Αρχές Ιούλη, η παράσταση που άνοιξε φέτος το Φεστιβάλ Επιδαύρου ήταν ο «Οιδίπους Τύραννος», σε σκηνοθεσία του Λιθουανού Τσέζαρις Γκραουζίνις, με έναν αμιγώς ανδρικό θίασο. Η παράσταση, πέρα από τη διανομή, θα συζητηθεί και για έναν ακόμα λόγο: γιατί διεκόπη ξαφνικά από την αναστάτωση που προκάλεσαν βατράχια που περιφέρονταν στα πόδια των θεατών. Ωστόσο, σε μένα δε θα μείνει τόσο για τα κύματα αναταραχής, που έσκαγαν από τις πάνω κερκίδες, αλλά για μια στιγμή απόλυτης αταραξίας στην έναρξη.
Την ώρα που βάδιζε αργόσυρτα ο χορός προς την Ορχήστρα και το μόνο που ακουγόταν ήταν ο ήχος από κρουστά, που τον συνόδευε, το σκοτάδι μόλις είχε αρχίσει να πέφτει και μια απίστευτη σιγαλιά είχε απλωθεί. Ήταν μια από εκείνες τις θρυλούμενες εισόδους στο αρχαίο θέατρο. Το κοίλον σχεδόν δεν ανέπνεε. Και είχα για λίγο κάτι που έμοιαζε με όραμα, μια υπέρβαση στο χρόνο που λίγα μέρη, με τη βαρύτητα της Επιδαύρου, μπορούν να προσφέρουν. Νόμιζες ότι βαδίζει από άλλη εποχή ο χορός, πως ερχόταν από πολύ μακριά, δεν ήταν απλώς μέρος του σκηνικού αλλά απόλυτα εναρμονισμένη με το τοπίο παρουσία. Ήταν κάτι πέρα από το χρόνο, λες κι όλες οι εποχές είχαν γίνει μία. Θεατές, ηθοποιούς, σκηνικό τα είχε καταπιεί όλα η νύχτα.
Μου ήρθε τότε στο μυαλό μια φράση που ενέπνευσε αυτό το μέρος σ’ ένα άτομο που ήξερε να αποκρυσταλλώνει τέτοιες στιγμές και να ντύνει με ασυναγώνιστη φαντασία παρόμοια οράματα: The world is both young and old. «Ο κόσμος είναι γέρος και νέος συνάμα: όπως το άτομο, ανανεώνεται στο θάνατο και ενηλικιώνεται μέσω άπειρων γεννήσεων». To είχε πει ο Αμερικανός συγγραφέας Henry Miller στον περίφημο «Κολοσσό του Μαρουσιού», σε μερικές από τις ωραιότερες σελίδες που έχουν γραφτεί για αυτήν την τοποθεσία:
«Η Επίδαυρος είναι απλώς ένα συμβολικός τόπος: ο πραγματικός τόπος βρίσκεται στην καρδιά, στην καρδιά κάθε ανθρώπου, αρκεί να σταματήσει και να την ψάξει». «Στην Επίδαυρο, στην ακινησία, στη μεγάλη ειρήνη που με κατέλαβε, άκουσα την καρδιά του κόσμου να χτυπά». Δεν ήταν λοιπόν απλά η σιγαλιά ή η άπνοια, η «ειρήνη» που με κατέλαβε, που ούτε και τα βατράχια σε λίγο θα κατάφερναν να ταράξουν.
Ο Μίλερ και τα λόγια του στριφογυρίζουν για μέρες στο μυαλό μου μετά την παράσταση, αλλά δεν είναι η πρώτη φορά που τον μνημονεύω φέτος. Τον θυμήθηκα ξανά τον Μάιο όταν, σε μια περίοδο που πράξεις συμπαράστασης εκδηλωνόντουσαν από παντού για την πολύπαθη –μεσούσης της κρίσης– Ελλάδα, ένα ποίημα του Γερμανού νομπελίστα Γκίντερ Γκρας, αφιερωμένο σ' αυτήν, με τίτλο «Η Ντροπή της Ευρώπης» ξεσήκωσε θόρυβο. Μια γερμανική εφημερίδα ισχυρίστηκε ότι το ποίημα είναι φάρσα, ενώ ο ίδιος την διέψευσε υποστηρίζοντας ότι είναι αυθεντικό. Ασχέτως της πατρότητας επρόκειτο για ένα ποίημα, έντονα γλυκερό και γραφικό, εν είδει λυρικής συμπαράστασης, που έψεγε τους «αχάριστους» Ευρωπαίους, γιατί δε συνειδητοποιούν τον πνευματικό θησαυρό που τους έχει προσφέρει η Ελλάδα. Λίγες εβδομάδες μετά η εφημερίδα Die Zeit δημοσίευσε τα ποιήματα επτά Γερμανών ποιητών, με προεξάρχοντα τον Μάρτιν Βάλζερ, λίγο-πολύ στο ίδιο πνεύμα, υμνώντας την Ελλάδα της αρχαιότητας που έδωσε τα φώτα της στην Ευρώπη.
