«Η Μαστοράκη είναι όλων – η Τζένη δεν ξέρω»

Αποχαιρετισμοί στη Τζένη Μαστοράκη Facebook Twitter
Τίμος Μπατινάκης, Πορτρέτο της Τζένης Μαστοράκη, χαλκογραφία (taille douce) σε 23 αντίτυπα. Μοιράστηκε από τη Μαγιού Τρικεριώτη, στο μνημόσυνο της ποιήτριας, στις 29 Αυγούστου 2024, σε όσους την αγαπούσαν.
0

Ανάκατα ρούχα στην ίδια βαλίτσα

«Δεν σε δίνουμε ακόμη, να του πεις». Αυστηρή «μαμά», προστατευτική φίλη. Γεμάτη χιούμορ –μεσαιωνικό γκρενά και μοντερνιστικό μαύρο–, είχε εκείνο τον δικό της τρόπο, της αναγεννησιακής κλειδοκράτορος, να τοποθετεί τα γεγονότα και τα αισθήματα στις πραγματικές τους διαστάσεις. Ακόμα κι αν έπρεπε να μεγεθύνει ή να απομειώσει ολοφάνερα την ευτυχία και τον πόνο – κι όχι απαραίτητα με αυτήν τη σειρά.

Από τις 30 Ιουλίου, εκείνη την ανεπίστροφη ώρα των 20:12 (ή των 19:59, στον δικό της χωροχρόνο), η Τζένη (Μαστοράκη) έκανε μνήμες τις αναμνήσεις μας. Έχουν περάσει ημέραι τεσσαράκοντα –ως άγιοι τεσσαράκοντα μάρτυρες του πένθους– κι ακόμη η τόσο βαθιά μου λύπη τσαλαβουτάει στα νερά της φίλης που εξεδήμησε και της σπουδαιότερης μεταπολεμικής ποιήτριας που είχαμε την ευλογία να γράψει στη γλώσσα μας.

Έτσι συμβαίνει, όμως, όταν τα μεγάλα «χαίρε» ταξιδεύουν σε μια βαλίτσα που έχει μέσα ανάκατα τα ρούχα της Τζένης και της Μαστοράκη· είναι πιο περίπλοκη, ενίοτε απόκρημνη και βραχώδης, η ανηφόρα όταν έχεις αγκαζέ μια μαμαφίλη και ένα εθνικό κεφάλαιο· όταν κουδουνίζει στο κεφάλι σου το «δεν σε δίνουμε ακόμη, να του πεις», κάθε που γνώριζα κάποιον λίγο... καλύτερα, και ο αντίλαλος που επιστρέφει σαν ιστορία για τα βαθιά, ψιθυρίζοντας «κανείς δεν ξέρει τι να γίνονται οι πλέον δυσεύρετοι, αυτοί που ως ελεεινοί κλεπταποδόχοι, αυτομόλοι, κυκλοφορούν ανάμεσά μας».

«Τι λες, πουλάκι μου;». Στατιστικά και μόνο, αυτή θα ήταν η απάντησή της για όλα τούτα και για τόσα άλλα που λέμε, νεκρολογούμε, αναμημνίσκουμε και σκαλίζουμε άμα τη εκδημία της. Αν υπάρχει κι άλλος κόσμος πλην του μάταιου τούτου, αν υπάρχει έστω μια τόση δα ελπίδα αναστάσεως, θα λέει, ως φίλη προς φίλον, «τι λες, μωρό μου; Επί 75 χρόνια την έβγαλα με ψιλολόγια. Δικαιούμαι μια υπερπαραγωγή». Ξανά και ξανά. Μεσαιωνικά γκρενά και μοντερνιστικά μαύρη στον καρκίνο.

