Ο Τζορτζ Στάινερ, ένας από τους θεωρητικούς που αφιέρωσε μεγάλο μέρος των κειμένων του στο έργο της μετάφρασης, δεν σταμάτησε ποτέ να επαναλαμβάνει ότι πρόκειται για μια τέχνη υψηλή, ικανή να φέρει τον μεταφραστή στο βάθρο που ο ίδιος φρόντισε να στήσει γι’ αυτούς τους ντελικάτους μάστορες της γλώσσας. Πρόκειται για ένα, αν όχι θεάρεστο, αναμφίβολα δύσκολο έργο, το οποίο θέτει ως προϋπόθεση τη γλωσσική επάρκεια, αντίληψη και ευαισθησία του «τεχνίτη» που καλείται να το φέρει εις πέρας. Συν τοις άλλοις, απαιτεί άπειρες εργατοώρες που δύσκολα αμείβονται, ειδικά όταν πρέπει να υπάρξει το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Στη χώρα μας είχαμε φέτος την τύχη να διαβάσουμε μια σειρά από εξαιρετικά έργα, τα οποία δεν θα είχαμε απολαύσει αν δεν είχαν αποδοθεί στα ελληνικά από ικανούς μεταφραστές, των οποίων το όνομα τις περισσότερες φορές είναι συνδεδεμένο με αυτό κορυφαίων συγγραφέων. Ειδικά το όνομα της Κατερίνας Σχινά, το έργο της οποίας είναι συνυφασμένο με μια μακρά και βραβευμένη πορεία στον χώρο της μετάφρασης, το 2022 μας χάρισε μια σειρά από ξεχωριστά βιβλία όπως η πολυσυζητημένη Εμμονή της Αντόνια Μπάιατ (Πόλις), οι Άλλες Ζωές του περσινού Νομπελίστα Αμπντουλραζάκ Γκούρνα (Ψυχογιό), το βραβευμένο με Πούλιτζερ Τζακ της Μέριλιν Ρόμπινσον και η Ελίζαμπεθ Φιντς του Τζούλιαν Μπαρνς (και τα δύο από το Μεταίχμιο), η Απολογία ενός αργόσχολου του σπουδαίου Ρόμπερντ Λιούις Στίβενσον και η Τεμπελιά ως πραγματική ιστορία του ανθρώπου του Καζιμίρ Μαλέβιτς, κορυφαίου εκπροσώπου του σουπρεματισμού (και τα δυο κείμενα σε έναν τόμο από τον Ποταμό), η «Ουτοπία τοκογλύφων και άλλα δοκίμια» του Γκίλμπερτ Κιθ Τσέστερτον (Κίχλη), η βιογραφία Εύα Πάλμερ-Σικελιανού της Αρτέμιδας Λεοντή (Πατάκη), το Βράδυ στο Παράδεισο της αξέχαστης Λουσία Μπερλίν (Στερέωμα) και το Πρόσωπο από Πέτρα του Αφροαμερικανού δημοσιογράφου, συγγραφέα και ακτιβιστή Γουίλιαμ Γκάρντνερ Σμιθ από τις ίδιες εκδόσεις.
Αν η εκάστοτε μετάφραση καταφέρει να παραμείνει πιστή στο ιδεώδες της ακρίβειας και ανταποκριθεί στο ηθικό όσο και τεχνικό αίτημα που την διέπει, να παραγάγει δηλαδή “έναν δημιουργικό απόηχο, έναν μεταμορφωτικό αντικατοπτρισμό του πρωτοτύπου” όπως έλεγε ο Στάινερ, τότε βαραίνει όσο και η πρωτογενής λογοτεχνική δημιουργία.
