Η επέτειος είναι απλώς μια αφορμή για να θυμηθείς αυτό που χρυσώνεται, που μένει πάντα εκεί και αντί να απομακρύνεται, ανεβαίνει προς το ζενίθ του. Αυτό συμβαίνει με τον Οδυσσέα Ελύτη, ο οποίος, αντί να ξεχνιέται, είκοσι κιόλας χρόνια μετά τον θάνατό του, σήμερα μοιάζει πιο αδυσώπητος, μέσα στην αλήθεια του, από ποτέ. Μοιάζει να αντιστρέφει, άθελά του, την ασχήμια, τη στιγμή ακριβώς που ένα ακόμα πολιτικό συμβάν, μια αποσπασματική είδηση, ένα θορυβώδες δημοσίευμα, καταδεικνύουν ότι τα πράγματα απλώς δεν θα μπορούσαν να είναι αλλιώς. Οι σάπιοι θρύλοι βγάζουν πια μια αποφορά από τα ντουλάπια της ιστορίας, ενώ το παλιό ορίζεται ως νέο και το νέο ως παλιό. Αντίθετα, ο Ελύτης είναι εδώ ?ποτέ νεκρός, μα πάντα ολοζώντανος?, για να μας θυμίσει ότι μπορούμε να βρούμε το ανέφικτο, ακριβώς επειδή οφείλουμε να επινοήσουμε το καθημερινό. Γι' αυτό και το λεύκωμα με τον ακριβή τίτλο Ο Ναυτίλος του Αιώνα που εκδόθηκε το 2011, αλλά εξακολουθεί να κυκλοφορεί σήμερα σε ανατύπωση, σε επιμέλεια και σύνθεση Ιουλίτας Ηλιοπούλου από τις εκδόσεις Ίκαρος δεν είναι μόνο ένας φόρος τιμής στον ποιητή αλλά και ένα νοερό και πραγματικό καταφύγιο. Ελύτης εδώ και τώρα, λοιπόν, ως απάντηση σε ένα ελληνικό παρόν που χάσκει μετέωρο και κενό.
Στο λεύκωμα επανέρχονται με τρόπο καίριο όσα πολύτιμα έχουμε κρατήσει από τον Ελύτη: το φως, τα βιβλία, η γλώσσα, το όραμα, η μουσική (σε κεφάλαια που φέρουν ακριβείς τίτλους όπως «Άξιον Εστί το φως», «Ποίηση μόνον είναι Κείνο που απομένει» ή «Ανάγκη να μετατρεπόμαστε κάθε στιγμή σε εικόνα»). Στην αρχή παρατίθεται χρονολόγιο, ενώ στη συνέχεια ζωντανεύει, μέσα από αποσπάσματα, φωτογραφίες και κολάζ, ο κόσμος του ποιητή. Πολλοί συνέβαλαν στην οργάνωση του υλικού (η φιλόλογος Φωτεινή Τασιού, η Μαρία Ζουράρη στην τεκμηρίωση του εικονογραφικού υλικού, Νίκος Κυριακίδης στην επιμελημένη επεξεργασία κάθε σελίδας, ο Ηλίας Καφάογλου και Μαριλένα Πανουργιά στην προσωπική εργασία). Η παρεμβατική διάθεση που κατευθύνει το έργο, θέτοντας άδηλα το ερώτημα «γιατί ο Ελύτης», δίνεται στον πρόλογο που υπογράφει η Ιουλίτα Ηλιόπουλου, επιμένοντας πως οι λέξεις του συνιστούν «προτροπές πράξης» και «εφαλτήρια ενεργειών». Αυτό κρατάμε ως προαπαιτούμενο, ενδεχομένως και ως απάντηση στο γιατί ο Ελύτης τώρα. Δεν είναι παράταιρο, αν σκεφτείς πως τα δεδομένα της ποίησης ή του οράματος του ποιητή δεν ήταν καθόλου ασαφή, παρά όριζαν το τσαγανό ενός κόσμου εντελώς αδιαπραγμάτευτου από τότε. Αυτό συμβαίνει και σήμερα, σε μια εποχή κατά την οποία τα πάντα μοιάζουν ηττημένα και η σκέψη του προβάλλει ως το μοναδικό νόημα που θα μπορούσε κανείς να προτάξει απέναντι στο κενό. Μια σκέψη που δεν υποτάχθηκε σε καμία εξωτερική συνθήκη ή συμβεβηκός και έμεινε αγέρωχη, να στοχάζεται δυνατά και βαθιά από το πιο χαμηλό σημείο της ελληνικής συνθήκης. Η απλή πέτρα από την ξερολιθιά όπλισε τα χέρια του ποιητή ώστε να γράψει στίχους, διεκδικώντας με πάθος την αλήθεια που επιβάλλουν η απλότητα, το μικρό ελάχιστο φέγγος που παραμένει κρυμμένο στο πιο οδυνηρό έλλειμμα: «Λίγη καθαρή καρδιά ζητάει πάντοτε το Απίθανο για να φανερωθεί (...)