Κάπου στο βάθος μου αντηχούσαν Βυρωνικοί απόηχοι και μνήμες από ρομαντικούς αρχαιολάτρες φιλέλληνες, εξεγειρόμενους στο όνομα της Ελληνικής Επανάστασης. Για άλλη μια φορά η γνωστή πανομοιότυπη εικόνα της εξιδανικευμένης αρχαιότητας, εικόνα που λίγη σχέση έχει με το παρόν και που μπορεί να πλήξει σαν γάγγραινα και τους πλέον ευφυείς και απροκατάληπτους ξένους. Μια τάση θεώρησης που αναιρεί ιστορικές περιόδους, προσμείξεις, μεταλλάξεις και τα εξομοιώνει όλα μέσα από μια θεοποιημένη «μυθολογία». Ωστόσο, το πώς μας βλέπουν οι ξένοι ακόμα και όταν υπερβάλλουν, διαστρέφουν, εξωραΐζουν ή υποτιμούν μπορεί να είναι άκρως εποικοδομητικό.
Τόσοι και τόσοι φιλέλληνες, περιηγητές, ποιητές και μυθιστοριογράφοι από τα χρόνια της Επανάστασης κι έπειτα έχουν χύσει τόνους μελάνι για την Ελλάδα: Σατωμπριάν, Λαμαρτίνος, Βίκτωρ Ουγκώ, Ερνέστος Ρενάν, Γκυστάβ Φλομπέρ, Ούγκο φον Χόφμανσταλ, Λόρενς Ντάρελ, Χένρι Μίλερ, Πάτρικ Λι Φέρμορ, Μισέλ Ντεόν, Σέιμους Χήνυ, Ζακ Λακαριέρ, Έντμουντ Κίλι,Τζον Φόουλς κ.α.
Ανάμεσα τους ξεχωρίζω τον Μίλερ και προστρέχω στην σπινθηροβόλα πρόζα του σαν αντίβαρο για τις γλυκανάλατες χασμωδίες των Γερμανών. Ο Μίλερ –μαζί με τον Λόρενς Ντάρελ– στα τέλη της δεκαετίας του ’30 είναι αυτος που θα αλλάξει τον τρόπο που μας έβλεπαν οι προηγούμενοι συγγραφείς, με λατρεία για την αρχαιότητα, δηλαδή, αλλά και με καχυποψία για τους συγχρόνους. που διέψευδαν τις προσδοκίες τους.
Κι έτσι ρίχνω στη βαλίτσα των διακοπών ξανά μετά από χρόνια ένα βιβλίο-καθρέφτη, –φέτος πιο αναγκαίο από ποτέ– ίσως τις πιο λυρικές σελίδες που έχουν γραφτεί για την Ελλάδα: τον «Κολοσσό του Μαρουσιού», που περιγράφει τις εντυπώσεις του Μίλερ από το ταξίδι του στην Ελλάδα το 1939-1940. Τι ανακουφιστική διαφορά σε σχέση με τις γραφικότητες των γερμανικών εφημερίδων. Ένα έργο κλασικό που διατηρεί τη φρεσκάδα του, όπως μόνο τα κλασικά μπορούν, που δεν είναι ούτε στείρος ύμνος, ούτε απλώς ταξιδιωτικές εντυπώσεις, αλλά συναρπαστική ανάπλαση μιας αποκαλυπτικής εμπειρίας.
Ο «Κολοσσός του Μαρουσιού» θα δημοσιευτεί για πρώτη φορά το 1941. Στην Ελλάδα θα γίνει γνωστός όμως πολύ αργότερα, το 1965, όταν θα κυκλοφορήσει στα ελληνικά από τις εκδόσεις Γαλαξία, σε μετάφραση Ανδρέα Καραντώνη.
