό, και σε θέματα ξένα προς τον κοινωνικό προβληματισμό.
Ο Φώτης Κόντογλου νοσταλγεί περασμένους καιρούς («Φημισμένοι άντρες και λησμονημένοι», 1942), ο Ηλίας Βενέζης αναπολεί τα παιδικά του χρόνια στα παράλια της Μικράς Ασίας («Αιολική γη», 1943), ο Στρατής Μυριβήλης ζωντανεύει τον «Βασίλη Αρβανίτη», έναν λαϊκό άντρα όλο ομορφιά και ζωϊκή ορμή (1943), και ο Άγγελος Τερζάκης παρουσιάζει εμπλουτισμένο το αρτιότερο πεζογράφημά του, την «Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ», καταφεύγοντας στον 13ο αιώνα, την εποχή της φραγκοκρατίας στην Πελοπόννησο (1945). Ο Νίκος Καζαντζάκης στα χρόνια της κατοχής γράφει το έργο που στη συνέχεια θα κάνει το γύρο του κόσμου, το «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» (1945). Κι ο Παντελής Πρεβελάκης εμπνέεται από το νησί του και την ίδια χρονιά παρουσιάζει την «Παντέρμη Κρήτη», ένα επικό «χρονικό του σηκωμού του ΄66», της μεγαλύτερης από τις επαναστάσεις των Κρητικών.
Βλέπουμε τους εκπροσώπους της γενιάς του ΄30 να περνούν μια κρίση αξιών και να στρέφονται προς ιστορικά θέματα. Δεν μπορούμε όμως να μιλήσουμε για αντιστασιακή πεζογραφία. Αν με τον παραπάνω όρο εννοούμε «την αντίσταση που πραγματοποιήθηκε με λογοτεχνικά μέσα ως παράλληλη ενέργεια με την ένοπλη αντίσταση του πληθυσμού», γράφει ο Μ. Βίτι, «παρόμοια δράση δεν υπήρξε. Η συμπεριφορά της ποίησης στάθηκε πιο δραστήρια».
Πράγματι, υπήρξαν ποιητές που διακινδύνεψαν την παράνομη κυκλοφορία έργων τους, όπως ο Σωτήρης Σκίπης, ο Άγης Θέρος και ο Άγγελος Σικελιανός. Την ίδια εποχή ο Γιάννης Ρίτσος γράφει το αφηγηματικό του ποίημα «Η τελευταία Π.Α εκατονταετία» και ο Νίκος Γκάτσος κυκλοφορεί σε χειρόγραφο την «Αμοργό». Λίγο πριν από την απελευθέρωση, επίσης, κυκλοφορεί λαθραία ο ύμνος του Εγγονόπουλου στον ηρωισμό και την ελευθερία «Μπολιβάρ, ένα ελληνικό ποίημα». Και την επόμενη χρονιά, δημοσιεύεται στο περιοδικό «Τετράδιο Δεύτερο», το ποίημα του Ελύτη «Άσμα ηρωϊκό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας».
Τον τελευταίο χρόνο της κατοχής, το 1944, η εκδοτική κίνηση είναι μειωμένη. Πολλά λογοτεχνικά περιοδικά κλείνουν ή καθυστερούν την έκδοσή τους, παρατηρείται σημαντική έλλειψη χαρτιού, η δραχμή χάνει εντελώς την αξία της ενώ η τρομοκρατία των Γερμανών και των Ταγμάτων Ασφαλείας αυξάνεται συνεχώς. Λίγο πριν από τα αιματηρά γεγονότα του Δεκέμβρη, η δραστηριότητα των Ελλήνων συγγραφέων είναι και περιορισμένη και δημοσιογραφικού χαρακτήρα, σημειώνει ο Αλέξανδρος Αργυρίου στην εισαγωγή του στη «Μεταπολεμική πεζογραφία» (εκδ. Σοκκόλη).
Το 1945, ωστόσο, δεν υπάρχει πια λογοκρισία. Η εκδοτική δραστηριότητα γνωρίζει καλύτερες μέρες. Παλιά και νεότερα περιοδικά κυκλοφορούν κανονικά. Ο Νικηφόρος Βρεττάκος υπερασπίζεται με την ποίησή του την εξέγερση της Αθήνας, ο Μενέλαος Λουντέμης γράφει το «Μεγάλο Δεκέμβρη» και η Μέλπω Αξιώτη σημειώνει τη μεγαλύτερη επιτυχία της χρονιάς καθώς το «Απάντηση σε 5 ερωτήματα» πουλάει 6.000 αντίτυπα μέσα σε λίγες μέρες.
Τότε είναι που κυκλοφορούν πρώτη φορά τα «Δέντρα» της Μαργαρίτας Λυμπεράκη (εκτός κλίματος, όπως και τα «Ψάθινα καπέλλα» που ακολούθησαν) αλλά και δύο βιβλία εμπνευσμένα από το αλβανικό μέτωπο: το «Μνήμα της Γρηάς» του Άγγελου Βλάχου –όπου δεν καταγράφονται μόνο στιγμές έξαρσης αλλά και πτώσης, κι όπου παρουσιάζονται άνθρωποι πραγματικοί, όχι ιδεατοί–, καθώς και το «Πλατύ ποτάμι» του Γιάννη Μπεράτη, ο οποίος αν και στο παρελθόν είχε αποστραφεί οτιδήποτε το ηρωικό, τώρα εκφράζει όσο κανείς άλλος την κάθαρση που επέφερε στους Έλληνες ο πόλεμος της Αλβανίας. Τον άλλο χρόνο, το 1947, ο ελληνοϊταλικός πόλεμος θα ζωντανέψει από ένα βιβλίο ακόμα: τους «Αρματωμένους» του Λουκή Ακρίτα, μετέπειτα υπουργού του Γεωργίου Παπανδρέου.
Όμως οι πόλεμοι δεν έχουν τελειωμό. Το δράμα της εμφύλιας διαμάχης έχει ξεσπάσει. Ένα νέο κεφάλαιο ανοίγει στην ελληνική ιστορία. Κι η ελληνική λογοτεχνία αποκτά μια ανεξάντλητη δεξαμενή συγκρούσεων, ιδεολογικών χασμάτων και παθών.