Το σπίτι της Κλαίτης Σωτηριάδου στο Σύνταγμα είναι λουσμένο στο χειμωνιάτικο φως και νομίζεις ότι θα απλώσεις το χέρι σου από το κατάφυτο μπαλκόνι και θα πιάσεις την Ακρόπολη. Η ποιήτρια, συγγραφέας και μεταφράστρια του Βάργκας Λιόσα, του Κάρλος Φουέντες, της Ιζαμπέλ Αλιέντε, του Πάμπλο Γκουτιέρεθ και του Ερνέστο Σάμπατο ανάμεσα σε άλλους, που το όνομά της συνδέθηκε κυρίως με όλο το λογοτεχνικό έργο του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, μια δραστήρια γυναίκα γεμάτη ενεργητικότητα, ζει σε ένα σπίτι γεμάτο βιβλία και αντικείμενα από τη μεγάλη περιπλάνηση και τα ταξίδια της στον κόσμο, με τους γαλάζιους τοίχους του να είναι γεμάτοι έργα τέχνης, καθένα από τα οποία είναι μέρος μιας ιστορίας που έχει να αφηγηθεί.
Κάθομαι μεταξύ ενός πήλινου ταύρου από τη Λίμα και ενός άλμπουμ με οικογενειακές φωτογραφίες και κοιτάζω έναν πίνακα της Ανέτ Mεσαζέ, ενώ εκείνη ετοιμάζεται να φωτογραφηθεί και ομολογεί ότι δεν ταξιδεύει πια τόσο πολύ. Η ζωηρή και ευγενική παρουσία της και η χάρη με την οποία κινείται μού υπενθυμίζουν ότι για κάποιους ανθρώπους η ηλικία είναι απλώς ένας αριθμός.
— Θα ήθελα να σας ρωτήσω, τι θυμάστε περισσότερο από τα παιδικά σας χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Ήσασταν ζωηρό παιδί;
Ήμουνα ένα ήσυχο παιδάκι και πιστεύω αυτό συνέβη γιατί είχα έναν μεγαλύτερο αδελφό που ήταν άτακτος και ζωηρός και δεν μπορούσε να τον φτάσει κανείς. Το σπίτι όπου μέναμε το θυμάμαι με λεπτομέρειες, σκέπτομαι ότι κάποια στιγμή θα ήθελα να πάω να το δω, να μπω μέσα. Μόλις κατάλαβα λίγο τον εαυτό μου, άρχισα να κρατάω ημερολόγιο, να γράφω. Καθόμουν πολλές ώρες μόνη μου, είχα και παρέες ,αλλά όταν μπήκα στην εφηβεία μου ήμουν κάπως στον κόσμο μου.
Λίγα θυμάμαι, μου τα θυμίζουν οι τότε συμμαθητές μου. Ο νους μου ήταν στους έρωτες, ήμουν ερωτοχτυπημένη και μονίμως σε μια ρομαντική κατάσταση.
Ένας καλός μεταφραστής δεν έχει «εγώ», αυτό το ξεχνάει. Πρέπει να υποταχθεί στη βούληση του συγγραφέα, να είναι ταπεινός και δημιουργικός στη γλώσσα του, αλλά να ακούει αυτό που θέλει να πει ο συγγραφέας.
— Αγαπούσατε το διάβασμα, να υποθέσω;
Μεγάλωσα σε ένα σπίτι αστικό και ήμουν τυχερή γιατί η μητέρα μου είχε μια βιβλιοθήκη με εκατό βιβλία περίπου, όχι περισσότερα, τα Άπαντα του Σολωμού, του Παλαμά, του Καραγάτση, του Βενέζη, όλη την ελληνική λογοτεχνία, αγγλικά βιβλία, γιατί είχε τελειώσει το Κολέγιο ‒ αυτά τα διάβασα και δυο και τρεις φορές. Είχαμε και δυο εγκυκλοπαίδειες, του Πυρσού και του Ηλίου, που τις διαβάζαμε με τον αδελφό μου από την αρχή μέχρι το τέλος.
