Πριν από δεκαπέντε περίπου μέρες, ο Άγγλος κριτικός λογοτεχνίας Τομ Φλέμινγκ σημείωνε σε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο του ότι δεν πρέπει να υπάρχει άλλος άνθρωπος που να γνωρίζει περισσότερα πράγματα για τον Τζον Κράξτον από τον Ίαν Κόλινς. Γνωρίστηκαν και έγιναν στενοί φίλοι κατά τα τελευταία εννέα χρόνια της ζωής του Κράξτον, ο οποίος πέθανε το 2009.
O Κόλινς, στο διάστημα που παρήλθε και με τα στοιχεία που είχε συλλέξει τότε, έγραψε ένα σπουδαίο βιβλίο για τον Κράξτον, που κυκλοφόρησε πέρυσι από τον οίκο Yale University Press και που τυπώθηκε φέτος στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη, σε μετάφραση της Μαίρης Κιτροέφ, με τίτλο: «John Craxton / Ο αγαπημένος της ζωής / μια ελληνική ψυχή».
Το κείμενο του Κόλινς ρέει με ζωντάνια, είναι διαυγές και ευχάριστο. Τυλίγει τον αναγνώστη με τον θαυμασμό του για τον Κράξτον και δεν διστάζει να αναδείξει τον αισθησιασμό όπου κι αν αυτός «αναπαύεται», σε γεγονότα και περιστάσεις που περιγράφει. Επίσης, δεν παραλείπει να παρουσιάσει με επιμέλεια και δύναμη αντιλήψης την ουσία των πραγμάτων στο καλλιτεχνικό έργο του ζωγράφου.
Στις 13 Ιουνίου το βιβλίο του Ίαν Κόλινς απέσπασε το βραβείο Ράνσιμαν για το έτος 2022. Το βραβείο θεσμοθετήθηκε το 1986 από τον Άγγλο-Ελληνικό Σύνδεσμο προς τιμήν του ιστορικού σερ Στίβεν Ράνσιμαν, σπουδαίου λάτρη του Βυζαντίου και ευρύτερα γνωστού στο αναγνωστικό κοινό για την τρίτομη μελέτη του για τις Σταυροφορίες. Έκτοτε, απονέμεται κάθε χρόνο σε ένα βιβλίο που δημοσιεύτηκε την προηγούμενη χρονιά στην αγγλική γλώσσα και είχε θέμα την Ελλάδα ή κάτι σχετικό με την Ελλάδα.
«Ο Τζον ήταν πάντα πολύ τυχερός, απίστευτα τυχερός, σε όλη του τη ζωή», λέει ο Ίαν Κόλινς, «Θα μπορούσε κάποιος να νιώσει ακόμα και συγκίνηση με το πόσο καλή ήταν η μοίρα του. Ζούσε λοιπόν μια ζωή, όπου πολλά πράγματα συνέβαιναν ως διά μαγείας. Κι επιπλέον ήταν γοητευτικός και ταλαντούχος καλλιτέχνης. Χάρη σε όλα αυτά μαζί, ωφελήθηκε στο μέγιστο από κάθε ευκαιρία που του παρεχόταν».
— Ο ίδιος αναγνώριζε ότι ήταν τυχερός;
Ναι, το αναγνώριζε. Βέβαια, ήξερε και τη σκληρή πλευρά της ζωής, διότι στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ζούσε χωρίς λεφτά. Είχε όμως μια αντοχή στα δύσκολα. Είχε επίσης μια σκληρότητα και αρκετό κουράγιο, που τον βοηθούσε να φτάνει μέχρι το σημείο να γίνεται ριψοκίνδυνος, παράτολμος και ρέμπελος. Βέβαια, για τους ίδιους λόγους έμπλεκε και σε πάρα πολλά προβλήματα και δεν μπορούσε να το διορθώσει αυτό.