Ο Μίλερ ζούσε στο Παρίσι για 10 χρόνια, όταν, παρακινημένος από τις γοητευτικές περιγραφές μια φίλης του Γαλλίδας και την πρόσκληση του φίλου του Ντάρελ, θα εγκαταλείψει τη Γαλλία για την Ελλάδα. Ουσιαστικά ήταν άγνωστος μεταξύ αγνώστων τότε. Ακόμα και στους πνευματικούς κύκλους εδώ, ελάχιστοι τον γνώριζαν. Είχε μόλις δημοσιεύσει τον «Τροπικό του Αιγόκερω» στη Γαλλία που μαζί με τον «Τροπικό του Καρκίνου» και την «Μαύρη άνοιξη» θα παρέμεναν απαγορευμένα για πολλά χρόνια στις ΗΠΑ, στιγματισμένα ως πορνογραφικά.
Θα φιλοξενηθεί αρχικά στην Κέρκυρα από τον Ντάρελ, που ήταν ήδη εγκατεστημένος εκεί. Σημαδιακή θα είναι η γνωριμία του με τον πληθωρικό Γιώργο Κατσίμπαλη –ουσιαστικά ο ήρωας του βιβλίου του– που εκτός απ’ το να κατοικοεδρεύει στο Μαρούσι στήριζε σαν «κολοσσός» και ολόκληρη τη Γενιά του ’30. Και ο τίτλος ακόμα προδιαθέτει για μια πρωτοπόρα σύνθεση νέου και παλιού. Ένας σύγχρονος Έλληνας κι ένα θηριώδες αρχαίο άγαλμα.
Γύρω από τον Κατσίμπαλη θα δημιουργηθεί ένας κύκλος φίλων του Μίλερ: ο Γιώργος Σεφέρης, ο ποιητής Δ.Ι. Αντωνίου, ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος. Με τους περισσότερους θα διατηρήσει αλληλογραφία για χρόνια. Θα περιδιαβαίνει στην ελληνική επικράτεια για έξι μήνες, συχνά με τη συνοδεία των φίλων του: Κέρκυρα, Αττική, Πόρος, Σπέτσες, Ηράκλειο, Κνωσός, Φαιστός, Επίδαυρος, Μυκήνες, Θήβα, Σπάρτη. Και θα αναγκαστεί να φύγει μετά από πιέσεις της αμερικανικής πρεσβείας, καθώς ο πόλεμος πλησίαζε. Το τετράδιο με τις σημειώσεις του από το ταξίδι θα το χαρίσει στον Σεφέρη και θα εκδοθεί κι αυτό αργότερα ξεχωριστά με τον τίτλο «Πρώτες εντυπώσεις από την Ελλάδα». Και παρ’ όλο που το ταξίδι θα έχει μια καταλυτική επίδραση πάνω του δε θα επιστρέψει ποτέ ξανά.
Ο Μίλερ ήταν αρκετά sui generis για να συνθέσει μια ακόμα τετριμμένη εικόνα της Ελλάδας. Έφερνε ένα καινούριο είδος πεζογραφήματος, που συνδύαζε ετερόκλιτα είδη. Αυτοβιογραφική μαρτυρία, κοινωνική κριτική, μεταφυσική, φιλοσοφία. Το ύφος του –γοητευτικό, άμεσο, ανεπιτήδευτο, λυρικό- σημαδεύει το αποτέλεσμα και στον «Κολοσσό». Μεταπηδά από το ένα είδος στο άλλο, από την προσωπική καταγραφή στη μεταφυσική, από την ιστορία σε καθημερινά περιστατικά, από τη φιλοσοφία στην κοινωνική παρατήρηση, από τη μαρτυρία στο όνειρο.
Ελάχιστα πράγματα γνώριζε για την Ελλάδα. Όχι μόνο δεν επρόκειτο για έναν ακόμα εμβριθή μελετητή, αλλά ήταν εξ ορισμού απρόσβλητος από το μικρόβιο της αρχαιοπληξίας και με έμφυτη απέχθεια για τα διανοουμενίστικα τερτίπια. Μόνο κάποιος με το παρθένο βλέμμα, την ευφυΐα και τις ανιδιοτελείς προθέσεις του Μίλερ θα μπορούσε να δει αυτά που ένας γηγενής δε θα έβλεπε ποτέ.
