Ιστορίες κλεμμένης παιδικής αθωότητας

Ιστορίες κλεμμένης παιδικής αθωότητας Facebook Twitter
Το πιο πρόσφατο μυθιστόρημα του Δημήτρη Χριστόπουλου «Έλα να παίξουμε» είναι ένα βιβλίο για το τραύμα και την κλεμμένη παιδικότητα. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
0

Το πιο πρόσφατο μυθιστόρημα του Δημήτρη Χριστόπουλου, «Έλα να παίξουμε!», είναι ένα βιβλίο για το τραύμα και την κλεμμένη παιδικότητα. Ο ήρωάς του, ο Στέργιος, αγροτικός γιατρός στη Σίφνο της δεκαετίας του ’40, παλεύει με ανείπωτα μυστικά που τον στοιχειώνουν, ερευνώντας ταυτόχρονα τι κρύβεται πίσω από την εξαφάνιση ενός παιδιού. Οι παράλληλες ιστορίες δύο παιδιών που στο τέλος συγκλίνουν πριν αποκαλυφθεί η αλήθεια είναι ένα συναρπαστικό στόρι με θέμα τη σεξουαλική κακοποίηση αλλά και το πόσο μπορεί να σημαδέψει τη ζωή όλων ο νόμος της σιωπής.

Το βραβευμένο με Ειδικό Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας «Τζίντιλι», που προηγήθηκε, είναι ένα μυθιστόρημα-ανεμοστρόβιλος, γραμμένο αριστοτεχνικά, το οποίο περιγράφει με μοναδικό τρόπο αλλοτριωμένους ήρωες, πλαισιωμένους από μύθους και ξωτικά, νεράιδες των βουνών και προαιώνιους φόβους, οι οποίοι διαπράττουν ύβρεις απέναντι στη φύση και στον άνθρωπο. Είναι «περιπέτειες ανθρώπων που βίωσαν μια απρόσμενη οικολογική καταστροφή και αποφάσισαν να δραπετεύσουν και να χτίσουν από την αρχή τη ζωή τους».

Ο Δημήτρης Χριστόπουλος είναι φιλόλογος. Έχει κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στη δημιουργική γραφή και είναι υποψήφιος διδάκτωρ Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου Κύπρου. Ζει και εργάζεται στον Πειραιά. Οι κυκλοφορίες του περιλαμβάνουν και τις συλλογές διηγημάτων «Σπουδή στο κίτρινο» (Το Ροδακιό, 2018) και «Δημόσιες Ιστορίες», (Πηγή, 2013).   

— Πώς προέκυψε η ιστορία του «Έλα να παίξουμε!»;
Αυτή την ιστορία την είχα καιρό στο μυαλό μου γιατί είχα υπηρετήσει στη Σίφνο για τρία χρόνια παλιότερα. Μια ιστορία μπορεί να την έχεις επεξεργαστεί και να την έχεις αποθηκεύσει στη μνήμη σου είκοσι χρόνια πριν, και κάποια στιγμή να νιώσεις την ανάγκη να γράψεις κάτι εκ του μηδενός. Πιστεύω ότι το να δημιουργείς κάτι από το μηδέν έχει πολύ μεγάλη ιερότητα. Είναι ο τόπος, είναι τα διαβάσματα, είναι η ίδια η δίψα για ζωή που μας καλεί ουσιαστικά να την εκφράσουμε, κι έρχεται η στιγμή που αρχίζεις σιγά-σιγά, ψηφίδα-ψηφίδα, να τη συνθέτεις για να φτιάξεις μια συγκροτημένη, συμπαγή ιστορία. Γιατί αυτό κάνουμε, λέμε ιστορίες. 

Μου αρέσει να γράφω «ψιλοβελονιά». Ποιητικότητα δεν είναι η επιλογή των λέξεων. Γιατί βλέπουμε κείμενα που κάνουν γλωσσική επίδειξη ή χρησιμοποιούν ιδιώματα και νομίζουν ότι κάτι γίνεται. Δεν είναι αυτό, είναι το πού θα βάλεις την τελεία. Το αν θα μπει το ρήμα στην αρχή ή στο τέλος είναι η μελωδία, είναι οι συνυποδηλώσεις μιας λέξης.

— Έχει αληθινή αφετηρία η ιστορία ή είναι καθαρά μυθοπλασία;
Λέω πάντα ότι οι ιστορίες πατάνε και στην πραγματικότητα και στη μυθοπλασία. Συνολικά χρησιμοποιώ περισσότερο τον σύνδεσμο «και» παρά τον διαζευκτικό «ή», δηλαδή ή πραγματικότητα, δημοσιογραφική γραφή, ή μυθοπλασία. Υπάρχουν πάρα πολλά γεγονότα γύρω μας, και παλιότερα και σήμερα, τα οποία πυροδοτούν την ευαισθησία μας. Και στη Σίφνο και σε άλλες επαρχίες όπου έχω ζήσει είδα έντονα τον νόμο της σιωπής. Με βάση και τα γεγονότα που βγαίνουν στο φως τα τελευταία χρόνια πυροδοτήθηκε η ανάγκη να γραφτεί αυτή η ιστορία με αυτά τα πρόσωπα, τα οποία είναι ζωντανά. Τώρα, αν ο αναγνώστης αναγνωρίζει τον εαυτό του, αν τον αφορά αυτό που διαβάζει, αυτή νομίζω είναι και η επιτυχία της γραφής. 

— Ο παραπλανητικός τίτλος σε τι αναφέρεται;
Ο τίτλος έχει αρκετές σημασίες. Ενώ δημιουργεί την αίσθηση ότι είναι κάτι ευχάριστο, μια πρόσκληση για ένα παιδικό παιχνίδι, τελικά είναι πρόσκληση στο παιχνίδι της σιωπής. Άλλωστε, τα δύο μέρη του βιβλίου, το πρώτο με τίτλο «Σιωπή παντού» και το δεύτερο με τίτλο «Έναν-έναν τους νεκρούς ανασταίνεις», είναι δηλωτικά του θέματος. Ο τίτλος θα λέγαμε ότι συνοψίζει όλα τα άρρητα, όλα τα ανείπωτα. Για μένα ουσιαστικά είναι μια έκκληση, μια πρόσκληση στην εσωτερίκευση των τραυμάτων. Και όταν κάποια στιγμή ο πρωταγωνιστής, ο γιατρός, ο Στέργιος, σπάει τη σιωπή του, με τον αισθητικά νόμιμο τρόπο που το δίνω, τότε έρχεται και η κάθαρση και η ισορροπία, η ίαση. Αν δεν μιλάς, δεν πρόκειται ποτέ να θεραπευτείς. Τώρα, αν μιλήσεις, θεραπεύεσαι πάντα; Όχι, αλλά είναι μια παρηγοριά όταν βρεις το θάρρος να μιλήσεις για όλα τα τραύματα. Το τραύμα είναι το μοτίβο στο οποίο επανέρχονται πάρα πολλά μυθιστορήματα που διαβάζουμε, το τραύμα του εμφυλίου, το τραύμα μιας τεχνολογικής καταστροφής. Για παράδειγμα, στο «Τζίντιλι» οι άνθρωποι που επιβιώνουν, οι επιζώντες, μπορούν να διαχειριστούν αυτό το τραύμα. 

ela-na-paixoyme/
ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΑΓΟΡΑΣΕΤΕ. Δημήτρης Χριστόπουλος, Έλα να παίξουμε, εκδ. Το Ροδακιό.