Σας καταλαβαίνω όταν τον συγκρίνετε με τον Ζορμπά, γιατί ο Τζον υπήρξε ένας άνθρωπος που ξεπερνούσε τα φυσικά ανθρώπινα μεγέθη και ζούσε χωρίς κανόνες, ακολουθώντας μόνο τον δικό του τρόπο σε όλα, όντας, υπό μία έννοια, εντελώς αναρχικός, αστείος, ειρωνικός και κοροϊδευτικός.
— Πώς γνωριστήκατε;
Τον Ιανουάριο του 2000, στο Λονδίνο, στην κηδεία της φίλης μου και ζωγράφου Προυνέλα Κλαφ. Εμφανίστηκε ξαφνικά ένας άνδρας που έμοιαζε σαν να είχε μόλις κατέβει από τα Λευκά Όρη της Κρήτης. Είχε άσπρα μαλλιά, μουστάκι, φορούσε αμπέχονο και κρατούσε γκλίτσα τσοπάνη στο κέντρο του Λονδίνου.
Εγώ υπέθετα ή μάλλον γνώριζα προτού συστηθούμε ότι ήταν ο Τζον Κράξτον επειδή ήμουν ενήμερος για κείνον, όπως και για το έργο του. Πλησιάζοντάς τον, είπα: «Ω, θεέ μου!» κι ετοιμαζόμουν να συνεχίσω τη φράση μου λέγοντας «Πίστευα ότι είχατε πεθάνει!».
Τελικά όμως συγκρατήθηκα και αντ’ αυτού είπα «Ω, θεέ μου! Πίστευα ότι θα ήσασταν στην Ελλάδα!». Κι εκείνος μου απάντησε: «Μα, φυσικά και είμαι στην Ελλάδα, αλλά επέστρεψα για την Προυνέλα που ήταν φίλη και την αγαπούσα».
Φυσικά κι εγώ, από την πλευρά μου, αγαπούσα εκείνον. Εννοώ ότι αγαπούσα το έργο του που γνώριζα. Κι έτσι, μετά την κηδεία και τα σχετικά, πήγαμε στην αγαπημένη του παμπ στο Σόχο και στη συνέχεια βγήκαμε για δείπνο. Είχαν περάσει δώδεκα ώρες από τη στιγμή που συστηθήκαμε και εξακολουθούσαμε να είμαστε μαζί. Περιττό να σταθώ στο ότι είχα μαγευτεί από κείνον.
Ήταν ένας άνθρωπος με πηγαίο ταλέντο στο να διασκεδάζει άλλους ανθρώπους. Και διηγόταν απίστευτες και καταπληκτικές ιστορίες. Επειδή ήταν πολύς ο κόσμος που γνώριζε την τέχνη του, χωρίς να γνωρίζει πολλά για τον ίδιο, στο τέλος εκείνης της βραδιάς είπα πάλι: «Ω, θεέ μου! Μπορώ να γράψω τη βιογραφία σας;». Κι εκείνος μου απαντά: «Στο λέω ευθέως και τελεσίδικα: όχι! Και μην επαναφέρεις αυτό το θέμα στην κουβέντα μας, αν επιθυμείς να παραμείνεις φίλος μου. Έχω απορρίψει κάθε βιβλίο που γράφτηκε για μένα από το 1948 και έχοντας πια φτάσει στο έτος 2000, δεν πρόκειται ν' αλλάξω γνώμη τώρα».
Επιστρέφοντας σπίτι μου μετά από εκείνη την πρώτη μας συνάντηση πήρα το σημειωματάριό μου και άρχισα να καταγράφω όσα θυμόμουν από αυτά που τον είχα ακούσει να αφηγείται.
Στην πορεία γίναμε πολύ στενοί φίλοι και κάθε φορά που επικοινωνούσαμε, ειδικά από το τηλέφωνο, είχα πάντα μαζί μου το σημειωματάριο μου και σημείωνα μανιωδώς όσα μου έλεγε.
