ΜΙΛΟΥΣΕ ΔΥΝΑΤΑ, είχε αδυναμία στις κοπέλες που σφύζουν από νιάτα και τ’ αστεία του ήταν αυθόρμητα σαν μικρού παιδιού. Στην εμφάνισή του, φρόντιζε κυρίως τα παπούτσια του. Ασκούσε για βιοπορισμό τη δημιοσιογραφία αλλά στην ουσία θρεφόταν με βιβλία και μουσικές. Τα κείμενά του στους «Ωτοβλεψίες» των Νέων ή εκείνα για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό στην Καθημερινή, αρνούνταν να τα υπογράψει. Ο Γιώργος Μπρουνιάς (1946-2022) ήταν από τους πιο μοναχικούς ανθρώπους που γνώρισα ποτέ. Κι όσο δυνατά μιλούσε, τόσο αθόρυβα είχε διαλέξει να ζει.
Το ότι δημοσιοποίησε τις «Σημειώσεις για ένα ημερολόγιο» (εκδ. Το Ροδακιό, 1993), σημειώσεις που κρατούσε για τρία περίπου χρόνια, έμοιαζε παράδοξο. Όμως δεν ήταν. Αν έσπρωξε στο φως μερικές από τις πιο μύχιες σκέψεις του είναι επειδή τις είχε σμιλέψει με τα εργαλεία της λογοτεχνίας. Είχε βάλει ένα στοίχημα: να κάνει τέχνη τ’ ασήμαντα, τα καθημερινά, τα τετριμμένα. Τις εικόνες που έβλεπε ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, τα κομματάκια του ουρανού που διέκρινε πίσω από τις πολυκατοικίες της Πατησίων, τ’ απομεινάρια ενός πολιτισμού που διασχίζει τον Κεραμεικό, τα λουλουδάτα φουστάνια που θυμόταν ότι φορούσε μια γυναίκα που είχε αγαπήσει. Οι σκέψεις του για το θάνατο θα στέκονταν πλάι στην ευτυχία που χαρίζει ένα άγγιγμα από πρόσωπο οικείο, και οι αναμνήσεις που γεννά ένα τριαντάφυλλο πάνω στο γραφείο θα συνυπήρχαν με την θέα του βρεγμένου τσιμέντου στην αυλή του πατρικού σπιτιού.
Είχε βάλει ένα στοίχημα: να κάνει τέχνη τ’ ασήμαντα, τα καθημερινά, τα τετριμμένα. Τις εικόνες που έβλεπε ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, τα κομματάκια του ουρανού που διέκρινε πίσω από τις πολυκατοικίες της Πατησίων, τ’ απομεινάρια ενός πολιτισμού που διασχίζει τον Κεραμεικό, τα λουλουδάτα φουστάνια που θυμόταν ότι φορούσε μια γυναίκα που είχε αγαπήσει.
Στις «Σημειώσεις για ένα ημερολόγιο» ο Μπρουνιάς μας ξεναγεί στο κλειστό του σύμπαν, δηλώνοντάς μας ότι δεν υπάρχει χώρος για κανέναν να εισχωρήσει σ’ αυτό. «Είμαι τα πράγματα που βλέπω», διαβάζουμε. Και σαν μουσικό μοτίβο, ό,τι στολίζει το δωμάτιό του επέρχεται: η οθόνη της τηλεόρασης αναμμένη, το χειμωνιάτικα σακκάκια κρεμασμένα πίσω από την μισόκλειστη πόρτα, το τραπεζάκι με το κηροπήγιο μπροστά από το κάδρο με τον Απόστολο της Σαρτρ, η πολυθρόνα που μετακινεί τα βράδια και βάζει πάνω της χοντρούς τόμους για να στηρίζουν την τηλεόραση, και τα παράθυρο με τα ασφαλισμένα ρολά και τις κουρτίνες που ανεμίζουν. Το κλειστό σύμπαν ομορφαίνει με τους φίλους (τους «μετρημένους»), την οικογένεια (την πατρική), τα διαβάσματα, τ’ ακούσματα, τα ερωτικά συναπαντήματα, τις βόλτες. Μέσα απ’ αυτά περνάει η γαλήνη αλλά και ο πανικός.
