ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΙΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΥΣ και πιο πολιτικοποιημένους Αμερικανούς λογοτέχνες, ο Ράσελ Μπανκς έχασε πριν από λίγες μέρες τη μάχη με τον καρκίνο, αλλά το έργο που άφησε πίσω του –δεκατέσσερα μυθιστορήματα, έξι συλλογές διηγημάτων, ποίηση και δοκίμια– σίγουρα θ’ αντέξει για πολύ.
Γεννημένος το 1940 στο Νιου Χαμσάιρ κι εγκαταλελειμμένος στα δώδεκα από τον μονίμως πιωμένο και βίαιο υδραυλικό που είχε για πατέρα, ο Μπανκς υπήρξε γνήσιο τέκνο της εργατικής τάξης και στη διαδρομή του αντίκρισε πολλές ραγισμένες ζωές.
Ενώ όμως εξελίχθηκε σε δημοφιλή συγγραφέα και αξιοσέβαστο καθηγητή δημιουργικής γραφής στο Πρίνστον, δεν ξέχασε την καταγωγή του ούτε στιγμή. Στόχος του ήταν να δίνει φωνή σ’ όσους έχουν αφεθεί στην τύχη τους, παραιτημένοι θέλοντας και μη από το κυνήγι του αμερικανικού ονείρου, κι ομολογημένη φιλοδοξία του ήταν να δείξει πως οι παραπάνω «διαθέτουν έναν εσωτερικό κόσμο το ίδιο –τουλάχιστον!– σύνθετο και πλούσιο μ’ αυτόν που διαθέτουν οι αναγνώστες του New Yorker»…
Με συμμετοχή κι ο ίδιος στα επαναστατικά κινήματα του '60 και πρόεδρος μεταξύ 1998 και 2004 του Διεθνούς Κοινοβουλίου Συγγραφέων που είχε ιδρύσει ο Σαλμάν Ρούσντι, ο Ράσελ Μπανκς ήταν πεπεισμένος πως «η λογοτεχνία εξανθρωπίζει εκείνους που δύσκολα θ’ αντιλαμβανόμασταν ως ανθρώπινους. Η λογοτεχνία δίνει μια υπαρξιακή διάσταση σ’ εκείνους που θεωρούμε «αντικείμενα», είτε πρόκειται για παιδιά, για γυναίκες, για μαύρους, για φτωχούς, ακόμα και για πλούσιους».
Το πρώτο από τα τρία όλα κι όλα έργα του Ράσελ Μπανκς που κυκλοφόρησαν στα ελληνικά ήταν το «Τhe sweet hereafter» (1991), στο οποίο βασίστηκε και η ταινία «Το γλυκό πεπρωμένο» του Άτομ Εγκογιάν (1997). Αφετηρία του μυθιστορήματος, ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα που ανατρέπει τη ροή μιας, ξεχασμένης λες κι απ’ το Θεό, κωμόπολης του αμερικανικού βορρά. Ο χρόνος ακινητοποιείται τη μέρα που το σχολικό λεωφορείο γλιστρά πάνω στον παγωμένο δρόμο και παρασύρει στο θάνατο οχτώ μικρούς επιβάτες.
Τέσσερα πρόσωπα κρατούν το νήμα της αφήγησης: η ηλικιωμένη οδηγός του σχολικού, ο πατέρας δυο νεκρών πια παιδιών, μια δεκατετράχρονη που επέζησε αλλά καθηλώθηκε σε αναπηρικό καροτσάκι κι ένας πρωτευουσιάνος δικηγόρος ο οποίος είναι έτοιμος να διοχετεύσει την προσωπική κι εντελώς άσχετη με το συμβάν οργή του, σ’ έναν αγώνα διεκδίκησης αποζημιώσεων από τις τοπικές αρχές.