Κι άλλες φορές, τον επισκεπτόμουν στο σπίτι του στο Λονδίνο για φαγητό, επειδή ήταν ένας σπουδαίος μάγειρας και καθώς μου μιλούσε, του έλεγα: «Συγνώμη μισό λεπτό, να πάω στην τουαλέτα!». Και πήγαινα πράγματι με το σημειωματάριο και κατέγραφα αυτά που είχα ακούσει για να μην τα ξεχάσω.
Γενικά, εκείνη την εποχή βρισκόμουν συνέχεια στην τουαλέτα, προκειμένου να προφταίνω να κρατώ σημειώσεις. Τέλος πάντων, αρκετά χρόνια αργότερα διάβασε μια κριτική για ένα βιβλίο που είχα γράψει εγώ. Και με το γνώριμο πια σε μένα, δήθεν αδιάφορο ύφος του, μου είπε: «Α! Απ’ ό,τι βλέπω έχεις γράψει ένα βιβλίο για την τέχνη…».
Ήταν μια μονογραφία μου με αντικείμενο την τέχνη στην περιοχή της Βρετανίας που λέγεται East Anglia. Και συνέχισε: «Δώσε μου λοιπόν ένα αντίτυπο και αφού το διαβάσω, θα το βαθμολογήσω». Και βέβαια δεν εννοούσε μόνο ότι θα του βάλει βαθμό, αλλά και ότι θα σημείωνε και κάθε παρατήρηση που θα σκαρφιζόταν να κάνει. Και τότε εγώ σκέφτηκα: «Θεούλη μου, τι έπαθα; Τώρα θα με καταστρέψει, θα με εκμηδενίσει, θα με ισοπεδώσει με τις παρατηρήσεις του!»
Γενικώς, στα βιβλία του έγραφε σημειώσεις παντού όπου βρισκόταν λίγος ελεύθερος χώρος. Εξυπακούεται, βέβαια, ότι του έστειλα ένα αντίτυπο. Αλλά στη συνέχεια δεν υπήρξε καμία αντίδρασή του. Σκέτη σιωπή – καμία επίθεση. Μου πέρασε από το μυαλό ότι πιθανόν να μην είχε παραλάβει το δέμα με το βιβλίο!
Ωστόσο, μερικούς μήνες αργότερα, μου είπε: «Λοιπόν, πιστεύω ότι θα μπορούσαμε να κάνουμε ένα βιβλίο μαζί. Ένα βιβλίο υπό τους δικούς μου όρους». Εννοείται ότι του απάντησα αμέσως: «Σύμφωνοι! Θα κάνω όποιο βιβλίο θελήσεις!». Κι αυτό ήταν τελικά μια μονογραφία κυρίως για την τέχνη και το έργο του, χωρίς πολλά δικά του βιογραφικά στοιχεία μέσα σε αυτό.
Για την ακρίβεια, σιχαινόταν να μπαίνουν βιογραφικά στοιχεία του μέσα σε βιβλία τέχνης. Ήθελε στα βιβλία αυτού του τύπου να εμφανίζεται μόνο η δουλειά του. Εγώ σκεφτόμουν ότι θα έπρεπε να κάνω διάφορες συνεντεύξεις, γιατί έτσι φανταζόμουν ότι θα έπρεπε να γίνει εκείνο το βιβλίο. Εκείνος όμως μου έδινε άλλες, δικές του, κατευθύνσεις.
Έφτασε όμως κάποια στιγμή που μου είπε: «Λοιπόν είμαι πλέον πεπεισμένος ότι όταν εγώ δεν θα υπάρχω πια για να σου είμαι εμπόδιο, θα γράψεις το δικό σου βιβλίο. Και επειδή το πιστεύω αυτό, νομίζω τελικά ότι θα μπορούσα να σου δώσω μερικές σωστές πληροφορίες ώστε το βιβλίο που θα γράψεις για μένα να είναι ακριβές. Αυτά όμως θα είναι για το δικό σου το βιβλίο και γι’ αυτό ξέχασέ τα προς το παρόν κι ας επιστρέψουμε στο δικό μου βιβλίο».