Ας τον ακολουθήσουμε σε αυτό το όραμα από το οποίο «έβγαινε μια αίσθηση και η αίσθηση αυτή οδηγούσε πάλι σ' ένα όραμα. Είχε σημασία η κίνηση. Θέλω να πω, η παράλληλη κίνηση της ψυχής ή αλλιώς και το αιώνιο».
Και, βέβαια, με τις αισθήσεις και με την ανταλλαγή τους οι απλοί άνθρωποι γνώρισαν ανέκαθεν τον κόσμο και οι ποιητές το μέλλον τους μέσα στον ουρανό» φανερώνει επίσης το απόσπασμα που παρατίθεται στο λεύκωμα (από τα «Ανοιχτά Χαρτιά»). Έτσι και τώρα: τι χρειαζόμαστε ακριβώς για να είμαστε πλούσιοι; Γιατί, τελικά, έχουμε ανάγκη το όραμα και όχι μόνο τα λεφτά; (και αυτό είναι που πρέπει να αναρωτιόμαστε σε καιρό κρίσης). Λίγη ελευθερία που μπορεί να φυσάει από την οντολογική αυτοτέλεια, καθώς και Τέχνη-Τύχη-Τόλμη, Τύχη που ανήγαγε ο ίδιος ο Ελύτης σε προσωπικό και καθολικό μανιφέστο. Άλλωστε, αυτά τα τρία ποτέ δεν τα διαχώρισε και μπαίνοντας με θάρρος στον ορμητικό ποταμό που βάφτισε τον Ηράκλειτο κατάλαβε πως η αντίφαση δεν δείχνει αδιέξοδα παρά δρόμους. Δείχνει λειτουργία. Αντί για την άρνηση ή τη διαλεκτική που όρισαν γενιές και γενιές των Δυτικών, η κατάφαση του απλού και του ωραίου, το θετικό που σαρώνει συντριπτικά την αρνητική αμφιβολία, έγιναν το ακατάλυτο σύμπαν του ποιητικού του κόσμου. Κάποτε λέγαμε ότι η αθωότητα του Ελύτη είναι εξηγήσιμη, τώρα λέμε ότι είναι επιβεβλημένη. Ενδεχομένως να μην καταλάβαμε πως ο ήλιος που έρχεται να λούσει τα τραύματα δεν ήταν αυτός ενός γλυκού πρωινού αλλά μιας σαρωτικής και ισοπεδωτικής αλήθειας. Αν κάτι, επομένως, ξαναφέρνει τον Ελύτη στο προσκήνιο ως περισσότερο επίκαιρο από ποτέ είναι ότι αποκαλύπτει τα υλικά μιας πολύτιμης ταυτότητας που θέλουμε διαρκώς να ξεχνάμε: «Η ποιητική ματιά κατακυρώνει την παρουσία ενός κόσμου διαφορετικού. Του γνωστού κόσμου που καταλύει τη μοναξιά των στοιχείων, ειρηνεύει τους εχθρικούς πληθυσμούς, υψώνει τις σημαίες στο ύψος της μίας και μόνης σημαίας όλων των ανθρώπων» γράφει στα «Ανοιχτά Χαρτιά». Αυτοί θέλουμε να είμαστε και σε έναν τέτοιο κόσμο ξεχάσαμε να ζούμε.