Όλες οι αφηγήσεις εκκινούν από το δυστύχημα για να καταλήξουν σε αποκαλυπτικές εξομολογήσεις. Πίσω από μια πόλη που χάνει τα παιδιά της –μ’ άλλα λόγια, το μέλλον της– κρύβονται δεκάδες άλλες ατομικές πληγές: χωρισμοί, αιμομιξίες, ακυρωμένα όνειρα, αρρώστιες, άνισες μάχες με το αλκοόλ και τα ναρκωτικά, καθημερινές μάχες για την επιβίωση.
Ο Ράσελ Μπανκς βυθίζεται μέσα σ’ αυτόν τον εφιάλτη, τον εξερευνά αργά και μεθοδικά, κι έπειτα συναρμολογεί τα συντρίμμια του σαν ένα λυπημένο τραγούδι αγάπης. Με διαύγεια και ζηλευτή στωικότητα, οι διαδοχικοί αφηγητές του βιβλίου συμφιλιώνονται με τη μοίρα τους «σαν κάτοικοι μιας άλλης πόλης τώρα πια, μιας πόλης μοναχικών ατόμων που ζει σε μια άλλη, γλυκιά διάσταση».
Μ’ αυτόν τον τίτλο, «Μια άλλη γλυκιά διάσταση», δημοσιεύτηκε αρχικά το μυθιστόρημα του Μπανκς στη χώρα μας (μετ. Γρ. Κονδύλης, Οξύ, 1997) κι είναι το μόνο δικό του που βρίσκεται ακόμα σε κυκλοφορία (βλ. «Το γλυκό πεπρωμένο», εκδ. Floral books).
Το «Ξύπνημα του Μπόουν» και το «Αmerican darling» που ακολούθησαν δεν ανατυπώθηκαν όταν εξαντλήθηκαν. Κρίμα, πολύ κρίμα. Αν μη τι άλλο, μέσα στη χρονιά αναμένεται ένα από τα τελευταία του μυθιστορήματα, το «Foregone» (μετ. Α. Μαραγκάκη, Πόλις).
Σαν σύγχρονη εκδοχή του «Φύλακα στη σίκαλη», το «Ξύπνημα το Μπόουν» (μετ. Λ. Φαναρά, Οξύ, 1997) αποτελεί μια μυθοπλαστική ανάπλαση της ταραγμένης εφηβείας του συγγραφέα, έχοντας για πρωταγωνιστή έναν δεκατετράχρονο πιτσιρικά, περπατημένο από μια άποψη, εντελώς αθώο από μιαν άλλη.
Ο Μπόουν βιώνει τη μιζέρια σ’ όλο της το μεγαλείο. Ζει σε μια βιομηχανική πόλη της βορειοανατολικής ακτής, σ’ ένα τροχόσπιτο, μαζί με την άβουλη μάνα του και τον μέθυσο πατριό του. Ο τελευταίος, όταν δεν τον επισκέπτεται κρυφά στο κρεβάτι του, είτε τον βρίζει είτε τον αγνοεί.
Κουρεμένος με την ψιλή σαν Μοϊκανός, με σκουλαρίκια στη μύτη και τ’ αυτιά του, ο Μπόουν βιδώνεται μπροστά στο ΜTV και ταξιδεύει σ’ άλλους κόσμους, κάνοντας κατάχρηση χόρτου. Το να το σκάσει από το σπίτι είναι ζήτημα χρόνου.
Μ’ ένα κλεμμένο περίστροφο στην τσέπη, ξεκινά την περιπλάνησή του, αναζητώντας αυτό που του λείπει: μια αδελφή ψυχή, κάποιον που θα σταθεί πλάι του, επιτρέποντάς του να είναι ο εαυτός του. Το ταξίδι θα είναι μακρύ –ως την Τζαμάικα– και περιπετειώδες.