Ήδη από την εισαγωγή σε αφοπλίζει, λες και αποδομεί στρατιές φιλελλήνων πριν απ’ αυτόν: «Δεν θα είχα πάει ποτέ στην Ελλάδα αν δεν υπήρχε εκείνο το κορίτσι, η Μπέτι Ράιαν, που έμενε στο ίδιο σπίτι μ’ εμένα στο Παρίσι». Δεν ανέμενε τίποτα το εξαιρετικό κατά τη μετάβασή του. Για εκείνον η Ελλάδα ήταν απλώς «ένας κόσμος από φως τέτοιο που ποτέ δεν είχα ονειρευτεί και ποτέ δεν ήλπιζα να δω».
Αν και ο ενθουσιασμός του και τα άλματα που επιχειρεί θα μπορούσαν εύκολα να καταλήξουν σε υμνολογίες, η πρωτόγονη και φρέσκια ματιά του τον προφυλάσσει. Γιατί είναι σαφές πως αναπαριστά έναν τόπο και τους ανθρώπους του πέρα από στερεότυπα. Δεν περιμένει να δει απογόνους θεών και ηρώων. Δεν έχει να κάνει με ένα μαυσωλείο επιφανών αλλά με μια Ιστορία που πραγματώνεται κάθε λεπτό μπροστά του.
Ο Κατσίμπαλης του συστήνει έναν άλλο τύπο ανθρώπου: «Υπάρχει κάτι το κολοσσιαίο σε οποιονδήποτε άνθρωπο όταν αυτός γίνεται αληθινά και ολοσχερώς ανθρώπινος. Ποτέ δεν γνώρισα πιο ανθρώπινο άτομο από τον Κατσίμπαλη. Περπατώντας στους δρόμους του Μαρουσιού είχα την αίσθηση ότι περπατούσα στη γη μ΄ έναν εντελώς καινούριο τρόπο».
Λέει για τους Έλληνες που συναντά: «Άνδρες και γυναίκες, μόνες, έρημες φιγούρες, περιφέρονταν στο καθαρό φως που έσβηνε, και για κάποιο λόγο μου φάνηκαν ατόφια ελληνικές, καθώς περπατούσαν όπως κανένας άλλος λαός δεν περπατάει, κόβοντας ξεκάθαρα μοτίβα με τους αιθέριους ελιγμούς τους, μοτίβα παρόμοια με αυτά που είχα δει νωρίτερα εκείνη την ημέρα σε αγγεία στο μουσείο».
Έχει έναν εμπειρικό τρόπο –με τις αισθήσεις σχεδόν και με μια ακόμα δική του εντελώς ιδιωτική αίσθηση, τη φαντασία του, να βλέπει το παρελθόν πίσω απ’ τα βιβλία και πέρα από το χρόνο. Ο μύθος, η ιστορία, οι άνθρωποι, η φύση γίνονται αξεχώριστα ένα:
«Όταν σκέφτομαι τον Κατσίμπαλη να σκύβει για να κόψει ένα λουλούδι από το άγονο έδαφος της Αττικής, αναδύεται μπροστά μου ολόκληρος ο ελληνικός κόσμος, παρελθών, παρών και μέλλων».
Συλλαμβάνει την ιδέα της Ελλάδας σαν έναν αέναο κόσμο και την ομορφιά του σαν κομμάτια αιωνιότητας:
«Στην Ελλάδα οι αλλαγές είναι χτυπητές, σχεδόν οδυνηρές. Σε μερικά μέρη μπορείς να διασχίσεις όλες τις αλλαγές πενήντα αιώνων μέσα σε πέντε λεπτά. Όλα είναι σχεδιασμένα, σμιλεμένα, χαραγμένα. Ακόμα και τα έρημα χωράφια έχουν μια αιωνιότητα. Βλέπεις το καθετί στη μοναδικότητά του –έναν άνθρωπο σ’ ένα δρόμο κάτω από ένα δέντρο ·ένα γάιδαρο να ανηφορίζει ένα μονοπάτι κοντά σ’ ένα βουνό ·ένα καράβι σ’ ένα λιμάνι σε μια θάλασσα τιρκουάζ ·ένα τραπέζι σε μια βεράντα κάτω από ένα σύννεφο. Και πάει λέγοντας. Ό, τι κι αν κοιτάξεις είναι σαν να το βλέπεις για πρώτη φορά».
