Τόποι, μελωδίες, έναστρες νύχτες, ήχοι, οικεία πρόσωπα, εποχές, έρωτες, φιλίες, βλέμματα, απώλειες, στιγμές, είναι μερικά από τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται ο συγγραφέας, ποιητής και μουσικός παραγωγός Γιάννης Ευσταθιάδης. Μια συναρπαστική, πολυσχιδής προσωπικότητα που μοιράζει τη δημιουργική του σκέψη σε πεζά, δοκίμια και ποιήματα.
Η μεγάλη του αγάπη, όμως, παραμένει η μουσική, «η καλύτερη συνοπτική διαδικασία μνήμης», όπως λέει ο ίδιος. Συναντηθήκαμε ένα χειμωνιάτικο μεσημέρι σε μια περιοχή που γνωρίζει πολύ καλά, αφού κατοικούσε σ' αυτήν αρκετά χρόνια, την Πλάκα.
Αφορμή για τη συζήτησή μας αποτέλεσε η έκδοση της τριλογίας των «Αντιστίξεων», συγκεντρωμένης σε έναν εξαιρετικά καλαίσθητο τόμο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μελάνι.
Στυλίστας της μικρής φόρμας, με αξέχαστες ραδιοφωνικές εκπομπές στο Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ, έχει υπογράψει πολυάριθμα γαστρονομικά κείμενα ως Απίκιος και είναι υπεύθυνος για πολλά γνωστά διαφημιστικά σλόγκαν.
Με ενοχλεί που πολλοί επικαλούνται συνεχώς την ιστορία του παρελθόντος, ενώ λησμονούν ότι η Ιστορία γράφεται κάθε μέρα.
Προσωπικότητα που ελκύεται από τις μνήμες, τους στοχασμούς, τα βιώματα και τις αναπολήσεις. Ένας άνθρωπος με εύρος παιδείας, που θεωρεί την αέναη παρατήρηση φορέα ιδεών και που όσο ζει θα εξακολουθεί να λατρεύει τη μουσική και τη συγγραφή.
«Πώς είναι η μουσική όταν δεν την ακούμε;» αναρωτιέται σε ένα από τα κείμενα του βιβλίου και συνεχίζει: «Συνεχίζει να υπάρχει μια συμφωνία όταν δεν αναπαράγεται ‒και μάλιστα, με υψηλή πιστότητα‒ στ' αυτιά μας; Ποια η αξία μιας σονάτας που για χρόνια δεν πλησιάσαμε και που η δομή της έχει μέσα μας ξεθωριάσει; Ίσως, τελικά, η μουσική να ακούγεται και χωρίς ήχο ‒όπως και χωρίς βλέμμα μπορεί να υπάρχει η λογοτεχνία, χωρίς όραση και ο κινηματογράφος‒, μόνο με αναδρομή στη βεβαιότητα ότι υφίσταται. Μια ασφαλιστική δικλίδα ονείρου και συνείδησης, αλλά και σωματικού εφησυχασμού. Ηρεμώ σημαίνει ξέρω ποιος είμαι, τι είμαι και τι μπορώ ν' ακούσω για να επιβεβαιώσω την παραμυθητική λειτουργία του ανέφικτου».
Στη συνέντευξη που ακολουθεί μιλά για τα κείμενα των «Αντιστίξεων» , το ραδιόφωνο, την ψυχολογία και τα ελαττώματα των Ελλήνων, την πολυετή θητεία του στον χώρο της διαφήμισης, την απώλεια του γιου του αλλά και για το μυστικό ενός πεντηκονταετούς, επιτυχημένου γάμου.
— Πώς προέκυψαν οι «Αντιστίξεις»;
Πρόκειται για κείμενα που δημοσιεύτηκαν στην «Καθημερινή» της Κυριακής, στη ομώνυμη στήλη, η οποία ξεκίνησε το 1999 και ολοκληρώθηκε το 2005. Ουσιαστικά, είναι όλα τα κείμενα των βιβλίων που προηγήθηκαν, συγκεντρωμένα σε έναν τόμο.