Η επιλογή της μοναξιάς παρουσιάζεται αναπόφευκτη. Αβάσταχτη καμιά φορά, αλλά αναπόφευκτη. «Ίσως θα ΄πρεπε να έχω φιλοδοξίες, να ΄χω χαρακτήρα, να ΄χω παντρευτεί μια όχι και τόσο βαρετή γυναίκα και να αδράχνω τα παιδάκια μου απ΄το σβέρκο. Όμως να γυρίζω σ’ ένα σπίτι με συντροφιά και ζεστό φαΐ πάνω στο τραπέζι μου φαίνεται αβάσταχτο, απίστευτο». Κι έτσι, ένα δώρο που δεν έχει πού να το χαρίσει, η σκέψη ότι δεν θα ΄χει κάποτε κάποιον να του χτυπήσει την πλάτη «όταν θα ΄χουν φράξει τα πνευμόνια» του, η φωνή του που τον τρομάζει όταν μονολογεί μέσα στην απόλυτη ησυχία, συνοδεύουν την επιλογή χωρίς να την ανατρέπουν.
Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΡΟΥΝΙΑΣ μεγάλωσε στο Χαλάνδρι, σπούδασε στην Φιλοσοφική της Αθήνας, ήπιε αρκετά ποτά στο Ντεκαντάνς, πέρασε μερικά χρόνια στο Λονδίνο δουλεύοντας στην ελληνική υπηρεσία του BBC κι είχε την τύχη να γίνει μέλος μιας εκλεκτής παρέας. Με τη Τζούλια (Τσιακίρη), τον Βασίλη (Διοσκουρίδη), τον Νίκο (Παναγιωτόπουλο), την Άννα (Κοκκίνου), τον Πέρη (Ιερεμιάδη) μοιράστηκε γεύματα και πνευματικές περιπέτεις, και με τις ισχυρές τους προσωπικότητες έδωσε μάχες επί μακρόν. Το πιθανότερο είναι ότι χωρίς αυτούς, οι «Σημειώσεις…» δεν θα κυκλοφορούσαν σε βιβλίο, θα έμεναν κλειδωμένες σ’ ένα συρτάρι ή θα συνέχιζαν να περνούν από χέρι σε χέρι τυπωμένες σε καλαίσθητα φυλλάδια. Ενδεχομένως το ίδιο να γινόταν και με τα ποιήματα που δημοσίευσε αργότερα.
Οι φίλοι του είναι παρόντες στο ημερολόγιο. Έρχονται και φεύγουν σαν μουσικό μοτίβο κι αυτοί. Οι συνευρέσεις τους είναι ποτισμένες από τη γλύκα και την εμπιστοσύνη της οικειότητας και της αγάπης, ακόμα κι αν πραγματοποιούνται στα όνειρά του. Αντίθετα, οι συναντήσεις με τους γονείς στο πατρικό είναι φορτισμένες με μια αμοιβαία έγνοια που σπάνια εξωτερικεύεται: «Τον πατέρα μου δεν ξέρω αν τον έχω καταλάβει ούτε αν τον έχω αγαπήσει, όταν όμως τα σαββατοκύριακα που πάω σπίτι μας τον βρίσκω να κάθεται πίσω απ’ το παράθυρο και να κοιτά την κυκλοφορία απ’ την κουρτίνα, που λίγο είχε τραβήξει με τ’ άσαρκό του χέρι, τότε θα ΄θελα να ζητήσω απ’ τις αρχές, την εξουσία που κανονίζει την ροή των δρόμων, να στέλνουν στο δρόμο μας όσο πιο πολλούς μπορούν, ώστε ο πατέρας μου, που κάθεται πίσω απ’ το παράθυρο να κοιτάζει το τραβηγμένο κουρτινάκι, να βλέπει όσο πιο πολλή κίνηση μπορεί, και να περνά κι αυτός τις ώρες του».
