Ο Καναδός Τζέιμς Τζόις. Ξέρουμε καλά ότι οι άνθρωποι χωρίς ιδιότητες φθονούν τους ανθρώπους με ιδιότητες, γνωρίζουμε ακόμα καλύτερα ότι η πλειονότητα των ατάλαντων θα ήθελε να μην υπάρχουν οι ταλαντούχοι, ενώ κι ένα μειράκιο έχει υπόψη του τι έκανε ο διάβολος όταν δεν είχε δουλειά. Η απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας στον Μπομπ Ντίλαν ξεσήκωσε μια ασήμαντη, εν τέλει, θύελλα διαμαρτυριών, από την άλλη όμως πρόσφερε την αφορμή για γόνιμες συζητήσεις σχετικά με πολλά ζητήματα: την εύρυνση των ορίων της λογοτεχνίας, τη σχέση της ροκ (καίτοι δεν θα έλεγα ότι ο Ντίλαν είναι ροκ) με την ποίηση αλλά και τη διάθεση/ανάγκη/δυνατότητα πολλών δημιουργών να εκφράζονται σε πολλά καλλιτεχνικά πεδία. Μισόν αιώνα πριν, ο Καναδός, και πασίγνωστος πια τροβαδούρος, Λέοναρντ Κοέν (Μόντρεαλ, 1934) ήταν ένας δυναμικός συγγραφέας, ένας πρωτοποριακός λογοτέχνης που είχε εκδώσει ήδη δύο μυθιστορήματα, το The Favourite Game (Το Αγαπημένο Παιχνίδι, μτφρ. Χίλντα Παπαδημητρίου, εκδ. Μελάνι), το 1963, και το Beautiful Losers (Υπέροχοι Απόκληροι, μτφρ. Αλέξης Καλοφωλιάς, εκδ. Κέδρος). Μάλιστα, χαιρετίστηκε ως ο νέος Τζέιμς Τζόις, όπως άλλωστε και ο Τόμας Πίντσον, ή, αργότερα, ο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας. Η «Boston Globe» έγραφε: «Ο Τζέιμς Τζόις δεν είναι νεκρός. Είναι ζωντανός και ζει στο Μόντρεαλ με το όνομα Λέοναρντ Κοέν». («James Joyce is not dead. He is living in Montreal under the name of Cohen», «Boston Globe», 1966).
2.
Στου Ντούσκου την ταβέρνα. Ο Κοέν ποτέ δεν σταμάτησε να διακονεί τη λογοτεχνία, να εκδίδει ποιητικές συλλογές, να εκφράζεται και με τον γραπτό λόγο. Στα ελληνικά, εκτός από τα δύο μυθιστορήματά του, κυκλοφορούν επίσης ο επιβλητικός τόμος Το Βιβλίο του Πόθου (μτφρ. Ιωάννα Αβραμίδου, εκδ. Ιανός) με ποιήματα, πρόζες και ζωγραφιές του Καναδού δημιουργού, καθώς και το Βιβλίο του Ελέους (μτφρ. Διονύσης Μαρσέλλος, εκδ. Περισπωμένη), με σύντομες, συγκινητικές και βαθιά ποιητικές πρόζες στον δρόμο που άνοιξαν οι Εκλάμψεις του Αρθούρου Ρεμπό. Γράφει ο Κοέν, σαν να τραβάει μια ασπρόμαυρη φωτογραφία στην Ύδρα: «Ακόμα τραγουδούν στου Ντούσκου/ καθισμένοι κάτω από τα γέρικα πεύκα/ μεσάνυχτα με αστέρια και πεφταστέρια/ Αν πας στο παράθυρό σου θα τους ακούσεις/ Γιορτάζουν το τέλος κάποιους γάμου/ ή ίσως το σαλπάρισμα ενός αγοριού το πρωί/ υπάρχει θέση για σένα στο τραπέζι/ κρασί και μήλα από τη στεριά/ ένα κενό στα τραγούδια για τη δική σου φωνή» («Ταβέρνα Ντούσκου 