Η ΛΟΥΙΖ ΓΚΛΙΚ είναι η μεγάλη Αμερικανίδα ποιήτρια της εποχής μας. Και το βιβλίο της «Αποδείξεις και Θεωρίες», που πρωτοκυκλοφόρησε στις ΗΠΑ το 1994, με δεκαέξι σύντομα δοκίμιά της για την εκπαίδευση και τη συνθήκη του ποιητή, για την ποίηση και τη λειτουργία της, για την ανάγνωση και τον αναγνώστη της ποίησης, μας βάζει βαθιά μέσα στο ποιητικό εργαστήριο της Γκλικ, κυρίως όμως σ’ έναν κόσμο συναισθήματος, ιδεών, ζωής, δύναμης, αδυναμίας, βεβαιότητας και αβεβαιότητας, θάρρους και σιωπής. Έτσι το βιβλίο υπερβαίνει το «στενό περιβάλλον» της ποίησης και διαβάζεται ως μια στοχαστική διαδρομή στη ζωή και στην τέχνη.
Μου κάνει μεγάλη εντύπωση ότι από την πρώτη κιόλας σελίδα, στο δοκίμιο με το οποίο ανοίγει η συλλογή και έχει τίτλο «Η εκπαίδευση του ποιητή», η Λουίζ Γκλικ διαχωρίζει τη λέξη «συγγραφέας» από τη λέξη «ποιητής». Η λέξη «συγγραφέας» παραπέμπει σε ένα επάγγελμα, γράφει, ενώ η λέξη «ποιητής» προσδιορίζει μια φιλοδοξία και, ακόμη, μια επιθυμία.
Είναι ωραίο που οι εκδόσεις Στερέωμα εκδίδουν τώρα αυτήν τη συλλογή δοκιμίων της Λουίζ Γκλικ στην καλή μετάφραση του Γιώργου Λαμπράκου, αφού έχουν ήδη εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές της (σε μετάφραση Χάρη Βλαβιανού), κι έτσι μπορούμε κάθε στιγμή να ανατρέχουμε στο δικό της ποιητικό σώμα, στη δική της ποιητική ύλη, δηλαδή στην παρουσία της.
Αυτό το γράφει πολύ ωραία η Γκλικ στο δοκίμιό της «Θάνατος και απουσία», κι ας ισχυρίζεται ότι δεν είναι καλή στην πρόζα: «Τα ποιήματα δεν αντέχουν ως αντικείμενα, αλλά ως παρουσίες. Όταν διαβάζεις κάτι αξιομνημόνευτο, απελευθερώνεις μια ανθρώπινη φωνή. Διαβάζω ποιήματα για να ακούσω αυτήν τη φωνή. Και γράφω για να μιλήσω σε όσους έχω ακούσει».
Η φιλοδοξία που μπορεί να έχει ένας ποιητής δεν αφήνει αδιάφορη τη Λουίζ Γκλικ. «Αυτό που συμμερίζομαι με τους φίλους μου είναι η φιλοδοξία. Αυτό για το οποίο διαφωνούμε είναι ο ορισμός της», γράφει.
Αυτό το βιβλίο της Γκλικ δεν διαβάζεται απνευστί. Προσωπικά, διάβαζα λίγες σελίδες ή ακόμη και δυο-τρεις φράσεις την ημέρα, καθώς έβρισκα σκέψεις που ίσως είχα κάνει κι εγώ, αλλά τώρα τις έβλεπα να έχουν σχήμα, να είναι χειροπιαστές.
Αν θέλω να κάνω μια παρομοίωση, θα έλεγα ότι τα δοκίμια της Γκλικ είναι σαν ένα υπέροχο λικέρ που θέλεις να το πίνεις λίγο-λίγο, για να μην τελειώσει. Διαβάζοντάς την, συνειδητοποιώ ότι αυτό που πραγματικά είσαι, αυτό που κάποιοι το λένε «κλίση», αυτό με το οποίο αισθανόμαστε ευτυχείς εκφράζεται στα πολύ πρώτα χρόνια της ζωής μας. Μετά η «κλίση» μπορεί να εμποδιστεί, να διαστραφεί, να κρυφτεί, ακόμη και να καταστραφεί από την οικογένεια και τις δικές της επιθυμίες, από το σχολείο, από χίλιους άλλους παράγοντες.
«Από τότε που στα τέσσερα ή πέντε ή έξι μου χρόνια άρχισα να διαβάζω ποιήματα, θεωρούσα τους ποιητές που διάβαζα συντρόφους μου, προγόνους μου ‒ εξαρχής προτιμούσα το απλούστερο δυνατό λεξιλόγιο. Αυτό που με συνάρπαζε ήταν οι δυνατότητες των συμφραζομένων», γράφει η Γκλικ.
Η κλίση της Λουίζ δεν εμποδίστηκε. Τόσο η μητέρα της όσο και ο επιχειρηματίας πατέρας της εκτιμούσαν τα δημιουργικά χαρίσματα. Μάλιστα ο πατέρας, το πρώτο αγόρι μιας οικογένειας Ούγγρων μεταναστών που γεννήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες, ήθελε να γίνει συγγραφέας. Δεν έγινε. Γιατί, όπως γράφει η Γκλικ, και ισχύει για πολλούς δημιουργικούς ανθρώπους, «εκείνο που είχε ανάγκη ο πατέρας μου για να επιβιώσει δεν ήταν το γράψιμο, ήταν η πίστη στις δυνατότητές του ‒ το γεγονός ότι επέλεξε να μη δοκιμάσει τις δυνατότητές του μπορεί να δείχνει σωστή κρίση και όχι εντελώς έλλειψη τόλμης».
