ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΕΥΡΩΚΕΝΤΡΙΣΜΟΣ, πώς προσδιορίζεται και ποιο είναι το ιδεολογικό του στίγμα; Πώς η Ευρώπη και πιο συγκεκριμένα η Δυτική διεκδίκησε για εαυτήν την πρωτοκαθεδρία στην παγκόσμια ιστορία και την πρόσληψή της; Πώς ορίζεται ο λεγόμενος ευρωπαϊκός κανόνας και πόσο αξιόπιστος είναι; Αληθεύει ότι ο άνθρωπος, το πνεύμα και η ελευθερία – και μαζί ο Διαφωτισμός, η δημοκρατία, η ανοικτή κοινωνία αλλά και ο καπιταλισμός ως υποτιθέμενος εγγυητής των τελευταίων - ανήκουν στην Ευρώπη ενώ η φύση, η ύλη, ο φαταλισμός, βεβαίως και ο δεσποτισμός στην Ασία και αν είναι έτσι, πώς εξηγούνται οι ευρωπαϊκοί ολοκληρωτισμοί, οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι και το Ολοκαύτωμα;
Αυτά και άλλα συναφή ερωτήματα διερευνά το νέο βιβλίο του Αντώνη Λιάκου, με το 3ο κεφάλαιο από όπου προέρχεται το απόσπασμα να εστιάζει στην πολιτική και πολιτιστική κληρονομιά της Γηραιάς Ηπείρου και στα κατά καιρούς οράματα περί μιας ενωμένης Ευρώπης. Στο πλαίσιο αυτό εξετάζονται ο ρόλος των ΗΠΑ και του «Ψυχρού Πολέμου» στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής αυτοεικόνας μεταπολεμικά και η «νέα Ευρώπη» που προέκυψε μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, το φλέγον ζήτημα της Ουκρανίας επίσης «η ιστορία της οποίας (φέρεται να) ανήκει και αυτή στη Δύση, ιδιαίτερα μετά την “Πορτοκαλί Επανάσταση” του 2004-5 έναντι της ομογάλακτης χιλιετούς ρωσικής κουλτούρας η οποία ανήκει στην... Ασία!», καθώς επισημαίνει.
Η Ανατολική Ευρώπη και η ιδέα της Ευρώπης
(Απόσπασμα από το υπό έκδοση βιβλίο του Αντώνη Λιάκου «Ο ευρωπαϊκός κανόνας και η αρνητική συνείδηση» (Εκδόσεις Πόλις)
Η ψυχροπολεμική εποχή
Οι μεγάλοι πόλεμοι είχαν πάντοτε μια ισχυρή επίδραση στην ιστοριογραφία. Η ανάγκη να ανασυνδυαστούν οι προπολεμικές ταυτότητες, οι εμπειρίες του πολέμου και οι νέες μεταπολεμικές πραγματικότητες έκαναν εντονότερες και με μεγαλύτερο πάθος τις ιστορικές συζητήσεις. Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος άνοιξε βαθιές ρωγμές στην ευρωπαϊκή αυτo-εικόνα και αυτοεκτίμηση. Τόσο βαθιές, ώστε επικράτησε η ιδέα πως είχε φτάσει το τέλος της ευρωπαϊκής ιστορίας. Εκείνοι που θα την κληρονομούσαν θα ήταν πλέον η βορειοατλαντική κοινότητα, οι χώρες στις δυο ακτές του Ατλαντικού. Η ιδέα αυτή ενισχύθηκε στα χρόνια του ψυχρού πολέμου και απέκτησε πολλές θεσμικές μορφές όπως το Σχέδιο Μάρσαλ, το Δόγμα Τρούμαν, και τέλος το ΝΑΤΟ. Ο κανόνας ξανασχεδιάστηκε με βάση την αντιπαλότητα Δύσης και Ανατολής και ο Ατλαντικός ανακηρύχτηκε «εσωτερική θάλασσα του Δυτικού πολιτισμού». Η στροφή από την Ευρωπαϊκή στη Δυτική ιστορία πραγματοποιήθηκε με τη δημιουργία και τη χρήση εννοιών που ουσιαστικοποιούσαν και κωδικοποιούσαν την έννοια «δυτικός πολιτισμός». Έτσι ο δυτικός πολιτισμός είχε «ελληνορωμαϊκές» και «ιουδαιοχριστιανικές» ρίζες, χαρακτηριζόταν από την φιλελεύθερη-συνταγματική εξέλιξη και από την ελεύθερη αγορά, κοινή σε δυτική Ευρώπη και Ηνωμένες Πολιτείες.