Θέτει τα πράγματα στις σωστές αρχικές τους διαστάσεις: «Η τραγωδία της Ελλάδας δεν βρίσκεται στην καταστροφή ενός μεγάλου πολιτισμού αλλά στην απώλεια ενός μεγάλου οράματος. Είναι λάθος να λέμε ότι οι Έλληνες εξανθρώπισαν τους θεούς. Συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Οι θεοί εξανθρώπισαν τους Έλληνες».
Ωστόσο ο «Κολοσσός» μπορεί να διαβαστεί και σαν ένα ταξίδι εσωτερικής ανακάλυψης. Η Ελλάδα ως τόπος αναγέννησης: «Καθώς στεκόμουν στον τάφο του Αγαμέμνονα βίωσα μια αληθινή αναγέννηση». Η Ελλάδα ως τόπος αποκάθαρσης: «Μ΄ έφεραν πρόσωπο με πρόσωπο με τον εαυτό μου, με εξάγνισαν από τα μίση μου, τις ζήλειες και τα πάθη μου. Και, πρώτα απ’ όλα, μου απέδειξαν με το παράδειγμά τους ότι η ζωή μπορεί να κυλά σε οποιαδήποτε κλίμακα, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες».
Διόλου τυχαία και ο Φλομπέρ είχε επισημάνει το ίδιο πράγμα: «Εδώ ανακάλυψα τον εαυτό μου» έγραφε στα γράμματα που έστελνε από την Ελλάδα. Και ο Ντάρελ είχε δηλώσει πως: «Άλλες χώρες μπορεί να σου προσφέρουν ανακαλύψεις σε τρόπους, παραδόσεις, τοπία. Η Ελλάδα σου προσφέρει κάτι σκληρότερο, την ανακάλυψη του εαυτού σου».
Και αναρωτιέμαι πως ο ίδιος τόπος μπορεί γι’ άλλους να είναι ανακάλυψη και γι’ άλλους μια διαρκής σύγχυση. Πως η ποθητή ταυτότητα προσφέρεται απλόχερα μόνο σε έναν αμέτοχο ξένο; Πως το επιτυγχάνει ο Μίλερ; Το μόνο στοιχείο που καταφέρνω να εκμαιεύσω είναι sine qua non το Φως:
«Το φως της Ελλάδας μου άνοιξε τα μάτια, διαπέρασε τους πόρους μου, διεύρυνε ολόκληρη την ύπαρξή μου. Γύρισα πίσω στον κόσμο, έχοντας βρει το πραγματικό κέντρο και το πραγματικό νόημα της επανάστασης».
«Εδώ το φως εισχωρεί κατευθείαν στην ψυχή, ανοίγει τις πόρτες και τα παράθυρα της καρδιάς, σε απογυμνώνει, σε εκθέτει, σε απομονώνει σε μια μεταφυσική ευδαιμονία που κάνει τα πάντα ξεκάθαρα χωρίς να είναι γνωστά».
Όλα αυτά ανταποκρίνονται στην εικόνα μια άλλης Ελλάδας που με κατατρύχει μόνιμα, που σβήνεται και ξαναγράφεται και μένει πάντα ημιτελής. Δε βλέπω παρά μόνο σπαράγματα σκόρπια εδώ κι εκεί. Κάθε καλοκαίρι επανέρχεται πιο έντονα. Κι έτσι βλέπω σημάδια της φαντασίας του Μίλερ παντού. Οι ακτές του Ιονίου που προσεγγίζει το πλοίο είναι οι ομηρικές κορυφογραμμές και η καταχνιά που καλύπτει τους όγκους είναι η αχλή του μύθου. Έγραφε για το ταξίδι με πλοίο από Κέρκυρα προς Πάτρα: «Ήταν κάτι περισσότερο από ελληνική ατμόσφαιρα –ήταν κάτι ποιητικό, έξω από το χρόνο και το χώρο που γνωρίζει ο άνθρωπος. Το πλοίο ήταν ο μόνος κρίκος με την πραγματικότητα». Η κρίση είναι δώρο γι’ αυτήν την αναβίωση. Φτάνω σ’ ένα παρακμιακό μέρος που θυμίζει θέρετρο των ‘70ς. Λίγα τροχοφόρα, άδεια καφενεία, μισοέρημη παραλία. Η μορφολογία του εδάφους λες κι έχει διαμορφωθεί από προϊστορικές πατημασιές, τα ερείπια ενός μυκηναϊκού τάφου, τα κατσίκια που σκάνε στη μέση του πουθενά, η υπερβατική σιωπή στα σκίνα.
Ακόμα κι αν δεν είσαι εντελώς πρόσφορος, μπορείς να νιώσεις τέτοιες στιγμές «αιωνιότητας», όλοι τις νιώθουν έστω ασύνειδα. Βέβαια θ’ αναρωτηθεί κανείς τι σχέση έχουν οι μεταφυσικοί λυρισμοί του Μίλερ με το σήμερα. Όλα αυτά γράφονται παραμονές πολέμου και εν μέσω Μεταξικής δικτατορίας. Ο Μίλερ ανακάλυψε έναν παράδεισο στα πρόθυρα μια κόλασης, έναν θύλακα ειρήνης ενώ όλα γύρω έχουν παραδοθεί στον πόλεμο. Μια ρομαντική θέαση που θα παρέσυρε σε λίγο ο πόλεμος; Η ανάγνωσή του μου φάνταζε επίκαιρη στο βαθμό που οι ειδυλλιακές του εικόνες ανακούφιζαν από ένα ζοφερό περιρρέον κλίμα, κάθε που άφηνα το βιβλίο απ’ τα χέρια.
Ιδίως όταν διάβαζα πάλι στο κομμάτι που αφορά την Επίδαυρο: «Δεν έχει και τόσο σημασία πόσο έχει καταστραφεί, αρκεί να διατηρείται και να τρέφεται το σπέρμα του θαυμαστού». –the germ of miraculous. Αυτό το σπέρμα του θαυμαστού στην αρχική μετάφραση του Καραντώνη –39 χρόνια πριν την παρούσα της Ιωάννας Καρατζαφέρη– αποδίδεται ως «το σπέρμα του θαύματος». Δείχνει πιο επίκαιρη η πρόσφατη απόδοση, καθώς μπορεί να αποδειχτεί πιο εφικτή από το φορτωμένο, με το αδύνατο, θαύμα. Κρατάω τη φράση σαν σπόρο για κάτι, χωρίς να ξέρω τι άλλο μπορεί να κρύβει. Μια δυνατότητα για αντίδραση στον ζόφο και ώθηση προς τα μπρος, το ελάχιστο που θα μπορούσα να ευχηθώ.
Βέβαια μιλάμε για μια Ελλάδα που επισκέφτηκε ο Μίλερ πριν τον πόλεμο, πριν το σχέδιο Μάρσαλ, πριν τον εξευρωπαϊσμό, πριν τον εκσυγχρονισμό, πριν την αστικοποίηση. Αμελητέο αυτό για την ουσία. Μια Ελλάδα που δεν υπάρχει πια, που έχει χαθεί, το κλισέ που επαναλαμβάνεται όταν μιλάμε για τον «Κολοσσό» ή και για άλλες αντίστοιχες σελίδες. Αλλά ο Μίλερ μιλούσε και για μια «εσώτερη» Ελλάδα που θα υπάρχει πάντα. Είναι η μαγεία που δεν είναι πως δεν υπάρχει αλλά εσύ δεν μπορείς να την δεις, υποστηρίζει:
«Η μαγεία δεν καταστρέφεται ποτέ –το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να αποκοπούμε εμείς, να ακρωτηριάσουμε τη μυστηριώδη κεραία που χρησιμεύει για να μας συνδέει με δυνάμεις που ξεπερνούν τη δυνατότητά μας να καταλάβουμε».
Και αρκεί μόνο να διατηρείς αυτό το «σπέρμα του θαυμαστού» χειμώνα-καλοκαίρι για να μπορέσεις να την αναβιώσεις.
Τα μεταφρασμένα αποσπάσματα είναι από το: Χένρι Μίλερ, «Ο Κολοσσός του Μαρουσιού και Πρώτες εντυπώσεις από την Ελλάδα», εκδόσεις Μεταίχμιο, 2004, σε μετάφραση Ιωάννας Καρατζαφέρη και πρόλογο του Αλέξανδρου Αργυρίου.
σχόλια