Ο ΜΠΕΝΙΤΟ ΜΟΥΣΟΛΙΝΙ –ο «Ντούτσε»– μοίραζε στο κοινό υπογεγραμμένες φωτογραφίες του, συχνά με προσωπικά μηνύματα. Η φωνή του Χίτλερ αντηχούσε διαρκώς σε μια ναζιστική Γερμανία που ήταν γεμάτη με εικόνες του Φύρερ. Ο Στάλιν ενσάρκωνε όχι μόνο το Κομμουνιστικό Κόμμα, αλλά και τον Άγιο Βασίλη της Ρωσίας. Ο Μάο Τσετούνγκ –ο Μεγάλος Τιμονιέρης– ήταν ο φιλόσοφος-βασιλιάς της Ανατολής. Και ο Φρανσουά «Πάπα Ντοκ» Ντιβαλιέ ήταν ο βουντού-προστάτης της Αϊτής.
Όλοι τους εμφανίζονταν ως εμπροσθοφυλακή του λαού, υποσχόμενοι νέες πολιτικές προσεγγίσεις, ενώ παράλληλα ύψωναν το ανάστημά τους πολύ πάνω από τις μάζες. Όπως ο Μακιαβέλι, ήξεραν ότι είναι καλύτερο να σε φοβούνται παρά να σε αγαπούν. Ωστόσο, λαχταρούσαν τη λατρεία και επιζητούσαν να προσκολληθούν για πάντα στην εξουσία, γεγονός που οδήγησε σε συστήματα καταστολής σχεδιασμένα έτσι ώστε να διατηρούν την ψευδαίσθηση της λαϊκής υποστήριξης.
Αυτά είναι μερικά από τα κοινά χαρακτηριστικά των δικτατόρων της σύγχρονης εποχής που διερευνά ο Ολλανδός ιστορικός Φρανκ Ντικότερ στο βιβλίο του How to Be a Dictator: The Cult of Personality in the Twentieth Century («Πώς να γίνεις δικτάτορας: Η λατρεία της προσωπικότητας στον 20ό αιώνα».
Καθ' όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, εκατομμύρια άνθρωποι αποθέωναν τους δικτάτορές τους, ενώ υπέφεραν κάτω από βάναυσα και καταπιεστικά καθεστώτα. Οι δικτάτορες απολάμβαναν τον θαυμασμό των υπηκόων τους παρελαύνοντας μπροστά από μεγαλοπρεπή προεδρικά μέγαρα. Ο στόχος ήταν να δημιουργηθεί η ψευδαίσθηση της λαϊκής βούλησης.
Η λατρεία της προσωπικότητας στόχευε στην εξασφάλιση της υπακοής μέσω της απομόνωσης, υποτάσσοντας την ατομικότητα στις μάζες. Εμποτισμένη με δεισιδαιμονίες και μαγεία, έγινε ένα είδος θρησκοληψίας από πάνω προς τα κάτω.
Ο Χίτλερ παρουσίαζε τον εαυτό του ως μεσσία που διατηρούσε έναν μυστικιστικό δεσμό με τον γερμανικό λαό. Ο Ντιβαλιέ υποδαύλιζε τις φήμες για τις υπερφυσικές του δυνάμεις. Οι κομμουνιστικές χώρες διαπίστωσαν ότι η ανύψωση των ηγετών τους σε ιερές φιγούρες απέφερε καλύτερα αποτελέσματα από την προώθηση του διαλεκτικού υλισμού, τον οποίο οι περισσότεροι άνθρωποι δεν καταλάβαιναν.
Σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας, οι δικτάτορες χρησιμοποίησαν μια σειρά από τακτικές για να εδραιώσουν την εξουσία. Έκαψαν βιβλία, βεβήλωσαν τάφους και κατεδάφισαν ιερούς χώρους, όλα σε μια προσπάθεια να ξαναγράψουν το παρελθόν και να διαμορφώσουν τη δική τους αφήγηση.
Οι δικτάτορες κερδίζουν τη μακροβιότητα συνδυάζοντας με επιτυχία τη λατρεία της προσωπικότητας με τον τρόμο. Στην αρχική φάση, ο ηγέτης πρέπει να ασκήσει αρκετή επιρροή για να νικήσει τους αντιπάλους του και να προσελκύσει την κοινή αποδοχή. Η λατρεία της προσωπικότητας υποβαθμίζει τόσο τους συμμάχους όσο και τους αντιπάλους, εξαναγκάζοντας τη συνεργασία τους μέσω της υποταγής.
Ωστόσο, καθώς αυτοί οι ηγέτες ωριμάζουν, γίνεται λιγότερο σαφές ποιος πραγματικά τους υποστηρίζει και ποιος τους αντιτίθεται. Ο δικτάτορας πρέπει τότε να επαναφέρει την τάξη μέσω ανελέητων εσωτερικών εκκαθαρίσεων. Και για να διατηρηθεί ο τρόμος, είναι ζωτικής σημασίας να διατηρηθεί η ψευδαίσθηση μιας προσωπικής σχέσης με τον λαό.
Αλλά όταν ο φόβος υποχωρήσει, χάνεται μαζί του και η ψευδαίσθηση της λατρείας του λαού. Ο Νικολάε Τσαουσέσκου εκφώνησε την παραδοσιακή του ομιλία μπροστά από το Παλάτι του Λαού τον Δεκέμβριο του 1989. Η ομιλία μεταδόθηκε τηλεοπτικά, αλλά οι κάμερες δεν έδειξαν «αυθόρμητες εκδηλώσεις αμέριστης υποστήριξης». Ο Τσαουσέσκου και η σύζυγός του θα κείτονταν νεκροί μέχρι το τέλος εκείνης της χρονιάς, αφού δικάστηκαν και εκτελέστηκαν για οικονομική καταστροφή και γενοκτονία.
Σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας, οι δικτάτορες χρησιμοποίησαν μια σειρά από τακτικές για να εδραιώσουν την εξουσία. Έκαψαν βιβλία, βεβήλωσαν τάφους και κατεδάφισαν ιερούς χώρους, όλα σε μια προσπάθεια να ξαναγράψουν το παρελθόν και να διαμορφώσουν τη δική τους αφήγηση.
Μέσα από την εξέταση των καταβολών και των εφαρμογών του σύγχρονου αυταρχισμού, ο Dikötter ρίχνει φως σε ορισμένες ανησυχητικές πτυχές της σημερινής πολιτικής ζωής. Σ’ αυτούς τους καιρούς της αβεβαιότητας και του αναθεωρητισμού, βλέπουμε να αναδύονται οι ιδεολογικοί απόγονοι μερικών από τους πιο διαβόητους δεσπότες του 20ού αιώνα, άνθρωποι που βασίζονται στην αυτοδημιούργητη λατρεία της προσωπικότητάς τους και αποφεύγουν κάθε γνήσια πολιτική δέσμευση.
Με στοιχεία από την El País