— Είναι ένα βιβλίο για το τραύμα και για τη χαμένη παιδικότητα που την έχει αφαιρέσει κάποιος βίαια το «Έλα να παίξουμε!». Αυτό συμβαίνει όμως μόνο στον Στέργιο, το Σπυριδωνάκι είναι περισσότερο ένα παιδί άτυχο...
Εδώ μπαίνει το εύρημα, η παράλληλη ιστορία, όμως κι εκεί έχουμε ένα παιδί το οποίο δεν χαίρεται πια την παιδικότητά του γιατί εξαφανίζεται, κι εκεί υπάρχει μια σιωπή που το συνοδεύει, μια άλλη σιωπή απ’ τους γύρω, γιατί κάποια στιγμή το ξεχνάνε. Η ίδια η μάνα του που το θανατώνει, χωρίς να το θέλει βέβαια, για χρόνια βασανίζεται από αυτό το τραύμα. Προσπαθεί να το κρατήσει ζωντανό στη μνήμη της όσο εκείνη είναι ζωντανή. Ουσιαστικά τα δύο πρόσωπα, ο Στέργιος και το παιδί, είναι ένα και το αυτό, γι’ αυτό και κάποια στιγμή η γιαγιά του τον λέει Σπυριδωνάκι, και υπάρχει και κάποιο σημείο μαγικό που είναι σαν να πεθαίνει η γιαγιά και να γεννάει το παιδί. Ουσιαστικά αυτός που γεννιέται από την αρχή είναι ο Στέργιος. Είναι μια ψυχαναλυτική θεώρηση. 

— Άργησα αρκετά να καταλάβω ότι ο Στέργιος και το Σπυριδωνάκι είχαν συγγενική σχέση. 
Το Σπυριδωνάκι ήταν ο θείος του Στέργιου, ουσιαστικά ήταν ένα παιδί εφτάχρονο που τα Χριστούγεννα του ’42 χάθηκε.

— Σας έκανε η ιδιότητα του εκπαιδευτικού πιο ευαίσθητο με την παιδική ηλικία;
Πάντα, γιατί αντιμετωπίζουμε πάρα πολλές καταστάσεις, έχουμε κι εμείς να διαχειριστούμε τραύματα. Βέβαια, είναι δύσκολο τα παιδιά να αποκαλύψουν το τι συμβαίνει, αλλά καταλαβαίνουμε πίσω από κάθε προβληματική συμπεριφορά ότι κρύβεται κάποιο ανεπούλωτο τραύμα το οποίο πυορροεί, γι' αυτό σ' όλα τα βιβλία μου υπάρχει το στοιχείο της παιδικότητας.

— Πώς ήταν η δική σας παιδική ηλικία;
Πάρα πολύ καλή. Έχω μεγαλώσει στα Πατήσια, στην περιοχή της Λαμπρινής, μοναχοπαίδι, κι ήμουν πολύ ευτυχισμένος τότε που «αλητεύαμε» στους δρόμους, διαβάζαμε εικονογραφημένα και πηγαίναμε κάθε βράδυ στους θερινούς σινεμάδες κ.λπ. 

— Πόσα χρόνια διδάσκετε;
Διδάσκω 14 χρόνια στην ιδιωτική εκπαίδευση και άλλα 22 στη δημόσια.  

— Έχετε διδάξει και στην επαρχία;
Έχω διδάξει τρία χρόνια στη Σίφνο, έχω διδάξει και στην ορεινή Ηλεία άλλον έναν χρόνο.

Ιστορίες κλεμμένης παιδικής αθωότητας Facebook Twitter
Το σχολείο λίγα πράγματα μπορεί να κάνει σχετικά με τη φιλαναγνωσία. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

— Από την εμπειρία σας, τι σχέση έχουν τα παιδιά με τη λογοτεχνία σήμερα;   
Ζούμε στην εποχή της τεχνολογίας και στην εποχή της εικόνας, και δεν φταίνε τα παιδιά. Ας είμαστε λίγο ειλικρινείς, ας αναρωτηθούμε εάν εμείς οι γονείς στα περισσότερα σπίτια, και μιλάω για γονείς που έχουν κάποιο μορφωτικό επίπεδο, έχουμε σταθερή συνήθεια το να διαβάζουμε. Όχι να έχουμε βιβλία στη βιβλιοθήκη. Εάν μπαίνουν εφημερίδες στο σπίτι έστω το Σαββατοκύριακο, μήπως και παρακινηθεί το παιδί να διαβάσει. Είναι πάρα πολύ λίγα τα παιδιά που θα λέγαμε ότι θεωρούν την ανάγνωση ενός βιβλίου στην παιδική τους ηλικία, στην εφηβεία, ανάγκη. Ο Γάλλος συγγραφέας Daniel Pennac είχε πει ότι το ρήμα «διαβάζω» δεν έχει προστακτική, δεν μπορείς να πεις σε ένα παιδί, σε κανέναν, «διάβασε»· δεν θέλει να διαβάσει, δεν το νιώθει ως ανάγκη. Παρόλο που έχουν αλλάξει προς το καλύτερο τα τελευταία χρόνια κάποια πράγματα σε σχέση με τη διδασκαλία της λογοτεχνίας –προσπαθεί και το υπουργείο τώρα να εγκαινιάσει τη διδασκαλία ολόκληρου λογοτεχνικού βιβλίου–, έχουμε πολύ δρόμο ακόμα, γιατί η τεχνολογία αντιστρατεύεται το βιβλίο. Τα παιδιά από μικρή ηλικία γοητεύονται από το κινητό, από την εικόνα, θέλουν να τη δουν έτοιμη και όχι να την κατασκευάσουν, να τη σκηνοθετήσουν στο μυαλό τους. Είναι άλλος ο τρόπος της ανάγνωσης, δεν είναι το ίδιο πράγμα ο έντυπος και ο ψηφιακός λόγος, γιατί ο γραπτός λόγος διαμορφώνει διαφορετικά τον εγκέφαλό μας και την ικανότητα πρόσληψης ενός κειμένου. Δεν είναι το ίδιο να διαβάσω μια ιστορία σε βιβλίο και να τη διαβάσω σε ένα e-book. Για να είμαστε, όμως, και λιγάκι αισιόδοξοι, βλέπουμε νέους συγγραφείς, νέα παιδιά, 25, 30 χρονών, που είναι εξαιρετικοί πεζογράφοι, εξαιρετικοί ποιητές, οι οποίοι πριν από μία δεκαετία ήταν μαθητές, βίωσαν δηλαδή ένα παρόμοιο εκπαιδευτικό σύστημα. Επιτρέψτε μου να πω ότι το σχολείο λίγα πράγματα μπορεί να κάνει σχετικά με τη φιλαναγνωσία. Μπορεί ένας φωτισμένος δάσκαλος να δώσει ένα έναυσμα, να δώσει το κίνητρο σε κάποια παιδιά να διαβάσουν αλλά και να γράψουν, γιατί κανένας συγγραφέας δεν γράφει κατευθείαν στα 25-30, έγραφε από έφηβος, δεν γράφεις ξαφνικά. Άρα είναι άλλοι οι παράγοντες και δεν είναι μόνο οικογενειακοί, είναι και προσωπικοί. Δηλαδή μπορεί στο σπίτι να υπάρχει ένα βιβλίο και από αυτό να ξεκινήσει η σχέση του παιδιού με το βιβλίο. Δεν είναι ανάγκη να προέρχεσαι από ένα περιβάλλον το οποίο διαρκώς διάβαζε. Αυτό είναι πάρα πολύ θετικό, γι' αυτό και λέμε ότι ο ρόλος της οικογένειας είναι ο πλέον καθοριστικός για να ενσταλάξει στο παιδί τη δίψα της ανάγνωσης. 

