«Στην Ελλάδα! Στην Ελλάδα! Αντίο όλοι! Η ώρα του φευγιού είναι!
Γιατί επιτέλους, μετά απ’ το αίμα του μαρτυρικού αυτού λαού
το ευτελές το αίμα των δημίων του αναβλύζει!
Στην Ελλάδα στους φίλους μου! Εκδίκηση! Ελευθερία!
Τουρμπάνι στο κεφάλι μου! Στο χέρι μου η σπάθα!
Εμπρός! Νάτο το άλογο, που κάποιος το σελώνει!»
(Βίκτωρ Ουγκώ: «Ενθουσιασμός»)
«Τα Κεφάλια του Σαραγιού» του François Flameng (1856-1923), εμπνευσμένο από το ομώνυμο ποίημα του Ουγκώ. Ο Φλαμένγκ υπήρξε σημαντικός ζωγράφος, αναγνωρισμένος ιδίως για τους πίνακές του με ιστορικά θέματα.
Στα «Κεφάλια», ο Ουγκώ υμνεί τους νεκρούς του 1821. Ακολουθεί ένα απόσπασμα, σε μετάφραση-διασκευή Ανδρέα Καφετζόπουλου:
«Ω! Ναι! Κανάρη Ναύαρχε! Συ βλέπεις το Σαράι
κι αυτό του Μάρκου Βότσαρη τ’ αγέρωχο κεφάλι
όπου το εξεθάψανε μέσα από το μνήμα
και την καινούργια τους γιορτή στολίσανε και πάλι
Μέσα εις το κυβούρι μου εμπήκαν με μανία
κι εκεί οι Τούρκοι επίμονα κι εκεί μ’ εκυνηγήσαν
ούτε εκεί ο άμοιρος δεν βρήκα ησυχία!
Και τη γιορτή τους με αυτό οι άπιστοι στολίσαν.
Ιδές αυτά τα κόκκαλα που είν’ σκελετωμένα
και συ μου τα εξέλαβες για σκιάχτρο εδ’ απάνου
που τα σκουλίκια λαίμαργα έχουν αφανισμένα
τα ξέθαψαν και τάστειλαν πεσκέσι του Σουλτάνου.
Κανάρη! Άκουσε λοιπόν! Κι αν θέλης πες τον μύθο.
Κοιμώμουνα στο μνήμα μου, κι αίφνης σαν να σφυράη
με ξύπνησε αναπάντεχα μέσα από το βύθο
μία φωνή σπαραχτική «Το Μεσολόγγι πάει!»
Άλλοτε τους έλεγαν πουλημένους, άλλοτε κατάσκοπους, άλλοτε αντιμετωπιζόταν με θαυμασμό, ακόμα και αγάπη. Τώρα οι «Φιλέλληνες» έχουν το δικό τους δρόμο στο Σύνταγμα και στις επετείους τους γίνονται ημερίδες και αφιερώματα. Ήταν η εποχή του ρομαντισμού, όταν μορφωμένοι Ευρωπαίοι συγκινούνταν από τα πάθη των απογόνων του Αριστοτέλη, του Σωκράτη και του Περικλή. Ορισμένοι βλέποντας τη φτώχια των τότε σύγχρονων Ελλήνων απογοητεύονταν, άλλοι, όπως ο λόρδος Βύρωνας, ήταν πιο προσγειωμένοι και αγάπησαν τους Έλληνες με τα ελαττώματά τους.
Ως Έλληνες αντιμετωπίζουμε «τους ξένους» κάπως σχιζοφρενικά: σ’ άλλους βλέπουμε σωτήρες, σ’ άλλους εχθρούς και συνωμότες. Πάντα όμως μας ενδιαφέρει τι γράφει ο ξένος Τύπος για την κρίση, ακόμα κι αν είναι για να τους χλευάσουμε.
Τα γραπτά των «άλλων» είναι ένας καθρέφτης που μας δείχνει πως φαινόμαστε στους άλλους. Μπορεί να νιώθουμε άσχημοι, αλλά οι άλλοι να μας βλέπουν ωραίους. Μπορεί να είμαστε ωραίοι, αλλά η έλλειψη αυτοπεποίθησης να μας κάνει απωθητικούς.
"Οι άνθρωποι φαίνονται να εκπλήσσονται και να γοητεύονται όταν μιλάω για την επίδραση που είχε πάνω μου αυτό το ταξίδι μου στην Ελλάδα. Λένε ότι με ζηλεύουν και ότι εύχονται να μπορέσουν μια μέρα να πάνε κι αυτοί εκεί. Γιατί δεν πάνε; Διότι κανένας δεν μπορεί να χαρεί την εμπειρία που ποθεί αν δεν είναι έτοιμος γι' αυτή. Οι άνθρωποι σπάνια εννοούν αυτό που λένε."
