ΣΤΙΣ 22 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1947, σε λόγο του στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον, ο τότε υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών Τζορτζ Μάρσαλ είχε αναφέρει ότι η μελέτη του Πελοποννησιακού Πολέμου είναι απαραίτητη για την κατανόηση του σύγχρονου κόσμου. Εννοούσε ότι ο πόλεμος αυτός, όπου η δημοκρατική, ναυτική Αθήνα πολέμησε εναντίον της αυταρχικής Σπάρτης, που στήριζε τη δύναμή της στον χερσαίο στρατό της, ήταν μια αλληγορία για τη δική του εποχή.
Ο Ψυχρός Πόλεμος είχε αρχίσει να «σχηματίζεται» και ο κόσμος να χωρίζεται σε δύο στρατόπεδα, την ηπειρωτική («χερσαία») Σοβιετική Ένωση και τη μεγάλη νικήτρια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τις ΗΠΑ.
Ο Θουκυδίδης άρχισε έτσι να μπαίνει στη δημόσια ζωή των Ηνωμένων Πολιτειών αλλά και στο φαντασιακό των Αμερικανών. Φυσικά η κλασική Αθήνα ταυτιζόταν με τις ΗΠΑ. Πέντε χρόνια μετά τον λόγο του Μάρσαλ, ο Λούις Χάλι (1910-1998), ένας πολύ επιδραστικός στην εποχή του ειδικός στις διεθνείς σχέσεις και την εξωτερική πολιτική, ξεχασμένος σήμερα, σε άρθρο του στο «Foreign Service Journal» (Αύγουστος, 1952) είχε διεκδικήσει τον Θουκυδίδη για λογαριασμό των ΗΠΑ και του ελεύθερου κόσμου και κυρίως για τον πολιτικό σχεδιασμό του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών.
Έγραφε: «Η παρούσα κατάσταση στην οποία βρίσκεται η χώρα μας, όπως η Αθήνα μετά τους Περσικούς Πολέμους, έχοντας στραφεί (σ.σ. ο ελεύθερος κόσμος) προς εμάς ώστε να αναλάβουμε την ηγεσία του, τον φέρνει (σ.σ. τον Θουκυδίδη) προς το μέρος μας (…) Έχω την εντύπωση ότι από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ο Θουκυδίδης έχει έρθει πιο κοντά σ’ εμάς, ώστε τώρα πλέον μας μιλά στο αυτί».
Από τότε πολλοί Αμερικανοί πολιτικοί επιστήμονες, ειδικοί της πολιτικής φιλοσοφίας, αναλυτές καταφεύγουν στον Θουκυδίδη, όπως είδαμε να συμβαίνει στους πρόσφατους πολέμους των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή. Φυσικά, το έργο του Θουκυδίδη είναι μπεστ σέλερ στην Αμερική, όπως δείχνει η τεράστια επιτυχία των αφιερωμένων στον Αθηναίο ιστορικό βιβλίων του Ντόναλντ Κέγκαν (1932-1921), κορυφαίου ιστορικού του αρχαίου κόσμου.
Ο Κόνορ μας δείχνει ότι ο τρόπος με τον οποίο ο Θουκυδίδης αναπλάθει το πάθος των γεγονότων, ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιεί την εμπειρία, εμπλέκει τον αναγνώστη διανοητικά και συναισθηματικά στην αφήγηση.
Ο W. Robert Connor (γενν. 1934), κορυφαίος καθηγητής στα πανεπιστήμια Πρίνστον και Ντιουκ, συγγραφέας του κλασικού πλέον έργου Thucydides, που είχε κυκλοφορήσει για πρώτη φορά στις ΗΠΑ το 1984, και τώρα κυκλοφορεί και στα ελληνικά, άρχισε να διαβάζει τον Θουκυδίδη τη δεκαετία του 1950, όπως και πολλοί άλλοι Αμερικανοί. «Αυτή την περίεργη δεκαετία κατά την οποία οι Αμερικανοί απολαμβάναμε τη μεγάλη εθνική μας ισχύ και σταθερότητα, αλλά εικάζαμε ότι πλησίαζε και μια επερχόμενη καταστροφή», γράφει ο συγγραφέας στην εισαγωγή του βιβλίου του.
Ο Κόνορ πίστευε, όπως και πολλοί άλλοι της γενιάς του, ότι ο Θουκυδίδης μπορούσε να βρει άμεση εφαρμογή. Άρχισε να τον μελετάει, δίνοντας κυρίως βάρος στις νέες προσεγγίσεις για τον Θουκυδίδη. Για παράδειγμα, στο έργο της Γαλλίδας Ζακλίν ντε Ρομιγί Ο Θουκυδίδης και ο αθηναϊκός ιμπεριαλισμός ή στον τρόπο με τον οποίο η Νέα Κριτική επικεντρωνόταν σε αυτό καθαυτό το έργο παρά στη διαδικασία της συγγραφής του.
Τον ενδιέφερε επίσης να εξετάσει τι είδους είναι αυτή η περίφημη «αντικειμενικότητα» με την οποία συνδέουμε τον Θουκυδίδη ως ιστορικό (και μερικοί ως πατέρα της σύγχρονης δημοσιογραφίας). Δεν έμεινε επίσης αδιάφορος για ορισμένες επισημάνσεις μελετητών τις δεκαετίες 1960 και 1970 για το παράδοξο της έντονης συναισθηματικής δύναμης του έργου σε συνδυασμό με τη θεωρούμενη αποστασιοποίησή του.