Ο μικρός θα συμπορευτεί με μηχανόβιους και πρεζόνια, με παιδεραστές κι εμπόρους ναρκωτικών, μέχρι και τον αληθινό του πατέρα θα συναντήσει. Κι ενώ δεν θ’ ανακαλύψει ακριβώς την ευτυχία, κλείνοντας το βιβλίο, είμαστε σίγουροι πως, ό,τι κι αν συμβεί στο μέλλον, ο Μπόουν δεν ξαναγίνει ποτέ «το κακόμοιρο παιδί με τη γαμημένη ζωή», αλλά θα παλεύει συνεχώς για την εσωτερική γαλήνη και την αυτονομία του.
Το «American Darling» (μετ. Τ. Κίρκης, Πόλις, 2008) είναι μάλλον το πιο πολιτικό έργο του Μπανκς. Καλύπτει χρονικά τέσσερις δεκαετίες, το μεγαλύτερο μέρος της δράσης του εκτυλίσσεται στην Αφρική, και κεντρική του ηρωίδα είναι μια γυναίκα που θέλησε κάποτε ν’ αλλάξει τον κόσμο αλλά τώρα ατενίζει τα συντρίμμια της προσωπικής της ζωής.
Εδώ, απλώνεται η διαδρομή της Χάνα Μασγκρέιβ, μοναχοκόρης ενός διάσημου, φιλελεύθερου παιδιάτρου, η οποία, στη δεκαετία του ΄60 είχε παρατήσει τις σπουδές της στο Χάρβαρντ, βρίσκοντας στην επαναστατική αριστερίστικη οργάνωση Weather Underground ένα πανεπιστήμιο, έναν εργοδότη και μια νέα οικογένεια μαζί.
Παράλληλα, ωστόσο, στο «America Darling» ξετυλίγεται και η αιματοβαμμένη ιστορία της Λιβερίας, μιας αμερικανικής αποικίας υπό τη μορφή ανεξάρτητου, βουτηγμένου στη διαφθορά κράτους, όπου από το 1822 μέχρι πρότινος μια χούφτα Αφροαμερικανών όριζε τις τύχες των ουδέποτε μονιασμένων μεταξύ τους γηγενών.
Η Χάνα εγκαταστάθηκε στη μικροσκοπική αυτή χώρα στα μέσα της δεκαετίας του ΄70, αναζητώντας μια δεύτερη ευκαιρία να στήσει τη ζωή της από την αρχή. Η «προσκοπίνα» που έβαζε βόμβες εν ονόματι της ειρήνης, της φυλετικής ισότητας και της δικαιοσύνης, η τρομοκράτισσα που είχε φτάσει στο παρανοϊκό σημείο να επιθυμεί ως και μια φαντασμαγορική της σύλληψη από τις αρχές για να λυτρωθεί, «εξαφανίζεται» υπό την ανοχή του FBI στη Λιβερία, πιάνει δουλειά για λογαριασμό μιας φαρμακοβιομηχανίας τροφοδοτώντας τα πειράματά της με δείγματα από αίμα χιμπατζήδων και πολύ σύντομα παντρεύεται έναν δευτεροκλασάτο υπουργό της τοπικής κυβέρνησης, με τον οποίο και αποκτά τρία παιδιά.
Ο Ράσελ Μπανκς το αποκαλύπτει εξαρχής: η αφρικανική εμπειρία της ηρωίδας του ήταν σαν μια βουτιά στην καρδιά του σκότους. Πίσω από τη φιγούρα της ηλικιωμένης Χάνας, δυναμικής αγρότισσας που διευθύνει τώρα, στη γενέτειρά της, μια τεράστια βιολογική φάρμα αγορασμένη με τα χρήματα της πατρικής της κληρονομιάς, κρύβεται μια γυναίκα που είδε τον άντρα της ν’ αποκεφαλίζεται από εξεγερμένους Λιβεριανούς και τους γιους της να έχουν μεταμορφωθεί σε πάνοπλα, μονίμως μαστουρωμένα και λυσσασμένα για εκδίκηση παιδιά-στρατιώτες.