Ο Χένρι Μίλερ ήρθε στην Ελλάδα το 1939 και πέρασε μερικούς αξέχαστους μήνες στην Ελλάδα και ειδικά στο Μαρούσι, όπου έγραψε για τον φίλο του Γιώργο Κατσίμπαλη, ο οποίος θα είναι για πάντα «ο Κολοσσός του Μαρουσιού». Στο βιβλίο αυτό εγώ τουλάχιστον βλέπω την Ελλάδα που ξέρω αλλά δε μπορώ να περιγράψω. Στις τελευταίες σελίδες συνοψίζεται η σχέση του με την Ελλάδα σ' ένα κείμενο που αναλύει ό,τι ελληνικό, από έναν άνθρωπο που ήταν σε θέση να συστήσει την Ελλάδα ακόμα και στους Έλληνες.
"Όταν σκέφτομαι τον Κατσίμπαλη να σκύβει για να κόψει ένα λουλούδι από το άγονο έδαφος της Αττικής, αναδύεται μπροστά μου ολόκληρος ο ελληνικός κόσμος, παρελθών, παρών και μέλλων. Ξαναβλέπω τους απαλούς, χαμηλούς λοφίσκους όπου θάβονταν οι επιφανείς νεκροί· βλέπω το βιολετί φως στα σκληρά χαμόδεντρα, τα φαγωμένα βράχια, τους τεράστιους βράχους στις ξερές κοίτες των ποταμών να λαμπυρίζουν σαν μαρμαρυγή· βλέπω τα νησάκια να επιπλέουν πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, στεφανωμένα με εκθαμβωτικές λευκές κορδέλες· βλέπω τους αετούς να εφορμούν από τα επιβλητικά απόκρημνα βράχια στις απρόσιτες βουνοκορφές, τις ζοφερές σκιές τους να σχηματίζουν αργά το φωτεινό χαλί της γης αποκάτω· βλέπω τις σιλουέτες των μοναχικών ανθρώπων να ακολουθούν τα ποίμνιά τους πάνω στη γυμνή ραχοκοκαλιά των λόφων και τα δέρατα των ζώων τους όλα με χρυσαφί τρίχωμα όπως τις ημέρες του μύθου· βλέπω τις γυναίκες να μαζεύονται στα πηγάδια μέσα στους ελαιώνες, τα φορέματά τους, τους τρόπους τους, την κουβέντα τους να μη διαφέρει από τα βιβλικά χρόνια· βλέπω τη μεγάλη πατριαρχική φιγούρα του παπά, το τέλειο συνταίριασμα αρσενικού και θηλυκού, τη θωριά του ήρεμη, ειλικρινή, γεμάτη ειρήνη και αξιοπρέπεια· βλέπω το γεωμετρικό σχέδιο της φύσης να ερμηνεύεται από την ίδια τη γη σε μια σιωπή εκκωφαντική.
Η ελληνική γη ανοίγει μπροστά μου σαν το Βιβλίο της Αποκάλυψης. Ποτέ δεν ήξερα ότι η γη εμπεριέχει τόσα πολλά· περπατούσα με παρωπίδες, με διστακτικά, αβέβαια βήματα· ήμουν περήφανος και αλαζονικός, ευχαριστημένος που ζούσα τη λάθος, περιορισμένη ζωή της πόλης. Το φως της Ελλάδας μου άνοιξε τα μάτια, διαπέρασε τους πόρους μου, διεύρυνε ολόκληρη την ύπαρξή μου. Γύρισα πίσω στον κόσμο, έχοντας βρει το πραγματικό κέντρο και το πραγματικό νόημα της επανάστασης.
Καμιά πολεμική σύγκρουση ανάμεσα στα έθνη της γης δεν μπορεί να διαταράξει αυτή την ισορροπία. Μπορεί η ίδια η Ελλάδα να περιπλακεί, όπως περιπλεκόμαστε εμείς τώρα, αλλά αρνούμαι κατηγορηματικά να είμαι οτιδήποτε λιγότερο από πολίτης του κόσμου το οποίο σιωπηλά διακήρυξα ότι είμαι όταν στάθηκα στον τάφο του Αγαμέμνονα. Από τότε και μετά η ζωή μου αφιερώθηκε στην αποκατάσταση της θεϊκότητας του ανθρώπου. Ειρήνη σε όλους τους ανθρώπους, εύχομαι, και μια πιο άφθονη ζωή!»
Ειρήνη, και μια πιο άφθονη ζωή.
σχόλια