Βέβαια, ως ποιήτρια – παρότι αγέρωχα κρυμμένη στον πλανήτη των φίλων, της Μαγιούς και της Αλίνας– είναι πέρα από μνήμες και αναμνήσεις (κι αυτό μπορεί να καθιστά όλο αυτό το κείμενο εξόχως περιττό). Πέραν, ακόμα ακόμα, και από τις δικές της εντολές και επιθυμίες. Η Μαστοράκη είναι όλων – η Τζένη δεν ξέρω. Το έργο της θα παραμείνει εις τους αιώνας των αιώνων, θέλει-δεν θέλει, ορειβασία με σπαρμένες κορυφές και καταφύγια «μιας άνοιξης δαιμονικής, σαν καταδίωξη που τελειώνει σε ποτάμιες όχθες, γλυκό λαχάνιασμα, σιωπή». 

Δημήτρης Αθηνάκης

Μια ορφική τριακάδα για την Τζένη Μαστοράκη

Τζένη μου,

το σκαρίφημα αυτού του επιμνημόσυνου αποχαιρετισμού είναι οφειλή, συγγνώμη και συγχώρεση ημών των ζωντανών που σε συνοδέψαμε επτά μήνες βαστώντας το χέρι σου στο πηγαινέλα του μονοπατιού, που άλλοτε προπορευόμενοι το τειχίζαμε με προεκτάσεις οξυγόνου και συνδετικά κι άλλοτε η ίδια ξηλώνοντας τ’ αόρατα τοιχία, γκρεμιζόσουν και φώναζες βοήθεια.

Ωστόσο, επειδή με δίδαξες να μην υπερβάλλω κι ο κόσμος ηδονίζεται από τις υπερβολές, πρέπει να μου επιτρέψεις να πω μάλλον υπερβολικά λόγια παρηγοριάς, για τη Μαγιού και την Αλίνα, τον Μενέλαο (Καραμαγγιώλη), την Ισαβέλλα, την Ίντα, τον Νίκο Παΐσιο –τον γιατρό σου–, τον αδερφό σου με όλες τις γκόθικ ιστορίες που μου διηγήθηκες, την Ευτυχία (Παναγιώτου) και τον Δημήτρη (Αθηνάκη)˙ τους νεκρούς ποιητές σου, τον Γιάννη (Κοντό) και τον Χριστόφορο (Λιοντάκη), που έχουν πιάσει πρώτη θέση θεωρείο στο υπερώο του ουρανού και μας κοιτάζουν παραξενευμένοι, μα και για όσους από τους ζωντανούς έχουν το θάρρος να σ’ αντικρίζουν στο υψηλότερο βάθρο της ποίησης. Γνωρίζω, κανείς δεν είναι τόσο καλός, θα μου ’λεγες, όπως άλλωστε συνήθιζες καθισμένη στην πολυθρόνα του νοσοκομειακού θαλάμου να μου υπενθυμίζεις, μεταξύ σχολίων ποιητικής επικαιρότητας που σ’ έπληττε και μιας άτυπης συνεργασίας που είχαμε αναπτύξει σε θέματα ποιότητας και ασφάλειας ασθενών, λέγοντάς μου καθημερινά με το νι και με το σίγμα τις κινήσεις του προσωπικού.

Έτσι η σχέση μας από ποιητική έγινε περισσότερο προσωπική, ωσότου ανέλαβα τον άτυπο ρόλο των υπογραφών σε κάθε εισαγωγή και εξιτήριό σου, τον ρόλο ενός υποτιθέμενου γιου ώστε να μην μας ρωτούν πολλές λεπτομέρειες, προκειμένου να σε παραλαμβάνω και να σε παραδίδω στο ταξί με τη μαγική μαύρη βαλίτσα που χρειαζόσουν ώρες να προετοιμάσεις.

