Στην αρχή, όταν πρωτοδιάβασα τα ποιήματά του, μου φάνηκε ότι με καλούσε να δω τις πληγές. Μετά είδα πως τις αφήνει ανοιχτές, όχι ως ανυπεράσπιστο τραύμα αλλά ως μια κατηγορική-προστακτική συνθήκη που τον αναγκάζει να τις θεραπεύει με λέξεις. Γιατί, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους ποιητές που δείχνουν σχεδόν επιδεικτικά το τραύμα, που βασανίζονται ή εκμηδενίζονται από τη νοσταλγία και κατατρύχονται από τη μεταφορά, ο γιατρός-ποιητής Γιάννης Στίγκας επιτρέπει στην ποίηση, ακόμα και όταν νοσεί, να ξεχνάει την αρρώστια και να αλητεύει. Προφανώς, είναι η σωματικότητα που μεταμορφώνει τα ποιήματά του σε ενδεχόμενα, ανοιχτά σε ελεύθερη πτώση ή σε πτήση, τα οποία όμως είναι με τη σάρκα τους ολόκληρη εκεί: δεν είναι ότι τα ποιητικά του πλάσματα έχουν μόνο ανθρώπινη ιδιότητα, αφού κάποτε γίνονται τέρατα, μονόκεροι, δράκουλες, πήγασοι, τίγρεις, όπως αυτές του Μπόρχες που περιφέρονται ελεύθερα και κάνουν τον ποιητή να γράφει σαν να βρίσκεται πάνω στην πλάτη τους, έτοιμος να γδάρει και να γδαρθεί ανά πάσα στιγμή, όπως θα έγραφε κάποτε ο Νίτσε. Αλλά ο Στίγκας αποφεύγει επιμελώς τα δράματα, γνωρίζοντας καλά ότι η αντίθετη όψη της τραγωδίας είναι η κωμωδία – όχι η κυριλέ των βιβλίων αλλά αυτή της αγοράς. Αφήνει, έτσι, πίσω του τις τίγρεις και στη θέση τους βάζει ένα απλό τετράποδο, έναν σκύλο που τολμά να γαβγίσει τ' αστέρια. «Γιατί τι άλλο να ζητήσει κανείς από ένα αδέσποτο;» Γιατί τι άλλο κάνει η ποίηση μετά τον Ηρόδοτο, πέρα από το να φτιάχνει τη δική της κοσμολογία, για να χωρέσει την απεραντοσύνη του ελάχιστου;
Η απάντηση δεν είναι μονοσήμαντη ή, μάλλον, δεν ακολουθεί την ερώτηση αλλά την αντιστρέφει – δεν τη θέτει με όρους επιβολής αλλά αξιολογικής θέσης. Ενδεικτικός είναι ο τρόπος που τα ερωτήματα αποκαλύπτουν την πολιτική στάση του ποιητή στην τελευταία του συλλογή «Εξυπερύ σημαίνει χάνομαι» που μόλις κυκλοφόρησε από τη Μικρή Άρκτο. Γράφει στο ποίημά του «Sputnik 2017»: «Ζούμε την εποχή της απόλυτης αναρχίας στην απάντηση και της στυγνής δικτατορίας στην ερώτηση». Και αυτό είναι το πρώτο που μου έρχεται στον νου, όταν τον ρωτάω πού ακριβώς θέλει να βρεθούμε και από πού να αρχίσουμε. «Η αλήθεια είναι ότι κάθε ερώτηση έχει τη μυρωδιά της» μου απαντά με τη γνωστή αισθαντικότητα που διακρίνει τα ποιήματά του. «Μπορεί να μυρίζει τέχνη, καθαρή βλακεία ή εξουσία. Πάντως, όσο πιο φτηνό το ερώτημα, τόσο πιο βίαιο. Συνήθως παίρνει τη μορφή του διλήμματος. Ολόκληρα καθεστώτα στηρίχτηκαν πάνω σε διλήμματα. Ερωτώ και έχω βρει και τον αντίστοιχο τόπο για την απάντηση: ικρίωμα, Κολιμά, Μακρόνησος. Φοβάμαι ότι το δεύτερο μισό του στίχου που ανέφερες θα επιβεβαιώνεται σε όλες τις εποχές. Για την απόλυτη αναρχία στην απάντηση, τι να πω! Περάσαμε με χαρακτηριστική ευκολία από το δικαίωμα στην απάντηση στο "έχω το δικαίωμα να σπαταλήσω το δικαίωμά μου". Αυτό δεν είναι λογοπαίγνιο, είναι δομικό πρόβλημα της δημοκρατίας. Πολύ φοβάμαι ότι ζούμε πλέον μια εποχή όπου όλες οι αλήθειες πάσχουν από κακή χρήση. Δεν ξέρω, μακάρι να υπερβάλλω. Μπορεί να είναι όλα ζήτημα ταχύτητας, ξέρεις, από εκείνες τις ταχύτητες που ρημάζουν τα νοήματα και –όχι τίποτε άλλο– δεν προλαβαίνεις ούτε να τα πενθήσεις».
