"Η Ψυχοκόρη" του Παπαδιαμάντη

Facebook Twitter
0

 

νθρωπος τν καπηλειν κα τν τρωγλν, του Γιάννη Μπασκόζου

 

 Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης ὑπῆρξε μιὰ τραγικὴ προσωπικότητα τῆς νεότερης Ἑλλάδας μὲ τόσο πολλὲς ὄψεις ποὺ ἀκόμη τὸν ἀνακαλύπτουμε. Ἔζησε μόνος, ἀπένταρος, πιστὸς στὴν τέχνη, ἀδιάφορος γιὰ τὰ χρήματα καὶ τὴν κοινωνικὴ ἔνταξη, μοίρασε τὴ ζωὴ ἀνάμεσα στὰ καπηλειὰ καὶ στὶς ἐκκλησίες, σχεδὸν ρακένδυτος, ὑπῆρξε πάντα ἕνας ἀποσυνάγωγος τεχνίτης τῆς γλώσσας καὶ τῆς ἀφήγησης. Ἕνας ἕλληνας μποέμ.

 

Γεννήθηκε στς 4 Μαρτίου 1851 σνα νησ πο φημίζεται γι τ φυσικ καλλονή του κα τος ψαράδες του, τ Σκιάθο. ταν τ τέταρτο παιδ το ζεύγους δαμαντίου κα Γκιουλις (γγελικς) μμανουήλ. Τὸ πώνυμο Παπαδιαμάντης προέρχεται π τὸ νομα το πατέρα του ποὺ ταν κα παπάς.

 

Τ παιδικά του χρόνια ταν νέμελα στ νησ κα θ τὰ νακαλέσει πολλς φορς νοσταλγικ στὰ κείμενά του. ς τ 1860 φοίτησε στ δημοτικ σχολεο Σκιάθου, που μαθε τ βασικ - νάγνωση, γραφή, μαθηματικά-, τοῦ ρεσε μως, πὸ ,τι λένε, πι πολ ν ζωγραφίζει. Στ παιχνίδια του εχε συντροφιὰ νάμεσα στος λλους τν ξάδελφό του, μετέπειτα καλὸ συγγραφέα λέξανδρο Μωραϊτίδη κα τν Νικόλαο Διανέλλο, μετέπειτα μοναχ Νήφωνα, ὁ ποος θ εναι γι χρόνια «κολλητός» του. Θ πνε μαζ στὸ γιον ρος, θ κατοικήσουν γι λίγο στὸ διο διαμέρισμα, σπου Νήφωνας ν παντρευτε κα ν φύγει γι ν μείνει στ Χαρβάτι.

 

πατέρας του θ τν στείλει στν θήνα γι ν σπουδάσει Θεολογία, λλ ατς θ κάνει στροφ τν τελευταία στιγμ κα θ γραφτε στ Φιλοσοφικ Σχολ το Πανεπιστημίου θηνν. Θὰ πογοητευθε γρήγορα π τ στερο κλίμα κα θ τ παρατήσει. Μελετ μόνος του γγλικ κα γαλλικ κα παραδίδει μαθήματα. Φυτοζωε κυριολεκτικά. 

 

Τ 1878 γνωρίζεται μ τν κδότη τς «κρόπολης» Βλάση Γαβριηλίδη πο θ τν παρακινήσει ν δημοσιεύσει τ πρτο του μυθιστόρημα μ τίτλο « μετανάστις» στν φημερίδα «Νεολόγος» Κωνσταντινουπόλεως. Θὰ κολουθήσει τ 1882 τ δεύτερο μυθιστόρημά του μ τίτλο «Οἱ μποροι τν θνν» δημοσιευμένο στ «Μ χάνεσαι». Δημοσιεύει συνεχς, γίνεται πι γνωστς στος λογοτεχνικος κύκλους, ν κα ποφεύγει ν συγχρωτίζεται μ ατούς. σο ζοσε δν εδε ποτ δημοσιευμένο δικό του βιβλίο, λλ ατ δν μπόδισε τὸ ργο του νὰ ποτελε τ βασικότερη παρακαταθήκη γι τος λληνες πεζογράφους: Δ. Χατζς, Γ. ωάννου, λ. Κοτζις, Χρ. Μηλιώνης, . Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Θ. Βαλτινός, Μένης Κουμανταρέας...

 

Εναι μι γραφικ φιγούρα τς θήνας. συγκαιρινός του Μιλτιάδης Μαλακάσης τν περιγράφει ς «μι σιλουέτα μὲ κατάστατα γενάκια, περιποίητη περιβολή, λασπωμένα κατασκονισμένα ποδήματα, ξεθωριασμένο μίψηλο, μ μι παπαδίστικη κάννα μσημένια λαβή, μαρο κορδόνι γύρω π μιὰ σιδέρωτη λουρίδα, να εδος κολάρου, συγκρατώντας μ τ χέρια του να πανωφόρι πο τοῦ πεφτε λίγο μεγάλο», τὸ ποο ταν γνωστὸ τι το τ εχε στείλει π τ Λονδίνο ὁ λέξανδρος Πάλλης. Δ. Χατζόπουλος τν χαρακτηρίζει διόρρυθμο, κκεντρικό, μποέμ, νθρωπο τν καπηλειν κα τν τρωγλν, κα τν παρομοιάζει μ τν φιλόσοφο Μένιππο, τν πνευματώδη Λουκιανό, τν παρατηρητικ Ντίκενς, τν ψυχολόγο Τουργκένιεφ. Ὁ διος ταν τ μάθει θ πε: «Δν μοιάζω μ κανέναν, εμαι αυτός μου». Συχνάζει στ μπακάλικό του Καχριμάνη στο Ψυρρ, λλ κα στ μικρὴ κκλησία τοῦ γίου λισαίου, που ψάλλει μαζ μ τν ξάδελφό του λέξανδρο Μωραΐτιδη.