— Και ο πατέρας σας;
Ο πατέρας μου είχε εργοστάσιο αρχικά, που έφτιαχνε μηχανήματα για αλευρόμυλους, και αργότερα ένα ξυλουργικό εργοστάσιο που έφτιαχνε και έπιπλα για τις εγκυκλοπαίδειες, βιβλιοθήκες. Γεννήθηκε έξω από την Πόλη και για να αποφύγει τον στρατό έφυγε στη Ρουμανία, όπου ήταν ο αδελφός του, και σπούδασε μηχανολόγος εκεί. Μιλούσε ρουμάνικα, τούρκικα, γαλλικά και γερμανικά.
Ξέρετε, όταν πέθανε, βρήκα στο πορτοφόλι του τη συνταγή για τις πέτρες των αλευρόμυλων, που ήταν μυστική ‒ δεν ήταν από τσιμέντο ή πέτρα, γιατί δεν έπρεπε να τρίβεται με τα στάρια.
Το οικογενειακό μας ανέκδοτο είναι ότι ο πατέρας μου και ο αδελφός του αγόρασαν το 1933 δυο πλοία Λίμπερτι για να κάνουν δουλειές, όταν ξέσπασε ο πόλεμος τα χάρισαν στο κράτος και με τη λήξη του η Ελλάδα αποζημίωσε όλους τους πλοιοκτήτες των οποίων τα πλοία είχαν κατασχεθεί, εκτός από αυτούς που τα είχαν δωρίσει· τους έστειλε απλώς ένα ευχαριστήριο τηλεγράφημα.
— Εσείς, εκεί, ανάμεσα στους «έρωτες» της εφηβείας, τι θέλατε να κάνετε;
Να γράφω και να ζωγραφίζω. Μπήκα στο πανεπιστήμιο, δεύτερη στην Αγγλική Φιλολογία και στο Οικονομικό της Νομικής ‒τότε γινόταν αυτό‒, επειδή ήταν επιθυμία του πατέρα μου. Όμως, πριν από αυτά, πήρα μια υποτροφία στα δεκαέξι μου και πήγα στην Αμερική· επέστρεψα και έκανα την τελευταία τάξη του γυμνασίου.
Μπαίνω στο πανεπιστήμιο, κάνω έναν χρόνο, ερωτεύομαι, παντρεύομαι και φεύγω στην Αθήνα. Σταμάτησα τις σπουδές γιατί ο σύζυγος δεν ήθελε να είμαι φοιτήτρια. Κάνω το πρώτο μου παιδί και έγκυος στο δεύτερο χωρίζουμε, οπότε επιστρέφω στο πανεπιστήμιο και καταλαβαίνω ότι με ενδιαφέρει η Αγγλική Φιλολογία, την οποία και τελείωσα.
— Τότε συνδεθήκατε με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο; Είχατε μια πολύ θερμή σχέση μαζί του.
Τον γνώριζα πολύ καλά τον Χριστιανόπουλο, μάλιστα το 1972 του πήγα 120 ποιήματα που είχα γράψει. Όταν ήμουν στην Αθήνα και ταξίδευα στη Θεσσαλονίκη για να τον δω, μου έλεγε «πέτρα που κυλάει μαλλί δε μαζεύει». Ο Χριστιανόπουλος ήταν εκείνος που διάλεξε 26 ποιήματα τα οποία βγήκαν τότε και τυπώθηκαν στο ιστορικό τυπογραφείο του Νικολαΐδη. Από εκείνη την ώρα άρχισα μια συνεργασία μαζί του, με τη «Διαγώνιο».
Το 1974 μετέφρασα σχεδόν όλα τα ποιήματα της συλλογής «Άριελ» της Σίλβια Πλαθ. Ήταν η εποχή που ήμουν μόνη μου, σπούδαζα και είχα και δυο μικρά παιδιά και ξενυχτούσα διαβάζοντας. Σκεφτείτε, το βράδυ διάβαζα και το πρωί δεν θυμόμουν τίποτα. Τα ποιήματα της Πλαθ εκδόθηκαν από τη «Διαγώνιο» ταυτόχρονα με τη μετάφραση της Νανάς Ησαΐα, οπότε τα δικά μου σχεδόν χάθηκαν. Αυτή ήταν η πρώτη μου μεταφραστική απόπειρα.