Εντωμεταξύ, κάποιοι νομίζουν πως ήσουν ένας κανονικός άνθρωπος που αρρώστησε με καρκίνο πνευμόνων και ακολούθησε το θεραπευτικό πλάνο, όμως δεν συνέβη έτσι. Ήσουν η ποιήτρια Τζένη Μαστοράκη, η «Δαιμονία» του Γ.Π. Σαββίδη που μετά τις «Ιστορίες για τα βαθιά» και το «Μ’ ένα στεφάνι φως» είχες μια πλήρη σύμπτωση ποιητικού και υπαρκτικού είναι. Κι ενώ ήσουν η Τζένη της οδού Επτανήσου, ήσουν και η σκοτεινή οικοδέσποινα ενός κόσμου που παραμένει άγνωστος για πολλούς, ωστόσο πολύ ταχτικά αναδύεται, είτε σαν ονειρική πλάνη είτε σαν εφιάλτης, μέσα από το συλλογικό ασυνείδητο.

Είμαι βέβαιος πια, ήσουν η επισκέπτρια εκείνης της χώρας που ενώ κανείς δεν μπορεί να βεβαιώσει με τεκμήρια την ύπαρξη ή την ανυπαρξία της, μας παρέδωσες τα κλειδιά της. Και το ήξερα από την πρώτη στιγμή και αφού το γνώριζα, δεν χρειάστηκε να μου κρύβεις τίποτα.

Έχω σημειώσει όλες μας τις συζητήσεις στα ημερολόγιά μου. Ο χρόνος θα μ’ οδηγήσει να τις ανωνυμοποιήσω, αφού ζωντανοί που δεν τ’ αξίζουν δεν δικαιούνται να γίνονται παραπληρωματικοί ήρωες σε σημαντικές ιστορίες κι ίσως κάποτε να τις διηγηθώ˙ αστικοί μύθοι με ηθική, δράκους, τέρατα, μάγισσες, ήττες και δημιουργικές μεταφορές. Συνοδοιπόρος στην αρρώστια σου, έγινα μάρτυρας μικρών θαυμάτων, γνωρίζοντας επιτέλους έναν άνθρωπο χορτασμένο και από τη ζωή και από την ποίηση.

Σήμερα, στην Αγία Ζώνη, στην αρχή του άξονα της οδού Επτανήσου, σου ζητώ συγγνώμη αν σε πόνεσα αυτούς τους επτά μήνες με τις βελόνες και τους χειρισμούς μου, και παρόλο που ο Μενέλαος, ο κλειδοκράτορας, λείπει, τον επικαλούμαι για να σου αποκαλύψω πως την ημέρα του θανάτου σου, πριν από την εξόδιο ακολουθία, συναντήσαμε τον τελευταίο αποστάτη. Ένας άγγελος είχε στρώσει τα βιβλία του καθισμένος στο πλατύσκαλο της πολυκατοικίας σου. Σκεφτήκαμε πως ήταν κάποιος από τους ανθρώπους που συνήθως βοηθούσες. Μετά από δυο εβδομάδες, κάθισε στο πλατύσκαλο του Σελέκτ˙ έκτοτε δεν τον ξαναείδαμε. Είναι ο τελευταίος αποστάτης (σου) κι επειδή θυμάμαι τη συμβουλή σου δεν θα συλλαβίσω τ’ όνομα˙ μας δίδαξες τις συνέπειες.

Στις 28.6.2024 ονειρεύτηκα το κίτρινο σπίτι του Βαν Γκονγκ στην Αρλ˙ δεν είμαι βέβαιος˙ έτσι ένιωσα. Ξύπνησα, κάπνισα και ξάπλωσα ξανά. Δεν ήθελα να πάω στο νοσοκομείο. Το ίδιο πρωί, με τον Παΐσιο, πήραμε την απόφαση να σε ενημερώσουμε για τα άσχημα νέα της αξονικής˙ η νόσος δεν ανταποκρινόταν στις θεραπείες. Εμφανώς ηττημένοι, καθίσαμε απέναντί σου και δίχως περιστροφές σου είπαμε ένα μάλλον συνηθισμένο για εμάς τους νοσοκομειακούς ωραιοποιημένο ποίημα και πολλά ναι-μεν-αλλά. Κι όμως βρήκες το θάρρος και μας ρώτησες: —Ώς εδώ ήτανε, λοιπόν; Λυπάμαι που κουραστήκατε, που με φορτωθήκατε τόσους μήνες δίχως αποτέλεσμα.

