«Ο ΓΑΤΟΥΛΗΣ ΠΕΘΑΝΕ». Με τη φράση αυτή ο αφηγητής του βιβλίου του Γάλλου δημοσιογράφου και συγγραφέα Ξαβιέ ντε Μουλέν (γεν. 1971) αναγγέλλει στις κόρες του τον θάνατο του πιο αγαπημένου μέλους της οικογένειάς τους, του γάτου τους. Ήταν ενός έτους και πέντε μηνών.
Καθώς το προσδόκιμο ζωής των γατιών είναι δεκατρία με δεκατέσσερα χρόνια, ο γατούλης πέθανε τελικά πολύ νωρίς, πολύ νέος. Αν ήταν άνθρωπος, θα είχε μόλις συμπληρώσει τα είκοσι χρόνια του. Σύμφωνα με τον τρόπο υπολογισμού της γατήσιας ηλικίας, μία γάτα δύο ετών είναι σαν ένας άνθρωπος είκοσι τεσσάρων. Μετά, κάθε χρόνο προστίθενται στην ηλικία της άλλα τέσσερα. «Δεν προλάβαμε να αρχίσουμε να μετράμε τα κεράκια σου» γράφει ο αφηγητής.
Το γατί είχε πολύ βεβαρημένη υγεία. Πέθανε από πνευμονική εμβολή, οίδημα, υγρό στους πνεύμονες εξαιτίας μιας υπερτροφικής καρδιάς και καρδιακή δυσπλασία. Η κτηνίατρος είπε ότι με τόσα νοσήματα ήταν θαύμα που είχε ζήσει τόσο πολύ. «Δεν είχες τύχη, φίλε μου, φταίει το fatum, η μοίρα των γάτων». Το γατί ήρθε στο σπίτι ως δώρο για μία από τις κόρες του αφηγητή.
Ο ίδιος στην αρχή ήταν πολύ μπλαζέ. Αλλά μόνο φαινομενικά, καθώς μέρα με τη μέρα παραδόθηκε στον γατούλη. Σε μια στιγμή θλίψης και εσωτερικού μονόλογου, ο αφηγητής αφήνεται εντελώς στη νωπή ανάμνηση της χαμένης τετράποδης ζωής: «Γιατί σε μένα θα έφερνες τόσο πολλά, σε μένα, που θα με ξυπνούσες από τον βαθύ ύπνο μου, αλλά και στην οικογένειά μου, που θα την προφύλασσες, παρηγορώντας μας τόσο συχνά, και τόσο σύντομα, σε κάθε δοκιμασία μας».
Μετά τον θάνατο του γατούλη ο αφηγητής συνειδητοποιεί απόλυτα κάτι που του είχε πει η μητέρα του τη στιγμή που απέκτησε το ζωάκι: «Να προσέχεις, είναι ζώα της λύπης».
Η Μαρία Παπαδήμα έχει βρει την τρυφερή γλώσσα για να μεταφράσει αυτό το φαινομενικά απλό, αλλά τόσο πλούσιο σε συναισθήματα και εικόνες αφήγημα του Ξαβιέ ντε Μουλέν, που δεν γίνεται ούτε μια στιγμή μελό. Όσοι ξέρουν κάπως από γάτες θα βρουν εδώ μια πλευρά του εαυτού τους. Και, φυσικά, τη γάτα τους.
Οι γάτες είναι πιο δημοφιλείς λογοτεχνικοί ήρωες από τους σκύλους. Ίσως γιατί είναι απρόβλεπτες, μυστηριακές, κρυφές, απρόοπτες, τρυφερές. Δεν έχουμε παρά να σκεφτούμε μερικές θαυμάσιες λογοτεχνικές σελίδες του εικοστού αιώνα σε έργα, για παράδειγμα, της Κολέτ, της Πατρίτσια Χάισμιθ, του Τρούμαν Καπότε, όπου οι γάτες είτε πρωταγωνιστούν είτε αποτελούν κλειδιά της πλοκής.
Ο τίτλος του αφηγήματος του Ξαβιέ ντε Μουλέν Ο γατούλης πέθανε παραπέμπει σ’ αυτήν τη λογοτεχνική περιπέτεια της γάτας. Είναι ακριβώς η φράση που λέει η Ανιές, η μικρή, αθώα ηρωίδα της κωμωδίας του Μολιέρου Σχολείο Γυναικών στην πέμπτη σκηνή της δεύτερης πράξης του έργου, όταν τη ρωτούν: «Τι νέα;». «Ο γατούλης πέθανε» απαντά αυτή: «Le petit chat est mort».
«Ο γατούλης πέθανε» είναι η φράση που πυροδοτεί την πλοκή στο αφήγημα του ντε Μουλέν. Δεν είναι η κλασική πλοκή της δράσης. Στηρίζεται περισσότερο στην παρατήρηση της κίνησης του γατούλη, κυρίως όμως στον στοχασμό που δημιουργεί η παρατήρηση της συμπεριφοράς του μικρού ζώου αλλά και της συμπεριφοράς των ανθρώπων απέναντί του, ένα λιώσιμο, ένα μαλάκωμα, ένα συναισθηματικό «παραδίδομαι».