— Ο Χριστιανόπουλος ήταν ο μέντοράς σας;
Με αγαπούσε. Από το 1973 η «Διαγώνιος» σε κάθε τεύχος είχε πάντα κάτι δικό μου, εκεί έκανα και την πρώτη μετάφραση του Μάρκες. Αργότερα, όταν εγκαταστάθηκα στην Αθήνα, πήγαινα κάθε Σαββατοκύριακο να τον δω, εκείνος μου πρότεινε τις μεταφράσεις που έκανα.
Θα έλεγα σήμερα ότι η μεγαλύτερη συμβολή του Χριστιανόπουλου ήταν η «Διαγώνιος», η μικρή πινακοθήκη που ανέδειξε πάρα πολύ καλούς ζωγράφους, ντόπιους και της Βόρειας Ελλάδας. Ανήκε στον κύκλο της πνευματικής ζωής της πόλης, οι περισσότεροι είχαν επαφή μαζί του, εκτός από μερικούς που τον σνόμπαραν επειδή ήταν γκέι ‒ αυτή την αίσθηση έχω.
Χωρίς να θέλω να τον συγκρίνω, βρίσκω ότι ο Χριστιανόπουλος είχε μια διαφορετική φωνή, όπως ο Καβάφης, δημιούργησε ένα δικό του είδος ποίησης. Είναι μια ειρωνική φωνή που αυτοσατιρίζεται, σαρκάζει, αλλά έχει και μια μεγάλη ευκολία να βρίσκει τις ευαισθησίες και τα κακώς κείμενα της κοινωνίας και να τα αποτυπώνει στα ποιήματά του. Ήταν σε όλα ιδιαίτερος, ακόμα και στον γραφικό του χαρακτήρα. Θυμάμαι ακόμα τα ωραία μικρά στρογγυλά του γράμματα, ομολογώ ότι τον θαύμαζα πολύ και αναζητούσα τη συμβουλή του.
— Οπότε επαγγελματικά είχατε μπει με έναν τρόπο στη δουλειά, μεταφράζατε από αγγλικά;
Κάποια στιγμή μετέφρασα τον Γκαρσία Μάρκες στη «Διαγώνιο». Ένας καθηγητής μου στην Αμερική και φίλος, ο Άντριου Χόρτον, που ήταν στο Deree, με σύστησε στη Νανά Καλιανέση του Κέδρου, η οποία είχε διαβάσει τη μετάφραση στο περιοδικό και μου πρότεινε να κάνω τα Εκατό χρόνια Μοναξιάς. Τότε μετέφραζα ποίηση και άφησα την ιδέα.
Αποφάσισα ότι ήθελα να μάθω τη δουλειά, δηλαδή τη μετάφραση, σωστά. Έκανα αίτηση και με δέχτηκαν αμέσως στο Έσεξ το 1979 για ένα μεταπτυχιακό λογοτεχνικής μετάφρασης. Τα παιδιά μου ήταν μικρά, τα κρατούσε η μητέρα μου κι εγώ πηγαινοερχόμουν με τσάρτερ.
— Εκεί γνωρίσατε τον δεύτερο άντρα σας, έναν έρωτα συνδεδεμένο με τον Μάρκες, δεν είναι έτσι;
Στο Έσεξ έμενα με άλλες τρεις Ελληνίδες και τα κορίτσια ήθελαν να πάνε του Αγίου Βαλεντίνου σε έναν χορό λατινοαμερικάνικο, αλλά δεν ήξεραν ισπανικά ‒ εγώ τότε μάθαινα. Εκεί γνωριστήκαμε με τον Εδουάρδο Μπαράχας που ήταν δικηγόρος και έκανε ένα μεταπτυχιακό στις Πολιτικές Επιστήμες με υποτροφία του κολομβιανού κράτους. Ήταν έρωτας κεραυνοβόλος, σκεφθείτε πως ήρθε στην Ελλάδα με το λεωφορείο για να γνωρίσει τους δικούς μου.
Για να μην τα πολυλογώ, σε έξι μήνες παντρευτήκαμε. Φύγαμε για Κολομβία, αλλά τα παιδιά μου ήταν στην Ελλάδα, ο νόμος μού απαγόρευε να τα πάρω μαζί μου ‒ αυτό ευτυχώς άλλαξε ο 1981 με τον Παπανδρέου. Και έτσι άρχισε μια περιπέτεια, ένα ταξίδι ζωής, πολλά ταξίδια Κολομβία-Ελλάδα, γέννησα το τρίτο μου παιδί και μετακομίσαμε στο Παρίσι για έναν χρόνο.