 

Τ 1906 ρχίζει ν συχνάζει στ Δεξαμεν Κολωνακίου. Κάθεται στ πι φτηνὸ π τ δύο καφενεα, ατ το Μπαρμπα-Γιάννη, που καφς εχε μία δεκάρα. γοραφοβικός, μακριὰ π λους τους πελάτες, σταύρωνε τ χέρια στ στθος, γερνε τ κεφάλι καὶ νειροπολοσε. κε τν φωτογράφισε Παλος Νιρβάνας, σ ατ τ φωτογραφία πο τν χουμε ς σήμερα.

 

Γράφει κα μεταφράζει συνέχεια γι ν μπορε ν ζε. Τ 1909 θ γυρίσει στ νησί του. Θὰ ρρωστήσει κα θ πεθάνει τ βράδυ τς 2ας πρς 3η ανουαρίου 1911. ζησε μοναχικός, νέραστος, πάσχων.

 

Η Ψυχοκόρη (1925)

Παρεπίδημος ἤμην τὸν καιρὸν ἐκεῖνον εἰς τοὺς λόφους τῆς Δεξαμενῆς, εἰς τοῦ Λυκαβηττοῦ τὰ κράσπεδα. Μεγάλη πελατεία ὑπῆρχε, συντυχίαι αἰσθηματικαὶ ἐγίνοντο, ὡς καὶ ὁμιλίαι σοβαραί, γύρω εἰς τὰς πρασιὰς καὶ τοὺς καλαμῶνας. Σοβαροὶ ἄνδρες, ὑποστράτηγοι, δικηγόροι, καθηγηταί, ἐσχημάτιζον κύκλους εἰς τὴν σκιὰν τῶν λευκῶν, καὶ συνεζήτουν ἐμβριθῶς τὰ νέα τῆς ἡμέρας. Ζωηροὶ νέοι ἐθορύβουν, ἐμυκτήριζον, διεκωμῴδουν πτωχοὺς καὶ πλάνητας δυστυχεῖς, τοὺς ὁποίους ἐφαντάζοντο μωροτέρους τῶν ἑαυτῶν των. Σφηκιὰ λούστρων ἐβόμβει ἀνὰ τὰς πλατείας, τοὺς δρομίσκους καὶ τὰς βρύσεις. Τὸ Λουστραρχεῖόν των ἦτο ἐγκαθιδρυμένον ὀλίγον παραπάνω πρὸς βορρᾶν, εἰς μακρὸν ἰσόγειον οἴκημα, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἐνοικιάσει πρὸ χρόνων ἐλθὼν ἀπὸ τὸ κέντρον τοῦ Μορέως ὁ λούστραρχος ὁ ἀνδραποδιστής των.
Δύο μεγάλοι σκύλοι ἐγαύγιζαν ὄπισθεν τοῦ μακροῦ καταλύματος, συνεχομένου μὲ μάνδραν καὶ χαμηλὴν οἰκίαν, ἔχουσαν τὴν εἴσοδον πρὸς τὸν ἀνωφερῆ δρομίσκον, δι᾿ οὗ ἀνηρχόμην ἐγὼ εἰς τὸ μικρὸν κελλίον μου. Ἀπεσυρόμην ὁπωσοῦν ἐνωρίς, περὶ τὴν ἑνδεκάτην τὸ θέρος, τὸν χειμῶνα πρὸ τῆς δεκάτης ὥρας. Εὕρισκα πάντοτε, ὅταν ἦτο θερμοκρασία ὑπαίθριος, τὶς οἰκοκυράδες γειτόνισσες καθημένας ἐν συναναστροφῇ, εἰς τὸ πρόθυρον, κ᾿ ἔλεγα καλησπέρα. Θὰ εἰπῆτε πρὸς τί νὰ λέγω καλησπέρα. Ἐξ ἀνάγκης, φεῦ, διότι ὁ δρομίσκος ἦτο τόσον στενὸς ὣς δύο μέτρων τὸ πλάτος, κ᾿ ἐκεῖθεν ἔχασκε κρημνός, ἀνοδία, καὶ σκαμμένον βάραθρον, χρησιμεῦον ὡς πρόθυρον τῆς ἄλλης, τῆς ἀντικρινῆς οἰκίας. Λοιπὸν ἔπρεπεν ἢ νὰ μὴ ἐπανέλθω οἴκαδε, ἢ νὰ ἀποφασίσω νὰ πέσω εἰς τὸν κρημνόν, ἢ νὰ χαιρετίσω τὶς γειτόνισσες. Καθότι ἐκεῖ ἦτο ὡς ἐξοχικὸν καὶ χωρικὸν μέρος καὶ διὰ νὰ περάσῃ τις ἀνάμεσα εἰς τὴν Σκύλλαν καὶ τὴν Χάρυβδιν, ὤφειλε νὰ προσφωνῇ τὴν Κραταιίν, τὴν μητέρα τῆς Σκύλλης.
Εἶπα, τῆς Σκύλλης. Λοιπὸν οἱ δύο πελώριοι σκύλοι ἐγαύγιζαν διαρκῶς, καὶ ὅταν διέβαινα τὸν χειμῶνα ἀποβραδύς, ὅταν δὲν ὑπῆρχεν ἡ ὑπαίθριος γυναικεία λέσχη, καὶ ὅταν ἐνίοτε ἐπέστρεφα τὴν αὐγὴν εἰς τὴν οἰκίαν, ὁπότε ἐξημέρωνεν ἑορτή, καὶ εἶχα ἀγρυπνήσει τὴν νύκτα ἐν θρησκευτικῇ συνάξει εἰς τὸν Ἅγιον Ἐλισσαῖον. Τοὺς εἶχεν ἀγριεύσει διὰ τῆς ράβδου του ὁ ἀγαπητὸς φίλος μου Β., ὅστις ἤθελε νὰ ἐπιβάλῃ πειθαρχίαν εἰς τοὺς σκύλους. Μετὰ πολλὰς προσπαθείας ―μὲ ἐναερίους θωπείας καὶ μὲ μαλακὴν βαυκαλιστικὴν φωνήν― κατώρθωσα νὰ τοὺς καταπραΰνω. Ἀπέφυγα νὰ τοὺς ρίξω κόκκαλα καὶ ξεροκόμματα, φοβηθεὶς μήπως μὲ παρεξηγήσῃ ἡ πολύσαρκος, βαρελοειδὴς οἰκοκυρά, συλλογιζομένη περίπου ὡς ἑξῆς: «Τί ζητεῖ αὐτὸς νὰ πιάσῃ φιλίες μὲ τὰ σκυλιά μου; Χωρὶς ἄλλο, θὰ ἔχῃ σκοπὸν νὰ μᾶς πατήσῃ τὴν νύχτα, νὰ μοῦ κλέψῃ τὶς κατσίκες καὶ τὰ γαλόπουλα». Ὡς ἐκ θαύματος ἔπαυσαν πλέον νὰ μὲ γαυγίζουν.