Και έτσι, το πρώτο βιβλίο που έγραψα ήταν για το έργο του Τζον Κράξτον. Η βιογραφία που έγραψα για κείνον και βασίστηκε πολύ στις σημειώσεις μου και σε συνεντεύξεις που μου έδωσε, χρειάστηκε πολύ χρόνο μέχρι να ολοκληρωθεί. Είναι μια πάρα πολύ μεγάλη ιστορία, αλλά είναι και μια ιστορία, η οποία, αν δεν συνέβαιναν έτσι τα πράγματα, θα είχε χαθεί.
— Πάντως η ιδέα που σχηματίζει κάποιος από όσα λέτε για εκείνον είναι ότι ο Κράξτον υπήρξε ένας Εγγλέζος Ζορμπάς.
Καταλαβαίνω πώς το εννοείτε. Ο Κράξτον υπήρξε φίλος του Μιχάλη Κακογιάννη. Γνωρίστηκαν στο Λονδίνο κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, τότε που ο Κακογιάννης ήταν ηθοποιός, και παρέμειναν πάντα φίλοι.
Στον Τζον δεν άρεσε καθόλου ο Καζαντζάκης. Αλλά θαύμαζε πάντα τον Κακογιάννη ως σκηνοθέτη ταινιών. Όταν λοιπόν αποφάσισε να γυρίσει τον «Ζορμπά» του Καζαντζάκη, στην Κρήτη, ο Κράξτον τον βοήθησε να βρει τις κατάλληλες τοποθεσίες γυρισμάτων. Ανέλαβε επίσης να διασκεδάσει τους διεθνείς και γνωστούς ηθοποιούς του καστ της ταινίας στις ταβέρνες στα Χανιά. Όπως οι περισσότεροι θα γνωρίζουν ήδη, η Σιμόν Σινιορέ απολύθηκε, ενώ είχε επιλεγεί να παίξει τη Μαντάμ Ορτάνς.
Όταν συνειδητοποίησε ότι θα έπρεπε να δείχνει μεγάλη σε ηλικία και ότι αυτό θα έπρεπε να επιτευχθεί με μακιγιάζ, δημιούργησε προβλήματα που λύθηκαν με την αντικατάστασή της από τη Λίλα Κέντροβα, η οποία απέσπασε τελικά το Όσκαρ Β' Γυναικείου Ρόλου για κείνη την ερμηνεία της. Ο Τζον την είχε φέρει στα γυρίσματα με τη μοτοσικλέτα του. Δεν ήταν μόνο τυχερός, ήταν και γουρλής για τους άλλους.
Ένας άλλος συντελεστής της ταινίας που βραβεύτηκε επίσης με Όσκαρ ήταν ο διευθυντής φωτογραφίας Γουόλτερ Λασάλι, ο οποίος έγινε φίλος εφ' όρου ζωής με τον Τζον. Βέβαια, ο Τζον δεν άλλαξε ποτέ άποψη για την ταινία και κυρίως για το βιβλίο, που το μισούσε επειδή το θεωρούσε εντελώς άδικο για τους Κρητικούς χωρικούς και για την Εκκλησία. Πίστευε ότι η Κρήτη δεν ήταν όπως την έδειχνε η ταινία. Αλλά σας καταλαβαίνω όταν τον συγκρίνετε με τον Ζορμπά, γιατί ο Τζον υπήρξε ένας άνθρωπος που ξεπερνούσε τα φυσικά ανθρώπινα μεγέθη και ζούσε χωρίς κανόνες, ακολουθώντας μόνο τον δικό του τρόπο σε όλα, όντας, υπό μία έννοια, εντελώς αναρχικός, αστείος, ειρωνικός και κοροϊδευτικός.