Ο Μπαράχας δεν είχε χρήματα, είχε μεγαλώσει σε μια οικογένεια με δέκα παιδιά και με την ιδέα ότι τα λεφτά δεν παίζουν κανένα ρόλο στη ζωή, σημασία έχει η γνώση. Είχα αρχίσει να μεταφράζω πιο συστηματικά Μάρκες, είχε βγει ήδη στη Νεφέλη ένα βιβλίο, η Κηδεία της Μεγάλης Μάμα, που υπέγραφα σαν Καίτη Σωτηρίου και όταν τον γνώρισα μου είπε «να μεταφράσεις το τελευταίο μου βιβλίο, το Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου».
— Θυμάστε πώς σας είχε φανεί τότε;
Καταπληκτικός. Ο Μάρκες μιλούσε με προφορά της Καραϊβικής, ήταν από τις ακτές και ήταν πολύ δύσκολο να τον καταλάβω στην αρχή. Ήταν της υπερβολής σε όλα, λάτρευε την υπερβολή, τον απασχολούσε πολύ η πολιτική, πού πηγαίνει ο κόσμος και τι κάνει και ήθελε να βελτιώσει τη ζωή της χώρας του. Κυριολεκτικά άλλαξε τη ζωή μου. Και όταν πήρε το Νόμπελ το 1982 ήρθε η ατζέντισσά του και με βρήκε και είπε ότι ο Μάρκες ήθελε έναν εκδότη να είναι φίλος της Μελίνας. Και πήγαμε στον Λιβάνη.
— Σας δυσκόλεψε η γλώσσα του;
Δούλευα μέρα-νύχτα με τη βοήθεια του ίδιου του Μάρκες γιατί τα κολομβιανά που μιλούσε δεν τα ήξερε ούτε ο άντρας μου, που ήταν από άλλη περιοχή της Κολομβίας. Τα ιδιωματικά που έβρισκα, του έστελνα φαξ ‒ ο Μάρκες έβαζε ακόμα και εμβόλιμα λόγια από τραγούδια στην αφήγηση. Εκείνη την εποχή, επειδή συντηρούσα την οικογένεια, έκανα και τέσσερις και πέντε μεταφράσεις τον χρόνο.
— Πώς σας φάνηκε όταν πήγατε να ζήσετε στην Κολομβία;
Πήγα στην Κολομβία ακολουθώντας για ένα διάστημα τον Μπαράχας και την πορεία της καριέρας του. Επιστρέψαμε στην Αθήνα, όπου έγινε ο πρώτος πρόξενος και στη συνέχεια πρέσβης της Κολομβίας.
Την αγάπησα τη χώρα. Μέναμε στην Τούνχα και θυμάμαι ότι είχε έρθει ο Θεοδωράκης, καλεσμένος του Μπελισάριο Μπετανκούρ, ο οποίος, όταν ανέλαβε την προεδρία της χώρας, απήγγειλε μερικούς στίχους του Καβάφη από την «Ιθάκη». Με φώναξαν να κάνω τη διερμηνέα του Θεοδωράκη που παρουσίασε τότε το «Κάντο Χενεράλ». Ο Μπετανκούρ μας διέθεσε ένα αεροπλάνο κι έτσι φτάσαμε στον Αμαζόνιο, ήταν αξέχαστη εμπειρία.
— Εσείς τι πολιτικές απόψεις είχατε;
Θα έλεγα πως ήμουν ιδεαλίστρια σοσιαλίστρια, ήθελα να υπάρχει περισσότερη δικαιοσύνη, αλλά δεν θέλησα να ενταχτώ σε μια ομάδα.
— Επιστρέφοντας στην Ελλάδα το 1994, σας περίμενε μια άλλη «περιπέτεια», ο κόσμος της Αλιέντε, τόσο διαφορετικός από αυτόν του Μάρκες.