*
* *
Ἐπέστρεφα εἰς τὸ κελλίον μου κ᾿ ἐκοιμώμην. Ὅταν δὲν ἔβρεχεν, ἤμην πολὺ στεγνὸς εἰς τὴν φωλεάν μου. Ἔκαμνε μεγάλας καὶ συχνὰς βροχὰς ἐπὶ δύο καὶ τρία ἔτη ποὺ ἐζάρωνα κ᾿ ἐμαζευόμουν ἐκεῖ. Εὐτυχῶς, καθίζησις καμμία ἐδάφους δὲν ἔγινεν ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μου εἰς τὰ ὑψώματα ἐκεῖνα, ὥστε νὰ κατέρρεεν ὅλον τὸ κελλίον μαζὶ μὲ τὸν οἰκήτορα, ἀλλ᾿ ἔπλεα ἐπὶ πέντε καὶ ἓξ ὥρας εἰς τὸν λιμνάζοντα χείμαρρον καὶ πάλιν εὐτυχῶς συνέβη νὰ μὴ στάζῃ εἰς τὴν γωνίαν, ὅπου εἶχα βάλει τὴν κλίνην. Βεβαίως ἐκ προνοίας Θεοῦ, καὶ ὄχι ἐξ ἰδικῆς μου προμηθείας. Ἡ στέγη τοῦ μικροῦ δωματίου ἀπετελεῖτο μέρος ἀπὸ τὸ πρῶτον πάτωμα τῆς ἐπάνω οἰκίας, κατεχομένης ἀπὸ ἀξιωματικούς, φοιτητάς, κλπ. καὶ μέρος ἀπὸ λιθόστρωτον δῶμα, ἢ μᾶλλον τὸν ὑψηλὸν κτιστὸν διάδρομον, δι᾿ οὗ εἰσήρχετό τις εἰς τὴν αὐλήν. Πῶς νὰ μὴ στάζῃ ἐκεῖ εἰς τὴν κλείδωσιν τῶν δύο τμημάτων τῆς διφυοῦς ταύτης στέγης; Πλήν, δόξα τῷ Θεῷ, δὲν συνέβη νὰ πέσῃ ὅλη ἡ ὀροφὴ διὰ νυκτὸς πέραν τοῦ προσκεφάλου μου, ὅπως τὸ εἶχα πάθει μίαν φοράν, τρία ἢ τέσσαρα ἔτη πρίν, εἰς ἕνα δρόμον τοῦ Ἁγ. Ἀθανασίου, ἐκεῖθεν τοῦ Ψυρρῆ· νομίζω ἐπιγράφεται «ὁδὸς Ἀριστοφάνους». Ὁ παλαιὸς κωμικός, ἂν αἰσθάνωνται ἀκόμη τίποτε αἱ σκιαὶ εἰς τὸν ἀσφοδελὸν λειμῶνα, βεβαίως θὰ ἐγέλα μὲ τὸ πάθημα ποὺ ἔπαθα σιμὰ εἰς τὸν φερώνυμον δρόμον του.
Εἰς τὸν Λυκαβηττόν, ἡ σπιτονοικοκυρά μου ἦτο τιμία γυνή, χήρα ἄσχημη πεντηκοντοῦτις, λίαν ἐπιτηδεία καὶ καλόκαρδη. Ὠνομάζετο Μαρία Σ., εἶχε δὲ πλησίον της τὴν γραῖαν μητέρα της Μαρίαν, καὶ τὴν μικρὴν ἀνεψιάν της Μαρίαν, τὴν ὁποίαν εἶχεν υἱοθετήσει ἄτεκνος οὖσα. Μία τετάρτη Μαρία, ταπεινὴ διακονιάρισσα, ἤρχετο συχνὰ καὶ τὴν ἐπεσκέπτετο. Εἶχε τὰ πιστά, καὶ μέγα θάρρος μαζί της. Τὸν χειμῶνα τοῦ ἔτους 19..., ὅταν εἶχαν πατήσει τὴν αὐλὴν ὀρνιθοκλόποι διὰ νυκτός, καὶ τῆς εἶχαν κλέψει 26 κεφάλια ὀρνίθια, ὅσα εἶχε, ἡ Μαρία ἡ διακονιάρισσα, κηδομένη τῶν συμφερόντων τῆς οἰκοδεσποίνης, ἐθρασύνθη κάπως πρὸς ἐμὲ καὶ εἶπε:
― Γιατί, χριστιανέ, δὲν ἐπῆρες χαμπάρι ποὺ ἔκλεβαν τὶς κόττες, νὰ τὴν φωνάξῃς; Τόσο βαριὰ κοιμᾶσαι;
― Γιατὶ, χριστιανή μου, δὲν ἤμουν ἄξιος ν᾿ ἀποχτήσω κόττες. Ἂν ἀποχτοῦσα ποτέ, θὰ ἤμουν ἄξιος καὶ νὰ τὶς φυλάξω.
Ὣς τόσον ἡ σπιτονοικοκυρά, ὑπόμονος, δὲν ἐπικράνθη πολύ. Εἶπε μόνον: «Ἐγώ, ἂν θέλῃ ὁ Θεός, θ᾿ ἀποχτήσω κι ἄλλες κόττες. Αὐτοὶ ποὺ τὰ κάνουν, θὰ εἶναι δυστυχεῖς πάντοτε. Θεὸς σχωρέσ᾿ τους».
Τῷ ὄντι, δὲν ἐπέρασαν ὀκτὼ μῆνες, κ᾿ ἐγέμισε πάλιν ἡ αὐλή της ὀρνίθια. Ὄχι ὀρνίθια μόνον, ἀλλ᾿ ἀπέκτησε καὶ περιστέρια. Colombas et gallinas*.
Παρομοίαν μεγαλοψυχίαν ἔδειξε καὶ ὅταν τῆς ἔκλεψάν ποτε τὸ σαλάκι της, ἀπὸ τὸ στασίδι, ὅπου τὸ εἶχεν ἀποθέσει προσωρινῶς, εἰς ἓν παρεκκλήσι, ὅταν ἐπῆγε ν᾿ ἀνάψῃ τὰ κανδήλια, καὶ ὅπου ἦτο σύναξις, γινομένης ἱεροτελεστίας. Εἶπε: «Καμμιὰ πολὺ φτωχιὰ θὰ ἦτον. Ὁ Θεὸς νὰ τὴν ἐλεήσῃ».
*
* *