Αυτά τα δύο τελευταία χαρακτηριστικά του τού δημιουργούσαν αρκετά προβλήματα, κυρίως με την αστυνομία, και έγιναν η βασική αιτία για την οποία αναγκάστηκε αργότερα να εγκαταλείψει την Ελλάδα για ένα μεγάλο διάστημα, μετά από απέλασή του. Κατά τα άλλα, ήταν με κάθε τρόπο ένας ηδονιστής. Και σε έναν ηδονιστή υπάρχει πάντα κρυμμένη μέσα του και μια σκληρότητα. Άλλο καθοριστικό στοιχείο της προσωπικότητας του Τζον ήταν ότι δεν πίστευε πως θα έπρεπε να μπει στη διαδικασία να προσέχει τα πράγματά του ή να τακτοποιεί τα θέματά του.
Όλα αυτά θεωρούσε ότι εντάσσονταν στο φάσμα της βαρετής πλευράς της ζωής. Εννοώ ότι αδιαφορούσε για τη φροντίδα της υγείας του και πολύ περισσότερο για την προληπτική ιατρική. Η φορολόγηση εισοδημάτων, π.χ., και τα λοιπά ανάλογα, δεν ήταν για εκείνον.
Αδιαφορούσε επίσης για το αν θα ολοκλήρωνε ένα έργο ζωγραφικής – ακόμη κι αυτό του φαινόταν βαρετό. Το να συντηρεί κάπως το ετοιμόρροπο σπίτι του, αυτό κι αν το θεωρούσε αρχιβαρετό! Το μόνο που δεν βαριόταν ήταν να ζει! Ήθελε μόνο να ζει την κάθε στιγμή. Να υπάρχει. Να ζει τη ζωή του και να τη ζωγραφίζει.
— Όταν κάποιος γράφει τη βιογραφία μιας τόσο ισχυρής προσωπικότητας, πώς καταφέρνει να διακρίνει την αλήθεια από τη μυθοπλασία του εαυτού;
Εμένα οι σπουδές μου είναι δημοσιογραφικές. Έγραφα για τέχνη και ξεκίνησα να γράφω βιβλία τέχνης ως μια προέκταση των όσων έγραφα ως δημοσιογράφος. Συχνά ολοκλήρωνα ένα βιβλίο σε έξι μήνες, ας πούμε. Αυτό συνέβαινε κυρίως επειδή δούλευα με έναν καλλιτέχνη τον οποίον γνώριζα. Το ενδιαφέρον μου ήταν να δείξω μέσα από το βιβλίο το πώς ο εκάστοτε καλλιτέχνης έβλεπε τον κόσμο. Για τον λόγο αυτό και στα βιβλία που έχω γράψει πρωτοστατεί το τι λέει ο καλλιτέχνης ο ίδιος.
Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο ο Κράξτον μού επέτρεψε να γράψω τη βιογραφία του. Γνώριζε ότι θα ακουγόταν η δική του φωνή και όχι η δική μου. Έτσι κι αλλιώς, ήταν τόσο διαφορετικός από οποιονδήποτε άλλον, τόσο μεγαλύτερος από τα φυσικά ανθρώπινα μεγέθη.
Για μένα όλη αυτή η διαδικασία υπήρξε μια τεράστια εμπειρία συσσώρευσης γνώσης. Και σίγουρα, εγώ αγαπούσα τον Κράξτον ως άνθρωπο και ήθελα να πω μια ιστορία γεμάτη αλήθεια. Δεν υπήρξε τίποτα που να παρακρατήσω από την αλήθεια, με σκοπό να αποκρύψω κάτι που δεν θα ήταν κολακευτικό για εκείνον. Αντίθετα, υπάρχουν πολλά πράγματα στο βιβλίο που παρέχουν στον αναγνώστη μια όχι και τόσο εξυψωτική εικόνα της προσωπικότητάς του.
Για παράδειγμα, το ότι ζούσε κυρίως με έξοδα των άλλων. Οι φίλοι του πλήρωναν για κείνον, επειδή ο ίδιος ήταν πάντα απένταρος. Για μένα βέβαια αυτό συνιστά ένα χρέος που έχουν οι φίλοι προς έναν φίλο τους σε τέτοια θέση. Ήταν γενναιόδωρος ο ίδιος και πίστευε πως και οι άλλοι θα έπρεπε να είναι γενναιόδωροι. Και τον σόκαρε κάθε περίσταση όπου αποδεικνυόταν πως κάποιοι δεν ήταν γενναιόδωροι.