Στη δική μας ηλικία, είμαι τώρα 60, η σχέση με την ανάγνωση ξεκίνησε τα καλοκαίρια που δεν είχαμε τίποτα να κάνουμε, από τον Έρμαν Έσσε, και ό,τι άλλο υπήρχε μεταφρασμένο εκείνη την εποχή. Έλεγε κάποιος «έχεις διαβάσει αυτό;». Ντρεπόμουν αν δεν το είχα διαβάσει και πήγαινα με το χαρτζιλίκι μου να το αγοράσω. Αυτό που δεν υπάρχει σήμερα είναι η λαχτάρα του παιδιού να ζήσει άλλες ζωές. Ναι μεν έχει σημασία να σε παρακινήσει κάποιος φιλόλογος, αλλά είναι κάτι εσωτερικό, σχεδόν μεταφυσικό, θα έλεγα.

— Τα βιβλία λογοτεχνίας που διδάσκονται στο σχολείο περιέχουν νέα λογοτεχνία, νέους συγγραφείς και ποιητές μετά το 2000;  
Τώρα που θα έχουμε το πολλαπλό βιβλίο τα παιδιά θα έρχονται σε επαφή, αλλά είναι τέτοια η πίεση των εξετάσεων, της βαθμοθηρίας, αυτό που λέμε χρησιμοθηρική αντίληψη για όλα τα αντικείμενα, που σκοτώνει τη δίψα για γνώση και τη χαρά της ανάγνωσης. Αυτό το είχαμε κάποτε στη Γ' λυκείου, τώρα το έχουμε σε μέγιστο βαθμό πολύ πιο νωρίς, από το γυμνάσιο. Βλέπουν εντελώς αποσπασματικά κάποια κείμενα, χωρίς όμως αυτό που λέμε αισθητική απόλαυση. Εδώ παίζει ρόλο ο εκπαιδευτικός, εάν αγαπάει τη λογοτεχνία για να μεταδώσει την αγάπη του. Και αυτό είναι ένα μεγάλο ζήτημα, κατά πόσο οι καθηγητές, όχι μόνο οι φιλόλογοι, αγαπούν τη λογοτεχνία. Πώς θα τη μεταδώσεις, αν δεν την αγαπάς; Αν ο γονιός δεν είναι πωρωμένος με την ανάγνωση, πώς θα ξεκινήσει να διαβάζει το παιδί;

— Μιλήσατε για αποσπασματικά κείμενα. Το καλοκαίρι ρώτησα τυχαία τον ανιψιό μου, που έχει τελειώσει την Α’ γυμνασίου, ποιο είναι το μάθημα που δεν του αρέσει καθόλου, και μου είπε «η "Οδύσσεια"». Μου έκανε μεγάλη εντύπωση, αλλά όταν μου έφερε το βιβλίο κατάλαβα γιατί τη μισεί. Δεν γίνεται να διδάσκεσαι σε αυτή την ηλικία αποσπάσματα από κάθε ραψωδία και να κάνεις ασκήσεις πάνω σε αυτά, στερώντας από το παιδί το βασικό, που είναι το στόρι. Δεν γίνεται να αγαπήσεις το μάθημα χωρίς να γνωρίζεις τι γίνεται συνολικά στην «Oδύσσεια». 
Πάρα πολλοί φιλόλογοι γοητεύονται από τον φορμαλισμό και από την αφηγηματολογία, και αν δεν καταλάβεις ότι αυτά είναι απλά εργαλεία, τα οποία θα πρέπει να τα κατέχεις αλλά να μην τα φανερώνεις στο παιδί, ούτε ως συγγραφέας –τα κατέχω τα εργαλεία, αλλά δεν είναι ορατά στα βιβλία μου–, το παιδί δεν πρόκειται να αγαπήσει αυτό το παγκόσμιο παραμύθι, τον παγκόσμιο μύθο, την «Οδύσσεια» και την «Ιλιάδα», από όπου ξεκινάνε τα πάντα. Δεν γίνεται να μην τα έχεις διαβάσει αυτά. Είναι ένας μύθος που έχει τα πάντα μέσα, τα σύμβολα, για όλα τα μεγάλα θέματα έχει μιλήσει ο Όμηρος. Και με τους τραγικούς ποιητές το ίδιο, τα παιδιά διδάσκονται μόνο την «Ελένη» του Ευριπίδη και την «Αντιγόνη» και τίποτε άλλο. Καμία άλλη επαφή.  

Τζίντιλι
ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΑΓΟΡΑΣΕΤΕ. Δημήτρης Χριστόπουλος, Τζίντιλι, εκδ. Το Ροδακιό. 

— Τα σχολικά βιβλία είναι διαφορετικά από αυτά που είχαμε μέχρι και τη δεκαετία του '90; 
Έχουν βελτιωθεί, αλλά από την εμπειρία μου μπορώ να πω ότι μπορεί να έχεις το καλύτερο βιβλίο και να μην αξιοποιηθεί από έναν ανεπαρκή καθηγητή, και να ’χεις ένα βιβλίο παλιό, όπως τα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του λυκείου –τα οποία ανθολογήθηκαν πριν από πολλά χρόνια από μια ομάδα φιλολόγων που τώρα έχουν φύγει από τη ζωή–, που αν ξέρεις να το διδάξεις, το παιδί έχει να ωφεληθεί. Να έρθει δηλαδή σε επαφή με τη λογοτεχνία μέχρι και τη γενιά του '70. Αυτό είναι όφελος, αλλά πώς θα τα διδάξεις αυτά τα κείμενα, σου επιτρέπει το εξεταστικό σύστημα να τα διδάξεις; Κάθε χρόνο θεωρώ υποχρέωσή μου να κάνω στη Γ' λυκείου το «Ψαράκι της γυάλας» του Μάριου Χάκκα. Συγκινούμαι ακόμα όταν το κάνω, ανατριχιάζω, μπορώ να πω. Αυτό που εισπράττω είναι ότι ενώ στην αρχή υπάρχει μια ανησυχία στην τάξη, «τώρα τι θα μας πει αυτός;», μετά πέφτει απόλυτη ησυχία γιατί τους έχει συνεπάρει το κείμενο. Στο τέλος του μαθήματος θα είναι κέρδος αν κάποια παιδιά προβληματίστηκαν με το δίλημμα του πρωταγωνιστή, αν βρήκαν στην ιστορία αυτή ένα κομμάτι της δικής τους ζωής, των δικών τους επιλογών μεταξύ ενός εύκολου «ναι» και ενός δύσκολου «όχι». 

— Μου είπατε ότι συνήθως οι συγγραφείς ξεκινούν να γράφουν από την εφηβική ηλικία, εσείς από ποια ηλικία γράφετε;
Από το γυμνάσιο έγραφα. Όταν τελείωσα την Γ' γυμνασίου –τότε δίναμε ακόμη εξετάσεις για να πάμε στο λύκειο–, το δώρο των γονιών μου ήταν μια γραφομηχανή Olympia. Ένιωθα ότι είμαι ο Φόκνερ ή ο Χέμινγουεϊ, και άρχισα σιγά σιγά να γράφω σκέψεις, εντυπώσεις, σε μια προσπάθεια να αντιγράψω τους αγαπημένους μου συγγραφείς. Έλεγα, «κι εγώ μπορώ κάπως έτσι να το πω». Απλώς άργησα να εκδώσω λόγω ανασφάλειας. Έγραφα, αλλά περισσότερο διάβαζα. Κι αυτό συμβουλεύω και τους φοιτητές στο πανεπιστήμιο, να διαβάζουν περισσότερο και να γράφουν λιγότερο. Σε καθημερινή βάση, γιατί και το διάβασμα είναι ταυτόχρονα δημιουργικό, γιατί για τις περισσότερες ιστορίες που γράφουμε το έναυσμα είναι μια λέξη, μια ιδέα, ένας χαρακτήρας από ένα άλλο βιβλίο. Πάντα. Δεν υπάρχει παρθενογένεση στη γραφή.     

Το γράψιμο ουσιαστικά είναι μια ψυχική ανάγκη να συνδεθείς περισσότερο με τη ζωή. Πιστεύω ότι γενικότερα η τέχνη, ενώ δεν ταυτίζεται με τη ζωή, είναι αυτό που μας συνδέει περισσότερο με τη ζωή. Η ανάγκη να κατανοήσω τους άλλους –γιατί είμαστε πάρα πολύ εγωιστικά πλάσματα όλοι– είναι η ανάγκη να μπούμε στη θέση του άλλου. Να ζήσουμε πολλαπλές ζωές, να φανταστούμε βίους που η δική μας περιορισμένη μοίρα δεν θα μας έδινε ποτέ τη δυνατότητα να ζήσουμε. Νιώθω την ανάγκη να κατανοήσω τους απλούς ανθρώπους που μέσα τους πιστεύω ότι κρύβεται η ρίζα και του καλού και του κακού. Αυτό είναι το βασικότερο. 

Το γράψιμο ουσιαστικά είναι μια ψυχική ανάγκη να συνδεθείς περισσότερο με τη ζωή. Πιστεύω ότι γενικότερα η τέχνη, ενώ δεν ταυτίζεται με τη ζωή, είναι αυτό που μας συνδέει περισσότερο με τη ζωή. Η ανάγκη να κατανοήσω τους άλλους –γιατί είμαστε πάρα πολύ εγωιστικά πλάσματα όλοι– είναι η ανάγκη να μπούμε στη θέση του άλλου.

— Πόση προετοιμασία κάνετε πριν γράψετε ένα βιβλίο;
Θέλει πολλή προετοιμασία γιατί μπορεί να πρέπει να διαβάσεις κάποιες πηγές αν στο βιβλίο υπάρχει έντονη πραγματολογική βάση. Για μένα η πραγματολογική βάση είναι κάποια στοιχεία από τη Σίφνο της δεκαετίας του ’40, τα οποία και άντλησα από συγκεκριμένα βιβλία, αλλά είναι και ιστορίες τις οποίες μου διηγήθηκαν απλοί άνθρωποι. 

— Οι γονείς σας σάς ώθησαν στο διάβασμα;
Περισσότερο με ώθησε η μητέρα μου, η οποία είναι 93 ετών αυτήν τη στιγμή και διαβάζει· είναι και αυστηρή αναγνώστρια των βιβλίων μου. Ήταν λογίστρια, αλλά το χόμπι της ήταν το διάβασμα. Ο πατέρας μου δεν διάβαζε και τόσο.  

— Με τι βιβλία μεγαλώσατε;
Τα βιβλία του Έσσε ήταν το πέρασμα από την εφηβική ηλικία στην ενηλικίωση, αλλά ενθουσιάστηκα με τα εικονογραφημένα όσο ήμουν παιδί και με τις ναξιώτικες ιστορίες της γιαγιάς μου. Θυμάμαι, κάποια στιγμή η μάνα μου διάβαζε τον «Δόκτωρ Ζιβάγκο» και άλλους Ρώσους κλασικούς, ένα δερματόδετο παλιό βιβλίο, το διάβασα κι εγώ κι ένιωσα μεγάλη ευχαρίστηση όταν το τελείωσα, κι ας ήμουν σε μικρή ηλικία. Απ’ τα πρώτα μου βιβλία ήταν το «Πλατύ Ποτάμι» του Γιάννη Μπεράτη. Μετά πηγαίναμε στις εκθέσεις βιβλίων στο Πεδίο του Άρεως και στο Άλσος της Κηφισιάς και για μένα, που ήμουν πιτσιρίκος, ήταν αποκαλυπτικό όλο αυτό, ένας νέος κόσμος, γιατί δεν υπήρχαν τόσα βιβλιοπωλεία τότε. Εκεί είχα τη χαρά να πηγαίνω στους πάγκους και να ξεφυλλίζω βιβλία και να μου λέει η μάνα μου «αυτό δεν είναι για σένα, περίμενε να μεγαλώσεις πρώτα». Στο τέλος φεύγαμε με μια ολόκληρη σακούλα βιβλία. Ήταν το καλύτερο δώρο για όλο το καλοκαίρι. Σιγά-σιγά άρχισα να γράφω και μόνος μου κάποιες ιστορίες. 

— Πόσο δουλέψατε το κείμενο για να συγκλίνουν στο τέλος οι δύο παράλληλες ιστορίες και να μη μένει στον αναγνώστη καμία αμφιβολία;
Έχεις το άγχος η ιστορία σου να πατάει στην πραγματικότητα, να προσέχεις κάποια στοιχεία πλοκής, τι πρέπει να πεις πρώτο, τι πρέπει να πεις δεύτερο, αλλά αυτό που με απασχολεί εμένα πάρα πολύ είναι το θέμα της γλώσσας. Ναι, την ιστορία την έχω από την αρχή στο μυαλό μου, απλώς ψάχνω τον τρόπο με το οποίο πρέπει να την πω πιο συναρπαστικά, πρώτα απ’ όλα για μένα τον ίδιο. 

— Δουλεύετε τη γλώσσα ξεχωριστά από την ιστορία;
Τις περισσότερες φορές γράφω σε ένα τετράδιο, γρήγορα, μπορεί να γράψω 4-5 σελίδες εκεί που κάθομαι. Όταν θα τις περάσω στον υπολογιστή, τις διαβάζω δυνατά ξανά και ξανά, όχι την ίδια μέρα, σε βάθος χρόνου. Ένα διήγημα από τη «Σπουδή στο κίτρινο» το δούλευα τέσσερα χρόνια. Ενώ είχε τελειώσει το «Τζίντιλι», δεν ήμουν ευχαριστημένος από τις δέκα πρώτες σελίδες, από το αισθητικό αποτέλεσμα. Η Άιρις Μέρντοχ είχε πει ότι υπάρχει η δημοσιογραφική πεζογραφία με πλούσιο περιεχόμενο, υπάρχει και η κρυστάλλινη πεζογραφία με το αυτοσυνείδητο ύφος· εγώ προσπαθώ να τα συνδυάζω. Θεωρώ ότι η γλώσσα δεν είναι ένα απλό όχημα που σου αποκαλύπτει την ομορφιά. Χωρίς έγνοια για τη μορφή δεν μπορείς να αποκαλύψεις την αλήθεια και να χτίσεις σε βάθος τους χαρακτήρες σου, διαφορετικά είναι ένας λόγος επίπεδος, άτεχνος και άκομψος, που δεν σου επιτρέπει να εισχωρήσεις στο βάθος και να δεις τι συμβαίνει μέσα στους χαρακτήρες σου. 

Ιστορίες κλεμμένης παιδικής αθωότητας Facebook Twitter
Κάθε χρόνο θεωρώ υποχρέωσή μου να κάνω στη Γ' λυκείου το «Ψαράκι της γυάλας» του Μάριου Χάκκα. Συγκινούμαι ακόμα όταν το κάνω, ανατριχιάζω, μπορώ να πω. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

— Η ποιητική γλώσσα του «Τζίντιλι» είναι για απαιτητικούς αναγνώστες, δεν είναι εύκολο ανάγνωσμα. 
Μου αρέσει να γράφω ψιλοβελονιά. Ποιητικότητα δεν είναι η επιλογή των λέξεων. Γιατί βλέπουμε κείμενα που κάνουν γλωσσική επίδειξη ή χρησιμοποιούν ιδιώματα και νομίζουν ότι κάτι γίνεται. Δεν είναι αυτό, είναι το πού θα βάλεις την τελεία. Το αν θα μπει το ρήμα στην αρχή ή στο τέλος είναι η μελωδία, είναι οι συνυποδηλώσεις μιας λέξης. Θυμήθηκα κάτι που έχω ως κανόνα και το είχε πει ο Ισαάκ Μπάμπελ: «Κανένα καρφί δεν μπορεί να τρυπήσει μια ανθρώπινη καρδιά όσο μια σωστά βαλμένη τελεία». Εγώ δεν λέω μόνο τελεία, λέω η κατάλληλη λέξη στην κατάλληλη θέση. 

Γράφω δύσκολα, γιατί έχω πάρα πολλές απαιτήσεις απ' τον εαυτό μου και γι' αυτό υπάρχει ένα πολύ μεγάλο υλικό το οποίο δεν δημοσιεύω, στο οποίο όμως μπορώ να επανέλθω για να κλέψω κάποια στοιχεία για μια άλλη ιστορία και πάντα υπό την ανασφάλεια εάν αυτό είναι καλό. Οι πρώτοι αναγνώστες, προτού δώσω ένα δείγμα στον εκδότη, είναι η γυναίκα μου και δυο τρεις φίλοι αναγνώστες και συγγραφείς που εμπιστεύομαι. Γράφω δύσκολα, αλλά γράφω κάθε μέρα.

— Τι γράφετε τώρα;
Είναι έτοιμη να εκδοθεί μια συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Δωδεκάτη Φεβρουαρίου» και θέμα τον τρόπο με τον οποίο φερόμαστε σ’ αυτή την πόλη. Αυτό που βρίσκεται τώρα στα σκαριά πραγματεύεται τον τρόπο με το οποίο ένα αντρόγυνο αντιμετωπίζει την αδόκητη απώλεια του παιδιού τους. Βλέπετε, η περιπέτεια της αφήγησης τέλος δεν έχει.