Για μια κορυφαία τεχνίτρια του λόγου όπως η Κατερίνα Σχινά, η οποία ξέρει από λεκτικές και άλλου είδους χειροτεχνίες ‒είναι, άλλωστε, συγγραφέας του βιβλίου Καλή και Ανάποδη - Ο πολιτισμός του πλεκτού (Κίχλη)‒, μια τόσο παραγωγική χρονιά δεν είναι σπάνια σε μια πορεία που μας έχει χαρίσει μεταφραστικά δώρα. Υπάρχουν, ωστόσο, και βιβλία που η ίδια δεν έχει μεταφράσει, αν και θα το ήθελε πολύ, όπως «ποιητές του δέκατου ένατου αιώνα, Μπάιρον, Κόλεριτζ, Ουέντσγουορθ», και, πάνω απ’ όλα, τον «αγαπητό, παρακμιακό», όπως χαρακτηριστικά τον αποκαλεί, «Άλτζερνον Τσαρλς Σουίνμπερν ‒ όχι βέβαια την κατά Έλιοτ “βροντώδη κραυγή των επιθέτων, την ξεροκέφαλη ορμητικότητα των απείθαρχων προτάσεων της πεζογραφίας του”, αλλά την εκκεντρική ποίησή του». Γνωρίζοντας, ωστόσο, πως «τέτοιες φιλοδοξίες έχουν πολύ μικρή πιθανότητα να συναντήσουν αναγνώστες (άρα και πρόθυμους εκδότες)», η ίδια φροντίζει να μεταθέτει τις επιθυμίες της «στον πλατύ και αδιατάρακτο χρόνο της σύνταξης, με την ελπίδα ότι στη μοναχική επικράτεια του γήρατος οι ανάγκες του βιοπορισμού δεν θα είναι τόσο πιεστικές όσο σήμερα».
Λαμβάνοντας κανείς υπόψη ότι το έργο του μεταφραστή είναι ιδιαίτερα επίπονο και θα πρέπει να το αγαπάει πραγματικά για να αφοσιωθεί σε αυτό με τρόπο ουσιαστικό, αναρωτιόμαστε ποια μπορεί να είναι η μεγαλύτερη χαρά που μπορεί να αντλεί μια τόσο έμπειρη μεταφράστρια από το έργο που καλείται να αποδώσει σε μια άλλη γλώσσα αλλά και ποιο είναι το μεγαλύτερο τίμημα που πρέπει να καταβάλει: «Σ’ ένα ωραίο κείμενό του για τη μετάφραση ο Πολ Ρικέρ την ονομάζει πρόκληση και ταυτόχρονα πηγή ευτυχίας», εξηγεί η Κατερίνα Σχινά. «Πρόκληση γιατί η αναμέτρηση με το ξένο κείμενο είναι κατά καιρούς σκληρή· πηγή ευτυχίας γιατί αυτή η αναμέτρηση έχει ερωτική χροιά, τουτέστιν σαγήνευση και διακινδύνευση, πολιορκία και κατάκτηση, διατήρηση της απόστασης ακόμα και στο πλαίσιο της οικειότητας, και πάντα την αίσθηση ότι κάτι απομακρύνεται ακριβώς τη στιγμή που το πλησιάζεις, άκρως επιθυμητό, φαινομενικά προσιτό, αλλά συνεχώς διαφεύγον.
«Ωστόσο, πέρα απ’ αυτή την απόλαυση, υπάρχουν κι άλλες: η χαρά να προσορμίζεσαι σε ένα διαφορετικό, γλωσσικό, αισθητικό, πολιτισμικό σύμπαν και να μοιράζεσαι τη θέασή του με τον ομόγλωσσό σου αναγνώστη· η χαρά να αποσυναρμολογείς την κατασκευή του πρωτοτύπου για να κατανοήσεις τα μυστικά της και να την ανασυνθέσεις στη γλώσσα σου· και πάντα, η χαρά να μαθαίνεις. Όσο για το τίμημα, αυτό είναι κυρίως σωματικό: πόνοι στη μέση, στον αυχένα, τενοντίτιδες, πονοκέφαλοι όταν το παρακάνεις μπροστά στον κομπιούτερ. Όλα αυτά, όμως, τα προσπερνάς, γιατί σε καλεί επειγόντως η επόμενη σελίδα».