Για τον Κόνορ η καταλυτική στιγμή για να δει τον Θουκυδίδη με έναν άλλο τρόπο ήρθε μέσα από την αφήγηση ενός σύγχρονού του πολέμου, που δεν ήταν άλλος από τον πόλεμο στο Βιετνάμ. Ένα μεγάλο ρεπορτάζ στο περιοδικό «The New Yorker» (9 Μαρτίου 1968) που υπέγραφε o συγγραφέας Τζόναθαν Σελ τον έκανε να θυμάται διαρκώς τον Θουκυδίδη και τις περιγραφές του, «στις οποίες απέφευγε την περί ήθους ρητορική και παρακινούσε το κοινό να φαντάζεται όσα συνέβαιναν».
Το ρεπορτάζ του Σελ άρχιζε ως εξής: «Το εν λόγω άρθρο παρουσιάζει τι συμβαίνει στο Βιετνάμ, στους ανθρώπους και τη γη, ως αποτέλεσμα της παρουσίας του αμερικανικού στρατού. Δεν θα αναλύσω τις ηθικές συνέπειες αυτής της παρουσίας. Θα προσπαθήσω απλώς να εκθέσω όσα είδα και άκουσα εγώ ο ίδιος κατά τη διάρκεια αρκετών εβδομάδων που πέρασα με τις ένοπλες δυνάμεις μας στο νότιο Βιετνάμ το περασμένο καλοκαίρι. Δεν επιθυμώ να ασκήσω κριτική στους Αμερικανούς που μάχονται στο Βιετνάμ. Επιθυμώ μόνο να καταγράψω αυτά που είδα ως μάρτυρας».
Ο Κόνορ εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από την αφήγηση του Σελ, που θυμήθηκε αμέσως «τη δυνατή και συμπονετική αντιμετώπιση των συμφορών από τον Θουκυδίδη».
Ο Θουκυδίδης του Κόνορ κυκλοφόρησε δεκαέξι χρόνια μετά απ’ αυτή την καταλυτική ανάγνωση του άρθρου στο «New Yorker». Από τότε παραμένει βιβλίο αναφοράς, καθώς λειτουργεί ως οδηγός ανάγνωσης του έργου του Αθηναίου ιστορικού.
«Παρά τις επιμέρους αντιρρήσεις ή διαφωνίες, η πρόταση του Connor είναι διαφωτιστική και δελεαστική, χωρίς ωστόσο να είναι και οριστική», γράφει στη δική του εισαγωγή ο καθηγητής Γιάννης Τζιφόπουλος, που έχει την επιστημονική επιμέλεια της έκδοσης. (Το κείμενο του καθηγητή Τζιφόπουλου μας δίνει κλειδιά για να διαβάσουμε με τη σειρά μας το έργο του Κόνορ αλλά και του Θουκυδίδη).
Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος διήρκεσε είκοσι επτά χρόνια (431-404 π.Χ.), αλλά ο Θουκυδίδης κατέγραψε τα είκοσι χρόνια, μέχρι το 411. Το έργο, όπως ξέρουμε, χωρίζεται σε οκτώ βιβλία (ο χωρισμός δεν ήταν του Θουκυδίδη), με την αφήγηση να διακόπτεται απότομα στο όγδοο βιβλίο. Ο Κόνορ ακολουθεί τη διάταξη του κειμένου του Θουκυδίδη και μας οδηγεί από βιβλίο σε βιβλίο στο σύμπαν του Αθηναίου ιστορικού.
Τι μας δείχνει ο Κόνορ; Πριν απ’ όλα μας δείχνει ότι ο τρόπος με τον οποίο ο Θουκυδίδης αναπλάθει το πάθος των γεγονότων, ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιεί την εμπειρία, εμπλέκει τον αναγνώστη διανοητικά και συναισθηματικά στην αφήγηση. «Το έργο του επιζητεί συγκατάθεση», γράφει ο Κόνορ, για να διευκρινίσει ότι αυτή η συγκατάθεση δεν προϋποθέτει έναν αναγνώστη ιδιοτελή αλλά έναν αναγνώστη με ανεξάρτητη κρίση. Μας δείχνει ακόμα την αλλαγή της προοπτικής που αφορά τη χρήση του έργου ως ιστορικού τεκμηρίου.
«Η ιστορία δεν μας διδάσκει πώς να ελέγξουμε τα ανθρώπινα γεγονότα ούτε μας καθιστά ικανούς να θεραπεύσουμε ασθένειες ή να αποτρέψουμε κάποια δυνητική τυραννία, αλλά μας υπενθυμίζει πόσο εύκολα οι άνθρωποι κινούνται από την ψευδαίσθηση ότι ασκούν τον έλεγχο επί των γεγονότων στην τελική τους υποταγή σε αυτά, από την ενεργητική δράση στο πάθος», γράφει ο Κόνορ.
Εξαιρετική είναι επίσης η επισήμανση του συγγραφέα για το πώς ο Θουκυδίδης εμφανίζει το θέμα της υπονόμευσης του λόγου και της μετατροπής του σε ένα μέσο βίας. Και είναι πολύ ενδιαφέρουσα η επισήμανση για τις τεχνικές που χρησιμοποιεί ο Θουκυδίδης, οι οποίες βρίσκονται πίσω από τη συναισθηματική δύναμη του έργου και την ιστορική πειθώ. Θα λέγαμε απόλυτα σύγχρονες τεχνικές: ο χρωματισμός της γλώσσας, η εστίαση σε μια πλευρά της δράσης, η επιλογή και η έμφαση σε ορισμένες πληροφορίες, η ποικιλία και η αλλαγή των απόψεων.
Η μεταφραστική εργασία της Παναγιώτας Δαούτη είναι εξαιρετικά συνεπής. Η μετάφραση των αποσπασμάτων από το έργο του Θουκυδίδη που παρατίθενται στο κείμενο είναι του Άγγελου Βλάχου.