Μετέφραζα κι άλλους ισπανόφωνους συγγραφείς τότε και άρχισα να δουλεύω με την Ωκεανίδα που εξέδιδε τα βιβλία της. Μετέφραζα τα βιβλία της για βιοποριστικούς λόγους, αλλά υπάρχουν ορισμένα που αγαπώ πολύ όπως το Σπίτι των πνευμάτων και μερικές ιστορίες από την Εύα Λούνα.
Η Αλιέντε, που τη γνώρισα και είναι μια γυναίκα πολύ γλυκιά, κάθε χρόνο στις 8 Ιανουαρίου κάθεται να γράψει ένα καινούργιο βιβλίο. Σκεφθείτε, τα τελευταία χρόνια, επειδή υπήρχαν πολλά πειρατικά, βγάζαμε τα βιβλία βιαστικά: μας έστελναν τα χειρόγραφα, γιατί έπρεπε να κυκλοφορήσουν ταυτόχρονα σε όλο τον κόσμο. Και έβρισκα και λάθη, που τότε το να πάρεις τηλέφωνο και να κάνεις μια διασταύρωση δεν ήταν απλό πράγμα. Όταν γράφεις κάθε χρόνο ένα βιβλίο, πόσο καλό να είναι;
Της χρωστάω της Αλιέντε. Όταν είδα πώς χειρίστηκε το αυτοβιογραφικό υλικό της οικογένειάς της, αποφάσισα να αρχίσω να γράφω πεζό λίγο πιο άφοβα και άρχισα να στέλνω σε περιοδικά κομμάτια μου.
— Ο συγγραφέας μιλά τη γλώσσα του μεταφραστή;
Ο Μάρκες στα ελληνικά είναι Κλαίτη Σωτηριάδου, δεν είναι Μάρκες ‒ ποια είναι η γλώσσα του; Στα ισπανικά είναι η δική του γλώσσα, στα ελληνικά η δική μου. Αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο δίλημμα και θέμα της ταυτότητας του μεταφραστή. Το ξέρω καλά γιατί μετέφρασα είκοσι βιβλία του και όλα τα μεταφραστικά προβλήματα είναι λυμένα.
Ωστόσο, κάποια στιγμή είχα προτείνει στον Λιβάνη να τα μεταφράσω ξανά, να φτιάξω τη γλώσσα, γιατί η γλώσσα ήταν εκείνης της εποχής, προ σαράντα χρόνων ‒ δεν έγινε. Αλλά τα διηγήματά του τα ξανάκανα με τη Νεφέλη, εκδόθηκαν και πήρα το βραβείο Θερβάντες το 2016. Τα ξανακοίταξα, η γλώσσα ήθελε φρεσκάρισμα, είμαι βεβαία και αυτό ισχύει, νομίζω για τις μεταφράσεις γενικότερα.
— Πώς ορίζουμε το μετάφρασμα;
Μια απόδοση σε μια άλλη γλώσσα που εξαρτάται πάντα από το κείμενο που μεταφράζεις. Αν μεταφράζεις ένα ιστορικό κείμενο, πρέπει να έχεις μεγάλη ακρίβεια στις πληροφορίες που μεταφέρεις, όταν μεταφράζεις ένα ποίημα πρέπει να βρεις, να ανακαλύψεις τι είναι το πρωταρχικό στοιχείο που αναδεικνύει ο ποιητής, τη ρίμα, τον ρυθμό, κάποιες παρηχήσεις που μπορεί να τονίζουν το νόημα, μια ατμόσφαιρα που μπορεί να δημιουργεί ο ποιητής με βάση τη μουσικότητα του κειμένου, όλα αυτά παίζουν ρόλο.
Στον πεζό λόγο έχει μεγάλη σημασία να καταλάβεις τι είδους πεζό λόγο μιλά στη γλώσσα του ο πεζογράφος, αν μιλά αρχαΐζουσα ή καθαρεύουσα, όπως στην περίπτωση των δικών μας συγγραφέων, αν μιλά δημοτική ή ένα είδος μαλλιαρής δημοτικής. Όλα αυτά έχουν σημασία γι’ αυτό πιστεύω ότι ο μεταφραστής πρέπει να είναι ένας πολύ καλός κριτικός λογοτεχνίας πρώτα απ’ όλα.
