«ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΔΩ ΣΩΤΗΡΙΟΥ ΔΕΝ υπάρχουν Έλληνες και Τούρκοι. Υπάρχουν άνθρωποι που υποφέρουν το ίδιο, που αντιδρούν στα γεγονότα κατά τον ίδιο, πανομοιότυπο σχεδόν τρόπο, γίνονται θύματα των ίδιων ψυχώσεων και ζούνε με το ιδανικό της απλής, ήρεμης και ειρηνικής ζωής. Και όμως, οι άνθρωποι αυτοί, κάτω από συνθήκες που δημιουργεί ο πόλεμος, χάνουν τον ανθρωπισμό τους, μεταβάλλονται, χωρίς να το αντιληφθούν, σε πραγματικά κτήνη. Ο μεγάλος υπεύθυνος για την τραγωδία του μικρασιατικού λαού, για τη συγγραφέα, είναι ο πόλεμος και τα συμφέροντα που τον υποκινούν. Και εναντίον του στρέφεται. Τα “Mατωμένα χώματα” είναι ένα έντιμο βιβλίο».
Μ’ αυτές τις φράσεις υποδέχτηκε το ομώνυμο μυθιστόρημα της Διδώς Σωτηρίου (Κέδρος, 1962) ο Βάσος Βαρίκας, ένας από τους πιο γνωστούς κριτικούς της εποχής. Ενώ κι ο Δημοσθένης Κούρτοβικ, πολύ αργότερα, θα υπογράμμιζε τη λογοτεχνική ωριμότητα που είχε επιδείξει η συγγραφέας: «Περιορίζοντας την αφήγησή της στη μικρασιατική τραγωδία και όσα την προετοίμασαν, περιγράφει τα γεγονότα από τη σκοπιά των απλών ανθρώπων, με μεγάλη κατανόηση και για τις δύο πλευρές και με αξιοσημείωτη ικανότητα εμβίωσης στους χαρακτήρες της».
Διόλου τυχαίο που αποσπάσματα από τα «Ματωμένα χώματα» συμπεριλήφθησαν στα ανθολόγια του Δημοτικού και του Γυμνασίου αμέσως μετά την μεταπολίτευση. Ωστόσο, όταν το 2009 η τότε υπουργός Παιδείας Μαριέτα Γιαννάκου αποφάσισε να διατεθούν δωρεάν αντίτυπα του βιβλίου στα σχολεία, μαζί με το πολύκροτο και «διορθωμένο» εγχειρίδιο Ιστορίας της ΣΤ' Δημοτικού, η κίνηση δεν έγινε δεκτή απ’ όλους μ’ ενθουσιασμό. Άλλοι μίλησαν για «πυροτέχνημα», άλλοι στηλίτευσαν τη χρήση της λογοτεχνίας ως «ιδεολογικού εντομοκτόνου» κι άλλοι ισχυρίστηκαν πως το συγκεκριμένο έργο δεν είναι κατάλληλο για παιδιά έντεκα χρονών.
Κι όμως τα «Ματωμένα χώματα» εξακολουθούν ν’ αποτελούν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για μύηση στην πρόσφατη ιστορία μας, μέσα από τη λογοτεχνική μετάπλαση ενός βιωμένου, συγκλονιστικού υλικού.
Διόλου τυχαίο που αποσπάσματα από τα «Ματωμένα χώματα» συμπεριλήφθησαν στα ανθολόγια του Δημοτικού και του Γυμνασίου αμέσως μετά την μεταπολίτευση. Ωστόσο, όταν το 2009 η τότε υπουργός Παιδείας Μαριέτα Γιαννάκου αποφάσισε να διατεθούν δωρεάν αντίτυπα του βιβλίου στα σχολεία, μαζί με το πολύκροτο και «διορθωμένο» εγχειρίδιο Ιστορίας της ΣΤ' Δημοτικού, η κίνηση δεν έγινε δεκτή απ’ όλους μ’ ενθουσιασμό.