Σε αυτά τα δοκίμια καταθέτω την ερμηνεία και τη διάσταση του ακροατή για όλα τα είδη της μουσικής, χωρίς καμία αξιολογική πρόθεση.
Η στήλη, ύστερα από έξι χρόνια, ολοκλήρωσε τον κύκλο της. Όμως το περιεχόμενό της παραμένει διαχρονικό και εξακολουθεί να διατηρεί αναλλοίωτη την αξία της στη διάρκεια των ετών. Ουσιαστικά, είναι δομημένες σκέψεις, κρίσεις και εντυπώσεις σε χρόνο ουδέτερο.
Δημιουργήσαμε, λοιπόν, μια εξαιρετικά λειτουργική έκδοση, η οποία ενοποιεί με όμορφο τρόπο όλα τα κείμενα σε ένα ενιαίο σύνολο.
— Πώς ορίζετε τη μουσική;
Όπως αναφέρω και στο βιβλίο μου, υπάρχει μια φράση του Wittgenstein, η οποία με εκφράζει απολύτως: «Μου είναι αδύνατον να πω έστω και μία λέξη για το τι σημαίνει για μένα η μουσική σε όλη μου τη ζωή». Ως συγγραφέας βρίσκω στη μουσική αντιστοιχίες λέξεων και εννοιών, απλώς οι λέξεις και οι έννοιες εδώ είναι ωραιότερες.
Για μένα, η μουσική είναι η πιο αφηρημένη τέχνη. Άρα, είναι δύσκολο να ορίσεις γιατί την αγαπάς. Πάντως, γι' αυτήν θα μπορούσε να ισχύσει ο ισχυρισμός του Georges Braque: «Έρωτας είναι ό,τι αγαπάμε χωρίς βάσιμο λόγο».
— Γιατί σας γοητεύει το ραδιόφωνο;
Διότι είναι το κατεξοχήν μέσο «επικοινωνίας». Η πρώτη ύλη του ραδιοφώνου –η φωνή, ο ήχος– είναι η πρώτη ύλη της ανθρώπινης επικοινωνίας. Μπορεί ο άνθρωπος πρώτα να βλέπει και μετά να μιλά, όμως η επικοινωνία πραγματώνεται με τη γλώσσα.
Μ' αυτήν την έννοια, η εικόνα της τηλεόρασης αναπαράγει τεχνητά τη ζωή, ενώ το ραδιόφωνο φυσικά. Το ραδιόφωνο συνεγείρει, κινητοποιεί, κάνει τον δέκτη πάσχον πρόσωπο.
Και, βέβαια, πέρα από τον «ψυχαγωγικό» χαρακτήρα, έχει κι έναν χαρακτήρα «παρηγορητικό», χτίζοντας έτσι με τον ακροατή μια σχέση πολύ πιο προσωπική, άρα και ισχυρή. Μιλάς σε εκατομμύρια, αλλά απευθύνεσαι σε έναν.
Το ραδιόφωνο οδήγησε στον «εκδημοκρατισμό της ακοής» και δεν κάνει τίποτε άλλο εκτός από αυτό: αφηγείται. Λειτουργεί με τη χροιά, με τον τόνο. Βασίζεται στις αποχρώσεις. Οι σιωπές δεν έχουν λογικές αντιστοιχίες.
Δίνει στον ακροατή το πρόσχημα και του αφήνει την ολοκλήρωση. Κάθε λέξη που εκφωνείται είναι ήδη παρελθόν. Κάθε ήχος αποτελεί μνήμη. Η απόλαυση της μουσικής είναι η απόλαυση της ανάπλασης της μελωδίας. Το ραδιόφωνο είναι μια συνεχής ανάμνηση της ευτυχίας.
— Η διαφήμιση πότε μπήκε στη ζωή σας;
Λίγο πριν πάρω το πτυχίο της Νομικής, ως άφραγκος φοιτητής, με τη βοήθεια ενός θείου μου μπήκα σε μια διαφημιστική εταιρεία προκειμένου να βγάλω ένα χαρτζιλίκι καλοκαιρινό, μένοντας δυο-τρεις μήνες. Τελικά, έμεινα μια ολόκληρη ζωή.