— Και όχι μόνο ένας σχολαστικός μεταφραστής, εξεταστής των λέξεων;
Ο μεταφραστής πρέπει να είναι σχολαστικός. Δεν αρκεί να γνωρίζεις καλά τη γλώσσα ή να έχεις τα βοηθήματα για να μπορέσεις να μπορέσεις να την αποδώσεις. Αν δεν τοποθετήσεις τον συγγραφέα στον «δικό του χώρο» σε σχέση με τη γλώσσα του και όσα λέει δεν μπορείς να τον μεταφράσεις σωστά. Πρέπει να ανακαλύψεις πού βρίσκεται το λογοτεχνικό στίγμα του σε σχέση με τη λογοτεχνική ιστορία του τόπου του, σε σχέση με τα γεγονότα του τόπου του, τι προσπαθεί να κάνει με αυτά που όχι μόνο λέει αλλά και μεταφέρει για να τον μεταφράσεις σωστά.
— Αν σας ζητούσα να ιεραρχήσετε όσα τραβούν το ενδιαφέρον σας σε ένα έργο ώστε να το μεταφράσετε, τι θα μου λέγατε;
Έχω μεταφράσει πολλά έργα που είναι αλήθεια ότι δεν θα μετέφραζα από μόνη μου, τα ήθελε ο εκδοτικός οίκος με τον οποίο συνεργαζόμουν. Για μένα, πρώτα απ’ όλα, πρέπει να είναι κάτι που θα με προσελκύσει ως βίωμα, ως γλώσσα. Προηγείται η γλώσσα του θέματος.
Με ενδιαφέρει να είναι κάτι που θα μου προβάλλει εικόνες που δεν είχα στο μυαλό μου μέχρι τότε, έναν καινούργιο τρόπο. Να με πάει κάπου και να σκεφτώ κάτι άλλο.
— Πώς βοηθάτε εσείς να γίνει κατανοητός ένας συγγραφέας; Σας ρωτώ για το λεγόμενο «οπλοστάσιο» του μεταφραστή.
Νομίζω ότι αυτό που πρέπει να κάνει ένας μεταφραστής είναι να βρει όσες μεταφράσεις υπάρχουν σε άλλες γλώσσες. Πρέπει να έχει μεράκι και με τα χρόνια, αν είναι καλός, αναπτύσσει και μια διαίσθηση, δηλαδή καταλαβαίνει ότι κάτι ειπωμένο με έναν τρόπο μπορεί να εννοεί κάτι άλλο.
— Το «εγώ» του μεταφραστή πού βρίσκεται όταν μεταφράζει;
Ένας καλός μεταφραστής δεν έχει «εγώ», αυτό το ξεχνάει. Πρέπει να υποταχθεί στη βούληση του συγγραφέα, να είναι ταπεινός και δημιουργικός στη γλώσσα του, αλλά να ακούει αυτό που θέλει να πει ο συγγραφέας.
Ο Έλληνας αναγνώστης ακούει τον Έλληνα μεταφραστή. Γι’ αυτό και είναι πολύ δίκαιος ο νόμος που λέει ότι ο μεταφραστής είναι δημιουργός, κατά τη γνώμη, μάλιστα, ισάξιος.
— Το τοπίο της μετάφρασης πώς είναι σήμερα;
Νομίζω πως σήμερα οι απαιτήσεις είναι μεγαλύτερες αλλά και τα βοηθήματα περισσότερα, δεν μπορούν να συγκριθούν με τα δικά μας εργαλεία. Ο μεταφραστής πάντα αντιμετωπίζει τα ίδια διλήμματα, για παράδειγμα πώς διαφοροποιείς δυο ισπανόφωνους συγγραφείς, μεταφράζοντας το έργο τους στα ελληνικά, που είναι μια πλούσια γλώσσα και αλλάζει μέσα στον χρόνο;
Γι’ αυτό υποστηρίζω ότι οι μεταφράσεις ξεπερνιούνται, κάθε τριάντα χρόνια θέλουμε άλλες, γιατί και οι νέοι αναγνώστες αντιλαμβάνονται τη γλώσσα αλλιώτικα από εμάς, δεν γίνεται να φοβόμαστε να «πειράξουμε» το έργο μας, όσο και να το αγαπάμε.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.