Διάλεξα ταινίες που με βρήκαν αθώα και ανοιχτή: πριν το καλοκαταλάβω, είχα τρυπήσει την οθόνη κι είχα περάσει από την άλλη μεριά. Δεν αμφιβάλλω πως είναι, με πολλούς τρόπους, η συναισθηματική μου σαβούρα – κι όμως, όσο και να το ξανασκέφτηκα, πάλι αυτές θα διάλεγα.
___________
1.
Το κορίτσι με τα παραμύθια
[Δάκρυα στην παρανομία]
Στο τέλος, εκεί που πεθαίνει η Βουγιουκλάκη, και ο μικρούλης Καλατζόπουλος φωνάζει «Αγνή! Αγνή αδερφούλα!», μ’ είχε πιάσει πονόλαιμος από το κρατημένο κλάμα. Εντάξει, τα μάτια ποτάμι, μα έλα που έπρεπε να κάνεις πως δεν κλαις. Η γιαγιά μου κι εγώ «είχαμε τα δάκρυα στην τσέπη». Αυτό το έλεγε η μαμά μου. Κι όταν πηγαίναμε κι οι τρεις στο σινεμά, προσπαθούσε να μας επαναφέρει στην τάξη μ’ ένα διακριτικό «τς-τς-τς». Πολλά δραματικά της εποχής εκείνης τα είδα δυο φορές απανωτά. Την πρώτη και οι τρεις μαζί, με «τς-τς-τς», τη δεύτερη μόνο με τη γιαγιά μου, που ήθελε να κλάψουμε επιτέλους με την ησυχία μας.
2.
L’important c’est d’aimer
[Δάκρυα μοιρασμένα]
Ένα ολόκληρο καλοκαίρι είδα την ταινία 3-4 φορές, με διάφορες παρέες. Κλαίγαμε σχεδόν συνεταιρικά. Σχεδόν συνεταιρικά ερωτευόμαστε κάθε φορά και τον Φάμπιο Τέστι, που όμως ήτανε ένα χάλι σε όσες ταινίες τον πέτυχα αργότερα.
3.
Marcelino Pan y Vino
[Το άδικο θαύμα]
Την ταινία την είδα μόνο μία φορά στη ζωή μου. Μεγάλη βδομάδα, στο σινεμά που λεγόταν «Ρέο» κι έγινε αργότερα το θέατρο του Ποταμίτη. Χρόνια περίμενα να την ξαναπαίξουνε, αλλά τίποτα, μόνο Χριστούληδες φέρνανε για το Πάσχα, και νοσταλγούσα τους καλόγερους που τραγουδούσαν: «Μαρσελίνο Πανιβίνο, μη φοβάσαι το σαπούνι...» Έτσι ακριβώς το θυμάμαι και τώρα το τραγούδι τους: μια σκέτη μουσική με ελληνικούς υπότιτλους. Το λυπητερό τέλος δεν μπόρεσα να το χωνέψω με τίποτα. Όμως, κάτι ο Παμπλίτο Κάλβο, κάτι η τρυφεράδα της ταινίας, από τότε άρχισα να πιστεύω στα θαύματα.
4.
The Strawberry Statement
[Χουντικό σινεμά]
Ήταν σε κινηματογράφο που δεν υπάρχει πια. Κάτω κάτω στη Σταδίου. Ούτε θυμάμαι πώς τον έλεγαν. Μια Δευτέρα του 1971, στη βραδινή προβολή. Ξεκίναγαν Δευτέρα οι καινούργιες ταινίες. Τίγκα η αίθουσα, είχαμε τρέξει από την πρώτη μέρα, ξέραμε τι θα δούμε, και στο φινάλε αρχίσαμε (μαζί με το φοιτηταριό της οθόνης) να χτυπάμε όλοι τα χέρια μας ρυθμικά: «Give Peace a Chance». Μερικοί, οι πιο γενναίοι, σηκώθηκαν όρθιοι. Κανένας μας δεν τραγούδησε φωναχτά, πού να τολμήσουμε. Βγήκαμε στον δρόμο φουσκωμένοι μ’ ένα αίσθημα ηρωικό. Αθώοι και συγκλονισμένοι. Λες κι είχαμε ρίξει τη χούντα μ’ ένα τραγούδι χωρίς λόγια. Την άλλη μέρα η ταινία απαγορεύτηκε. Ξαναδιαβάζω αυτά που έγραψα και φοβάμαι πως για τους νεαρότερους χρειάζονται υποσημειώσεις :-)
5.
San Michele aveva un gallo
[Κόκκινος κι άσπρος πετεινός]
Οι Ταβιάνι έθρεψαν τον πολιτικό μου ρομαντισμό. Τις αγάπησα πολύ τις ταινίες τους. Κυρίως όμως αυτήν εδώ. Για τη βάρκα με το κόκκινο πανί, που την είχα και φωτογραφία και τη χάζευα. Και προπαντός για την αρχή της, με τον πιτσιρίκο που τραγουδάει φωναχτά για να ξορκίσει το σκοτάδι: «San Michele aveva un gallo, bianco, rosso, verde e giallo». Τις περισσότερες φορές μια σκηνή μονάχα μπορεί να γίνει μέσα μου ολόκληρη ταινία – και αντίστροφα.