Μπαίνω γυμνός σε κάθε μου βιβλίο, ανυπεράσπιστος, όπως σε προσευχή. Άλλωστε, η λευκή σελίδα είναι ένας τόπος προσευχής και σε χωρά ίσα-ίσα. Αν είναι να μιλήσεις για τον θάνατο, θα πρέπει να εγκαταλείψεις την ελπίδα.
Οι ταχύτητες και ο χρόνος αλλάζουν τη διάσταση των πραγμάτων όπως και η απόσταση, ο χώρος. Σε μια μακρινή φωτογραφία το σύμπαν μοιάζει σαν ένας χάρτης με νευρώνες –ο Γιάννης Στίγκας είναι νευρολόγος– και απαιτεί μια άλλη μορφή οικειοποίησης. «Απ' την άλλη-δε λέω-από μακριά είναι ένα πανέμορφο θέαμα. Από κοντά είναι μια άλλη ιστορία/ Εκτός κι αν σ' αρέσει/ να βλέπεις την άσφαλτο να κυματίζει/ το κουρνιαχτό να γίνεται πολίτευμα/ αμέτρητα κρεβάτια ξέστρωτα/ σαν να εξαφανίστηκαν μαζί όλες οι μανάδες του κόσμου». Η βιωματική πρόσληψη καταργεί τις ανούσιες, αφηρημένες περιγραφές, επιμένοντας εμφατικά στο γεγονός, σε εκείνη την ελάχιστη και αστεία λεπτομέρεια που αναδεικνύει το απρόβλεπτο του βίου: «Είναι να μη σου τύχει/ να κόψεις το χέρι σου κόβοντας ένα λεμόνι. Το τυχαίο είναι το βαρύτερο πεπρωμένο». Όπως το γάντι του αστροναύτη, από κάποιον άλλο στίχο του, που περιφέρεται μόνο του στο Διάστημα και αναδεικνύει τη δύναμη που έχει η μοίρα να σε κοροϊδεύει κατάμουτρα, όταν πιστεύεις εντελώς σολιψιστικά ότι αυτό που μετράει είναι μόνο η δική σου θέση. Κι είναι αυτό το ατελεύτητο παιχνίδι ανάμεσα σε σένα και το άπαν, την απογείωση και την πτώση, που δεν αφήνει ποτέ την ποίηση σε ησυχία, καλώντας την να δημιουργήσει ξανά τον κόσμο. Σάμπως η ποιητική μεταφορά να μοιάζει με μια διαρκή πτήση –από το φτερωτό άρμα του Πλάτωνα μέχρι αυτό της Μήδειας– και ζητώ, στο σημείο αυτό, από τον Στίγκα να καταθέσει τη δική του γνώμη. «Να σου πω μια ιστορία; Βρισκόμαστε στα 1942. Το Λένινγκραντ πολιορκείται από τους Γερμανούς κοντά έναν χρόνο. Η κατάσταση είναι απελπιστική. Πείνα και κρύο ρωσικό, της αρκούδας. Ένα αεροπλάνο φορτωμένο με παρτιτούρες της Εβδόμης του Σοστακόβιτς ξεκινά από τη Μόσχα. Σπάει τον αντιαεροπορικό κλοιό των Γερμανών και σκορπίζει τις παρτιτούρες πάνω απ' την πόλη. Όσοι μουσικοί έχουν απομείνει επιστρέφουν από τα χαρακώματα. Στις πρόβες δεν έβγαινε ήχος, δεν είχαν τη δύναμη να φυσήξουνε τα πνευστά. Τους δόθηκαν διπλές μερίδες φαγητού για να τα καταφέρουν. Και τα κατάφεραν: ρίχνουν 3.000 οβίδες στους Γερμανούς και δίνουν μια μεγαλειώδη συναυλία που ακούστηκε σε όλη την πόλη. Οι στρατιώτες άκουγαν με κλειστά μάτια. Ένας Γερμανός στρατιώτης γράφει στο ημερολόγιό του: «Όταν άκουσα τη μουσική, κατάλαβα ότι το Λένινγκραντ δεν θα πέσει ποτέ στα χέρια μας». Λοιπόν, αυτό το αεροπλανάκι που έριξε τη μουσική βόμβα, πολύ το αγαπώ. Ελπίζω να σου απάντησα».