Στη διαφήμιση εισχώρησα ως κειμενογράφος. Ίσως θα ήταν καλύτερο να έλεγα ιδεογράφος, διότι σε αυτόν τον χώρο παράγεις την ιδέα που μετατρέπεται σε μήνυμα. Η διαφήμιση είναι ένα μεγάλο σχολείο, διότι αποτελεί μια άσκηση με τη γλώσσα και τις λέξεις. Μια καθημερινή τριβή που σε οδηγεί στη φόρμα του εκάστοτε μηνύματος.
Δούλεψα με σπουδαίες προσωπικότητες κι έτσι πολλά δικά μου σλόγκαν έγιναν πασίγνωστα, περνώντας στην ιστορία της ποπ κουλτούρας των νεοελλήνων.
— Ποιες ήταν οι πιο επιτυχημένες σας διαφημίσεις;
Νομίζω ότι ακόμα αναπαράγεται το σλόγκαν «Ο επιμένων ελληνικά». Αλλά και άλλα, όπως το «Μόνος ή Μάνος», «Μπίρα κουτί - κουτί», «Αλκοόλ και οδήγηση; Ποτέ των ποτών» και, φυσικά, η διαφήμιση της σοκοφρέτας «Serenata». Όπως και η διαφήμιση για τα προφυλακτικά με το χαρακτηριστικό τραγουδάκι: «Μάθετέ με, ωραία μου πουλάκια, μάθετέ με».
— Τι είναι αυτό που σας ενοχλεί σήμερα στη δημόσια σφαίρα;
Η άνοδος του λαϊκισμού, εγχώριου και διεθνoύς, με την ευρύτερη έννοια. Είναι κάτι που με ανησυχεί και δεν ξέρω πού θα μας οδηγήσει. Τα τελευταία χρόνια ζοριστήκαμε σε πολλά επίπεδα, νομίζω ότι ως κοινωνία σκεφτόμαστε λανθασμένα.
Πιο συγκεκριμένα, σκεφτόμαστε λανθασμένα ως προς την ιεράρχηση των αξιών. Εκεί εντοπίζεται, κατά τη γνώμη μου, η ρίζα του προβλήματος. Αναμφίβολα, ο μέσος Έλληνας έχει διαμορφώσει μια παραποιημένη εικόνα για τη χώρα του και, κατ' επέκταση, για τον εαυτό του.
— Ως άνθρωπος που ασχολείται πάνω από πενήντα χρόνια με τη διαφήμιση, πώς ορίζετε την ψυχολογία του Έλληνα; Ποιο είναι το βασικό μας ελάττωμα;
Αυτό που με ενοχλεί σε ορισμένους Έλληνες είναι ότι μετατρέπουν το κόμπλεξ κατωτερότητας σε κόμπλεξ ανωτερότητας κι αυτός είναι ο χειρότερος μετασχηματισμός.
Επίσης, με ενοχλεί που πολλοί επικαλούνται συνεχώς την ιστορία του παρελθόντος, ενώ λησμονούν ότι η Ιστορία γράφεται κάθε μέρα. Και κάτι ακόμη: αγαπώ πολύ την ελληνική γλώσσα, ειδικά όταν δεν την μιλούν κάποιοι Έλληνες.
— Τι είναι για σας συγγραφή; Κάτι που γράφουμε για εμάς ή για να διαβαστεί από τους άλλους;
Γράφω για μένα με την επίγνωση ότι θα βρεθεί μπροστά στα μάτια των άλλων. Αντιμετωπίζω τη συγγραφή, στηριζόμενος σε τρεις άξονες: παρατήρηση, μνήμη, επινόηση.
Ο συγγραφέας απαιτείται να παρατηρεί και να καταγράφει σκέψεις που θα τον οδηγήσουν σε κάποιο εύρημα. Παράλληλα, όσον αφορά την ανάμνηση, θεωρώ ότι χρειάζεται να επιστρέφεις πίσω με γόνιμο τρόπο και να ανασυνθέτεις στοιχεία της προσωπικής σου ζωής και μιας εποχής που πιθανόν δεν υπάρχει. Η μνήμη, και όχι η νοσταλγία που ρέπει προς τον μελοδραματισμό, είναι απαραίτητη και στην πεζογραφία και στην ποίηση.
