Μπορεί σε κάποιους τομείς, όπως ο αθλητισμός για παράδειγμα, τα σωματικά χαρακτηριστικά των ανδρών πράγματι να οδηγούν στην επίτευξη πιο εντυπωσιακών αποτελεσμάτων και αυτό να έχει ως αποτέλεσμα μια υψηλότερη αποτίμηση του έργου τους.
Στο πεδίο της πνευματικής εργασίας, όμως, σίγουρα κάτι τέτοιο δεν ισχύει και θα περίμενε κανείς αυτό να είναι εμφανές στις τιμές προϊόντων όπως για παράδειγμα τα βιβλία.
Φευ, τα πονήματα ανδρών και γυναικών συγγραφέων δεν αποτιμώνται το ίδιο, όχι μόνο από τους εκδότες αλλά ακόμα και από τις εναλλακτικές εκδοτικές πλατφόρμες.
Στο χώρο του βιβλίου, παραδοσιακά, οι εκδοτικοί οίκοι είναι εκείνοι που καθορίζουν το ποια βιβλία θα εκδοθούν, τη θεματική τους ταξινόμηση και την τιμή λιανικής πώλησης.
Την τελευταία δεκαετία, ωστόσο, η ανάπτυξη των ψηφιακών τεχνολογιών και η ανάδυση των πλατφορμών ηλεκτρονικών πωλήσεων επέτρεψαν για πρώτη φορά στους συγγραφείς να παρακάμψουν τους εκδότες και να εκδώσουν και να πουλήσουν τα βιβλία τους σε τόσο μεγάλη κλίμακα.
Η άνθιση της ανεξάρτητης εκδοτικής δραστηριότητας (indie publishing ή self-publishing στα αγγλικά) αντικατοπτρίζει την γενικότερη ανάπτυξη αυτού που αποκαλείται «gig» economy ή οικονομία περιστασιακής απασχόλησης, όπου οι εργαζόμενοι συνδέονται άμεσα με εξωτερικές αγορές.
Αυτό βέβαια στον κόσμο του βιβλίου δεν είναι κάτι καινοφανές. Στο παρελθόν οι περισσότερες γυναίκες συγγραφείς, αν ήθελαν τα βιβλία τους να έχουν την παραμικρή τύχη να εκδοθούν, επέλεγαν είτε nom de plume που παρέπεμπε σε άνδρα, χρησιμοποιούσαν τα αρχικά του ονόματος τους ή την πιο «αρρενωπή» εκδοχή του.
Ο τομέας του βιβλίου, λόγω της φύσης του αντικειμένου του και του γεγονότος ότι πλέον συνυπάρχουν η παραδοσιακή δομή και η οικονομία περιστασιακής απασχόλησης, αποτελεί ένα καλό παράδειγμα για όσους θέλουν να παρατηρήσουν κατά πόσον η τελευταία μπορεί να εξαρθρώσει και να μεταμορφώσει τους μηχανισμούς διακρίσεων βάσει φύλου και τις ανισότητες που υπάρχουν στην παραδοσιακή οικονομία ή αν θα τους αναπαράξει.
Πρόσφατα δημοσιεύθηκαν τα ευρήματα μιας μελέτης που συνέκρινε τους μηχανισμούς διακρίσεων βάσει φύλου και τις ανισότητες μεταξύ των ανεξάρτητων ή αλλιώς indie εκδόσεων και των παραδοσιακών εκδοτικών οίκων στις ΗΠΑ, βασιζόμενη στα στοιχεία από το 2002 έως το 2012 από τον βιβλιογραφικό κατάλογο εκδόσεων Books in Print, τον οποίο χρησιμοποιούν κατά κόρον βιβλιοπωλεία και βιβλιοθήκες.
