Το έχει αυτό το καλό ο Νίκος Γκιώνης των εκδόσεων Πόλις. Διευκολύνει την ψευδαίσθησή μας ότι παρακολουθούμε, κουτσά-στραβά, το ληξιαρχείο γεννήσεων της ελληνικής λογοτεχνίας και ελάχιστα από τα προικισμένα νεογέννητα μάς ξεφεύγουν. Σχεδόν κάθε χρόνο μάς προσφέρει τουλάχιστον έναν-μία νέο-α συγγραφέα που αξίζει. Στους Κάλλια Παπαδάκη, Σταυρούλα Σκαλίδη και Χρήστο Οικονόμου των αμέσως προηγούμενων χρόνων πρόσθεσε φέτος τη Βασιλική Πέτσα (για την οποία έγινε δικαίως ντόρος) αλλά και την Ευγενία Μπογιάνου, που θα ‘λεγα ότι δεν την πρόσεξαν όσο της αξίζει.
ΕΜΕΝΑ ΑΥΤΗ ΚΥΡΙΩΣ με εντυπωσίασε, διότι δεν δήλωνε «εδώ το καινούργιο, το προχωρημένο, το σοφό, το άγριο, το αιρετικό, το ψαγμένο, το βαθυστόχαστο» βιβλίο. Η συλλογή διηγημάτων της Κλειστή Πόρτα από τις πρώτες σελίδες της σε εκπλήσσει με την απλότητα του ύφους. Λες, μπα, κι εγώ μπορώ να γράψω έτσι. Αμ, δε. Οι σύντομες, καθόλου πρωτότυπες φράσεις της, που δεν φοβούνται να επαναληφθούν, είναι ό,τι χρειάζονται τα πρόσωπά της για να αποκτήσουν μέγεθος, παρουσία, πειθώ, να μας σύρουν στον κόσμο και τις περιπέτειές τους, να μας επιβληθούν. Και κάτι ακόμα: η Μπογιάνου δεν ηθικολογεί, δεν κρυφοπολιτικολογεί - κι ας είναι Αριστερή. Γι’ αυτό και οι ιστορίες της -κάποιες από αυτές καθόλου άσχετες με την κρίση, κι ας γράφτηκαν δυο χρόνια πριν- μπορούν να αγγίξουν τον καθένα σε μια Ελλάδα διχασμένη κι έτοιμη να βρει παντού εχθρούς, να ρίξει και κάνα γιαούρτι.
Η ψηλόλιγνη νέα γυναίκα που έχω απέναντί μου έχει μια ωριμότητα και μια ηρεμία που δεν λείπουν ακόμα και από τα πιο ακραία διηγήματά της. «Φαίνονται έτσι λιτά, αλλά είναι δουλεμένα κείμενα. Δεν είναι απλό πράγμα η λιτότητα, δύσκολα κατακτιέται. Μακάρι να τα έχω καταφέρει. Έχω μια εύκολη πρώτη γραφή, αλλά μετά δουλεύω πολύ πάνω στη γλώσσα. Μου αρέσει να υπάρχουν στη λογοτεχνία σαφήνεια και ξεκάθαρη πρόθεση. Ακόμα και ως άνθρωπος, τα πολλά στολίδια τα αποφεύγω», λέει.
Η 44 ΧΡΟΝΗ ΕΥΓΕΝΙΑ ΔΕΝ ΑΡΓΗΣΕ ΝΑ ΒΓΕΙ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Πριν οκτώ χρόνια, το πρωτόλειό της, πάλι διηγήματα, πέρασε «απαρατήρητο», όπως παραδέχεται (Το Μυστικό, εκδόσεις Ροές). «Έχω εξασκηθεί στην απόρριψη. Ειδικά όταν γράφεις διηγήματα, πρέπει να έχεις πολύ γερές αντοχές», λέει. Περίεργο, εφόσον όλο και περισσότερα διηγήματα, ελληνικά και ξένα, με πιάνω να απολαμβάνω. Το ίδιο ισχύει και για την Ευγενία, που αυτή την εποχή ζει ανάμεσα στις τρεις συλλογές του Ρέιμοντ Κάρβερ που έβγαλε το Μεταίχμιο.