Με τον τρόπο αυτό, ο κανόνας του δυτικού πολιτισμού (που περιλάμβανε και την Ιαπωνία, ως σύμμαχο της Δύσης), έγινε ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους της παγκόσμιας τάξης στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Σύμφωνα με τον Sir George Clark, στην εισαγωγή του στην ‘New Cambridge History’, « ο πολιτισμός […] από τον 15ο αιώνα, απλώθηκε από το αρχικό ευρωπαϊκό του σπίτι, αφομοιώνοντας διαφορετικά στοιχεία καθώς απλωνόταν, έως ότου ρίζωσε, αλλού βαθύτερα, αλλού επιφανειακότερα, σε όλα τα μέρη του κόσμου”. Η μετατόπιση του κανόνα από την «Ευρώπη» στη «Δύση», βρήκε θερμούς υποστηρικτές στους ανατολικοευρωπαίους διανοουμένους και ιστορικούς που κατέφυγαν μεταπολεμικά στις ΗΠΑ, όπως οι Oskar Halecki και Francis Dvornik. Για τον πρώτο, η παλαιά διάκριση της ευρωπαϊκής ιστορίας σε αρχαία, μεσαιωνική και νεώτερη, χρειαζόταν να αντικατασταθεί από μια καινούργια που θα περιλάμβανε μια «πρωτο-Ευρώπη», από την ελληνορωμαϊκή περίοδο έως την εξάπλωση του Ισλάμ στη Μεσόγειο, μια δεύτερη περίοδο, την κυρίως ευρωπαϊκή, από τον μεσαίωνα έως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, και μια τρίτη, την «ατλαντική περίοδο», από την αμερικάνικη επανάσταση έως την αποδιάρθρωση της Ευρώπης μέσα από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τον ψυχρό πόλεμο, δηλ. την σύγχρονή του εποχή. Ο εξόριστος πολωνός ιστορικός πίστευε ότι ο ευρωπαϊκός πολιτισμός θα μπορούσε να επιζήσει ως δυτικός πολιτισμός πέραν των συνόρων της παλιάς ηπείρου. Το κριτήριο του νέου κανόνα ήταν η λέξη «ελευθερία». Ο Halecki πρότεινε την εισαγωγή δυο εννοιολογικών αξόνων, ενός ιστορικού και κατακόρυφου και ενός γεωγραφικού και οριζόντιου. Σύμφωνα με τον ιστορικό άξονα, η ευρωπαϊκή ιστορία μπορούσε να συνοψισθεί σε μια ιστορία της ελευθερίας και των εχθρών της. Σύμφωνα όμως με τον γεωγραφικό άξονα, η ελευθερία ήταν όπως μια γραμμή, παχιά και έντονη στο κέντρο, λεπτή στην περιφέρεια της Ευρώπης, η οποία ηγεμονευόταν από εξω-ευρωπαϊκές δυνάμεις, όπως η Ισπανία από τους Άραβες, τα Βαλκάνια από τους Οθωμανούς, και η Ανατολική Ευρώπη από τους Ρώσους. Η πολιτική της ιστορίας κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου αρθρωνόταν γύρω από την επιβεβαίωση των δυτικών αξιών και κυρίως της ελευθερίας. Ο δυτικός κόσμος ταυτιζόταν με τον Ελεύθερο Κόσμο, το αντίπαλο δέος του κομμουνιστικού κόσμου, υπογραμμίζοντας τον λόγο της αντίθεσης.