— Στα «Γραμμένα Φιλιά» αναφέρετε στον υπότιτλο ότι πρόκειται για «Ασκήσεις μνημονικής για αγαπημένους απόντες».
Αυτό το βιβλίο είναι γραμμένο για τον πρόωρο θάνατο του μικρού μου γιου, Νίκου, σε ηλικία είκοσι πέντε ετών. Είχε μεσογειακή αναιμία, όμως αυτή ήταν υπό έλεγχο. Δυστυχώς, πρόσβαλε την καρδιά του ο ιός Κοξάκι, με αποτέλεσμα να φύγει από τη ζωή μέσα σε μία βδομάδα.
— Πώς διαχειρίζεται κάποιος μια τέτοιου είδους απώλεια;
Η μνήμη είναι μαχαίρι και πονά. Αφού υπερβείς το κενό, συνειδητοποιείς πως ό,τι χάσαμε μένει δικό μας για πάντα και δεν το ξεχνάς ποτέ. Η λήθη είναι ο μεγαλύτερος φόβος.
«Γερνώ ανήμπορος και τίποτα δεν κατέχω, όλα ξεθωριάζουν γλυκά και μ' εγκαταλείπουν, όλα αδυνατίζουν και χάνονται στο βάθος μιας μνήμης ισχνής που δεν αναλύει, ούτε συναρμόζει. Ζητώ τα θρύμματα κι έχω το ακέραιο· ποθώ τα χιλιάδες κομμάτια κι έχω το όλο· ανιχνεύω το πολλαπλό κι έχω το ένα» έγραφα στα «Γραμμένα Φιλιά».
Επίσης, όταν εκδόθηκε το βιβλίο αυτό υπήρξε πολύς κόσμος που στάθηκε συμπαραστάτης, επειδή είχε ζήσει κάτι παρόμοιο.
— Με τη σύζυγό σας είστε πενήντα χρόνια παντρεμένοι. Πείτε μας το μυστικό της επιτυχίας.
Επειδή τα 50 χρόνια γάμου εν προκειμένω είναι και 50 χρόνια έρωτα, διευκρινίζω: «Ο στιγμιαίος έρωτας είναι συχνά αδίκημα. Ο ισόβιος, πάντα μια ποινή ευτυχίας».
— Πραγματοποιήσατε όλα όσα θέλετε να κάνετε στη ζωή σας;
Δύσκολη ερώτηση και μου δημιουργεί ανάμεικτα συναισθήματα. Νομίζω, ναι, έκανα πολλά, ίσως όχι απ' αυτά που ήθελα αλλά απ' όσα στην πορεία με γοήτευσαν. Γι' αλλού ξεκίνησα κι αλλού έφτασα.
— Τι θεωρείτε σημαντικό στη ζωή;
Όλοι είμαστε ερασιτέχνες σε όλα.
— Πώς θα περιγράφατε τον εαυτό σας;
Μετά από είκοσι χρόνια έβγαλα ένα ποιητικό βιβλίο με τίτλο «Μάθημα Ωδικής». Σας διαβάζω το ομότιτλο ποίημα:
«Δεν έμαθα ποτέ να τραγουδάω, σωστή φωνή δεν είχα, ήμουν φάλτσος. "Τραγούδα, τραγούδα" επέμενε η δασκάλα. "Δεν μπορώ κυρία, δεν μπορώ" απαντούσα. "Δεν έχω φωνή, δεν ξέρω καν να γράφω νότες". Κι αυτή με περιφρόνηση: "Τότε κάτσε και γράφε λέξεις". Έτσι με τιμώρησε».
Info
Το βιβλίο του Γιάννη Ευσταθιάδη «Αντιστίξεις» - (Και τα τρία βιβλία) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μελάνι – περιλαμβάνει CD.