Ωστόσο, δεν συμφωνεί απολύτως με την εκτίμηση του Τζορτζ Στάινερ, του οποίου βιβλία έχει η αποδώσει στα ελληνικά, ότι η μετάφραση είναι μια «ακριβή τέχνη», ή με το ότι πρόκειται ακριβώς για τέχνη. «Και είναι και δεν είναι», σχολιάζει σχετικά. «Σίγουρα είναι πνευματική χειρωνακτική εργασία, που μπορεί να καταλήξει σ’ ένα τεχνούργημα, με την προϋπόθεση ότι θα φέρει πάντοτε το επίθετο “ακριβής”, που της το έδωσε ο Βίτγκενσταϊν, νομίζω, και το επανέλαβε ο Στάινερ», υποστηρίζει. Θεωρεί μάλιστα πως αν η εκάστοτε μετάφραση «καταφέρει να παραμείνει πιστή στο ιδεώδες της ακρίβειας και ανταποκριθεί στο ηθικό όσο και τεχνικό αίτημα που την διέπει, να παραγάγει δηλαδή “έναν δημιουργικό απόηχο, έναν μεταμορφωτικό αντικατοπτρισμό του πρωτοτύπου” (αυτά τα λόγια είναι του Στάινερ), τότε βαραίνει όσο και η πρωτογενής λογοτεχνική δημιουργία. Η μετάφραση δεν είναι το φτωχό, εφήμερο αντίγραφο του πρωτοτύπου· μπορεί να πασχίζει να γίνει το “είδωλό” του, ταυτόχρονα, όμως, αποσκοπεί στη λογοτεχνική της αυτονομία και διάρκεια». Φροντίζει, μάλιστα, να μας υπενθυμίσει «πως ο Γκαίτε ήταν αυτός που μίλησε πρώτος για τη “συνταυτίζουσα μετάφραση”, προετοιμάζοντας το έδαφος για τη μεταφραστική πλημμυρίδα του Φρίντριχ Ρίκερτ, ο οποίος είχε τόσο παρασυρθεί από τη γοητεία της μεταγλώττισης, ώστε έφτασε να βάλει σε στίχους την ουσία της μεταφραστικής διαδικασίας (“Τα πνεύματα όμως έξυπνα να κρυφακούσεις κοίτα / αθέατα πώς αλλάζουνε και ντύνονται άλλη γλώσσα”)».
Η Κατερίνα Σχινά μας θυμίζει ότι μετά απ’ αυτούς ακολούθησαν αναρίθμητες μεταφραστικές απόπειρες «από γνωστούς συγγραφείς όπως ο Μποντλέρ ή ο Πάουντ και από “αφανείς” εργάτες της γλώσσας, οι οποίοι μέσα στον χρόνο απέδειξαν ότι η μετάφραση δεν είναι καταδικασμένη να βρίσκεται πάντα σε υποδεέστερη, κατώτερη του πρωτοτύπου θέση, να είναι μια εγγενώς “ελαττωματική” εργασία, αφού, υποτίθεται, η πνευματική ουσία ενός έργου ανακοινώνεται αποκλειστικά και μόνο στη γλώσσα που γράφτηκε (αναφέρω ενδεικτικά τις επιφυλάξεις του Ναμπόκοφ, του Χέρμπερτ ή του Φροστ)». Κατά τα άλλα, όμως, θεωρεί πως ο μεταφραστής οφείλει «να είναι ένας ταπεινός υπηρέτης του συγγραφέα, να σέβεται το κείμενο, να μην το διορθώνει, να μην το καλλωπίζει, να μη το “σοδονυμίζει” (όπως τόσο ωραία μετέφερε ο Γιάννης Χάρης στη γλώσσα μας το ευφυές λογοπαίγνιο του Μίλαν Κούντερα για τους μεταφραστές που φτάνουν να υποσκελίσουν τον συγγραφέα, λουστράροντας κατά το δοκούν το ξένο κείμενο)».
Η Κατερίνα Σχινά φωτογραφήθηκε στην Εθνική Βιβλιοθήκη στο ΚΠIΣΝ. Συνεργάζεται με πολλούς εκδοτικούς οίκους στον τομέα της μετάφρασης.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.