Αναλύοντας δεδομένα όπως το προφανές φύλο του συγγραφέα (με τον όρο «προφανές» οι ερευνητές αναφέρονταν στο αν το όνομα του συγγραφέα υποδήλωνε ξεκάθαρα ότι πρόκειται για γυναίκα, άντρα ή είναι αμφιλεγόμενο όπως π.χ. το J.K. Rowling), την ταξινόμηση του τίτλου (πχ. λογοτεχνία, ποίηση, «γυναικεία» λογοτεχνία, δοκίμιο), την τιμή και τις διαφορετικές εκδόσεις στις οποίες κυκλοφόρησε (σκληρόδετο, έκδοση τσέπης, audiobook κλπ), κατέληξαν σε εξαιρετικά, και κυρίως τεκμηριωμένα, συμπεράσματα.
Η ανεξάρτητη εκδοτική δραστηριότητα, παρότι επί της αρχής εμφανίζεται ως πιο ισότιμη, στην πραγματικότητα αναπαράγει τα μοτίβα διακρίσεων φύλου των παραδοσιακών εκδοτών, επιδεικνύοντας άνιση μεταχείριση στην κατανομή των ανδρών και γυναικών συγγραφέων ανά είδος (διάκριση κατανομής), υποτίμηση των λογοτεχνικών ειδών που συνήθως αποτελούν το πεδίο των γυναικών συγγραφέων (αξιακή διάκριση) ενώ φαίνεται πως τιμολογούν επίσης χαμηλότερα εντός του ίδιου λογοτεχνικού είδους τα βιβλία που έχουν γυναίκα συγγραφέα (διάκριση εντός της εργασίας).
Ωστόσο, αυτοί οι μηχανισμοί διακρίσεων συνδέονται με εμφανώς χαμηλότερη ανισότητα τιμών στην περίπτωση των ανεξάρτητων εκδόσεων, μόνο 7%, γεγονός που οφείλεται πρωτίστως στις χαμηλότερες απόλυτες τιμές και στο μικρότερο τιμολογιακό εύρος σε σύγκριση με την συμβατική εκδοτική δραστηριότητα.
Οι τίτλοι των βιβλίων γυναικείων συγγραφέων που εκδίδονται από παραδοσιακούς εκδοτικούς οίκους τιμολογούνται κατά μέσον όρο 45% χαμηλότερα απ' ότι των ανδρών συναδέλφων τους, σύμφωνα με τα στοιχεία του Books in Print.
Το φαινόμενο αυτό μπορεί να παραλληλιστεί με το καθεστώς που ισχύει και στα άλλα επαγγέλματα, όπου οι γυναίκες αμείβονται επίσης με χαμηλότερους μισθούς σε σύγκριση με τους άνδρες συναδέλφους τους, επιβεβαιώνοντας την συστηματική υποτίμηση της εργασίας των γυναικών.
Αυτό βέβαια στον κόσμο του βιβλίου δεν είναι κάτι καινοφανές. Στο παρελθόν οι περισσότερες γυναίκες συγγραφείς, αν ήθελαν τα βιβλία τους να έχουν την παραμικρή τύχη να εκδοθούν, επέλεγαν είτε nom de plume που παρέπεμπε σε άνδρα (χρησιμοποιούσαν δηλαδή τα αρχικά του ονόματος τους) είτε την πιο «αρρενωπή» εκδοχή του.
Τέτοια παραδείγματα αποτελούν η Augusta Groner που υπέγραφε ως Auguste Groner, μια αμφίσημη ως προς το φύλο εκδοχή του ονόματος της, η L. T. Meade και η Metta Victoria Fuller Victor που χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο Seeley Regester, όλες πρωτοπόροι συγγραφείς αξιόλογων αστυνομικών μυθιστορημάτων και διηγημάτων που όμως σχεδόν κανείς δεν γνωρίζει πια και σίγουρα δεν χαίρουν της πρέπουσας εκτίμησης όπως οι άνδρες σύγχρονοι τους, Arthur Conan Doyle ή Wilkie Collins.
Η εργασία των Dana Weinberg και Adam Kapelner παρατηρεί τις διακρίσεις που υφίστανται καταρχάς στην διαφορετική κατηγοριοποίηση των συγγραφέων βάσει φύλου.