Πῶς συνέβη νὰ καλοῦνται Μαρίαι, μητέρα καὶ κόρη; Ἡ νῦν οἰκοδέσποινα ὅταν ἦλθεν ὡς νεαρὰ ὑπηρέτρια πρὸ σαράντα ἐτῶν ἀπὸ μίαν πολίχνην τῆς Καρυστίας, εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ κὺρ Ἀντώνη Δ., ἐμπόρου σιδηρικῶν, ἐκαλεῖτο Μαρουσώ. Εἰς τὰς Ἀθήνας τὴν ὠνόμασαν ἁπλῶς Μαρίαν. Καὶ οὕτω τὸ ὄνομα τῆς θυγατρὸς ἐξωμοιώθη μὲ τῆς μητρὸς τὸ ὄνομα.
Τώρα, ὅταν ἀπέκτησεν οἰκονομίας, κι ἀποκατέστη, κ᾿ ἐχήρευσεν, ἡ φιλόστοργος γυνὴ εἶχε φέρει τὴν μητέρα της διὰ νὰ τὴν γηροτροφήσῃ ἀπὸ τὴν πατρίδα. Καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτὴν εἶχεν ἔλθει καὶ μία παιδίσκη ἀπὸ ἓν ὀρεινὸν χωρίον τῆς Καρυστίας, θυγάτριον δευτέρας τινὸς ἐξαδέλφης, ὁποὺ ἡ ποτὲ Μαρουσὼ τὸ ἐνεκολπώθη ὡς ψυχοκόρην.
Ὤ, τὸ μικρὸν τέρας! Ἡ σεβάσμιος Μαρία ὡμοίαζε μὲ γηραιὸν δένδρον, τὸ ὁποῖον παρακαίρως ἐτόλμησαν νὰ ἐκριζώσουν ἀπὸ τὸν δρυμῶνα, ὁποὺ εἶναι δύσκολον νὰ μεταφυτευθῇ, καὶ σχεδὸν ἀδύνατον νὰ ἐγκλιματισθῇ. Τὸ μικρὸν ἐξωτικὸν πλάσμα θὰ ἦτον ὣς ἕνδεκα ἐτῶν τότε, ὅταν ἐγὼ ἐγκατῴκησα εἰς τὸ κελλίον· ἡ μικρὰ κάμερα ἦτο ἐξάρτημα ἰδιόρρυθμον τῆς οἰκοδομῆς, ἰσόγειον, ὣς ἐννέα τετραγωνικῶν πήχεων τὸ στένος, καὶ ἅμα ἔλειπε πρὸς ὥραν ἡ ψυχομάννα της, ἄρχιζε νὰ βασανίζῃ διὰ λόγων καὶ διὰ μιμικῶν σχημάτων τὴν πτωχὴν γραῖαν.
Ἐμόρφαζε μὲ τὸ μικρὸν ἰσχνὸν προσωπάκι της, ἐκτύπα τὸ χεράκι της ἐπὶ τῆς παλάμης ὑπτίας, ἐπήδα μονοπόδαρα, σείουσα ὅλον τὸ κορμάκι της.
― Νά, παλιόγρια, καλὰ νὰ πάθῃς. Τ᾿ ἤθελες, τί γύρευες, γριὰ ξεκουτιάρα, φαφούτα; Ξύσου, γριά, ξύσου. Δὲ φεύγεις καλύτερα, νὰ πᾷς στὸν τσακισμό; Πότε θὰ τὰ τινάξῃς, νὰ ψοφήσῃς, νά ᾽ρθω ν᾿ ἀρχίσω τὸ τραγούδι καὶ τὸν χορὸ ἀπάν᾿ ἀπ᾿ τὸν τάφο σου;
Ἡ γερόντισσα παρεπονεῖτο συχνὰ εἰς τὴν κόρην της, χωρὶς νὰ καταμαρτυρῇ τίποτε, ἀγαθὴ οὖσα χριστιανή, ἀφοῦ μάλιστα δὲν ἐννόει καλὰ τοὺς μίμους καὶ τὰ καμώματα, ὡς καί τινας ἀθηναϊκὰς φράσεις τῆς μικρᾶς Μαρίας. Ἀπῄτει ὅμως νὰ τὴν στείλουν ὀπίσω εἰς τὴν πατρίδα, διὰ ν᾿ ἀποθάνῃ ἐν εἰρήνῃ ἐκεῖ. Εἶχε χάσει τὰ νερά της εἰς τὴν ἄκρην ἐκείνην τῆς Ἀθήνας. Δὲν ἤξευρε τὴν ἐκκλησίαν της. Ἂν καὶ κατέβαινε συχνὰ ὣς τὸν Ἅγ. Διονύσιον, ἦτον ὅμως πολὺς κόπος δι᾿ αὐτήν. Εἰς τὸν Ἅγ. Ἰσίδωρον δὲν ἠδύνατο ν᾿ ἀνέλθῃ, πόσῳ μᾶλλον εἰς τὸν Ἅγιον Γεώργιον τῆς κορυφῆς. Ἐνήστευεν αὐστηρὰ ὅλας τὰς κανονισμένας ἡμέρας, ὅπως ἦτο μαθημένη νηπιόθεν. Ἐκαλοπερνοῦσεν ὅλας τὰς ἀπολυτὰς ἡμέρας, πλὴν δὲν ἠδύνατο νὰ μασήσῃ τὰ βραστὰ βοδινά, καὶ τόσα ἄλλα κρέατα. Δὲν τὴν ἔτερπεν ἡ δίαιτα αὐτή. «Μὴ γεύσεται ἡ δούλη σου ὅ,τι φάγομαι ἢ πίομαι, ἢ ἀκούσομαι φωνὴν ᾀδόντων καὶ ᾀδουσῶν;» ὅπως ἔλεγεν ὁ γέρων Βερζελλεὶ ἐκεῖνος πρὸς τὸν βασιλέα Δαυΐδ, ζητοῦντα νὰ τὸν προσλάβῃ εἰς τὴν πόλιν Σιών, εἰς τὸ παλάτιόν του. Καλύτερον θὰ ἦτο δι᾿ αὐτὴν ψωμὶ καὶ σκόρδο, καὶ νὰ πνέῃ τὸν ἁγνὸν ἀέρα εἰς τὸ παραθαλάσσιον χωρίον της.
Ἡ Μαρουσὼ ἐπέμενε νὰ τὴν κρατήσῃ. Ἡ γραῖα ἤθελε νὰ φύγῃ ἐξάπαντος. Εὐτυχῶς εἶχε καὶ ἄλλην κόρην ὑπανδρευμένην εἰς τὰς Ἀθήνας. Κατὰ μῆνα ἐπήγαινε καὶ ἤλλαζε τὸν ἀέρα, πρὸς τὸν Ἅγ. Παῦλον ἐκεῖ, καὶ οὕτω ἐμετριάζετο κάπως ἡ μονοτονία της.