—Ποιος ο πρωταρχικός λόγος για τον οποίο ήταν τόσο πολύ προσηλωμένος στην Ελλάδα και συνδεδεμένος μαζί της;
Ο Κράξτον υπήρξε αυτό που εγώ αποκαλώ ένας υιοθετημένος Έλληνας. Η νοοτροπία του ήταν ελληνική. Ήθελε πάντα να έρθει στην Ελλάδα, από τότε που ήταν ένα πάρα πολύ μικρό παιδί. Αυτό ήταν το όνειρό του. Είναι πολύ δύσκολο να πει κάποιος γιατί συνέβαινε αυτό. Σίγουρα αγαπούσε την ελληνική μυθολογία και όταν ήταν μικρός πήγαινε σε διάφορα μουσεία και έβλεπε αρχαία ελληνική τέχνη και του άρεσε πολύ.
Όταν πια εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, αγάπησε πολύ την εδώ αγροτική ζωή, την επαφή με τη φύση και τη σχέση μαζί της, την ομορφιά που περιέχει αυτή η συνθήκη, την απλότητα.
Σε όλα αυτά τα στοιχεία, του άρεσε πολύ εκείνη η σύνδεσή τους που εντόπιζε με την αρχαιότητα, την ομηρική διάσταση των πραγμάτων και την ιδιότητα επίσης του να είσαι κάπως αρχαίος ή αρχέγονος, ενώ ζεις στο τώρα. Βέβαια του άρεσε και η άλλη πλευρά των πραγμάτων.
Για παράδειγμα, όταν ερχόταν στην Αθήνα, έκανε παρέα με φίλους του στο Κολωνάκι. Βρισκόταν επίσης πολύ κοντά με τη μητέρα του τωρινού πρωθυπουργού, τη Μαρίκα Μητσοτάκη. Ήταν πολύ καλοί φίλοι. Δεν τους συνέδεε πολιτική φιλία, διότι ο Τζον δεν είχε ενδιαφέρον για την πολιτική. Τους ένωνε, όμως, ότι ήταν τόσο «Κρητικοί» και οι δύο.
— Αντάλλασσαν συνταγές μαγειρικής;
Ναι, αντάλλασσαν και έτυχε να είμαι παρών σε μια τηλεφωνική του συνομιλία όπου μιλούσαν για μαγειρική. Συχνά περνούσε το Πάσχα μαζί τους και γενικότερα τηλεφωνιόντουσαν πολύ. Η σχέση τους ξεκίνησε από την πρώτη επίσκεψη του Τζον στην Κρήτη το 1947. Τότε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ήταν ήδη βουλευτής Χανίων.
Βέβαια, ήταν στενότερη η σχέση του Τζον με τη Μαρίκα. Του άρεσαν οι γυναίκες με πυγμή που ήταν και πνευματώδεις, όπως εκείνη. Αυτός ήταν και ο λόγος πού συμπαθούσε τη Μελίνα Μερκούρη, με την οποία είχε επίσης γνωριστεί. Ήταν γεγονός ότι του άρεσαν γενικότερα οι δυναμικές γυναίκες.
— Τι δεν του άρεσε στην Ελλάδα;
Δεν του άρεσε η εξουσία και οι αρχές που την ασκούσαν. Δεν του άρεσε επίσης η γραφειοκρατία – για έναν ακόμα λόγο: επειδή δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα μαζί της. Συνήθως της απαντούσε καγχάζοντας και περιγελώντας την.