Η επιστροφή στην Ευρώπη
Η πτώση του Βερολίνου το 1989 έθεσε ένα τέλος στην ιστορία της Ατλαντικής Ευρώπης και εμφύσησε μια νέα δυναμική στις παλιές συζητήσεις για τα σύνορα και τα όρια της Ευρώπης, την ευρωπαϊκή ταυτότητα, το περιεχόμενο της ευρωπαϊκότητας, με δυο λόγια τον κανόνα της ευρωπαϊκής ιστορίας. Αυτή η συζήτηση είχε αρχίσει στην δεκαετία του 1970 και την προκάλεσαν μια σειρά γεγονότα. Η εναντίωση στην σοβιετική εισβολή που ακύρωσε την Άνοιξη της Πράγας το 1968, ο αντίκτυπος στη δυτική Ευρώπη από τη δημοσίευση του βιβλίου του Σολτζενίτσιν Αρχιπέλαγος Γκούλαγκ το 1973, η ματαίωση των μεταρρυθμίσεων στην Ουγγαρία, η «Χάρτα 77» που αποτέλεσε την πρώτη μαζική αντίδραση των αντιφρονούντων διανοουμένων στην Ανατολική Ευρώπη, η ανάπτυξη της Solidarnosk (Αλληλεγγύη) και το πραξικόπημα του στρατηγού Γιαρουζέλσκι στην Πολωνία το 1981,αποτελούσαν εμβληματικά γεγονότα της «ξανα-ανακάλυψης της ανατολικής κεντρικής Ευρώπης» με πρωταγωνιστές τους αντιφρονούντες διανοούμενους. Η εναντίωση στη σοβιετική κυριαρχία των χωρών τους, τους έστρεψε σε μια εξιδανικευμένη εκδοχή της ευρωπαϊκής ιστορίας, αλλά και στην αναζωπύρωση παλαιών διαχωρισμών. Τόνιζαν την ευρωπαϊκότητα της ανατολικής κεντρικής Ευρώπης, σε αντίθεση με την μη- ευρωπαϊκότητα της ανατολικής Ευρώπης. Η «επιστροφή στην Ευρώπη» (από την οποία είχαν «απαχθεί από τον Στάλιν» μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου) θεωρήθηκε μια πολιτική εναλλακτική στα κομμουνιστικά καθεστώτα. Μεγάλο αντίκτυπο είχε το άρθρο του Μίλαν Κούντερα «Η τραγωδία της Κεντρικής Ευρώπης» (1984) στο οποίο διακήρυττε ότι η ανατολική κεντρική Ευρώπη, ιστορικά ήταν μέρος του δυτικού πολιτισμού αλλά «απήχθη» από το σοβιετικό καθεστώς που ανήκε σε έναν άλλο, εντελώς διαφορετικό πολιτισμό, τον Ανατολικό. Το χειρότερο όμως δεν ήταν αυτό, αλλά το γεγονός ότι η Δυτική Ευρώπη αδιαφορούσε επειδή δεν αντιλαμβανόταν τον εαυτό της ως μια κοινότητα πολιτισμού. Δεν θεωρούσε δηλαδή ότι οι αξίες, η κουλτούρα, είναι σημαντικότερη από την πολιτική. Οι διανοούμενοι που μοιράζονταν τις ιδέες αυτές (Vaclav Havel, Jiri Hajek, Pavel Kohout, ο πολωνός ιστορικός Adam Michnik, κ.α.) δημιούργησαν μια εξιδανικευμένη ιστορία της Ευρώπης και διακήρυξαν την Ανατολική Κεντρική Ευρώπη, ως το σύνορο απέναντι στην ανατολική Ευρώπη η οποία περιγραφόταν με οριενταλιστικούς όρους. Σύμφωνα με τον πολωνοαμερικανό ιστορικό PiotrWandycz (1992)
«Η Βοημία, η Ουγγαρία, η Πολωνία πράγματι ανήκουν στον δυτικό πολιτισμό. Ο χριστιανισμός και ότι αντιπροσωπεύει έφτασε σε αυτές τις χώρες από τη Ρώμη, ή για να το θέσω διαφορετικά, η δυτική επίδραση ήταν κυρίαρχη και διήρκεσε. Οι λαοί της κεντροανατολικής Ευρώπης διαμορφώθηκαν από την εμπειρία όλων των μεγάλων ιστορικών ρευμάτων: την Αναγέννηση, τη Μεταρρύθμιση, τον Διαφωτισμό, την γαλλική και τη βιομηχανική επανάσταση. Διέφεραν ριζικά από την Ανατολή. Τα ανατολικά τους σύνορα συμπίπτουν με τα σύνορα της Ευρώπης.
Επιχειρήματα αυτού του τύπου ήταν στην πραγματικότητα αμυντικά. Δηλαδή, “μην νομίζετε ότι είμαστε εμείς εκτός κανόνα, είναι οι γείτονές μας”. Ήταν μια μεταφορά του στίγματος και μια αναπαραγωγή του οριενταλισμού. Αυτή η τάση η μια ευρωπαϊκή περιοχή να περιγράφει την άλλη, ανατολικότερα και νοτιότερα, ως πρωτόγονη και απολίτιστη, θα ονομαστεί στη δεκαετία του ’90, με αφορμή τους γιουγκοσλαβικούς πολέμους, nesting orientalism ο οποίος θα μπορούσε να αποδοθεί στα ελληνικά ως φωλιασμένος ή ενθυλακωμένος οριενταλισμός.
Η δεύτερη διάσταση αυτού του επαναπροσδιορισμού της ιστορίας στην ανατολική κεντρική Ευρώπη είναι η εκκαθάριση της ιστορίας από τις σκοτεινές της πλευρές (δικτατορίες, αντισημιτισμός, εθνοκαθάρσεις). Για τον λόγο αυτό οι αναφορές στην προ και μετά τον πόλεμο ιστορία συνήθως απουσίαζε, και όπου γίνονταν λόγος για την εξόντωση των Εβραίων, αποκρυπτόταν η εθνική συμμετοχή. Στον αποκαθαρμένο κανόνα των κεντροανατολικών ευρωπαίων θέση είχαν μόνο αξίες όπως η ελευθερία, η ανοικτή κοινωνία, η δικαιοσύνη, η αξιοπρέπεια, η κοινωνία των πολιτών, η δημοκρατικότητα. Η Ρωσία και η Ανατολική Ευρώπη ήταν όχι μόνο ξένες αλλά και αιτία δυστυχίας και καθυστέρησης για την κεντροανατολική Ευρώπη, εξαιτίας των συχνών πολέμων και κατακτήσεων.
Η εμπειρία της κεντροανατολικής Ευρώπης δείχνει ότι η κατασκευή του κανόνα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την περιφέρεια. Ο κανόνας δομούνταν εκεί που χρειαζόταν, ανακαλώντας τη φιγούρα μιας μυθοποιημένης Ευρώπης και των παιδιών της που πότε της τα είχαν αρπάξει από την αγκαλιά της, και πότε τα ίδια αισθάνονταν ανεπιθύμητα από τη μάνα τους. Η δυαδικότητα του χρόνου είναι ξανά παρούσα και αναπαράγεται, όχι ως αρχαϊσμός του αυτοενοχοποιημένου υποκειμένου, αλλά ως η ουσία του επιθυμητού προτύπου. Η Ευρώπη και η ευρωπαϊκή ιστορία φορτίζονται με νοσταλγία της οποίας ο χρόνος δεν είναι ούτε το παρελθόν, ούτε το μέλλον, αλλά το τετελεσμένο μέλλον. Το ανεστραμμένο τηλεσκόπιο εν χρήσει.
Τέλος υπήρχε και μια τρίτη διάσταση: ο εσωτερικευμένος οριενταλισμός. Οι θεωρίες των ιστορικών για τον «εκτροχιασμό της ιστορίας» στην Ανατολική Κεντρική Ευρώπη. Ο Ivan Berend δεν ήταν αντικαθεστωτικός διανοούμενος. Κάθε άλλο! Οικονομικός ιστορικός με κύρος, πρόεδρος της Ουγγρικής Ακαδημίας Επιστημών και μέλος της κεντρικής επιτροπής του κυβερνώντος κόμματος στη δεκαετία του 1980. Μια προσωπικότητα με εμβέλεια. Με τη φιλοδοξία να καλύψει την ιστορία όλης της κεντροανατολικής Ευρώπης και να εξηγήσει που διέφερε από την ιστορία της Δύσης, εξέδωσε μια τριλογία στα αγγλικά (1996-2003), της οποίας η βασική ιδέα μπορεί να συνοψιστεί στον τίτλο του τελευταίου βιβλίου: Εκτροχιασμένη ιστορία. Η κεντρική και ανατολική Ευρώπη στον μακρό 19ο αιώνα. Την παρομοίωση της ιστορίας με τραίνο θα την συναντήσουμε πολλές φορές, σε διαφορετικές εποχές και σε διαφορετικές χώρες. Η ιστορία της κεντροανατολικής Ευρώπης εκτροχιάστηκε, μας λέει ο Ούγγρος ιστορικός, γιατί δεν συμμετείχε σε δυο μεγάλες επαναστάσεις, τη βιομηχανική και τη γαλλική. Είναι σαφής εδώ η επίδραση του βιβλίου του Hobsbaum Η εποχή των επαναστάσεων (199Χ), όπου ταξινομεί την ευρωπαϊκή εμπειρία του μακρού 19ου αιώνα στην τροχιά αυτών των δύο επαναστάσεων. Το γιατί αυτής της «απουσίας» και οι συνέπειές της αποτελούν το περιεχόμενο του βιβλίου. Αλλά από τον 16ο αιώνα, μας λέει ο συγγραφέας, το τραίνο της ιστορίας φαινόταν ότι παρεκκλίνει και ότι η περιοχή μετατρέπεται σε περιφέρεια της δυτικής Ευρώπης. Όχι μόνο ο οικονομικός και πολιτικός εκσυγχρονισμός της ήταν ανεπαρκής και αποτυχημένος, αλλά και ο κοινωνικός της μετασχηματισμός ήταν ατελής, σε σχέση με τη Δύση. Παρά το γεγονός ότι καταργήθηκε η δουλοπαροικία και τα προνόμια των ευγενών, παρά την καθιέρωση καθολικής ανδρικής ψηφοφορίας την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα, εντούτοις οι ευγενείς συνέχιζαν να κυριαρχούν έως ως τη διάλυση των αυτοκρατοριών στον Πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Η αστική τάξη της περιοχής αποτελούνταν κυρίως από ξένους (γερμανούς, εβραίους, έλληνες) και τα αναδυόμενα έθνη στερούνταν ιθύνουσας τάξης, αλλά και μεσαίας τάξης που θα εξασφάλιζε την ομαλή λειτουργία των νέων πολιτικών θεσμών. Τα κράτη της περιοχής επομένως βασίστηκαν στην στρατοκρατία και τη γραφειοκρατία, και εμπνέονταν από αυταρχική ιδεολογία, αντισημιτισμό και ρατσισμό εναντίον των μειονοτήτων. Ο εκτροχιασμός της ιστορίας περιλάμβανε και τις βίαιες μεταβολές, τις αγροτικές εξεγέρσεις, και τις επαναστάσεις του λαουτζίκου στις πόλεις. Το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν κατέρρευσαν οι αυτοκρατορίες και οργανώθηκαν εθνικά κράτη τα οποία αναγνωρίστηκαν από τη Δύση, αποτελούσε μια ευκαιρία το τραίνο να επανέλθει στην κανονική τροχιά του, αλλά χάθηκε. Τα δεινά του εκτροχιασμού όμως δεν είχαν σταματήσει εδώ. Γιατί μετά από αποτυχημένες απόπειρες να εφαρμόσουν έναν φιλελεύθερο καπιταλισμό, οι χώρες της κεντροανατολικής Ευρώπης, ενέδωσαν στην αποστασία έναντι της δύσης, που καθοδηγούνταν από τη Γερμανία και τη Ρωσία. Έτσι υιοθέτησαν φασιστικά καθεστώτα και δικτατορίες ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, και μετά την ήττα της Γερμανίας, ακολούθησαν τη ρωσική αποστασία έναντι της Δύσης, δηλαδή τον «κρατικό σοσιαλισμό», που ο Ούγγρος ιστορικός περιγράφει ως την εξέγερση του 20ου αιώνα των χωρών που αισθάνονταν ταπεινωμένες από την υπανάπτυξή τους και τη συνειδητοποίηση της απόστασης που τις χώριζε από το κέντρο των ιστορικών εξελίξεων. Αυτά αναπτύσσονται, διαδοχικά, στους τόμους Δεκαετίες κρίσης: Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη πριν τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και Κεντρική και ανατολική Ευρώπη 1944-1993: περιπλάνηση από την περιφέρεια στην περιφέρεια. Η έννοια του κανόνα της ιστορικής εξέλιξης είναι παρούσα, ρητά ή υπόρρητα, σε κάθε παράγραφο του βιβλίου. Η τριλογία είναι το αποτύπωμα της επιστροφής του κανόνα στην διανόηση της ανατολικής κεντρικής Ευρώπης.