Η ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΤΗΣ ΔΟΥΛΕΙΑ είναι η φωτογραφία. Όταν κατέβηκε από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα το 1987, φωτογραφία σπούδασε, στούντιο διαφημιστικής φωτογραφίας είχε επί χρόνια. Μέχρι που η κρίση χτύπησε τον χώρο αλλά και η λογοτεχνία σήκωσε απαιτητική κεφάλι. «Πάντα έγραφα περιστασιακά, ημερολόγιο, πράγματα σκόρπια από δω και από ‘κει. Αλλά δεν παίρνεις εύκολα την απόφαση να γράψεις πιο σοβαρά και ίσως να εκδώσεις», εξηγεί η Ευγενία. «Όσο πιο πολύ διάβαζα κι έμπαινα στη λογοτεχνία, τόσο περισσότερο ήθελα να κάνω κι εγώ κάτι».
ΤΕΤΡΙΜΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ η ερώτηση αν η πρώτη τέχνη της επηρέασε τη δεύτερη. Διστάζει λίγο, αλλά «ναι», απαντά, «πολλές φορές έχω μια εικόνα στο μυαλό μου και θέλω να τη διηγηθώ με λέξεις, να τη φωτίσω με έναν άλλο τρόπο». Κάποιο παράδειγμα από το βιβλίο; «Μια γυναίκα μέσα σε ένα σουβλατζίδικο, καλοκαίρι, ιδρωμένη από την κορφή μέχρι τα νύχια, να κόβει και να τυλίγει γύρο...», λέει. Είναι η Μάγια από την Τιφλίδα, που έχει βαφτίσει ένα διήγημα. Τα πρόσωπα, όμως, της Μπογιάνου κυκλοφορούν ελεύθερα από ιστορία σε ιστορία, τόσο που κάποιοι διάβασαν το βιβλίο και σαν μυθιστόρημα.
Η ίδια διαφωνεί. «Αυτή η σκυταλοδρομία χαρακτήρων δεν υπήρχε στο μυαλό μου. Όταν, όμως, ολοκλήρωσα την πρώτη ιστορία, του άρρωστου πατέρα που θα ‘θελε να έχει -και δεν έχει- δίπλα του την κόρη του, σκέφτηκα να δω και τη δική της πλευρά. Κι αυτό το παιχνίδι μου άρεσε, να πιάνω πρόσωπα κάπως περιθωριακά σε ένα διήγημα και να λέω και τις δικές τους ιστορίες. Αλλά δεν είχα στο μυαλό μου μυθιστόρημα, διηγήματα ήθελα να γράψω και διηγήματα έγραψα».
ΟΛΕΣ ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΣΚΛΗΡΕΣ, σκοτεινές. Όταν διάβασε τα διηγήματα η 16χρονη κόρη της, «πολλά χρέη, ρε μαμά...», της είπε. «Τι να κάνουμε, έτσι είναι η ζωή, ρίξε μια ματιά γύρω σου να δεις τι γίνεται», ήταν η απάντηση της Ευγενίας. «Ζω την κρίση στο πετσί μου, βλέπω γύρω μου δυστυχία, αγωνία και κοινωνική κατάθλιψη. Οι κυβερνήσεις δεν μου εμπνέουν πια καμιά εμπιστοσύνη, οι ίδιοι που δημιούργησαν το χρέος καλούνται να δώσουν λύση. Πείτε το ουτοπικό, πείτε το αφέλεια, αλλά ελπίζω σε μια ενωμένη Αριστερά που, σ’ αυτές τις ακραίες καταστάσεις, θα κάνει την υπέρβαση και θα ξεπεράσει τις διαφορές της».
ΔΙΚΗ ΤΗΣ ΔΙΑΦΥΓΗ και παρηγοριά η τέχνη. Και μεγάλη της «τύχη», όπως λέει, τα παιδιά της. Εκτός από τη δύσκολη 16χρονη, τη διεκδικούν ακόμα ένας γιος, που δίνει Πανελλήνιες, και μια τετράχρονη μικρούλα από τον δεύτερο γάμο της με τον ποιητή και δημοσιογράφο Κώστα Καναβούρη. Ξυπνάει στις 6:30 το πρωί για να γράψει. «Συνέχεια με κυνηγάει ο χρόνος», λέει. «Νομίζω ότι, αν είχα περισσότερο, θα μπορούσα να κάνω όχι πιο πολλά, αλλά πιο σοβαρά πράγματα».
σχόλια