Ακολούθησε ο μήνας της μεγάλης ζέστης. Αγωνίστηκες, μα μας νίκησε όλους μαζί ο Πνιγαλίων σου. Στο νοσοκομείο αποφεύγω να περάσω από τον διάδρομο του δωματίου σου, κι ενώ δεν κλείσαμε σαράντα μέρες, έκανες τα μαγικά σου, και να ’μαστε 27+1 μέρες από την ώρα μηδέν, εδώ στην Αγία Ζώνη, έναν σεληνιακό μήνα μετά, εκτελώντας μια ορφική τριακάδα. Καθαρμός για σένα, όπως σού πρέπει και σού αρμόζει. Ή μήπως ό,τι επίτασσε το ορφικό έλασμα που βρέθηκε στους Θούριους: «Πέταξα έξω από τον δεινό βαρυπενθή (κύκλο) και όρμησα προς το ποθητό στεφάνι με βήμα ταχύ».

Δεν θα πω τίποτα άλλο. Με ξέρεις πως αντιλαμβάνομαι διαφορετικά το ποιητικό σου έργο, δεν χρειάζονται τα λόγια μου κι όσοι έχουν αυτιά ήδη κατάλαβαν τι βάρος ασήκωτο κουβαλούσες απ’ όταν κατάφερες τη σύμπτωση ποιητικού και υπαρκτικού είναι.

Στη Μαγιού, την όμορφη κόρη σου, θα πω να θυμάται πως όλοι εμείς οι ποιητές κλέψαμε τη μαμά της και πρέπει να μας συγχωρήσει, αλλά έτσι συμβαίνει με τις σκοτεινές οικοδέσποινες στις μεσαιωνικές ιστορίες.

― Και στους ζωντανούς, να σε μνημονεύουνε.

Γιάννης Αντιόχου

Μια φάρσα

Μου είναι δύσκολο να μιλήσω σε παρελθόντα χρόνο. Δεν έχω τη σωματική αίσθηση κάποιου τετελεσμένου γεγονότος. Δεν θέλω να μάθω τι σημαίνει το «δεν είναι πια μαζί μας» ο άνθρωπος που αγαπάμε, που κουβαλάμε, έστω και ερήμην του.   

Ας στραφώ τότε σε κάτι πιο εύκολο χωρίς τόσες αρνήσεις μαζεμένες. Στα κείμενά της, τη σωσίβια λέμβο μου. (Ερήμην της τελείως.) Με αφορμή μνημόσυνο για τον Γιάννη Ρίτσο στο Γαλλικό Ινστιτούτο, τον Φεβρουάριο του 1992, η Τζένη Μαστοράκη σημείωνε ότι είναι καλύτερα να λες ιστορίες μετά, «πολύ αργά μέσα στη νύχτα όχι στους άγρυπνους, αλλά σ’ εκείνους που κοιμήθηκαν». Θα ήθελα κι εγώ να πω μια ιστορία για ένα κορίτσι που κρατούσε σφιχτά, σαν ατόφια ζωή, τους στίχους της, αλλά που δεν πρόλαβε να διασχίσει το δέος της απέναντι στην πιο σπουδαία σύγχρονη ποιήτρια, η οποία προτιμούσε να συζητά για καθημερινά πράγματα και να ανταλλάζει ηλεκτρονικά μηνύματα.  

Διαβάζω εκείνα τα μηνύματα και λέω ευτυχώς το τέλος δεν έχει ούτε σήμερα συμβεί, τέτοιο φως δεν χωράει μεταμέλειες, μπορώ να της γράψω, να τη ρωτήσω για όσα έμειναν εκκρεμή. Κανένας δεν κοιμήθηκε για πάντα.

Ο θάνατος της Τζένης Μαστοράκη, αν συνέβη, συμβαίνει in media res, στο μέσο της υπόθεσης, όπως και στο «Στεφάνι» της. Εφόσον με τη δική της ανάπαυση ψυχής ανοίγει τώρα νέο κύκλο αγάπης ανάμεσα σε έως πρόσφατα αγνώστους και στέλνει το διαβόητο τέλος στην αρχή αυτής της ιστορίας που κάποτε θα ειπωθεί ολόκληρη.