Αν το αεροπλάνο δεν ήταν φορτωμένο με παρτιτούρες, μπορεί η ποίηση να παρέμενε μακριά από τον κόσμο, να ήταν απλώς μια κατασκευή από λέξεις, να μη γινόταν η ίδια το γεγονός, να μην είχε σώμα – φλέβες, νεφρά, καρδιά και τριχοειδή αιμοφόρα αγγεία. Δεν θα υπέφερε και θα σωζόταν. Θα ήταν ακμαία και αειθαλής, όπως κάτι ανέφελα στιχάκια. Δεν θα βασανιζόταν από τα διλήμματα και την αμφιβολία. «Το κωλοπετσωμένο σύννεφο της αμφιβολίας», όπως γράφει ο ίδιος σε κάποιον στίχο του και τον ρωτάω αν τελικά είναι η αμφιβολία που φτιάχνει την ποίηση και τον κόσμο. «Δεν ξέρω, εγώ αυτό έχω, μ' αυτό πορεύομαι» απαντά. «Έτσι κι αλλιώς, στις τρεις σιγουριές καίγεσαι. Όπως όταν ήμασταν μικρoί: στα τρία κόρνερ πέναλτι. Καταλαβαίνω ότι η αμφιβολία είναι βασανιστική, αλλά τουλάχιστον έχει προοπτική, γι' αυτό και δεν θα γίνει ποτέ κόλαση. Θα παραμένει για πάντα ένα μακρύ πουργατόριο. Με τον καιρό μαθαίνεις να τ' αγαπάς. Κι ίσως κάποια στιγμή να σ' αγαπήσει κι εκείνο». Ίσως γι' αυτό να αποφεύγει την αλαζονική βεβαιότητα άλλων ποιητών, επιμένοντας σε μια άρρητη, υπόγεια συνωμοσία με τον αναγνώστη: ένα αντεστραμμένο hypocrite lecteur. «Το ξέρω/ ότι το ξέρεις/ ότι το ξέρω/ ότι το ξέρεις» τολμά να πει στον αναγνώστη, ενώ παλιότερα, με τον ίδιο κατηγορηματικό τρόπο, επέμενε ότι η ποίηση δεν είναι «αιώρα ρεμβασμού». Αναρωτιέμαι αν πλέον θυμώνει με τα προκάτ παιχνίδια που στήνουν ορισμένοι ποιητές με το κοινό. «Να σου πω, παλιότερα θύμωνα περισσότερο. Τώρα πλέον, όποτε πιάνω τον εαυτό μου να θυμώνει, σκέφτομαι ότι ο καθένας κάνει αυτό που μπορεί. Πρόσεξε, δεν είναι συγκατάβαση, είναι ένα ήπιο ηρεμιστικό, διώχνει τον θυμό, αλλά μου προκαλεί μια ελαφρά θυμηδία». Αποτίνει ωστόσο ύψιστο φόρο τιμής, σχεδόν σε κάθε του συλλογή, στους ποιητές που αγαπά: στον Καρούζο, στον Σαχτούρη, στον Στεριάδη. Ο τελευταίος, μάλιστα, στον «Εξυπερύ» δείχνει να έχει την τιμητική του. Τον καλώ, λοιπόν, να μπει για λίγο στο αεροπλάνο του κ. Ίβο –κατασκευή του Στεριάδη– και να πετάξουμε παρέα.