1967», από το Βιβλίο του Πόθου). Προσεύχεται ο Κοέν, σαν να ιερουργεί στο κενό των ημερών: «Έτσι καλούμε ο ένας τον άλλο, αλλά δεν καλείται έτσι το Όνομα. Κουρελήδες στέκουμε, ικετεύουμε δάκρυα που να λιώνουν τα αμετακίνητα ορόσημα του μίσους. Όμορφη που είναι η κληρονομιά μας, να μπορούμε να μιλάμε έτσι με την αιωνιότητα, γενναιόδωρη πόσο η μοναξιά αυτή, όπως την περιβάλλει, την πληροί και την εξουσιάζει το Όνομα, που από μέσα του όλα ορθώνονται δοξασμένα, εξαρτημένα το ένα από το άλλο» (από το Βιβλίο του Ελέους). Και η αποκαλούμενη «ιέρεια του πανκ», η Πάτι Σμιθ (Σικάγο, 1946), μοιράζεται την αγάπη του Κοέν για τον Ρεμπό και τις Εκλάμψεις, όπως και την επιμονή του να διακονεί τη λογοτεχνία. Καμιά δεκαριά πολύ δυνατές ποιητικές συλλογές και δύο τόμοι με αυτοβιογραφικές ενθυμήσεις δείχνουν την ποιητική/πεζογραφική στόφα της Πάτι Σμιθ. Το Just Kids (με ελληνικό τίτλο προβολής, όπως λέμε και στον κινηματογράφο, Πάτι και Ρόμπερτ, μτφρ. Αλέξης Καλοφωλιάς, εκδ. Κέδρος) είναι ένα καλειδοσκοπικό μυθιστόρημα/ντοκουμέντο που αναβιώνει το κλίμα της δεκαετίας του 1960 και μας συστήνει με τη γενιά που αναζήτησε παντού την ποίηση. Αξίζει να σημειώσω ότι το βιβλίο τιμήθηκε με το έμπλεο γοήτρου National Book Award for Nonfiction, το 2010, ενώ ήταν στη βραχεία λίστα αρκετών βραβείων υψηλού κύρους.
3.
Μυστική Γλώσσα. Γράφει η Σμιθ: «Ο Ρεμπό κατείχε μια ασεβή διάνοια που με διήγειρε, και τον υποδέχτηκα στη ζωή μου ως συμπατριώτη, συγγενή, ακόμα και μυστικό εραστή [...] Ο Ρεμπό κρατούσε τα κλειδιά μιας μυστικής γλώσσας την οποία καταβρόχθισα λαίμαργα, έστω κι αν δεν μπορούσα να την αποκρυπτογραφήσω πλήρως. Ο μονόπλευρος έρωτας γι' αυτόν ήταν ό,τι πιο αληθινό είχα βιώσει [...] Γι' αυτόν έγραφα, γι' αυτόν ονειρευόμουν [...] Τα χέρια του είχαν λαξέψει ένα εγχειρίδιο των ουρανών, κι εγώ τα κρατούσα σφιχτά. Η γνώση του πρόσθετε σφρίγος στο βήμα μου και αυτό δεν μπορούσε να μου το πάρει κανείς [...]». Πιο κάτω, η Σμιθ μιλάει για τους ρηξικέλευθους συγγραφείς Αντρέ Ζιντ, Γιούκιο Μισίμα και Ζαν Ζενέ. Επίσης, για τη στενή, αείζωη σχέση της με τον πολύπτυχο δημιουργό Ουίλιαμ Σ. Μπάροουζ. Μιλάει για τον Ουαλό ποιητή Ντίλαν Τόμας. Μιλάει για τη γνωριμία της με τον αρχιτσόγλανο της γενιάς μπιτ, τον Γκρέγκορι Κόρσο. Και, βέβαια, για τον μουσηγέτη Τζακ Κέρουακ: «Ο Κέρουακ κατέθετε την ψυχή του σε ρολά χαρτιού για τηλέτυπο, κοπανώντας τα πλήκτρα της γραφομηχανής του σαν μανιακός».
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια