Ανέκαθεν τα λόγια και οι στίχοι του Νικ Κέιβ διαπερνούσαν τα αγκάθια του σύγχρονου βίου σαν λαμπερά μαργαριτάρια μέσα από εικόνες ανθρώπων που ξέρουν ότι περιμένουν το θαύμα ως τραυματισμένα τέκνα, εραστές σε απόγνωση και πρόσφατα ως πενθούντες πατέρες. Δηλαδή περίπου όπως ο ίδιος, ένα άλλοτε αυτοκαταστροφικός έφηβος που η μοίρα τον ήθελε να γίνει ο πιο σαγηνευτικός νεο-ρομαντικός ροκ ποιητής της εποχής μας, ένας μαυροφορεμένος πρίγκιπας που ήρθε να καλύψει το κενό που δεν κατάφεραν ποτέ να καλύψουν οι απλοί ερμηνευτές ή οι διάσημοι τραγουδοποιοί. Άλλα, όπως συμβαίνει πάντα με τους χαρισματικούς ή τους τραγικούς ήρωες, η μοίρα τού χτύπησε άγρια την πόρτα.
Αφού έχασε τον πατέρα του σε μικρή ηλικία και μεγάλωσε σε μια γραφική πόλη της Αυστραλίας, το Γουαρέκναμπιλ, την οποία στους στίχους περιγράφει ως γεμάτη υγρασία και με ωραία φύση, κάπως σαν τη φοκνερική Γιοκναπατάουφα, και έμεινε μόνο με τη μητέρα του, εξαρτημένος για χρόνια από τις ουσίες και από μια απόκοσμη έμπνευση που λειτουργούσε ως αντίρροπη δύναμη στην οργή ενός σύγχρονου Ρεμπό, έμελλε να φέρει για πάντα εντός του έναν ανεξέλεγκτο πόνο.
«Έχω αγάπη στο στομάχι μου / και έναν μικρό πόνο / Και δέκα τόνους καταστροφή σε μια αλυσίδα 60 λεπτών / Και σπρώχνω τον τροχό της αγάπης μου στην ιωβηλαία οδό / Μεταμορφώνομαι, δονούμαι, λάμπω, κοίτα με τώρα / μεταμορφώνομαι τώρα, κοίτα με» έγραφε στο τραγούδι του «Jubilee Street».
Η σαρωτική ειλικρίνεια με την οποία περιγράφει τις συλλήψεις του λόγω ναρκωτικών, την παραμονή του στο κελί μαζί με άλλους εξαρτημένους αλλά και με έναν φαν που τον αναγνώρισε, ο τρόπος που αποδομεί τον εαυτό του για να τον ξαναγνωρίσει σε αυτή την ηλικία ως πενθούντα δημιουργό, σπάει κυριολεκτικά κόκαλα και μεταρσιώνει τον προφορικό του λόγο σε ιερή εξομολόγηση.
Αυτό σίγουρα το βίωσε στην πράξη, όπως διαπιστώνει κανείς διαβάζοντας τις συζητήσεις με τον φίλο του και δημοσιογράφο της κυριακάτικης «Observer», Σον Ο’Χέιγκαν στο βιβλίο Πίστη, Ελπίδα και Πόνος, καθώς το πένθος για την απώλεια του γιου του φαίνεται να διαπέρασε όλες τις πτυχές της ζωής του: από τον ανύπαρκτο ύπνο του μέχρι τον τρόπο που βίωνε κάθε στιγμή της ερμηνείας των τραγουδιών του άκρως προφητικού δίσκου του «Skeleton Tree» και αργότερα του ακόμα πιο φασματικού «Ghosteen».
Το τραγικό είναι ότι κατά τη διάρκεια αυτών των συζητήσεων με τον Ο’Χέιγκαν, οι οποίες τελικά μετατράπηκαν σε μια de profundis κατάθεση και αυτοβιογραφική εξιστόρηση, ο Νικ Κέιβ έμελλε να βιώσει κι άλλες απώλειες, τον θάνατο της μητέρας του Ντον Κέιβ, της πρώην συντρόφου και στενής φίλης του Ανίτα Λέιν αλλά και του φίλου του Χαλ Γουίλνερ, για τους οποίους γίνεται εκτενής λόγος στο βιβλίο.