Τὸ μικρὸν τέρας, ὅταν δὲν εἶχε νὰ βασανίζῃ τὴν γιαγιά, εὕρισκε πολλοὺς ἄλλους τρόπους ψυχαγωγίας. Τὴν ἔστελλεν ἡ ψυχομάννα της λίαν πρωὶ εἰς τὸ σχολεῖον. Αὐτὴ ἐγύριζεν ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ περὶ τὴν Δεξαμενὴν καὶ τὸ Κολωνάκι, κ᾿ ἔφθανε μίαν ὥραν καὶ τέταρτον μετὰ τὴν ἔναρξιν τοῦ μαθήματος, ἀκριβῶς καθ᾿ ἣν στιγμὴν θὰ ἤρχιζε τὸ διάλειμμα. Εἰς τὴν δασκάλισσαν ἔλεγεν, ὅτι ἡ μητέρα της τὴν εἶχε κρατήσει κατ᾿ οἶκον διὰ νὰ κάμῃ τὶς δουλειὲς τοῦ σπιτιοῦ. Ἐμοίραζεν εἰς τὰς μαθητρίας ὅλα τὰ μολύβια, τὰ τετράδια, καὶ τοὺς κονδυλοφόρους, καὶ οὕτως ἀπηλλάσσετο τοῦ κόπου τοῦ νὰ ἔχῃ νὰ γράψῃ τίποτε.
Τὴν ἔστελλεν ἡ μάννα της νὰ ψωνίσῃ εἰς τὸν μπακάλην. Ἔκλεφτε μίαν δεκάραν ἀπὸ τὰ ὀψώνια διὰ ν᾿ ἀγοράσῃ καραμέλες. Ἔπαιρνεν εἴκοσι λεπτῶν ρύζι ἀντὶ εἰκοσιπέντε, ὀγδόντα ἀντὶ ἑκατὸν δραμίων ζάχαριν. Τῆς εὕρισκε κάποτε δύο δεκάρες ἢ τρία νίκελ, ὅταν τῆς ἔψαχνε τὰ ροῦχα ἡ ψυχομάννα της. Ἡ μικρὰ ἀπελογεῖτο ὀνομάζουσα διαφόρους γνωστοὺς γείτονας, ἢ θαμῶνας τῆς Δεξαμενῆς.
― Μάννα, ὁ κύριος Βλαχόπουλος μοῦ ἔδωκε μιὰ δεκάρα. Ὁ κύριος Παυλίδης μ᾿ ἐφίλεψε μιὰ πεντάρα. Ἡ κυρία τοῦ καθηγητοῦ ποὺ κάθεται ἀντίκρυ στῆς κυρα-Ἀποστόλαινας, μ᾿ ἐφώναξε, καὶ μ᾿ ἐχάδεψε, καὶ μοῦ ᾽δωκε τρία φιλιά, καὶ δύο νίκελ πεντάρικα.
Ἐχρονοτρίβει πέριξ τῆς Δεξαμενῆς ἐπὶ τρία τέταρτα τῆς ὥρας, πᾶσαν φορὰν ὁποὺ θὰ τὴν ἔστελλε διὰ θέλημα ἡ μάννα της. Συνῆψε φιλίαν μὲ ὅλους τοὺς λούστρους, ὅσοι ἐπεριτριγύριζαν γύρω στὰ καφενεδάκια παίζοντες, θορυβοῦντες, καὶ ἀσχημονοῦντες. Τὴν εἶχε στείλει Ἰούλιον μῆνα τὸ ἀπομεσήμερον, νὰ φέρῃ ἕνα κανάτι νερὸ κρύο ἀπὸ τὴν βρύσιν τὴν πρὸ τῆς Δεξαμενῆς. Εἶχε κατ᾿ οἶκον μίαν γηραιὰν μοδίστραν τοῦ παλαιοῦ καιροῦ, διὰ νὰ τῆς κόψῃ καὶ τῆς ράψῃ ἓν φόρεμα ἀπὸ ραβδωτὸν λευκομέλαν ὕφασμα ὡρίμου χηρείας. Ἡ μικρή, ἀφοῦ ἐγέμισε τὸ κανατάκι, ἔπιεν αὐτὴ ὅσον ἤθελεν, εἶτα ἄφησε τὸ ἀγγεῖον δίπλα στὴν βρύσιν, τὸ ἐξέχασε, κ᾿ ἐστάθη νὰ χαζέψῃ ἐκεῖ. Ηὗρε δύο ἢ τρία μορτάκια, ἄλλα τόσα πτωχοκόριτσα τῆς γειτονιᾶς καὶ δύο μικροὺς λούστρους, κ᾿ ἤρχισε τὰ παιγνίδια μαζί των. Ἔπαιζαν διάφορα παιγνίδια νεωτερικὰ καὶ σκανδαλιάρικα· τὸ τραβηχτό, τὸ σήκω-σήκω, τὴν ἀνεμοδούρα, τὸ φύσα-φύσα, τὴν ἀναποδογυριστή, καὶ τόσα ἄλλα. Ἐτραβοῦσαν ἡ μία τῆς ἄλλης τὸ φουστανάκι, ἐσήκωναν τὸν ποδόγυρον πρὸς τὰ ἄνω, ὡς νὰ τὰ ἔσειε τάχα ὁ ἄνεμος, ἀνέτρεπον ἡ μία τὴν ἄλλην ὑπὸ τὰ γόνατα δι᾿ ἐνέδρας, ἐστρέφοντο μὲ ἄκραν ταχύτητα μέχρι σκοτοδίνης περὶ τὸν ἴδιον ἑαυτόν των. Εἰς ὅλα ἦτο πρώτη καὶ ἐξάρχουσα ἡ Μαρία. Οὕτω πως ἔφευγε τερπνὴ μία ὀχληρὰ ὥρα. Ἐν τῷ μεταξύ, εἰς τὴν οἰκίαν, βλέπουσαν πρὸς δυσμάς, ὁποὺ ἔκαιε πολὺ τὸ ἀπομεσήμερον ὁ ἥλιος, ἡ οἰκοκυρὰ καὶ ἡ ράπτρια ἐπερίμεναν πότε νὰ ἔλθῃ ἡ Μαρία ἀπὸ τὴν βρύσιν, νὰ φέρῃ τὸ δροσερὸν νερὸν διὰ ν᾿ ἀναψυχθοῦν.
Μίαν καθαρὰν Δευτέραν, ὁπότε ἡ οἰκοκυρὰ καὶ ἡ γραῖα εἶχον ὑπάγει ἀπὸ πρωίας εἰς τὴν ἐκκλησίαν, καὶ ἄργησαν μέχρι τῆς δεκάτης ὥρας, μ᾿ ἐξύπνησεν ἀσυνήθης γοργὸς θροῦς καὶ δρομαῖον παιδικὸν βῆμα, ὡς πηλάλημα πωλαρίου, ἐντὸς τῆς αὐλῆς. Ἡ Μαρία εἶχεν ἰδεῖ παιδία τοῦ σχολείου καὶ παιδία τοῦ δρόμου ἐκείνας τὰς ἡμέρας, ὁποὺ ἠσχολοῦντο νὰ ἀνυψώνουν χαρτίνους ἀετοὺς ἄνω τῆς Δεξαμενῆς καὶ ἀνὰ τὰ κλίτη τοῦ Λυκαβηττοῦ, κ᾿ ἔσπευσε νὰ τὰ μιμηθῇ, ὅπως εἰς ὅλα ἄλλως ἐμιμεῖτο τοὺς ἀγυιόπαιδας τοὺς ἄρρενας. Ἐπωφεληθεῖσα τὴν ἀπουσίαν τῆς μητρός της, αὐτοσχεδίασε μὲ τὴν μικρὰν κεφαλήν της ἀετὸν ἀπὸ κόκκινον