Ο γάτος δεν είναι παριζιάνος. Γεννήθηκε στο χωριό καταγωγής του αφηγητή. Ένα χωριό, κάπου διακόσια χιλιόμετρα από το Παρίσι, κομμένο στα δύο από την εθνική οδό, μάλλον άσχημο, αλλά πολύ ψηλά στην κλίμακα συναισθημάτων του αφηγητή. Ο φούρνος υπάρχει ακόμη.
Οι ιδιοκτήτες του μπορεί να έχουν αλλάξει, αλλά η ανάμνηση της επίσκεψης κάθε Κυριακή πρωί, με τον παππού, για να αγοράσουν τάρτες φράουλα που είχε παραγγείλει η γιαγιά του, είναι ζωντανή. Το κομμένο στα δύο χωριό μοιάζει με τους ανθρώπους, παρατηρεί ο αφηγητής. «Κομμένοι στα δύο, ανάμεσα στην ανάγκη τους για ασφάλεια και στην επιθυμία τους για περιπέτεια». Δεν συμβαίνει το ίδιο με τη ζωή των γάτων. Αυτή είναι «πάντα αδιαίρετη και ενώνει όσους τους περιβάλλουν».
Ο γατούλης ταξιδεύει για το Παρίσι. Ήρεμος, αλλά τρομοκρατημένος μέσα στο κλουβί του. Στο αυτοκίνητο ακούν τις «Γυμνοπαιδίες» του Ερίκ Σατί. Ίσως αυτή η μουσική να τον χαλαρώνει.
Όταν φτάνει στο διαμέρισμα, κρύβεται για σαράντα οκτώ ώρες κάτω από το κρεβάτι της μιας κόρης της οικογένειας. Σε λίγες μέρες έχει ανακηρυχθεί ο βασιλιάς του σπιτιού. Η καρδιά του αφηγητή ανοίγει, βλέπει την τύχη και την ευτυχία να του χαμογελάνε. Και σκέφτεται.
Σκέψεις που τις υπαγορεύει η προσωπικότητα του γατούλη: «Οι γάτες δεν κάνουν ποταπούς υπολογισμούς, οι γάτες δεν αναμειγνύουν αγάπη και ενοχές, οι γάτες δεν σε υποχρεώνουν να πληρώσεις τον λογαριασμό, οι γάτες δεν απογοητεύονται ποτέ, οι γάτες δεν περιμένουν ανταλλάγματα όταν δίνουν, οι γάτες δεν εκδικούνται, οι γάτες αγαπούν παραμένοντας ανεξάρτητες, ανάμεσά τους δεν υπάρχει σχεδόν ζήλια κι ακόμα λιγότερο διατροφή λόγω διαζυγίου, δεν καταφεύγουν σε δικηγόρο για την επιμέλεια των παιδιών, ούτε σε ψυχαναλυτή για να μάθουν να αγαπούν λιγάκι τον εαυτό τους». Και το κυριότερο: «Οι γάτες αγαπούν εκτός συμβολαίου».
Ο γατούλης δεν είναι βέβαια ο ήρεμος φιλόσοφος. Είναι και ο ζωηρός, ζημιάρης γάτος. Κάποια μέρα, που επιδίδεται σε άλματα, ρίχνει στο πάτωμα τον υπολογιστή του αφηγητή. Η οθόνη σπάει, το πληκτρολόγιο ξεχαρβαλώνεται και, το κυριότερο, ο σκληρός δίσκος νεκρώνεται. «Όμως για άλλη μια φορά τα κίτρινα ματάκια σου και το γατίσιο ύφος σου νίκησαν την αυστηρότητά μου. Με έκανες να ηρεμήσω. Ίσως είχα χάσει το εργαλείο της δουλειάς μου, όχι όμως και τη φλόγα της δημιουργίας».
Πολύ σύντομη ζωή, μόλις ένας χρόνος και πέντε μήνες, αλλά πλούσια σε διδάγματα. Ο γάτος διδάσκει το τώρα, σε αντίθεση με τους ανθρώπους που κάνουν υποθέσεις και εκτίθενται σε ανώφελους πόνους. Κι επιπλέον, τι καλύτερο από μια γάτα στο σπίτι, «αυτή την υπέροχη χαρά να έχεις στα πόδια σου έναν διώκτη της μελαγχολίας, έναν υπέροχο καρδιοκατακτητή, έναν θωπευτή της ψυχής, ένα ζώο της λύπης».
Ήταν ένα ναρκωμένο από τον ήλιο απόγευμα όταν η οικογένεια κήδεψε τον γατούλη. Χτυπήσαν τα κουδουνάκια του, με τα οποία έπαιζε στη σύντομη ζωή του, και αγκαλιαστήκανε τραγουδώντας το όνομά του. Και μετά χαμογέλασαν πάλι, χάρη σ’ αυτόν.
«Πες μας γατούλη: ποιο είναι το όνομα του θανάτου σου; Είναι το όνομα της ζωής, της αγάπης και της ελπίδας».
Η Μαρία Παπαδήμα έχει βρει την τρυφερή γλώσσα για να μεταφράσει αυτό το φαινομενικά απλό, αλλά τόσο πλούσιο σε συναισθήματα και εικόνες αφήγημα του Ξαβιέ ντε Μουλέν, που δεν γίνεται ούτε μια στιγμή μελό. Όσοι ξέρουν κάπως από γάτες θα βρουν εδώ μια πλευρά του εαυτού τους. Και, φυσικά, τη γάτα τους.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.