6.
The Secret Life of Walter Mitty
[O μπαμπάς]
Έψαχνα έναν φανταστικό μπαμπά, γιατί ο δικός μου μού έλειπε πολύ. (Δούλευε στον ναύσταθμο της Σούδας και βλεπόμαστε δυο φορές τον χρόνο, η απόσταση Αθήνα - Κρήτη ήταν μεγαλύτερη εκείνα τα χρόνια, απίστευτα μεγαλύτερη.) Κι άξαφνα ήρθε ο Ντάνι Κέι, που μέχρι τότε τον συμπαθούσα, αλλά χωρίς να τρελαίνομαι κιόλας. Μέσα σ’ ένα βράδυ μού δικαίωσε όλες τις ψευτιές που κουβαλούσα μέσα στο κεφάλι μου, κι έτσι εκτόπισε οριστικά τον Κάρι Γκραντ, που ήταν και ο σοβαρότερος υποψήφιος.
7.
Bram Stoker’s Dracula
[Home Cinema]
Πολλές φορές, στο μεσημεριανό τραπέζι, ο αδερφός μου μού έλεγε, ή μάλλον μου έπαιζε, καρέ-καρέ, κάποια τρομαχτική ταινία. Εκείνος την είχε δει το προηγούμενο βράδυ, αλλά εγώ θα έκανα χρόνια να τη δω, ώσπου να μεγαλώσω και να μπαίνω στα «ακατάλληλα». Ήτανε καταπληκτικός αφηγητής και ήμουνα το μαγεμένο του ακροατήριο. Κάπως έτσι (σ’ αυτό το κατάδικό μου home cinema) «πρωτοείδα» τον «Δράκουλα» με τον Κρίστοφερ Λι κι έπαθα ζημιά. Όταν μεγάλωσα, δεν άφησα βρικόλακα για βρικόλακα, ξεσκόνισα τις ταινίες της Hammer, έμαθα ν’ αγαπάω τον Μπραμ Στόουκερ για τις άλλες του ιστορίες (τις άγραφες, με τον Χένρι Έρβιν), και πάνω που νόμιζα πως είχα ξεμπερδέψει, ήρθε ο Κόπολα μ’ αυτήν τη σπαραχτική ταινία.
8.
Das Kabinett des Doktor Calligari
[Το τελικό «νι»]
Θα ’παιρνα όρκο πως ο παλιός ελληνικός τίτλος μιλούσε για «γραφείον». Έτσι, με τελικό «νι». Θυμάμαι να τον σημειώνω προσεχτικά σ’ ένα τετράδιο, για να μην τον ξεχάσω ποτέ. Την ταινία την είδα στη ζούλα, μαζί με τον αδερφό μου, από το ταρατσάκι του «Άδωνη», που ήταν το δικό μας Σινεμά ο Παράδεισος. Τίποτα δεν κατάλαβα, εννοείται. Κατατρόμαξα πάντως. Και καταγοητεύτηκα. Τις εικόνες της ταινίας τις ξανάπαιξα στο μυαλό μου πολλές φορές. Δεν είχα ούτε μία ιστορία για να τις χωρέσω μέσα.
9.
Splendor in the Grass
[Ο καημός]
Με λίγα δάκρυα, αλλά με πολλά «τς-τς». Η γιαγιά μου το ’χε παρακάνει με τους υπότιτλους, τους διάβαζε ψιθυριστά και δυνατούτσικα (με χρώμα και με πάθος), και η μαμά μου κάπου έπρεπε να ξεσπάσει: είχε φρικάρει γιατί έβρισκε την ιστορία πολύ τολμηρή για την περιφρουρημένη εφηβεία μου. Γύρισα σπίτι μ’ έναν βαρύ καημό, ξένο καημό. Σαν θησαυρό τον κουβαλάω χρόνια τώρα, κι ας έχω μισοξεχάσει την ταινία. Που αποφεύγω να την ξαναδώ.
10.
Pretty Woman
[Ανίατη εφηβεία]
(Ο χρυσός μου ο Ρόι Όρμπισον. Κι αυτό το τραγούδι. Να το χορεύεις έφηβη και χοντρούλα και να γίνεσαι μια ψηλοκρεμαστή θεά.) Την ταινία πρέπει να την έχω δει καμιά δεκαριά φορές. Όποτε την πετύχω στην τηλεόραση, κολλάω και μου φτιάχνει το κέφι. Το τέλος της, με τον Ρίτσαρντ Γκιρ, την υψοφοβία του και την ανθοδέσμη στη σκαλίτσα της πυρκαγιάς, δεν είναι σκέτο happy end. Είναι, πώς να το πω, κάτι σαν «ο-αγώνας-τώρα-δικαιώνεται» όλων των ρομαντικών.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε πρώτη φορά τον Οκτώβρη του 2012
σχόλια