χαρτί, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἀγοράσει λάθρᾳ τὴν προτεραίαν, ἔκλεψε πέντε ἢ ἓξ ὀργυιὰς νῆμα ἀπὸ τὸ συρτάρι τοῦ κοιτῶνος τῆς μητρός της, καὶ ἔτρεχε παραφόρως ἐντὸς τῆς αὐλῆς, ἀνὰ τὴν σκάλαν, τὸν κῆπον καὶ τὸν ὀρνιθῶνα, κ᾿ ἐπροσπάθει καὶ ἵδρωνε διὰ νὰ ὑψώσῃ τὸν ἀετόν της, ὅστις ἐσύρετο οἰκτρῶς ἀνὰ τὰς πλάκας τοῦ λιθοστρώτου, κ᾿ ἐκουρελιάζετο ἐπάνω εἰς τὰς γάστρας, τοὺς στύλους τῆς κληματαριᾶς καὶ τὰ κάγκελα. Τοιαῦτα ἤξευρε νὰ κατορθώνῃ ἡ Μαρία.
*
* *
Τὴν πρωίαν, ὅταν ἐξυπνοῦσα, σχεδὸν καθημερινῶς ἤκουα τὴν οἰκοδέσποιναν νὰ νουθετῇ καὶ ἐπιπλήττῃ τὴν Μαρίαν. Τὴν ἐτιμώρει αὐστηρῶς, τὴν ἔδερνε, τὴν ἄφηνε νηστικὴν ἐπὶ ὥρας. Τὴν ἐκλείδωνε, τὴν ἐφοβέριζε νὰ τὴν διώξῃ πίσω εἰς τὸ χωρίον. Ὅλα εἰς μάτην. Εἰς τὰ ὦτα τῆς Μαρίας δὲν ἔμβαιναν αὐτά. «Διεστραμμένον οὐ δυνήσεται τοῦ κοσμηθῆναι», εἶπεν ὁ Ἐκκλησιαστής.
Καθὼς ἐκλείδωνα τὴν θύραν τοῦ δωματίου μου διὰ νὰ ἐξέλθω μίαν πρωίαν, ὁπότε ἡ μικρὴ ἐφέρετο μὲ διαβολικὸν πεῖσμα, καὶ ἦτον ὅλη ἀταξία καὶ ἀσχυμοσύνη, ἤκουσα τὴν κυρίαν ποὺ τῆς ἔλεγε:
― Δὲν ντρέπεσαι τοὐλάχιστον τὸν κὺρ Ἀλέξανδρον;
― Δὲν ντρέπομαι, ἀπήντησεν ἁπλῶς καὶ καθαρῶς ἡ Μαρία.
Ὤφειλα μᾶλλον νὰ σιωπήσω, ἀλλ᾿ ὅμως δὲν ἐκρατήθην, καὶ στραφεὶς πρὸς τὴν σπιτονοικοκυρὰν τῆς εἶπα:
― Μπράβο, ἔχει δίκιο Μαρία. Τί θέλεις καὶ μ᾿ ἀνακατώνεις ἐμέ, κυρά μου; Ἀφοῦ δὲν ντρέπεται σένα, ποὺ τὴν τρέφεις καὶ τὴν ἐνδύνεις καὶ τὴν εὐεργετεῖς, πῶς θὰ ντραπῇ ἐμένα, ποὺ δὲν τῆς ἔκαμα ποτὲ τίποτε;
*
* *
Τέλος, μίαν Κυριακὴν πρωί, καθὼς ἐπέστρεφον αἱ δύο γυναῖκες ἀπὸ τὸν ναὸν τοῦ Ἁγίου Διονυσίου, συνοδευόμεναι καὶ ἀπὸ τὴν μικρὴν Μαρίαν, ἥτις εἶχε φορέσει τὰ καλοκαιρινά της τὰ καινούργια, καὶ ἦτο ὅλη καμάρι καὶ στολισμός, καθ᾿ ὁδὸν εἶχον ψωνίσει βοδινὸν κρέας, διὰ νὰ κάμουν σούπαν. Τὸ χαρτοῦτσο μὲ τὸ κρέας ἐκράτει ἡ μικρά, πέραν ἀπὸ τὸ τρανταφυλλὶ φόρεμά της. Ὅταν ἤνοιξεν ἡ κυρία τὸ μαγειρεῖον, κ᾿ ἔλαβε τὸ κρέας διὰ νὰ τὸ παρασκευάσῃ, ἔξαφνα βλέπει ὅτι ἔλειπεν ἕνα κομμάτι λίπος, τὸ ὁποῖον ὁ χασάπης, περιποιητικός, εἶχε προσθέσει εἰς τὸ σαρκῶδες ψαχνὸν μετὰ τὸ ζύγισμα.
― Μαρία, τί τό ᾽καμες τὸ ἄλειμμα;
― Ποιὸ ἄλειμμα;
― Τὸ πάχος, ποὺ εἶχε βάλει ὁ χασάπης μὲς στὸ χαρτί.
― Δὲν τὸ εἶδα, μητέρα.
― Πῶς δὲν τὸ εἶδες; Μὴν ἤσουν στραβή;
― Θά ᾽πεσε στὸν δρόμο, μητέρα.
― Πῶς θά ᾽πεφτε; Ἄνοιξες τὸ χαρτί;
― Δὲν εἶχε πάχος, μητέρα.
―Ὅταν ἔμεινες παραπίσω ἐκεῖ στὴ γωνιά, στὸ τρισέκι*, καὶ σ᾿ ἐφώναζα νά ᾽ρθῃς γλήγορα, τί ἔκανες;
― Τίποτα, μητέρα.
― Πῶς τίποτα; Μὴν τὸ ἔφαγες;
― Δὲν ἔβαλε πάχος ὁ χασάπης, μητέρα.
― Πῶς δὲν ἔβαλε πάχος; Θὰ μὲ γελάσῃς μὲς στὰ μάτια, μωρή;
― Μὰ δὲν ἔβαλε πάχος, μητέρα μου.
―Ἄχ, στρίγλα! τό ᾽φαγες.
Ἐπὶ πολὺ ἠρνεῖτο ἀκόμη ἡ μικρή, καὶ ἡ μάννα της ἰσχυρίζετο. Εἰς ἐμὲ ἐφάνη ἄπορον, πῶς τόσον εὔκολα ἐπείθετο ἡ γυνή, ὅτι ἡ παιδίσκη εἶχε φάγει τὸ βοδινὸν πάχος. Εἶχεν ἆρα προηγούμενα; Ἄλλως δὲν εἶχα ἀκούσει ποτὲ ὅτι ὑπάρχουν ἄνθρωποι, καὶ μάλιστα ἀνήλικα πλάσματα, δυνάμενοι νὰ τρώγουν ὠμὸν λίπος. Ὅταν διηγήθην τὸ περιστατικὸν εἰς τὸν εὐφυῆ φίλον μου Μ., οὗτος μοῦ εἶπε:
― Κάτι ἤξευρεν ἡ σπιτονοικοκυρά σου. Θὰ τὸ τρώγῃ κ᾿ ἡ ἰδία βέβαια.
Οὐχ ἧττον, ἀκόμη δὲν τὸ πιστεύω.