Ποιος είναι, λοιπόν, αυτός ο κόσμος; Ο μικρός, ο μέγας, που διαθέτει την οξύτητα του αλατιού που λαξεύτηκε στο ανθρώπινο κορμί και τη γλύκα που χαρίζει η αγκαλιά από ένα κορίτσι: «Τη στιγμή που η αόρατη, αλλά και γι' αυτό πιο ουσιαστική, πιο συγκλονιστική θαυματουργία συνεχίζεται με τη μορφή ενός απλού άνθους που ανοίγει τα πέταλά του ή μιας θάλασσας που στραφτοκοπάει στον ήλιο, έχει το δικαίωμα να ελπίζει κανείς ότι, ανάμεσ' από τα φοβερά κυκλοτρόνια, και τους ηλεκτρονικούς εγκεφάλους, μια μέρα, όπως ανάμεσ' από δυο μαλτεζόπετρες, θα ξεφυτρώσει πάλι, σαν καταπόρφυρη παπαρούνα, η Ποίηση. Δε μιλώ για την ικανότητα να συνθέτει κανένας στίχους αλλά για την άλλη ? ν' ανασυνθέτει τον κόσμο κυριολεκτικά και μεταφορικά, έτσι που οι πόθοι του, όσο περισσότερο καταφέρνουν να πραγματοποιούνται, τόσο και πιο πολύ θα συντελούν στο να υλοποιηθεί ένα Αγαθό αποδεκτό από το σύνολο των Ανθρώπων» («Ανοιχτά Χαρτιά», απόσπασμα από το λεύκωμα). Δεν χωρούν εδώ αμφιβολίες, όχι γιατί δεν είναι αποδεκτές ?άλλωστε τα πάντα στην ποίηση του Ελύτη καταυγάζουν ελευθερία? αλλά γιατί κάτι τέτοιο προστάζει το ίδιο το αίτημα της ζωής. Υπέροχο το κεφάλαιο που προτάσσει τις οντολογικές θέσεις του Ελύτη υπό τον τίτλο «Ένα μεταφορικό καλοκαίρι με περίμενε», λαμβάνοντας υπόψη πως αυτό που αγωνιούσε να βρει ο Ελύτης ως άνθρωπος που τον έθρεψε η ποίηση δεν ήταν κάτι έξω από εμάς αλλά η ουσία, το βιος, η αλήθεια και η αγάπη: το μαυροτσούκαλο, η Σαπφώ, που υπήρξε ο πρώτος του και αμετανόητος έρωτας και η μάνα και Παναγιά που άπλωνε την αγκαλιά της στα εκκλησάκια. Σήμερα, που τίποτε από όλα αυτά δεν συνιστούν τη μοναδική μας αλήθεια –πόσο, αλήθεια, αγαπούν και πόσο ερωτεύονται, μέσα σε τόσο θόρυβο, οι άνθρωποι;?, ο Ελύτης έρχεται για να μας τραβήξει ποιητικά από το μανίκι. Ας τον ακολουθήσουμε σε αυτό το όραμα από το οποίο «έβγαινε μια αίσθηση και η αίσθηση αυτή οδηγούσε πάλι σ' ένα όραμα. Είχε σημασία η κίνηση. Θέλω να πω, η παράλληλη κίνηση της ψυχής ή αλλιώς και το αιώνιο». Νυν και αεί θα έλεγαν οι θρησκευόμενοι, συνενώνοντας τον χρόνο. Νυν και αεί θα έλεγε ο μεταφυσικά γήινος ποιητής, πιστεύοντας ταυτόχρονα στο στιγμιαίο και στο αιώνιο.
Το άρθρο είναι από την έντυπη έκδοση της LIFO.