Γεννημένη στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας και μεγαλωμένη στη Σμύρνη ως το 1922, η Διδώ Σωτηρίου (1909-2004) έγραψε το πρώτο της βιβλίο στα πενήντα της, έχοντας ήδη μια μακρά και αγωνιστική δημοσιογραφική θητεία στο ενεργητικό της. Ήταν το αντλημένο από τα παιδικά της χρόνια «Οι νεκροί περιμένουν», όπου μέσα από το ιστορικό μιας αστικής οικογένειας ζωντανεύει η περιπέτεια του ελληνισμού από τους βαλκανικούς πολέμους ως τις αρχές του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, με επίκεντρο όσα υπέφεραν οι Μικρασιάτες πρόσφυγες μετά τον αναγκαστικό τους ξεριζωμό.
Ανάμεσα στους πολλούς αναγνώστες του «Οι νεκροί περιμένουν» ήταν κι ένας πρόσφυγας εγκατεστημένος στην Κοκκινιά, ο Μανώλης Αξιώτης. Ένας Μικρασιάτης αγρότης που επιστρατεύτηκε στα Τάγματα Εργασίας του τουρκικού κράτους μεταξύ 1914 και 1918, στη συνέχεια φόρεσε τη στολή του Έλληνα φαντάρου, βίωσε στο πετσί του την καταστροφή του ΄22 και την αιχμαλωσία και έφαγε επί δεκαετίες «πικρό ψωμί» ως λιμενεργάτης, συνδικαλιστής και μαχητής της εθνικής αντίστασης.
Κατασυγκινημένος απ’ όσα του θύμισε με το βιβλίο της η Σωτηρίου, την αναζήτησε και της παρέδωσε ένα «τεφτέρι» με τις αναμνήσεις του, όπου συνταξιούχος πια, με τα λίγα γράμματα που ήξερε, είχε καταγράψει όσα είχαν δει τα μάτια του επί εξήντα χρόνια. Αυτό το τεφτέρι στάθηκε βάση για τα «Ματωμένα χώματα» κι αυτή ήταν η πρόκληση για τη Σωτηρίου: να διασώσει την μαρτυρία του Αξιώτη μετουσιώνοντάς τη σε έργο τέχνης.
Όπως αναφέρει η Σάσα Τσακίρη στη βιογραφία της Σωτηρίου («Από τον κήπο της Εδέμ στο καμίνι του αιώνα μας», Κέδρος), η τελευταία δούλεψε σκληρά και μεθοδικά. Μελέτησε αρχεία, διασταύρωσε στοιχεία, συμβουλεύτηκε στρατιωτικούς ώστε να μην περιέχει το γραπτό της ανακρίβειες κι έστησε σιγά-σιγά ένα μεγάλο επικό μυθιστόρημα, αρθρωμένο σε τέσσερα μέρη.
Στο πρώτο («Ειρηνική ζωή») ξεδιπλώνεται η σκληρή καθημερινότητα των Ελλήνων και των Τούρκων αγροτών στη Μικρά Ασία όπου, μέχρι να κηρυχτεί ο πόλεμος, ζούσαν αδελφωμένοι. Το δεύτερο («Αμελέ Ταμπούρια») εστιάζει στα βάσανα που πέρασε ο Αξιώτης φτάνοντας ως την Άγκυρα με τα διαβόητα Τάγματα Εργασίας, τ’ αποτελούμενα από άοπλους κι έτοιμους να λιποτακτήσουν χριστιανούς. Στο τρίτο μέρος («Ήρθαν οι Έλληνες») παρακολουθούμε τη θριαμβευτική απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη αλλά και το πώς θεριεύει το μίσος ανάμεσα στους δυο λαούς καθώς ο φόβος «αλλάζει κονάκι». Και το μυθιστόρημα καταλήγει στην «Καταστροφή», έχοντας φέρει στο φως τις θηριωδίες που έγιναν κι από τις δυο πλευρές, υπογραμμίζοντας διαρκώς το ρόλο που έπαιξαν στις εξελίξεις οι Μεγάλες Δυνάμεις και θέτοντας εύλογα ερωτήματα για τους κινδύνους κάθε μεγαλοϊδεατισμού.