(1925) 

 

Βιβλίο
0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

bernhard schlink

Πίσω ράφι / «Φανταζόσουν ότι θα έβγαινες στη σύνταξη ως τρομοκράτης;»

Το μυθιστόρημα «Το Σαββατοκύριακο» του Μπέρνχαρντ Σλινκ εξετάζει τις ηθικές και ιδεολογικές συνέπειες της πολιτικής βίας και της τρομοκρατίας, αναδεικνύοντας τις αμφιλεγόμενες αντιπαραθέσεις γύρω από το παρελθόν και το παρόν.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Φοίβος Οικονομίδης

Βιβλίο / Φοίβος Οικονομίδης: «Είμαστε έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να σπάσουμε σε χίλια κομμάτια»

Με αφορμή το νέο του βιβλίο «Γιακαράντες», ο Φοίβος Οικονομίδης, ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς συγγραφείς της νεότερης γενιάς, μιλά για τη διάσπαση προσοχής, την αυτοβελτίωση, τα κοινωνικά δίκτυα, το βύθισμα στα ναρκωτικά και τα άγχη της γενιάς του.
ΙΩΝΑΣ ΚΑΛΛΙΜΑΝΗΣ
Σερζ Τισερόν «Οικογενειακά μυστικά»

Το Πίσω Ράφι / «Το να κρατάμε ένα μυστικό είναι ό,τι πιο πολύτιμο και επικίνδυνο έχουμε»

Μελετώντας τις σκοτεινές γωνιές των οικογενειακών μυστικών, ο ψυχίατρος και ψυχαναλυτής Σερζ Τισερόν αποκαλύπτει τη δύναμη και τον κίνδυνο που κρύβουν καθώς μεταφέρονται από τη μια γενιά στην άλλη.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Το ηθικό ζήτημα με τις μεταθανάτιες εκδόσεις με αφορμή το ημερολόγιο της Τζόαν Ντίντιον