Πάντως εκείνο το οποίο χαρακτηρίζει τη συζήτηση στην Ανατολική Ευρώπη, είναι η «μεταφορά του στίγματος». Η ουκρανική εκδοχή περιγράφει το φαινόμενο ωθώντας το στα άκρα. Δηλ. η ουκρανική ιστορία ανήκει και αυτή στη Δύση, ιδιαίτερα μετά την «πορτοκαλί επανάσταση» (2004-5), έναντι της ομογάλακτης χιλιετούς ρωσικής κουλτούρας η οποία ανήκει στην … Ασία!
Θα αναρωτηθεί κανείς, πώς απάντησε η Ανατολική Ευρώπη στην έξωσή της από την κοινότητα του πολιτισμού; Η ρωσική εκδοχή αυτής της συζήτησης ήταν η ιδέα του «κοινού ευρωπαϊκού σπιτιού» που προωθούσε η Περεστρόικα. Ορισμένοι, έλεγε ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ το 1987 θέλουν να αποκλείσουν τη Ρωσία από την Ευρώπη, ταυτίζοντας την μόνο με τη δυτική Ευρώπη. Αλλά και η Ρωσία μέρος του δυτικού πολιτισμού είναι, όπως επίσης και η Αμερική. Ακολουθήσαμε ιδιαίτερο πολιτικό δρόμο, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μοιραζόμαστε τον ίδιο πολιτισμό. Η θέση αυτή προκάλεσε αντίθεση. Απέναντι στη Δύση, η Ρωσία εκφράζει πράγματι ένα αντίπαλο δέος, και αυτό είναι η Ευρασία. Οι διαφορές αυτές ήταν περισσότερο πολιτικές παρά πολιτισμικές. Μετά το 1991 και τη διάλυση της ΕΣΣΔ τα πράγματα έγιναν πιο σύνθετα. Ενδιαφέρον όμως έχει η θέση, σύμφωνα με την οποία, η Ρωσία είναι μεν ευρωπαϊκή, δεν είναι δε δυτική. Αυτή η διάσταση ανάμεσα στο «ευρωπαϊκό» και στο «δυτικό», προέρχεται από τον 19ο αιώνα, και είναι περισσότερο κεντρική (και καθεστωτική) από τη διάσταση ανάμεσα στους σλαβόφιλους και τους δυτικιστές. Απηχεί αντιλήψεις με βάθος στον 19ο αιώνα. Δηλ. ο ευρωπαϊκός πολιτισμός αποτελείται από τον ελληνορωμαϊκό και τον χριστιανικό πολιτισμό, τον οποίο μοιράστηκε τόσο η Ρωσία μέσω του Βυζαντίου, όσο και η υπόλοιπη Ευρώπη. Η «δυτική απόκλιση» της ευρωπαϊκής ιστορίας αρχίζει με την Αναγέννηση, τη Μεταρρύθμιση και τη Γαλλική επανάσταση οι οποίες έδωσαν έμφαση στο άτομο και τα δικαιώματά του, έναντι της οργανικής ενότητας της κοινωνίας που προέρχεται τόσο από τον δήμο των αρχαιοελληνικών πόλεων, την χριστιανική ευχαριστιακή κοινότητα και την αγροτική κοινότητα των Σλάβων αγροτών. (Σολοβιόφ και Λεόντιεφ). Παρόμοιο σχήμα μετέρχεται και ο Έλληνας ιστορικός του 19ου αιώνα Σπυρίδων Ζαμπέλιος.