«Χρωστούσα ένα ποίημα στον Στεριάδη, μια και απουσίαζε από το "Ισόπαλο Τραύμα". Ο Στεριάδης κατασκεύασε ένα υπερηχητικό, ποιητικό-αντιποιητικό αεροπλάνο που γάζωσε σε ανύποπτο χρόνο τον μικροαστισμό απ' άκρη σ' άκρη. Καταστήματα μοντέρνων φρούτων και λαχανικών, ρεστοράν, καρμπιρατέρ και τρανζιστοράκια εφάμιλλα των ευρωπαϊκών, οι ανήλικες Κυκλάδες κι οι τεντιμπόηδες, η αρραβωνιαστικιά –που δεν είχε– και να μην ξεχάσουμε τα πτυχία, πολλά πτυχία, αρχιτεκτονικής, ιατρικής, νομικής, όλα τους άχρηστα σαν τα συχωροχάρτια. Δεν του ξέφυγε τίποτα. Έκανε κάτι αεροπλανικά εξίσου ακριβή και παράλογα, ήταν σπουδαίος πιλότος – αυτός που χάλασε τη μηχανή του για το Μέγα Έλεος. Μπαίνω, λοιπόν, στο αεροπλάνο του, όπως μπαίνει κανείς σε εκκλησία – δεν θα άγγιζα τίποτα. Ψέματα σου λέω. Θα γυάλιζα το καντράν του για να βλέπω τις βελόνες κολλημένες στο κόκκινο και θα έπαιζα και λίγο με το πολυβόλο. Αλλά, σε παρακαλώ, μη με ρωτήσεις πού θα 'ριχνα». Δεν ρωτάω, παρά βλέπω, και αυτό που βλέπω είναι ότι πια δεν φοβάται όχι μόνο να ρίξει αλλά κυρίως να στηθεί γυμνός απέναντι στα πολυβόλα ή, μάλλον, κάτι χειρότερο, απέναντι στον απόλυτο εχθρό του ποιητή που είναι, από εποχής Σεφέρη, το λευκό χαρτί. Θαρρώ πια πως στον «Εξυπερύ» αυτήν τη μάχη δεν τη φοβάται. «Μ' αρέσει που είπες "γυμνός", γιατί περί αυτού πρόκειται. Μπαίνω γυμνός σε κάθε μου βιβλίο, ανυπεράσπιστος, όπως σε προσευχή. Άλλωστε, η λευκή σελίδα είναι ένας τόπος προσευχής και σε χωρά ίσα-ίσα. Αν είναι να μιλήσεις για τον θάνατο, θα πρέπει να εγκαταλείψεις την ελπίδα. Έτσι κι αλλιώς, είναι μια έννοια που αποφεύγω. Τη θεωρώ απατηλή ή τουλάχιστον υπερτιμημένη. Κάτι σαν μεταφυσικό ζαχαρωτό. Όποτε σκέφτομαι έτσι, μου έρχεται μια πικρή γεύση στο στόμα, αλλά ίσως να φταίνε και τα τσιγάρα».