Η δημόσια σεμνότητά της, η οποία άγγιξε τις παρυφές μιας πολύχρονης σιωπής, ήταν δυσανάλογη με το μέγεθος των ποιητικών και μεταφραστικών της δώρων και τόσο διαφορετικής υφής από τη μητρική γενναιοδωρία της που δεν υπολόγιζε κούραση. Αλλά με κάποιο τρόπο όλα έδεναν με τα εξεταστικά μάτια της που τα αγκάλιαζαν τα πάντα μαύρα μακριά της μαλλιά.

Η Τζένη Μαστοράκη όσα λόγια δούλευε με τα χέρια ή με τα χείλη της τα μετέγραφε σε κρυστάλλινα ελληνικά. Για τα ποιήματα δεν χωράει εδώ να πω. Και ποιος μεταφράζει ένα βιβλίο δύο φορές; Δεν έχω συναντήσει ποτέ τέτοια ελληνικά που να εκπέμπουν συγχρόνως έγνοια, τόλμη, ευρυχωρία, μεγαλείο. Και κάτι άλλο: ένταση, αίσθημα. Αυτά τα ελληνικά είναι η φωνή της, και όσο την άκουγες τόσο τη μάθαινες και συνήθιζες στις εκπλήξεις της. «Άσε το να κρυώνει και να πονάει. Μόνο έτσι γίνεται». Αυτά τα πυκνά προτρεπτικά λόγια μού είπε όταν έχασα τον παππού μου.

Μια τέτοια μέρα όπως τη σημερινή χρειάζομαι όμως το «γελαστό μνημόσυνό» της, έτσι το ονόμασε η ίδια, κι ας νόμιζε πως δεν το κατόρθωσε, στο τελευταίο της κείμενο, που δημοσίευσε στη Νέα Εστία το 2017, με αφορμή την ποιητική γενιά της. Κείμενο για τους δύο δικούς της φίλους και ποιητές, τους δύο που της λείπουν, τον Γιάννη Κοντό και τον Βασίλη Στεριάδη. Ένα μνημόσυνο γεμάτο πλάκες, εσωτερικά γλωσσικά αστεία, αδελφική φιλία, χάχανα μέχρι δακρύων. Να νιώθεις ότι είσαι εκεί στο πάρτι του ονείρου της.

Φέρνω έτσι το βλέμμα στις φωτογραφίες όπου η Τζένη γελάει. Αγαπώ ειδικά εκείνη στην οποία έχει λυθεί στα γέλια και κρύβει το πρόσωπο με το αριστερό της χέρι. Το χέρι που κρατάει το τσιγάρο.   

Επειδή κάποια στιγμή δεν αντέχω να γελώ μέσα στη λύπη, θα φανταστώ ότι μου μιλάει, λέει κάτι τρυφερό, μην κλαις, μικρό μου, και ότι ύστερα θα σκεπάσει τους δισταγμούς μου με πρωτοφανή διαγγέλματα, σαν εκείνο που περιλάμβανε και την αναγγελία της αρρώστιας της. Σταλμένο σε άλλους δύο παραλήπτες, έκλεινε με την προτροπή: «Να μ’ αγαπάτε μακριά απ’ τα ποιήματα, χωρίς τα ποιήματα. Κυρίως ΧΩΡΙΣ αυτά, που δεν τα θέλω ούτε για ορντέβρ ούτε για εντάφιον». Τόσο ηχηρά είναι τα λόγια, νιώθω πως μας γράφει τώρα από την Επτανήσου, σκέφτομαι ό,τι λέω και κάνουμε πως γελάμε και οι τρεις.