Τα «Ματωμένα χώματα» με το αντιπολεμικό τους μήνυμα αγαπήθηκαν όσο λίγα μυθιστορήματα στην Ελλάδα. Στην Κύπρο μάλιστα, όπως διαπίστωσε η Σωτηρίου στα μέσα της δεκαετίας του ΄80, διδάσκονταν στη Γ΄ Γυμνασίου εν είδει αναγνωστικού. Την περίοδο της χούντας βέβαια η κυκλοφορία του βιβλίου απαγορεύτηκε αλλά με την μεταπολίτευση έγινε περιζήτητο.
Οι πωλήσεις του από το 1962 μέχρι σήμερα έχουν φτάσει τα 423.000 αντίτυπα και στις 107 επανεκδόσεις του θα προστεθεί φέτος ακόμα μία με σκληρό εξώφυλλο, συλλεκτική. Απ’ όλες δε τις χώρες στις οποίες εκδόθηκε –από τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ισπανία, ως τη Σερβία, τη Βουλγαρία, την Ουγγαρία ή την Εσθονία– τη μεγαλύτερη επιτυχία εξακολουθεί να σημειώνει στην Τουρκία, όπου πρωτοκυκλοφόρησε εν αγνοία της συγγραφέως στις αρχές του ΄70, χάρη στην πρωτοβουλία δημοκρατικών διανοουμένων οι οποίοι αντιμάχονταν τον εθνικισμό που καλλιεργούσε το στρατιωτικό καθεστώς. Η Διδώ Σωτηρίου το πληροφορήθηκε με καθυστέρηση μηνών, μέσω μιας επιστολής:
«Το βιβλίο σας το διάβασα μέσα σε δυο νύχτες, με χίλιες αναμνήσεις, χύνοντας δάκρυα και για τις δυο πλευρές. Σας συγχαίρω. Θα 'ρθω να σας βρω θέλοντας να σας αποδείξω πώς ζούνε ακόμα οι παλιοί Τούρκοι με τη γενναιοδωρία τους, τον αλτρουισμό και τη λεβεντιά τους» της έγραφε ο Τούρκος βιομήχανος και πρόεδρος τότε του Βιομηχανικού Επιμελητηρίου της Πόλης, Ερτογρούλ Σοϊσάλ.
Μερικά χρόνια αργότερα ο τουρκικός τύπος θα δημοσίευε και την παρακάτω είδηση: ότι ο πρωθυπουργός Ετσεβίτ καλούσε τον Ελία Καζάν να μεταφέρει τα «Ματωμένα χώματα» στο σινεμά. Αυτή η βολιδοσκόπηση ουδέποτε προχώρησε. Εκείνος που κατάφερε ν’ αποσπάσει τη συγκατάθεση της Σωτηρίου ήταν ο Κώστας Κουτσομύτης (1938-2016). Το σίριαλ όμως που προέκυψε και προβλήθηκε στον Alpha το 2008 προκάλεσε την οργή του κληρονόμου της συγγραφέα Νίκου Μπελογιάννη (1951-2020), ο οποίος στράφηκε δικαστικά ενάντια στο κανάλι, τον σκηνοθέτη και την εταιρεία παραγωγής, μιλώντας για «όργιο αθέμιτων επεμβάσεων στην ιστορία, τους ρόλους και τα γεγονότα του βιβλίου» που αλλοίωσαν το περιεχόμενο και το πνεύμα του. Μια υπόθεση που απασχολούσε τον Μπελογιάννη ως τις τελευταίες μέρες του…