— Η μικρή η ή μεγάλη φόρμα σας παιδεύει περισσότερο;
Η μικρή φόρμα είναι πιο απαιτητική, γιατί πρέπει να συμπυκνώσεις χώρο, χρόνο και να δημιουργήσεις ένταση. Είμαι λάτρης της μικρής φόρμας, αλλά υπάρχουν κάποιες ιστορίες που πρέπει να τις απλώσεις. Προσπαθώ όλα τα γνωρίσματα του διηγήματος να είναι γνωρίσματα και της μεγάλης φόρμας. Όλα τα γνωρίσματα που δίνουν στο διήγημα την εκρηκτικότητα και το ανατρεπτικό τέλος, δηλαδή το να διαβάσεις 4-5 γραμμές και να σοκαριστείς, το επιδιώκω και στη μεγαλύτερη φόρμα. Το θέμα είναι εάν και στο διήγημα και στο μυθιστόρημα θα είσαι δέσμιος κάποιων συμβατικοτήτων ή εάν θέλεις κυρίως μέσω της φόρμας και της γλώσσας να σπάσεις αυτές τις συμβατικότητες. Πολλές φορές αναρωτιέμαι, τώρα αυτός/ή γιατί έβγαλε αυτήν τη συλλογή διηγημάτων, γιατί έγραψε αυτό το μυθιστόρημα, τι έχει να κομίσει στο είδος που λέμε διήγημα ή μυθιστόρημα, πειραματίζεται; Εμένα δεν με νοιάζει τι κριτικές θα πάρεις, το θέμα είναι εάν πειραματίζεσαι πάνω στη φόρμα, πάνω στη γλώσσα. Πιστεύω ότι με το «Τζίντιλι» κυρίως πειραματίστηκα, πολλοί το είπαν και μεταμυθιστόρημα, γιατί είναι ένα υβριδικό βιβλίο. Είναι αποσπασματικός ο λόγος, και σε αυτό που γράφω τώρα είναι αποσπασματική η γραφή, άλλοτε ημερολογιακή, άλλοτε δοκιμιακή και εξομολογητική. Το κείμενο πρέπει να έχει ένταση, να έχει φόρτιση, νομίζω ότι αυτά είναι τα στοιχεία που καθορίζουν αν είναι καλό ή κακό το διήγημα και όχι το θέμα. Ας δούμε τα διηγήματα του Κάρβερ, που το θέμα τους είναι απλές οικογενειακές συγκρούσεις. 

— Θα μου πείτε για τον Πατριαρχέα, που είναι ένας χαρακτήρας κακός, αλλά στην πορεία τον δικαιολογείτε και τον κάνετε σχεδόν συμπαθή; 
Και στο «Τζίντιλι» και στη «Σπουδή στο κίτρινο» με ενδιαφέρουν πάρα πολύ τα πρόσωπα που κρύβουν πολλές αντιφάσεις. Όλοι μας έχουμε αντιφάσεις. Ακολουθώ την αρχή του Τσέχοφ, δεν υπάρχουν καλοί και κακοί χαρακτήρες. Προσπαθείς να κατανοήσεις γιατί λειτουργεί έτσι ένας κακός άνθρωπος, όχι να του δώσεις ελαφρυντικά, ούτε να τον δικάσεις, προσπαθείς να του δώσεις φωνή. Γι’ αυτό και στο «Έλα να παίξουμε!» δίνω φωνή στον πατέρα, υπάρχει ένα πάθος, συγκεκριμένο, δεν δικαιολογείται, είναι το μεγαλύτερο κακό που μπορεί να κάνει και στον γιο του και σε άλλα παιδιά, είναι ένας λύκος με προβιά πατέρα. Πρέπει να δώσουμε όμως και σ’ αυτόν τη δυνατότητα να ακουστεί. Αν σκεφτούμε σε όλη τη λογοτεχνία τους χαρακτήρες, τέρατα ήταν που έκαναν ακούσια ή εκούσια εγκλήματα, από την «Ιλιάδα» μέχρι τον Ντοστογιέφσκι. Να δούμε και πρόσωπα της εποχής μας, όπως ο πρωταγωνιστής στο «Τζίντιλι», που είναι κι αυτός μια προσωπικότητα αμφιλεγόμενη· είναι δοσμένος στη δουλειά του αλλά φτάνει στο σημείο για χάρη της δουλειάς να οδηγήσει στον θάνατο φίλους του. Αλλά κι εδώ ο Πατριαρχέας, ο άπληστος άνθρωπος που ό,τι κάνει είναι μια εκδίκηση για έναν έρωτα που μένει ανεκπλήρωτος. Προσπάθησα να ψυχογραφήσω έναν άνθρωπο ο οποίος είχε κάποια προβλήματα, δεν μπορούσε να κάνει παιδιά, δεν μπορούσε να είναι με τη γυναίκα που ήθελε, να έχει μια ολοκληρωμένη σχέση. Κάποια στιγμή βλέπουμε τη Στεργιανή να φέρεται κι εκείνη το ίδιο σκληρά και λες, τώρα τι γίνεται; Ενώ η γιαγιά, που είναι μια γλυκύτατη γυναίκα, στέλνει στον θάνατο το ίδιο της το παιδί. Ο Πατριαρχέας ουσιαστικά δεν σκότωσε κανέναν, εκμεταλλεύτηκε τη σχέση του με τους Ιταλούς και έκανε περιουσία, λέγανε διάφορα οι ντόπιοι, δεν μας ενδιαφέρει αν είναι όλα αλήθεια, αλλά είναι μια τραγική φιγούρα και χωρίς να το θέλει γίνεται το υποκατάστατο της πατρικής φιγούρας για τον Στέργιο, όπως και η γιαγιά του υποκατάστατο της μητρικής φιγούρας. Κι εκεί ο γιατρός βρίσκει μια παρηγοριά. Άρα επιτρέπω στον αναγνώστη να τον συμπαθήσει, ή τουλάχιστον να τον κατανοήσει. Να αναρωτηθεί πόσες φορές στη ζωή μας έχουμε έρθει σε παρόμοια κατάσταση.

Είναι πολύ ενθαρρυντικό ότι βγαίνουν νέοι άνθρωποι που γράφουν εξαιρετικά, γι’ αυτό και δεν πρέπει να μεμψιμοιρούμε ούτε για το ελληνικό μυθιστόρημα ούτε για το ελληνικό διήγημα. Νομίζω ότι εάν αυτοί οι συγγραφείς είχαν τη δυνατότητα να γράψουν απευθείας στα αγγλικά ή στα γαλλικά, θα μεταφράζονταν παντού. Είναι πολύ αξιόλογοι.

— Νέους συγγραφείς διαβάζετε;
Παρακολουθώ και Έλληνες και ξένους. Είναι πολύ ενθαρρυντικό ότι βγαίνουν νέοι άνθρωποι που γράφουν εξαιρετικά, γι’ αυτό και δεν πρέπει να μεμψιμοιρούμε ούτε για το ελληνικό μυθιστόρημα ούτε για το ελληνικό διήγημα. Νομίζω ότι εάν αυτοί οι συγγραφείς είχαν τη δυνατότητα να γράψουν απευθείας στα αγγλικά ή στα γαλλικά, θα μεταφράζονταν παντού. Είναι πολύ αξιόλογοι. Επειδή τα ονόματα είναι πολλά, ας περιοριστώ σε αυτούς με τους οποίους νιώθω μεγαλύτερη οικειότητα και συγγραφική συγγένεια. Αυτός που έχει βάλει αναμφισβήτητα τη σφραγίδα του από το 2010 είναι ο Χρήστος Οικονόμου. Σημαντική πένα από τους νεότερους είναι ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος, ο συνοδοιπόρος μου σε πάρα πολλά, ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης από τα Γιαννιτσά, ο Νίκος Χρυσός και ο Νίκος Μάντης, οι Κύπριες συγγραφείς Νάσια Διονυσίου και Κωνσταντία Σωτηρίου, ο Μιχάλης Μακρόπουλος, ο Κώστας Ακρίβος, ο Νίκος Δαββέτας, ο Βασίλης Τσιαμπούσης, ο Μισέλ Φάις, ο Θανάσης Βαλτινός, η Μάρω Δούκα, η Ευγενία Μπογιάνου, η Ισμήνη Καρυωτάκη, ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης, ο Θόδωρος Γρηγοριάδης, ο Χρήστος Βακαλόπουλος, ο Σωτήρης Δημητρίου, ο Σκαμπαρδώνης και ο Κοροβίνης από τη Θεσσαλονίκη, ο Αχιλλέας Κυριακίδης, ο Γιάννης Παλαβός, ο Θάνος Κάππας και πολλοί-πολλοί άλλοι και άλλες. 