Αφενός οι παραδοσιακοί εκδοτικοί οίκοι περνάνε τους συγγραφείς από ψιλό κόσκινο προκειμένου να αποφασίσουν αν θα κυκλοφορήσουν το βιβλίο τους, εξετάζοντάς τους όχι μόνο για την ποιότητα των γραπτών τους (όπως και οφείλουν) αλλά και για να αντιστοιχίσουν τους συγγραφείς με συγκεκριμένες σειρές ή άλλα εμπορικά σήματα του ίδιου οίκου που συχνά διαφέρουν ως προς το κύρος και τους πόρους που αφιερώνονται για την προώθηση των βιβλίων.
Για παράδειγμα φαίνεται πως οι εκδότες τείνουν να προτιμούν να προωθούν ως «σοβαρά» μυθιστορήματα βιβλία ανδρών συγγραφέων και αναλογικά εκδίδουν περισσότερα αισθηματικά μυθιστορήματα που υπογράφονται από γυναίκες.
Οι επιμελητές, μαζί με τους λογοτεχνικούς ατζέντηδες, συχνά απομακρύνουν τους συγγραφείς από τα είδη που θεωρούν ότι δεν ταιριάζουν με τα στερεότυπα φύλου, απορρίπτοντας τέτοια βιβλία και προτρέποντας τους να αναζητήσουν την έμπνευση σε επιλογές που θεωρούνται πιο κοντά στο «προφίλ» τους. Αυτό αντικατοπτρίζεται στην εξαιρετικά υψηλή συγκέντρωση ή υποεκπροσώπηση των δύο φύλων στα διαφορετικά λογοτεχνικά είδη.
Η υποτίμηση του πνευματικού έργου των γυναικών παρατηρείται επίσης στην χαμηλότερη επένδυση από πλευράς των εκδοτών στην εκτύπωση, την προώθηση, το κύρος που τους αποδίδεται και φυσικά στην τιμή τους.
Εντός του ίδιου λογοτεχνικού είδους, και μάλιστα σε ίδιου τύπου εκδόσεις σημειώνεται μεγάλη διαφορά μεταξύ της τελικής τιμής στα έργα ανδρών και γυναικών συγγραφέων.
Θα μπορούσε βέβαια κάποιος να ισχυριστεί πως η χαμηλότερη τιμή προσελκύει περισσότερους αγοραστές και κατά συνέπεια αναγνώστες, αλλά η διαφοροποίηση στην τιμή υποδεικνύει πως οι εκδότες θεωρούν τα βιβλία γυναικών συγγραφέων ως χαμηλότερης αξίας στην αγορά έναντι των τίτλων από άνδρες, και γι' αυτό είναι αναγκαία μια χαμηλότερη τιμή προκειμένου το αμοιβαίο προσδοκώμενο κοινό τους να ενθαρρυνθεί να τα επιλέξει.
Σε αριθμούς τα ευρήματα έχουν ως εξής: τα βιβλία συγγραφέων με εμφανώς γυναικείο όνομα αποτελούν το 26% των τίτλων με έναν μόνο συγγραφέα σύμφωνα με τον κατάλογο Books in Print.
Τα βιβλία συγγραφέων με εμφανώς ανδρικό όνομα αποτελούν το 45% των τίτλων και το υπόλοιπο 29% τίτλων με έναν μόνο συγγραφέα διαθέτουν ονόματα απροσδιόριστου φύλου, συγκεκριμένα πρόκειται για ονόματα ανδρόγυνα, με χρήση αρχικών ή ονόματα που δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενα.
Κατά μέσο όρο τα βιβλία από γυναίκες (ή με γυναικεία ονόματα) πωλούνται κατά $17.92 χαμηλότερα από εκείνα των ανδρών, δηλαδή η μέση τιμή τους αγγίζει τα 37,45 δολάρια σε σύγκριση με 55,37 των βιβλίων από άνδρες.
Συνολικά επίσης οι Dana Weinberg και Adam Kapelner βρήκαν πως οι εκδοτικοί οίκοι επενδύουν λιγότερα σε γυναίκες συγγραφείς, επιλέγοντας σπανιότερα να κυκλοφορήσουν τα έργα τους σε μορφές που είναι πιο ακριβές στην παραγωγή και την διανομή.