Όσα κι αν είναι τα στάδια της άρνησης, του πένθους και όλων των τυποποιήσεων της θνητότητας και της θλίψης, η Τζένη, η Τζένη Μαστοράκη, θα με περιμένει στο Σελέκτ της Φωκίωνος με τα πτι φουρ, τα αυθεντικά, και θα μου λέει, ναι, αυτό θα λέει: «Όλα φάρσες είναι, πουλάκι μου. Δεν είναι;»

Ευτυχία Παναγιώτου

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

«Ένα στεφάνι φως» για την Τζένη Μαστοράκη (1949-2024): Ζωή βγαλμένη από τους στίχους

Απώλειες / «Ένα στεφάνι φως» για την Τζένη Μαστοράκη (1949-2024): Ζωή βγαλμένη από τους στίχους

Η σπουδαία ποιήτρια και μεταφράστρια, που συνέδεσε το όνομά της με την ελληνική μετάφραση του «Φύλακα στη σίκαλη» του Σάλιντζερ, ήταν ένας άνθρωπος γενναιόδωρος, ενθουσιώδης και πολυτάλαντος.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

H «Διεθνής» της Alt-right, τα γνωρίσματα, τα μέσα, οι στόχοι και το αποτύπωμά της στην Ελλάδα  

Βιβλίο / H «Διεθνής» της Alt-right, τα μέσα, οι στόχοι και το αποτύπωμά της στην Ελλάδα  

Οι διαστάσεις του αντιεμβολιαστικού αντι-κινήματος, η πολιτικοποίηση της θρησκείας, ο ακροδεξιός κυβερνοχώρος, οι αντιδράσεις απέναντι στη λεγόμενη woke ατζέντα: Μια επίκαιρη συζήτηση με τους συγγραφείς του βιβλίου «Η Εναλλακτική Δεξιά στην Ελλάδα».
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
«Δεν μπορεί να μην υπήρχαν queer επαναστάτες ή αγωνιστές. Πού είναι αυτές οι ιστορίες;»

Βιβλίο / «Δεν μπορεί να μην υπήρχαν queer επαναστάτες ή αγωνιστές. Πού είναι αυτές οι ιστορίες;»

Το βιβλίο της «Εκείνοι που δεν έφυγαν» μπήκε στις λίστες με τα καλύτερα του 2024. Η Αταλάντη Ευριπίδου έγραψε εφτά ιστορίες-χρονικά ανθρώπων στο περιθώριο της Ιστορίας, queer ατόμων, γυναικών και εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων, σε μια συλλογή που συνδυάζει τη μαγεία του παραμυθιού και τη λαϊκή παράδοση με τη σύγχρονη ματιά για τον κόσμο.
M. HULOT
Η Σαντορίνη σε βιβλία

Βιβλίο / Η Σαντορίνη των ποιητών, των φωτογράφων, των περιηγητών

Το φημισμένο νησί των Κυκλάδων ανέκαθεν κέντριζε τη συγγραφική φαντασία και κινητοποιούσε την επιστημονική έρευνα με πολλαπλούς τρόπους. Μια συλλογή από τις πιο σημαντικές εκδόσεις για τη Σαντορίνη.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Χρήστος Τσιόλκας: «Μπαρακούντα»

Το Πίσω Ράφι / Πώς αναμετριέται κανείς με την αποτυχία και την ντροπή που τον τυλίγει πατόκορφα;

Ο Χρήστος Τσιόλκας, ο συγγραφέας που μεσουράνησε με το «Χαστούκι» δεν σταμάτησε να μας δίνει λογοτεχνία για τα καυτά θέματα της εποχής μας. Και το «Μπαρακούντα» δεν αποτελεί εξαίρεση.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Η όχι και τόσο ξαφνική μανία με τον Έρμαν Έσε 

