ΜΟΙΑΖΕΙ ΑΠΙΣΤΕΥΤΟ ΑΛΛΑ έχουν περάσει σχεδόν σαράντα χρόνια από τότε που ο Χανίφ Κιουρέισι έκλεβε την παράσταση ως σεναριογράφος του Στίβεν Φρίαρς στο «Ωραίο μου πλυντήριο» κι έβλεπε την καριέρα του ν’ απογειώνεται με μυθιστορήματα όπως «Ο Βούδας των προαστίων» και «Μπλακ Άλμπουμ», όπου γινόταν λόγος για τον κόσμο των μεταναστών και για τον ρατσισμό, για τον θρησκευτικό φανατισμό αλλά και για τον έκλυτο βίο, όπως και για τη ρευστότητα της σεξουαλικής ταυτότητας.
Γεννημένος το 1954 στο Κεντ από πατέρα Πακιστανό και μητέρα Βρετανίδα, και με σπουδές φιλοσοφίας στο King’s College του Λονδίνου, ο Κιουρέισι είναι από τους συγγραφείς που, με τις ευλογίες του Σαλμάν Ρούσντι, ανανέωσαν την αγγλική λογοτεχνία, αποδεικνύοντας πως η Βρετανία δεν είναι το κέντρο του κόσμου αλλά ένα πολύχρονο σταυροδρόμι πολιτισμών παλλόμενο από ζωή.
Στο «Κάτι έχω να σας πω», πηγαινοερχόμενος ανάμεσα στο Λονδίνο της νιότης του και στο Λονδίνο της εποχής του Τόνι Μπλερ που πλήττεται από ισλαμικές βόμβες βιώνοντας «τη δική του 11η Σεπτεμβρίου», ο Χανίφ Κιουρέισι ανακεφαλαιώνει όλα τα προσφιλή του θέματα: της φυλετικής ταυτότητας, της ταξικής μετεγγραφής, των οικογενειακών δεσμών και της πατρότητας, των ορίων της σεξουαλικής ελευθερίας.
Ένας Ασιάτης του Λονδίνου πρωταγωνιστεί και στο μυθιστόρημα «Κάτι έχω να σας πω» (μετ. Α. Καλοκύρης, Καστανιώτης, 2009), το οποίο, όπως και τα προηγούμενά του, με αποκορύφωμα το δυστυχώς εξαντλημένο «Οικείες απιστίες», στηρίζεται σε αυτοβιογραφικά στοιχεία.
Εδώ, ο Κιουρέισι δανείζεται το προσωπείο ενός επιτυχημένου ψυχαναλυτή, του Τζαμάλ Χαν: ενός άρτι χωρισμένου πενηντάρη και πατέρα έφηβου γιου, ο οποίος βιοπορίζεται από τα μυστικά των άλλων ενώ κρατά το δικό του μυστικό επτασφράγιστο.
Στοιχειωμένος από ερινύες για έναν παλιό φόνο του οποίου υπήρξε ηθικός αυτουργός και βυθισμένος στην ενδοσκόπηση που τον οδηγεί η κρίση μέσης ηλικίας, ο Τζαμάλ σκαλίζει το παρελθόν του. Κι επιστρέφει στα τέλη της δεκαετίας του ΄70, στην εποχή της θατσερικής ηγεμονίας, τότε που «οι περισσότεροι λευκοί θεωρούσαν τους Ασιάτες “κατώτερους”, λιγότερο ευφυείς, λιγότερο καλούς σε όλα». Τότε που οι Εργατικοί, οι γκέι, οι μαύροι και οι φεμινίστριες δένονταν σ’ ένα ακτιβιστικό χαρμάνι και που ο ίδιος –«ο μόνος σκουρόχρωμος φοιτητής στο μάθημα της φιλοσοφίας»– πάλευε να λύσει τους λογαριασμούς του με τις πακιστανικές ρίζες του και συναντούσε τον πρώτο του μεγάλο αλλά άδοξο έρωτα, στο πρόσωπο μιας αστής Ινδής καλλονής, της Ατζίτα.
Ο Κιουρέισι μας το λέει απ' την αρχή: ο φόνος του πατέρα της Ατζίτα είναι η πηγή των ενοχών του Τζαμάλ, φόνος που προκλήθηκε από την αποκάλυψη ότι η κοπέλα κακοποιούνταν σεξουαλικά από τον μπαμπά της. Και να που τριάντα χρόνια μετά, ο Τζαμάλ βλέπει να εμφανίζονται μπροστά του όχι μόνο οι πάλαι ποτέ περιθωριακοί κολλητοί του και αυτουργοί του εγκλήματος, αλλά και η εξαφανισμένη έκτοτε Ατζίτα, μαζί με τον γκέι αδελφό της που έχει εξελιχθεί σε ποπ σταρ. Ένα συναπάντημα που λειτουργεί μάλλον σαν πρόσχημα για τον συγγραφέα ώστε ν’ αποτιμήσει όλα όσα συνέβησαν στο μεταξύ όχι μόνο στη ζωή του alter ego του αλλά και στη βρετανική κοινωνία.
Γύρω από τον Τζαμάλ βλέπουμε να ζωντανεύει ένας ολόκληρος θίασος δευτερευόντων ηρώων: η πληθωρική και χιλιοτρυπημένη με πίρσινγκ αδελφή του, ανύπαντρη μητέρα κάμποσων παιδιών, ο διάσημος θεατρικός συγγραφέας και όψιμος εραστής της τελευταίας που μπαινοβγαίνει μαζί της σε πριβέ σεξ κλαμπ, μια αριβίστρια τηλεοπτική παραγωγός ριάλιτι σόου ανύποπτη για τον κυνισμό της, ο δωδεκάχρονος γιος του κεντρικού ήρωα, ένα μαγκάκι, όπως και η πρώην σύζυγός του, που ενδεχομένως να τον δεχτεί στο σπίτι ξανά.
Κι ανάμεσά τους, βλέπουμε ν’ αναδύεται η φιγούρα του ομοφυλόφιλου αριστερού εκατομμυριούχου Ομάρ Άλι, ενός πολύ γνωστού ιδιοκτήτη πλυντηρίων και τώρα λόρδου και μεγιστάνα των ΜΜΕ, ο οποίος οσμίστηκε εγκαίρως «πόσο μοντέρνες και μοδάτες μπορούσαν να γίνουν με την κατάλληλη προώθηση οι μειονότητες»…
Στο «Κάτι έχω να σας πω», πηγαινοερχόμενος ανάμεσα στο Λονδίνο της νιότης του και στο Λονδίνο της εποχής του Τόνι Μπλερ που πλήττεται από ισλαμικές βόμβες βιώνοντας «τη δική του 11η Σεπτεμβρίου», ο Χανίφ Κιουρέισι ανακεφαλαιώνει όλα τα προσφιλή του θέματα: της φυλετικής ταυτότητας, της ταξικής μετεγγραφής, των οικογενειακών δεσμών και της πατρότητας, των ορίων της σεξουαλικής ελευθερίας.
Μέσα από τους προβληματισμούς του ήρωά του, καταφέρνει να μεταφέρει την απογοήτευση και τη σαστιμάρα των πρώην ριζοσπαστών που νιώθουν τώρα ν’ απειλούνται από φανατισμένους τρομοκράτες. Κι εκείνο που αναδεικνύει πάνω απ’ όλα είναι τα διλήμματα ενός χορτασμένου από ηδονές αλλά και ενοχές άντρα, καθώς αναρωτιέται πώς θα βαδίσει από δω και πέρα.