Οι «Σημειώσεις για ένα ημερολόγιο», με το εκθαμβωτικό έργο του Mapplethorpe στο εξώφυλλο, είναι η χαμηλόφωνη εξομολόγηση ενός ανθρώπου «τσαλαπατημένου», όχι πάντοτε από τους δυνατότερους ούτε από τους καλύτερους
Όποιος διαβάσει τις «Σημειώσεις…» θα κοιτάξει την Αθήνα μ’ αλλιώτικο βλέμμα. Δεν μπορεί να ξαναπεράσει απ’ την πλατεία Μητροπόλεως χωρίς να δει τις πλάκες της γεμάτες ξερά φύλλα, χωρίς ν’ ακούσει το ήχο τους όταν θρύβονται απ’ τις πατημασιές, χωρίς να ρίξει μια ματιά στα λυγισμένα απ’ το αεράκι δέντρα. Βουλγαροκτόνου- Καλλιδρομίου- Ακαδημίας- Σύνταγμα- Κυδαθηναίων- Αδριανού- Μοναστηράκι- και… «καθώς περνούσα τα φανάρια στη γωνία με την Αθηνάς, είδα με την άκρη του ματιού μου τον ουρανό, που ήταν λαμπρός στην άκρη της Ερμού…». Ο Μπρουνιάς κατηφορίζει στο κέντρο της πόλης γνωρίζοντας πως η συνηθισμένη του βόλτα κρύβει εκπλήξεις. Είναι το δώρο που του προσφέρουν οι δρόμοι της Αθήνας, επειδή έχει μάτια να τους δει και να τους γευτεί: αναπάντεχες συναντήσεις ή γνωριμίες, όμορφες εικόνες, περίεργοι συνειρμοί. Όταν επιστρέφει στο καταφύγιό του, ταξιδεύει μέσα από τα βιβλία. Μέσα από τις «Νυχτερινές σκέψεις» του Χάινε, τα κινέζικα ποιήματα που συγκέντρωσε ο Άρθουρ Γουέιλι, τα γράμματα που έστειλε ο Σολωμός, τις ιστορίες του Ησίοδου, τα ποιήματα του Γκαίτε ή αυτούς τους στίχους του μοναχού Αλκουίνου, που λες και γράφτηκαν για τον ίδιο: «Σαν τον βαρκάρη που γυρνά τη βάρκα του σωσμένη στην ακρογιαλιά και την απιθώνει άθιχτη στην άμμο έχοντάς την γλιτώσει από την αναμαλλιασμένη θάλασσα, έτσι κι αυτός που γράφει, άμα τελειώσει το γραπτό του, ακουμπά την πένα του απάνω στο τραπέζι, και για μια στιγμή απομένει εκεί σκυφτός, εξαντλημένος απ’ τη ζωή που αναπήδησε από μέσα του, κι ευχαριστιέται με τη σκέψη της γαλήνης που έρχεται μετά την καταιγίδα».
«Εμείς που ζούμε μόνοι ζούμε πολύ κοντά στον θάνατο · όχι που το θελήσαμε αλλά γιατί έτσι μας ήρθαν τα πράγματα, μη έχοντας κανέναν να σκεφτούμε, κάποιον στο πλάι μας παρέα καθώς πάμε στη δουλειά, ή όταν συναναστρεφόμαστε τον κόσμο, όσο καθόμαστε στο καφενείο διαβάζοντας εφημερίδες, κάτι που να έχουμε να μας σκεπάζει, κάπου για να γυρίσουμε, όπως οι άλλοι στις γυναίκες τους και στα παιδιά τους· εμείς έχουμε τη συντροφιά του, σκοτεινή στην αρχή κι επίφοβη τη μέρα και το βράδυ τα χέρια του κρύα στο κρεβάτι, αλλά κατόπιν συνηθίσαμε· κι αν τύχει μια νύχτα να βρεθούν θερμά δυο μπράτσα να μας τυλίξουνε, κι αν τη μέρα μια ύπαρξη δροσερή έρθει το δρόμο μας να συντροφέψει, εμείς, αφού για λίγο αμφιβάλλουμε αν θα ΄πρεπε να αφεθούμε, ύστερα τρέχουμε να χωθούμε στο θάνατο που έχει γίνει η ζωή μας».
Οι «Σημειώσεις για ένα ημερολόγιο», με το εκθαμβωτικό έργο του Mapplethorpe στο εξώφυλλο, είναι η χαμηλόφωνη εξομολόγηση ενός ανθρώπου «τσαλαπατημένου», όχι πάντοτε από τους δυνατότερους ούτε από τους καλύτερους, που νιώθει συχνά μια εγκατάλειψη, μια «παραίτηση απ’ όσα συνήθως πράττουν κι αισθάνονται οι άνθρωποι, τα φυσικά αυτά, όρεξη, νόημα, δύναμη, πίστη, που κινούν τη δράση στα μικρά και τα μεγάλα». Ίσως αυτή η εγκατάλειψη επέτρεψε στον Γιώργο Μπρουνιά να γευτεί το μεδούλι μιας ζωής ασφυκτικής και ταυτόχρονα γενναιόδωρης.