— Με τα βλάχικα τι σχέση έχετε;
Καμία απολύτως. Μου αρέσει να ψάχνω λέξεις, έχω διαβάσει βιβλία για τους ανθρώπους αυτούς, μια πολύ ζωντανή και ιδιαίτερη παράδοση, και επειδή πηγαινοερχόμουν δυο χρόνια στη Φλώρινα, όπου έκανα μαθήματα δημιουργικής γραφής, εμπνεύστηκα απ’ τη φοβερή ιστορία των λιγνιτωρυχείων και έκανα μεγάλη έρευνα για να δω ποιοι άνθρωποι ζούνε στην περιοχή, άλλοι παλιοί πρόσφυγες, άλλοι απ' τον Πόντο, άλλοι απ' την Μικρασία, άλλοι Βλάχοι, ένα μωσαϊκό πολιτισμών. Επέλεξα τελικά για τίτλο μια όμορφη ακουστικά λέξη που να αφορά ένα στοιχείο της φύσης. Στην αρχή ήταν το δρολάπι, αλλά κάποια στιγμή μαγεύτηκα από τη συγκεκριμένη λέξη, το τζίντιλι, τον ανεμοστρόβιλο. Έχει γράψει ο Βαγγέλης ο Αυδίκος ένα βιβλίο με τον τίτλο «Δρολάπι», εξαιρετικός συγγραφέας κι αυτός. Τζίντες είναι οι νεράιδες των βουνών. 

— Υπάρχει κάποιος συγγραφέας που σας καθόρισε;
Μέντοράς μου υπήρξε ο διακεκριμένος φιλόλογος, συγγραφέας  και μελετητής Νικήτας Παρίσης. Με επηρέασαν αρκετοί, κυρίως Έλληνες. Με αυτούς που ήρθα σε επαφή στο λύκειο αλλά τους κατάλαβα καλύτερα μεγαλώνοντας είναι οι μεταπολεμικοί μας συγγραφείς, όπως ο Γιώργος Ιωάννου, ο Κώστας Ταχτσής, ο Στρατής Τσίρκας, ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, ο Μάριος Χάκκας, ο Δημήτρης Χατζής, ο Αντρέας Φραγκιάς και ο Χριστόφορος Μηλιώνης. Θεωρούσα πάντα ότι όφειλα έναν φόρο τιμής σε αυτούς τους συγγραφείς. Έτσι, η διπλωματική μου αφορά τον «Λοιμό» του Φραγκιά, που το θεωρώ ένα αξεπέραστο έργο, το οποίο αλλάζει με τους συμβολισμούς και την αλληγορία του όλη την εικόνα της λεγόμενης πολιτικής λογοτεχνίας. Πάνω στο έργο του Μηλιώνη τελικά αξιώθηκα να κάνω τη διατριβή μου. Πριν από λίγο καιρό κυκλοφόρησαν μάλιστα από τις εκδόσεις Κίχλη τα «Ακροκεραύνια», το πρώτο βιβλίο για τον Εμφύλιο που διάβασα στην εφηβεία μου μαζί με το «Κιβώτιο» του Αλεξάνδρου. Το ξαναδιάβασα μεγάλος, το επεξεργάστηκα, και τώρα επιμελήθηκα το επίμετρο της νέας αυτής έκδοσης. Ένας άλλος Έλληνας συγγραφέας που με καθόρισε είναι ο Σωτήρης Πατατζής. Ήμουν πιτσιρίκος όταν έβλεπα στην τηλεόραση τη «Μεθυσμένη Πολιτεία», αγόρασα το βιβλίο και έμεινα μαγεμένος, κάποια στιγμή διάβασα και όλα τα βιβλία του. Είναι ένας συγγραφέας ο οποίος δεν έχει αναγνωριστεί όσο του αξίζει. Αυτήν τη χρονιά κυκλοφόρησε μια ανθολογία διηγημάτων του από τις εκδόσεις Εστία στην οποία το επίμετρο και την επιλογή των διηγημάτων την κάναμε από κοινού με τον Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη, κι είμαι πολύ περήφανος για αυτήν τη δουλειά. 

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΕΔΩ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «ΕΛΑ ΝΑ ΠΑΙΞΟΥΜΕ»

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΕΔΩ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «ΤΖΙΝΤΙΛΙ»

Η νέα συλλογή διηγημάτων του Δημήτρη Χριστόπουλου με τίτλο «Δωδεκάτη Φεβρουαρίου» θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες από τις εκδόσεις Ποταμός.

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Η πολυτάραχη ζωή του Πάμπλο Νερούδα

Πέθανε Σαν Σήμερα / Η πολυτάραχη ζωή του Πάμπλο Νερούδα

Η αυτοβιογραφία μιας από τις πιο επιδραστικές και αμφιλεγόμενες προσωπικότητες στην ιστορία της Λατινικής Αμερικής («Τη ζωή μου, ομολογώ, την έζησα», εκδ. Gutenberg) σκιαγραφεί τον άνθρωπο πίσω από τον μύθο.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Αρετή Γεωργιλή

Οι Αθηναίοι / «Δεν θα σταματήσω να υπερασπίζομαι το δικαίωμα της γυναίκας να νιώθει ελεύθερη να εκφράζεται»

Η Αρετή Γεωργιλή γεννήθηκε στη Νέα Φιλαδέλφεια και τα δώδεκα τελευταία χρόνια, αφότου άνοιξε το Free Thinking Zone, ζει εκεί και στην Αθήνα. Είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Η πολυτάραχη ζωή του Πάμπλο Νερούδα

Πέθανε Σαν Σήμερα / Η πολυτάραχη ζωή του Πάμπλο Νερούδα

Η αυτοβιογραφία μιας από τις πιο επιδραστικές και αμφιλεγόμενες προσωπικότητες στην ιστορία της Λατινικής Αμερικής («Τη ζωή μου, ομολογώ, την έζησα», εκδ. Gutenberg) σκιαγραφεί τον άνθρωπο πίσω από τον μύθο.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Τυχερός και loser: Πίσω από τον μύθο της περιουσίας του Ντόναλντ Τραμπ