Βιβλίο / Μεταθανάτιες εκδόσεις και ηθικά διλήμματα: Η Τζόαν Ντίντιον στο επίκεντρο

Σύντομα θα κυκλοφορήσει ένα βιβλίο με τις προσφάτως ανακαλυφθείσες «ψυχιατρικές» σημειώσεις της αείμνηστης συγγραφέως, προκαλώντας ερωτήματα σχετικά με τη δεοντολογία της μεταθανάτιας δημοσίευσης έργων ενός συγγραφέα χωρίς την επίσημη έγκρισή του.
THE LIFO TEAM
Στα «Μαθήματα Ζωγραφικής» του Τσαρούχη αποκαλύπτεται όλος ο ελληνικός κόσμος

Ηχητικά Άρθρα / Γιάννης Τσαρούχης: «Η ζωγραφική μου θρέφεται από τη μοναξιά και τη σιωπή»

Στα εκπληκτικά «Μαθήματα Ζωγραφικής» του Γιάννη Τσαρούχη αποκαλύπτεται όλος ο ελληνικός κόσμος, από τις μινωικές τοιχογραφίες έως τα λαϊκά δημιουργήματα του Θεόφιλου.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
George Le Nonce: «Εκτός από τα φέικ νιουζ, υπάρχει η φέικ λογοτεχνία και η φέικ ποίηση»

Ποίηση / George Le Nonce: «Εκτός από τα fake news, υπάρχει η fake λογοτεχνία και ποίηση»

Με αφορμή την έκδοση του τέταρτου ποιητικού του βιβλίου, με τίτλο «Μαντείο», ο Εξαρχειώτης ποιητής μιλά για την πορεία του, την ποίηση –queer και μη–, και για την εποχή του Web 2.0, αποφεύγοντας την boomer-ίστικη νοοτροπία.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Χατζιδάκις, Ιωάννου, Χιόνης, Βακαλόπουλος, Κοντός: 5 βιβλία τους κυκλοφορούν ξανά

Βιβλίο / Χατζιδάκις, Ιωάννου, Χιόνης, Βακαλόπουλος, Κοντός: 5 βιβλία τους κυκλοφορούν ξανά

Μια σειρά από επανεκδόσεις αλλά και νέες εκδόσεις, που αφορούν ποιητές και λογοτέχνες που έχουν φύγει από τη ζωή μάς θυμίζουν γιατί επιστρέφουμε σε αυτούς, διαπιστώνοντας ότι παραμένουν, εν πολλοίς, αναντικατάστατοι.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Η νέα μετάφραση των «Μεταμορφώσεων» είναι ένας άθλος και εκδοτικό γεγονός.

Βιβλίο / Οβίδιος: Η νέα μετάφραση των «Μεταμορφώσεων» είναι ένας άθλος και εκδοτικό γεγονός

Ο κορυφαίος μελετητής του ρωμαϊκού κόσμου Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής ολοκλήρωσε την απόδοση στα ελληνικά των 12.000 στίχων του έργου του Οβίδιου, εκφράζοντας ταυτόχρονα τον άκρως μοντέρνο χαρακτήρα του ποιητή.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
«Τροχιές»: Η Samantha Harvey κέρδισε πανάξια το Booker

Βιβλίο / «Τροχιές»: Η Samantha Harvey κέρδισε πανάξια το Booker

Με θέμα την καθημερινότητα έξι αστροναυτών σε έναν διεθνή διαστημικό σταθμό, το μυθιστόρημα που κέρδισε το Booker 2024 μόλις μεταφράστηκε στα ελληνικά, είναι ένα ποίημα για τον πλανήτη Γη και μας καλεί να τον εκτιμήσουμε ξανά.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
2000 χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία του, ένα βιβλίο για τους Ρωμαίους αυτοκράτορες γίνεται μπεστ-σέλερ

Βιβλίο / Ο Σουητώνιος του 69 μ.Χ. γίνεται ξανά μπεστ-σέλερ

Οι «Βίοι των Καισάρων», το εξόχως κουτσομπολίστικο βιβλίο που είχε γράψει ο Σουητώνιος για τον βίο και την πολιτεία της πρώτης σειράς των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, κυκλοφόρησε σε νέα μετάφραση και μπήκε στη λίστα με τα ευπώλητα των Sunday Times.
THE LIFO TEAM
«Αν δεν μας αρέσουν οι ηγέτες που ψηφίζουμε, ας κατηγορήσουμε τον εαυτό μας»

Βιβλίο / «Αν δεν μας αρέσουν οι ηγέτες που ψηφίζουμε, ας κατηγορήσουμε τον εαυτό μας»

Ο «ροκ σταρ ιστορικός των ημερών», ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και βραβευμένος συγγραφέας Peter Frankopan, μιλά στη LIFO για τους κινδύνους που απειλούν την Ευρώπη, τη Γάζα και την άνοδο της ακροδεξιάς.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Πένθος και ανάνηψη: Ο δικός μας Σαββόπουλος

Daily / Πένθος και ανάνηψη: Ο δικός μας Σαββόπουλος

Μια εικοσαετία μετά την πρώτη έκδοση του βιβλίου, κυκλοφορεί ξανά σε αναθεωρημένη μορφή, η ενθουσιώδης, στοχαστική, λυρική μελέτη του έργου του σπουδαίου όσο και «πολωτικού» Έλληνα τραγουδοποιού από τον Δημήτρη Καράμπελα.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Ο Γιάννης και η φασολιά

Guest Editors / Ο Γιάννης και η φασολιά

Τέλη ’70, Αθήνα. Ένας νεαρός βουτάει στην ποίηση στη βιβλιοθήκη της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης. Οι στίχοι του Γιάννη Κοντού τον αγγίζουν. Χρόνια μετά, ως συγγραφέας πια, δημιουργεί μια λογοτεχνική σχέση που κρατά δεκαετίες, ανάμεσα σε εκδοτικούς οίκους, ταβέρνες και πρωινά τηλεφωνήματα.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΡΑΠΤΟΠΟΥΛΟΣ