Μάλιστα, αφού ολοκληρώθηκε, κατά μια ακόμα πιο τραγική σύμπτωση, πέθαναν επίσης ο Μαρκ Λάνεγκαν, ο Κρις Μπέιλ (τραγουδιστής του αυστραλέζικου πανκ συγκροτήματος The Saints) και ο μεγαλύτερος γιος του Νικ Τζέθρο.
Όλο αυτό το πένθος που διαπερνά τον ίδιο τον Κέιβ και κάθε του στίχο, σαν αυτά τα «φωτεινά τραύματα» που επικαλείται διαρκώς, παραπέμποντας στην ποίηση του Όσιαν Βουόνγκ, το μετατρέπει, κόντρα σε οποιαδήποτε συνθήκη, σε μια ζωτική ορμή, σε μια σαρωτική έξαρση δημιουργίας που διαχέεται σε όλα του τα πρότζεκτ: από τις τελευταίες εμφανίσεις στην πρόσφατη περιοδεία του μέχρι τα αντικείμενα και τα κεραμικά που φτιάχνει για τη σειρά The Cave Τhings, τα σαγηνευτικά σάουντρακ που ετοιμάζει για τις ταινίες του φίλου του Άντριου Ντόμινικ, τις ειλικρινείς απαντήσεις που δίνει στους θαυμαστές του στα Red Hand Files (την προσωπική του σελίδα), μέχρι τα παιδικά ηχητικά βιβλία, στα οποία ξεδιπλώνει όλη του την τρυφερότητα και, φυσικά, το τελευταίο του άλμπουμ «Σφαγή», με το οποίο εμφανώς προωθεί το βιβλίο (γι’ αυτό δεν έγινε ακριβώς αντιληπτό ο λόγος που η τρίτη λέξη του αγγλικού τίτλου «carnage» αποδόθηκε στα ελληνικά ως «πόνος» αντί για «σφαγή», χάνοντας έτσι τη συμβολική του βαρύτητα).
Όπως, λοιπόν, με τα τραγούδια του άλμπουμ «Σφαγή» ‒μια μικρότερη εκδοχή του «Ghosteen»‒, με τα οποία νιώθουμε ότι βλέπουμε «σύννεφα βροχής που συνεχίζουν να κάνουν κύκλους πάνω από το κεφάλι μας» και ξέρουμε ότι αυτά προμηνύουν την οριστική καταιγίδα, με τη βραχνή φωνή του Κέιβ να ακούγεται όντως προφητική, όταν διαβάζει κείμενο της διηγηματογράφου Φλάνερι Ο Κόνορ, και με τον Γουόρεν Έλις να έχει μπει για τα καλά μαζί του στη σπηλιά του πένθους και να μεγαλουργεί, το βιβλίο Πίστη, Ελπίδα και Πόνος καταθέτει την πιο μαύρη εκδοχή του κύκλου της ζωής για να αποκαλύψει στο τέλος την πιο φωτεινή της όψη.
Με μοναδική μεγαλοθυμία και άκρατη ειλικρίνεια ο Κέιβ δείχνει να έχει μαλακώσει τον πόνο και απευθύνει ένα μήνυμα αγάπης σε όλους όσοι βρίσκονται δίπλα του: από τον μοναδικό πλέον συνοδοιπόρο του, Γουόρεν Έλις, τη γυναίκα του, Σούζι Μπικ, την οποία αποθεώνει, έως τις γυναίκες που είναι υπεύθυνες για το site του αλλά και τους ίδιους τους φαν του, προς τους οποίους εκφράζει πραγματική ευγνωμοσύνη.
Το καλό είναι ότι όλα αυτά δεν τα κάνει με τον τυπικό τρόπο των διασήμων αλλά με τον διαφοροποιημένο οίστρο ενός ποιητή σε σαφή αμηχανία λόγω της οδυνηρής πραγματικότητας που αντιμετωπίζει και καλείται να την ορίσει διαφορετικά.
Επομένως ο σαμάνος Κέιβ, που ξέρει να κάνει τον πόνο δημιουργία, είναι εδώ για να γιατρέψει τις πληγές όλων, μετατρέποντας το πένθος σε ανυψωτική συνθήκη, σαν την εικόνα με το φτερό που πετάει ψηλά και περιγράφει την ομορφιά της γυναίκας του.