Η Χάνα αναπολεί τα περασμένα καταδικασμένη ν’ αναμετριέται ως το τέλος με τις ενοχές της – κι όχι μόνο επειδή εγκατέλειψε την οικογένειά της στη μοίρα της. Σε πείσμα των καλών της προθέσεων, αυτή η «χαϊδεμένη Αμερικάνα», ούτε στη Λιβερία ενσωματώθηκε, ούτε το δράμα των κατοίκων της θέλησε να κατανοήσει.
Έζησε εκεί ως προνομιούχος λευκή, επικοινωνώντας καλύτερα με τους προστατευόμενους χιμπατζήδες της παρά με τους δικούς της ανθρώπους. Και βαυκαλιζόμενη από επαναστατικά οράματα, δέθηκε στο άρμα ενός διεκδικητή της εξουσίας –του μετέπειτα προέδρου της Λιβερίας Τσαρλς Τέιλορ που θα δικαζόταν αργότερα στη Χάγη για τα εγκλήματά του–, βάζοντας και το δικό της λιθαράκι στην κόλαση του εμφυλίου.
Με συμμετοχή κι ο ίδιος στα επαναστατικά κινήματα του '60 και πρόεδρος μεταξύ 1998 και 2004 του Διεθνούς Κοινοβουλίου Συγγραφέων που είχε ιδρύσει ο Σαλμάν Ρούσντι, ο Ράσελ Μπανκς ήταν πεπεισμένος πως «η λογοτεχνία εξανθρωπίζει εκείνους που δύσκολα θ’ αντιλαμβανόμασταν ως ανθρώπινους. Η λογοτεχνία δίνει μια υπαρξιακή διάσταση σ’ εκείνους που θεωρούμε «αντικείμενα», είτε πρόκειται για παιδιά, για γυναίκες, για μαύρους, για φτωχούς, ακόμα και για πλούσιους».
Έτσι και η Χάνα του, γυναίκα ψυχρή κατά βάθος, περίπλοκη κι αντιφατική, μολονότι δεν εκλιπαρεί τη συμπάθεια κανενός, την κερδίζει καθώς αυτομαστιγώνεται, καλώντας μας με τη σειρά μας ν’ αναλογιστούμε τι σημαίνει πολιτική βία, τρομοκρατία και σύγκρουση πολιτισμών.
Ο Μπανκς δεν συμμεριζόταν την άποψη ότι η αξία της λογοτεχνίας στις μέρες μας τείνει να εξανεμιστεί. Αυτό τουλάχιστον δήλωνε σε συνέντευξη που μου είχε παραχωρήσει το καλοκαίρι του 2008 για την Ελευθεροτυπία: «Βαυκαλιζόμαστε ότι υπήρξε μια χρυσή εποχή όπου όλοι κυκλοφορούσαν με τον Ντοστογιέφσκι ή τον… Όμηρο στην τσέπη, κάτι που φυσικά ουδέποτε συνέβη. Εγώ ανδρώθηκα στις δεκαετίες του '40 και του '50, σ’ ένα κάθε άλλο παρά προνομιούχο περιβάλλον. Οι γονείς μου, παιδιά της Μεγάλης Ύφεσης και οι δυο, ούτε το γυμνάσιο δεν κατάφεραν να τελειώσουν.
Δεν ήξερα λοιπόν κανέναν που να διαβάζει ούτε στο σπίτι ούτε στη γειτονιά μου. Να όμως που η λογοτεχνία μου άλλαξε τη ζωή. Χάρη σ’ αυτήν διαμορφώθηκε ο τρόπος σκέψης μου, χάρη σ’ αυτήν είδα διαφορετικά την Ιστορία, τις γυναίκες, την πολιτική. Προφανώς είναι αδύνατον να γεννηθεί ένα πολιτικό κίνημα μέσω της λογοτεχνίας. Στο μέτρο όμως που καταφέρνει ν’ αλλάξει έστω κι έναν άνθρωπο τη φορά, η αξία της δεν κινδυνεύει καθόλου».