Τη ζωή του χαρακτήριζαν η καλοπέραση στην ταβέρνα και το μεγάλο του ενδιαφέρον για στρατιώτες και ναύτες, σε σημείο που πολλοί νόμιζαν ότι ήταν κατάσκοπος. Αν και, αν ποτέ ο Τζον γινόταν κατάσκοπος, θα αναγνωριζόταν ως ο χειρότερος που υπήρξε ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Επειδή του άρεσαν οι αρχαιότητες, είχε θεωρηθεί επίσης αρχαιοκάπηλος. Κάποια στιγμή, με διάφορα υλικά που είχε βρει ξεβρασμένα στην παραλία, μεταξύ των οποίων και ένα λάστιχο αυτοκινήτου, έφτιαξε μια σύνθεση που θύμιζε κουκουβάγια. Το έκανε με την απλότητα που ο Πικάσο θα έφτιαχνε κάτι τέτοιο.
Ωστόσο, εκείνο το έργο απασχόλησε την αστυνομία. Συνδυάστηκε με τη φημολογία ότι ήταν αρχαιοκάπηλος. Οι αρχές λοιπόν που τον προσέγγισαν διατείνονταν ότι αυτό που είχε κατασκευάσει ήταν μια «αρχαία κουκουβάγια». Εκείνος, βέβαια τους είπε: «Μα αυτό είναι φτιαγμένο με τούβλα, όπως είναι φτιαγμένο και αυτό…» και χτύπησε με το χέρι του το κεφάλι του χωροφύλακα, όπως θα το έκανε κάποιος που χτυπάει ξύλο, σαν να υποδείκνυε με εκείνη την κίνηση ότι και το κεφάλι του εκπροσώπου του νόμου και της τάξης ήταν τούβλο.
Όταν τελικά ήρθαν οι συνταγματάρχες και η δικτατορία τους, ο Κράξτον απελάθηκε ως κατάσκοπος που κατέγραφε τις κινήσεις του Ναυτικού. Δεν συμμετείχε σε καμία πολιτική αντίσταση κατά της Χούντας, για να υποθέσει κάποιος ότι η κατασκοπεία ήταν ένα πρόσχημα για να τον απομακρύνουν από τη χώρα. Θα μπορούσε όμως κάποιος να πει ότι η στάση του ήταν πολιτική και αντιστασιακή, υπό την έννοια ότι οποιοσδήποτε ήταν ένα ελεύθερο πνεύμα και ήθελε να ζει με αυτού του τύπου την ελευθερία ήταν και ένας εχθρός της χούντας.
Από μια τέτοια σκοπιά, ο Κράξτον είχε πράγματι πολιτική συνείδηση. Αγαπούσε πάρα πολύ τους Κρητικούς και τους θεωρούσε θαυμάσιους και περνούσε καλά μαζί τους. Είχε επίσης παίξει σημαντικό ρόλο για τη σχέση του μαζί τους το ότι, πολύ νωρίς, το 1948, είχε ανεβεί στα Λευκά Όρη για να συναντήσει παλιούς αντιστασιακούς και κει τον είχαν ανακηρύξει αντάρτη επί τιμή. Εκείνος τους ζωγράφισε. Είχε κάνει πάρα πολλά πορτρέτα τους.
Κατά κάποιον τρόπο λοιπόν άρχισε να θεωρείται κάτι σαν βετεράνος του πολέμου και σε κάθε ετήσιο σχετικό εορτασμό διακρινόταν από μακριά το πόσο πολύ ήταν ένα είδος σταρ στην τοπική κοινωνία. Και ήταν πολύ περήφανος γι' αυτό, όπως και ήταν πολύ περήφανος για εκείνους.
Ποτέ δεν είχε οδηγήσει αυτοκίνητο και έκανε οτοστόπ, με αποτέλεσμα όλοι να το γνωρίζουν και να τον πηγαίνουν πάνω στα βουνά που ήθελε να πάει με το αυτοκίνητό τους. Όποτε έφτανε σε ένα χωριό και τον έβλεπαν να έρχεται, ο κόσμος παρατούσε τα χωράφια και έτρεχε να τον προϋπαντήσει. Έσφαζαν κοτόπουλα και ξεκινούσε γλέντι υποδοχής του. Τον αγαπούσαν όλοι. Σε αυτό βοηθούσε και το ότι μιλούσε πάρα πολύ καλά ελληνικά και μόνο δημοτική. Με κρητική προφορά.