Ο Γιάννης Στίγκας δεν χρειάζεται να μιλήσει για τον θάνατο, το κάνει καταθέτοντας την πιο ουσιαστική μέχρι τώρα συλλογή του, αφού με το «Εξυπερύ σημαίνει χάνομαι» το ερώτημα της ζωής και του θανάτου το αφουγκράζεται ο ασκημένος αναγνώστης που στέκεται πάντα ανάμεσα: «Ίλιγγος/ στην πιο βαριά του μορφή/ είναι όταν εσύ/ και ο χρόνος/ σκυλεύετε/ την ίδια σκέψη/ ταυτόχρονα». Χαμένος και βυθισμένος ταυτόχρονα στο πριν και στο μετά, ο ευαίσθητος στην ουσία των ήχων και της αίσθησης αναγνώστης, που μπορεί να δεξιωθεί το φως στο στομάχι, στα σπλάχνα και στην καρδιά, που μπορεί να δει ότι το βίωμα δεν είναι εμπειρία αλλά χαρακιά που αφήνει η λέξη, που βλέπει ότι οι τίτλοι των συλλογών είναι φτιαγμένοι από τα υλικά των αντιφάσεων που τρέφουν τη λειτουργία της ύπαρξης: «Αλητεία του αίματος», «Ισόπαλο Τραύμα», «Βλέπω τον Κύβο Ρούμπικ φαγωμένο» και τώρα «Εξυπερύ σημαίνει χάνομαι». Ρωτάω τον Στίγκα, τελειώνοντας και σχεδόν έτοιμη για μια ακόμα πτήση, αν τα δείχνει όλα το σκοτάδι αυτή η τόση δα τρυπίτσα: «Η τρυπίτσα στην οποία αναφέρεσαι είναι ένα memento mori, διατρέχει νοερά όλο το βιβλίο. Προσπάθησα να προσεγγίσω το φαινόμενο του θανάτου, ελέγχοντας όσο το δυνατόν περισσότερο τον τρόμο. Χρειαζόμουν μια γλώσσα πιο αυστηρή, μια γλώσσα που θα κατέβαζε τη θερμοκρασία στους 37 βαθμούς Κελσίου – δεν το λες πυρετό, ούτε και υγεία. Είναι η θερμοκρασία της λύπης μου. Διότι τα πάντα πεθαίνουν μες στο βιβλίο. Πουλιά, ζώα, άνθρωποι, πόλεις ολόκληρες. Από ύβρη, από φωτιά, από χτυποκάρδι, από Σεπτέμβρη, από όνειδος. Τα νοήματα είναι σαφή, οι αντιστοιχίες είναι εύκολες. Ερώτηση: μέσα σε όλον αυτό τον ορυμαγδό, υπάρχει κάτι που αντιστέκεται; Τι; Το γαλάζιο; Η γλώσσα; Η ίδια η γραφή; Μήπως ο Σικελιανός, που προσπαθεί μάταια να επιδιορθώσει ένα σταματημένο τζιτζίκι; Ο Καζαντζάκης εύστοχα σημειώνει ότι όταν ο φίλος του αποφάσισε να αναστήσει τον νεκρό ράφτη, έφτασε στο γελοίο και το ξεπέρασε. Όσο κι αν ακούγεται τρελό, έχω βιώσει μια παρόμοια κατάσταση. Σε μια εφημερία, ένας ασθενής μου (την κτητική αντωνυμία εμείς οι γιατροί την κρατάμε για να μην ξεχνάμε τη δέσμευση) παθαίνει καρδιακή ανακοπή. Προσπάθησα να τον επαναφέρω, ξέρεις, τεχνητή αναπνοή και μαλάξεις στην καρδιά. Οι κόρες των ματιών του είχαν γίνει μικρές, σαν κεφάλι καρφίτσας. Παρά την απερίγραπτη ένταση της στιγμής, αισθανόμουν μια περίεργη απόσταση, έβλεπα το είδωλό μου στα μάτια του, λίγο κοίλο και κάπως γελοίο. Γιατί γελοίο; Αυτό είναι το ερώτημα. Τα υπόλοιπα είναι μεταφυσική της πλάκας. Πάντως, για να σου τελειώσω την ιστορία, ούτε εγώ ούτε οι καρδιολόγοι που ήρθαν με τους απινιδωτές τους καταφέραμε κάτι. Και η αποτυχία σ' αυτές τις περιπτώσεις δεν μοιράζεται, είναι πάντα προσωπική. Ίσως γι' αυτό ο Σικελιανός, μετά την αποτυχία του, πήγε στη θάλασσα και της πέταγε πέτρες, φωνάζοντας: "Εγώ, εγώ, εγώ"».