Όπως λέει χαρακτηριστικά στον Ο’Χέιγκαν: «Ίσως το πένθος μπορεί να ιδωθεί ως μια συνθήκη αφύπνισης, στην οποία το άτομο που πενθεί βρίσκεται πιο κοντά από ποτέ στη θεμελιώδη ουσία των πραγμάτων. Γιατί στο πένθος εξοικειώνεσαι σε μεγάλο βαθμό με την ιδέα της θνητότητας. Μπαίνεις σε μια πολύ σκοτεινή συνθήκη και βιώνεις πόνο που δεν έχεις ξανανιώσει – φτάνεις στα όρια του μαρτυρίου. Πιστεύω ότι υπάρχει μια μεταμορφωτική ιδιότητα σε αυτήν τη μαρτυρική συνθήκη. Σε αλλάζει και σε αναδομεί ουσιαστικά. Αυτή η διαδικασία, βέβαια, είναι πολύ τρομακτική, αλλά με τον καιρό επιστρέφεις στον κόσμο, γνωρίζοντας πόσο ευάλωτοι είμαστε, συμμετέχοντας σε αυτό το ανθρώπινο δράμα. Όλα φαίνονται τόσο εύθραυστα και πολύτιμα και έντονα, και ο κόσμος και οι άνθρωποι που ζουν σ’ αυτόν τόσο απειλούμενοι και ταυτόχρονα τόσο όμορφοι. Η αίσθησή μου είναι ότι σε αυτήν τη σκοτεινή συνθήκη η ιδέα ενός θεού είναι πιο έντονη ή ίσως πιο ουσιαστική. Αισθάνομαι ότι το πένθος και ο Θεός είναι κατά μια έννοια συνυφασμένα, ότι όταν πενθείς, πλησιάζεις πιο κοντά στο πέπλο που χωρίζει αυτόν τον κόσμο από τον άλλον. Επιτρέπω στον εαυτό μου να πιστεύει τέτοια πράγματα, επειδή μου κάνει καλό».
Αυτή είναι η καταλυτική φράση ενός δημιουργού που δείχνει να βρίσκεται ακόμα πιο κοντά στο μεταφυσικό στοιχείο, όπως φανερώνουν εξάλλου τα περισσότερα τραγούδια, κείμενα και τα μυθιστορήματά του. Ο ίδιος ο Κέιβ, μάλιστα, παραδέχεται ότι τις άγριες νύχτες η Βίβλος υπήρχε στο κομοδίνο του μαζί με τα υπνωτικά χάπια και τα σύνεργα για τη χρήση των ναρκωτικών. Η σαρωτική ειλικρίνεια με την οποία περιγράφει τις συλλήψεις του λόγω ναρκωτικών, την παραμονή του στο κελί μαζί με άλλους εξαρτημένους αλλά και με έναν φαν που τον αναγνώρισε, ο τρόπος που αποδομεί τον εαυτό του για να τον ξαναγνωρίσει σε αυτή την ηλικία ως πενθούντα δημιουργό, σπάει κυριολεκτικά κόκαλα και μεταρσιώνει τον προφορικό του λόγο σε ιερή εξομολόγηση.
Η δε σκηνή όπου περιγράφει στον Ο’Χέιγκαν τη στιγμή που βρήκε, μαζί με τη γυναίκα του, τον γιο του και κατάλαβε πως είχε αυτοκτονήσει, το σαρωτικό πένθος που ακολούθησε, συντρίβει τον αναγνώστη πολύ περισσότερο και από τις πιο δραματικές στιγμές του Στρίντμπεργκ, τον οποίο λέει ότι διάβαζε σε νεαρή ηλικία. Αλλά στο τέλος δηλώνει ικανός να βρίσκει σε όλο αυτό το δράμα αφορμή για δημιουργία, στην οποία μας θέλει συνενόχους, καθώς αυτή «η αίσθηση της ανακάλυψης που γίνεται από κοινού και δημιουργεί αυτό το δέσιμο οδηγεί στη μεγαλειώδη και ασύλληπτη στιγμή μεταξύ καλλιτέχνη και ακροατή». Όσοι τον είδαμε την τελευταία φορά, ζωντανά, στη σκηνή είναι ακόμα καλύτερο να τον ανακαλύπτουμε και μέσα από τα δικά του λόγια, σε ένα όντως σπαρακτικό αυτοβιογραφικό βιβλίο.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LIFO.