Βιβλίο / Η όχι και τόσο ξαφνική μανία με τον Έρμαν Έσε 

Το έργο του Έρμαν Έσε, είτε ως λαμπρού εκφραστή της κεντροευρωπαϊκής παράδοσης, είτε ως σύγχρονου μελετητή της ενδοσκόπησης, αποδεικνύεται πολύ πιο επίκαιρο και επιδραστικό από οποιοδήποτε life coaching, δεσπόζοντας ακόμα στις κορυφές των παγκόσμιων μπεστ σέλερ. Οι εκδόσεις Διόπτρα επανεκδίδουν τα πιο γνωστά βιβλία του με μοντέρνα εξώφυλλα και νέες μεταφράσεις. 
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Ο συγγραφέας του Fight Club πιστεύει ότι οι σέκτες και οι αιρέσεις είναι πια εκτός ελέγχου

Βιβλίο / Ο συγγραφέας του Fight Club πιστεύει ότι οι σέκτες και οι αιρέσεις είναι πια εκτός ελέγχου

«Ένα πράγμα μας σώζει», λέει ο Τσακ Πάλανιουκ για τον Ίλον Μασκ στη συνέντευξή του στον Telegraph. «Συνήθως, τέτοια άτομα είτε αποτυγχάνουν οικτρά είτε χάνουν την προσοχή μας».
THE LIFO TEAM
Μπιλ Γκέιτς: «Αν μεγάλωνα σήμερα, θα είχα διαγνωστεί στο φάσμα του αυτισμού»

Tech & Science / Μπιλ Γκέιτς: «Αν μεγάλωνα σήμερα, θα είχα διαγνωστεί στο φάσμα του αυτισμού»

Ο πρώτος τόμος των απομνημονευμάτων του μεγιστάνα της τεχνολογίας που μόλις κυκλοφόρησε φανερώνει πως γεννήθηκε στο σωστό μέρος, την κατάλληλη στιγμή, και φτάνει μέχρι την ίδρυση της Microsoft το 1975.
THE LIFO TEAM
Καρολίνα Μέρμηγκα: «Συγγενής»

Το Πίσω Ράφι / «Συγγενής»: Ένα ταξίδι αυτογνωσίας με μια μεγάλη ανατροπή

Εκείνο που προσεγγίζει η Καρολίνα Μέρμηγκα στο βιβλίο της είναι οι ανθρώπινες σχέσεις, όπως αυτές ορίζονται από τα δεσμά της οικογένειας, τις υπαρξιακές μας ανάγκες, τις κοινωνικές συμβάσεις.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Σελίν Κιριόλ «Φωνή χωρίς ήχο»

Το πίσω ράφι / «Ένα από τα πιο ιδιοφυώς γραμμένα μυθιστορήματα της σύγχρονης λογοτεχνίας»

Έτσι είχε γράψει ο Πολ Όστερ εξαίροντας τη γραφή της Σελίν Κιριόλ στο «Φωνή χωρίς ήχο» για την οικονομία, τη συμπόνια και τις χιουμοριστικές πινελιές της, για τον τρόπο που προσεγγίζει μια γυναίκα αποξενωμένη σε μια απέραντη μεγαλούπολη.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Μαίρη Κουκουλέ

Οι Αθηναίοι / Μαίρη Κουκουλέ (1939-2025): Η αιρετική λαογράφος που κατέγραψε τη νεοελληνική αθυροστομία

Μοίρασε τη ζωή της ανάμεσα στην Αθήνα και το Παρίσι, υπήρξε σύντροφος ζωής του επίσης αιρετικού Ηλία Πετρόπουλου. Ο Μάης του ’68 ήταν ό,τι συγκλονιστικότερο έζησε. Πέθανε σε ηλικία 86 ετών.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Στρατής Τσίρκας και οι Ακυβέρνητες Πολιτείες

Βιβλίο / Ο Στρατής Τσίρκας και οι Ακυβέρνητες Πολιτείες

Σε ποια εποχή γράφτηκε η φημισμένη τριλογία; Πώς διαβάζουμε σήμερα αυτό το σημαντικό μυθιστόρημα; Ποιοι είναι οι ήρωές του; Αυτά και πολλά ακόμα αναλύει με εξαιρετικό τρόπο η Κωνσταντίνα Βούλγαρη σε τρία ηχητικά ντοκιμαντέρ. 
THE LIFO TEAM