Βιβλίο / Τυχερός και loser: Πίσω από τον μύθο της περιουσίας του Ντόναλντ Τραμπ

Ένα νέο βιβλίο γραμμένο από δημοσιογράφους των New York Times χτυπά κατευθείαν στην καρδιά του τραμπικού μύθου: την αντίληψη δηλαδή ότι είναι ένας αυτοδημιούργητος δισεκατομμυριούχος που ενσαρκώνει το αμερικανικό όνειρο.
THE LIFO TEAM
Έρση Σωτηροπούλου στη LiFO: «Παραμένω ψύχραιμη»

Βιβλίο / «Παραμένω ψύχραιμη»: Η Έρση Σωτηροπούλου σχολιάζει στη LiFO τα προγνωστικά για το Νόμπελ Λογοτεχνίας

Θα γίνει η πρώτη Ελληνίδα που θα τιμηθεί με Νόμπελ Λογοτεχνίας, επιβεβαιώνοντας τις προβλέψεις που τη θέλουν να «παίζει» ψηλά στη λίστα με τους πιθανούς νικητές του φετινού βραβείου;
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Ελίας Κανέτι «Πάρτι και αερομαχίες»

Το πίσω ράφι / Ο Ελίας Κανέτι και τα χειρόγραφα που ήθελε να μείνουν στο συρτάρι

Η επιθυμία του νομπελίστα να μη δημοσιευτεί το «Πάρτι και αερομαχίες» πριν συμπληρωθεί τριακονταετία από τον θάνατό του δεν εισακούστηκε. Ένα απλό ξεφύλλισμα του τόμου αρκεί για να κατανοήσει κανείς γιατί είχε αφήσει αυτή την οδηγία στη διαθήκη του.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Carnivora: Ένας εκδοτικός οίκος που λατρεύουν οι φετιχιστές του βιβλίου

Radio Lifo / Carnivora: Ένας εκδοτικός οίκος που λατρεύουν οι φετιχιστές του βιβλίου

H Ασπασία Καμπύλη και η Χριστίνα Φιλήμονος εξηγούν στη Μερόπη Κοκκίνη γιατί οι εκδόσεις Carnivora επικεντρώθηκαν στην ισπανόφωνη νουάρ λογοτεχνία ενώ τελευταία έχουν στρέψει την προσοχή τους και στην πορτογαλόφωνη λογοτεχνική παραγωγή.
THE LIFO TEAM
Αρετή Γεωργιλή

Οι Αθηναίοι / «Δεν θα σταματήσω να υπερασπίζομαι το δικαίωμα της γυναίκας να νιώθει ελεύθερη να εκφράζεται»

Η Αρετή Γεωργιλή γεννήθηκε στη Νέα Φιλαδέλφεια και τα δώδεκα τελευταία χρόνια, αφότου άνοιξε το Free Thinking Zone, ζει εκεί και στην Αθήνα. Είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Οι φυσιολάτρες, η βαρόνη και ο χαμένος παράδεισος

Βιβλίο / Οι φυσιολάτρες, η βαρόνη και ο χαμένος παράδεισος

Επιχειρώντας να διαφύγουν από το χάος της Ευρώπης του μεσοπολέμου, ένα ζευγάρι Γερμανών πήγε να ζήσει για πάντα σ’ ένα απομονωμένο νησί του Ειρηνικού. Δεν έμειναν όμως μόνοι τους για καιρό και αυτό που ακολούθησε μοιάζει με απίστευτο συνδυασμό θρίλερ και τηλεοπτικού ριάλιτι.
THE LIFO TEAM
Born to run: Όλα όσα γράφει στην αυτοβιογραφία του το αφεντικό της ροκ

Βιβλίο / Born to run: Όλα όσα γράφει στην αυτοβιογραφία του το αφεντικό της ροκ

Με άκρως εξομολογητική διάθεση ο Μπρους Σπρίνγκστιν αυτοβιογραφείται σε 600 συναρπαστικές σελίδες, μιλώντας για τα δύσκολα παιδικά χρόνια στο Νιου Τζέρζι, όπου μένει ακόμα, για τον δρόμο προς την επιτυχία και τους πρώτους έρωτες, την απώλεια και την κατάθλιψη.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
«O Γιάννης Χρήστου δεν είναι ο "αναρχικός" που νόμιζαν κάποιοι κάποτε»

Βιβλίο / «O Γιάννης Χρήστου δεν είναι ο "αναρχικός" που νόμιζαν κάποιοι κάποτε»

Ο ιδιοφυής μουσικός έφυγε αναπάντεχα στα 44 του, αφήνοντας πίσω του ανεκπλήρωτα σχέδια. Ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος, ο οποίος ουσιαστικά δεν τον γνώρισε ποτέ, αλλά η ζωή τα έφερε έτσι ώστε να παίξει καθοριστικό ρόλο στη διάσωση του έργου του, υπογράφει σήμερα το πιο ενημερωμένο βιβλίο για εκείνον.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Η πολυτάραχη ζωή του Πάμπλο Νερούδα

Πέθανε Σαν Σήμερα / Η πολυτάραχη ζωή του Πάμπλο Νερούδα

Η αυτοβιογραφία μιας από τις πιο επιδραστικές και αμφιλεγόμενες προσωπικότητες στην ιστορία της Λατινικής Αμερικής («Τη ζωή μου, ομολογώ, την έζησα», εκδ. Gutenberg) σκιαγραφεί τον άνθρωπο πίσω από τον μύθο.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
«Όσες σελίδες γράψαμε, τόση ζωή χάσαμε»

Βιβλίο / «Όσες σελίδες γράψαμε, τόση ζωή χάσαμε»: Για τα «Άπαντα» του Περικλή Κοροβέση

Μια διεξοδική συζήτηση για την προσωπικότητα και το έργο του Περικλή Κοροβέση με τον γιο του Χριστόφορο και τον εκδότη του Νίκο Παπαχριστόπουλο, με αφορμή την κυκλοφορία του πρώτου τόμου των «Απάντων» του.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Νικόλας Κουτσοδόντης: «Όλα τα ανθρώπινα συναισθήματα χωράνε στην ποίηση. Ακόμα και τα πιο ποταπά»

Βιβλίο / «Όλα τα συναισθήματα χωράνε στην ποίηση, ακόμα και τα πιο ποταπά»

Ο Νικόλας Κουτσοδόντης, ένας από τους πιο αξιόλογους εκπροσώπους της ελληνικής queer ποίησης, που συνδέει το πολιτικό με το ερωτικό στα γραπτά του, μιλά με αφορμή το τελευταίο βιβλίο του «Ίσως φύγεις στο εξωτερικό».
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