Η Λουίζ Γκλικ συνάντησε, παρ’ όλα αυτά, εμπόδια στην εξέλιξη της κλίσης της. Πριν απ’ όλα, το εμπόδιο του θανάτου. Η πρώτη της αδελφή πέθανε πριν γεννηθεί η Λουίζ. Έτσι είχε την αίσθηση και κυρίως την αγωνία ότι, απέναντι στη μητέρα της, έπρεπε να αναπληρώνει τη χαμένη αδελφή της. Όταν τελείωνε το λύκειο πέρασε μέσα από την άβυσσο της νευρικής ανορεξίας. Είχε φτάσει 34 κιλά.
Ακολούθησαν επτά χρόνια ψυχανάλυσης, μέσα από την οποία βγήκε ζωντανή και κυρίως πλούσια σε μαθησιακές εμπειρίες και με τη γνώση των μηχανισμών έκφρασης. Το 1980 κάηκε ολοσχερώς το σπίτι της, έχασε όλον το προσωπικό και οικογενειακό (ήταν ήδη παντρεμένη και με ένα παιδί) υλικό κόσμο της. Και κατά καιρούς περνούσε το μαρτύριο της λευκής σελίδας. Αλλά η ποίησή της πάντοτε έβγαινε θριαμβεύτρια, όχι με μεγαλοστομία και ηρωισμό, αλλά με απλότητα.
«Ήθελα έναν ενεστώτα που να αναφέρεται σε κάτι πιο ρευστό από το αρχετυπικό παρόν». Και ως προς αυτό η Λουίζ Γκλικ καταθέτει μια σκέψη της, που είναι πολύ χρήσιμη στην καταθλιπτική, ακτιβιστική εποχή μας: «Η τέχνη δεν αποτελεί υπηρεσία. Ή, μάλλον, δεν υπηρετεί αξιόπιστα όλους τους ανθρώπους με έναν τυποποιημένπο τρόπο. Υπηρετεί το πνεύμα, από το οποίο αφαιρεί τη δυστυχία της αδράνειας».
Η φιλοδοξία που μπορεί να έχει ένας ποιητής δεν αφήνει αδιάφορη τη Λουίζ Γκλικ. «Αυτό που συμμερίζομαι με τους φίλους μου είναι η φιλοδοξία. Αυτό για το οποίο διαφωνούμε είναι ο ορισμός της», γράφει.
Για εκείνη η φιλοδοξία δεν είναι ένα βαρυφορτωμένο ποίημα, πλούσιο σε πληροφορίες. Είναι ένα ποίημα όπου υπάρχουν η έλλειψη, το ανείπωτο, η νύξη, η εύγλωττη, καλομελετημένη σιωπή. Θα ευχόταν να φτιαχτεί ένα ολόκληρο ποίημα με το λεξιλόγιο της σιωπής.
Βλέπει ότι το ανείπωτο είναι ανάλογο με το αθέατο, με αυτήν τη δύναμη που βγαίνει μέσα από τα ερείπια ή από έργα τέχνης που είναι κατεστραμμένα ή ανολοκλήρωτα. «Αγαπώ τον λευκό χώρο», γράφει, «αγαπώ την αποκαλυπτική παράλειψη, αγαπώ τα κενά, και βρίσκω παραδόξως καταθλιπτικό ό,τι μοιάζει να μην έχει παραλείψει τίποτα».
Η Λουίζ Γκλικ μας δείχνει επίσης τους δικούς της τρόπους που διαβάζει την ποίηση, που διαβάζει Σαίξπηρ, Ουίλιαμ Μπλέικ, Κιτς, Γέιτς, Έλιοτ, Πάουντ, Γουάλας Στίβενς, Ρίλκε, Έμιλι Ντίκινσον, Σίλβια Πλαθ και άλλους. Λέει κάτι υπέροχο: ότι αγαπάει τα ποιήματα από τα οποία δεν αισθάνεται αποκλεισμένη. «Όσα λέει ο Σαίξπηρ για τον βασιλιά, το παιδάκι που διαβάζει εκεί πέρα στη γωνιά νιώθει ότι ισχύουν για το ίδιο», γράφει. Πιστεύει ότι τα ποιήματα στα οποία συμμετέχουμε μας απαλλάσσουν από την ανάγκη να τα ξαναγράψουμε. Αλλά ταυτόχρονα ενθαρρύνουν την ορμή για σύνθεση.
Είναι πολύ ωραίο που η Λουίζ Γκλικ εκφράζει, με μια βαθιά απλότητα, αυτό που νιώθει όταν διαβάζει ποιητές. Γράφει, ας πούμε, για τον Έλιοτ: «Το να διαβάζω Έλιοτ για μένα σημαίνει να νιώθω την παρουσία της αβύσσου». Και για τον Ρίλκε: «Το να διαβάζω Ρίλκε σημαίνει να νιώθω πως υπάρχει ένα στρώμα κάτω από το παράθυρο».
Το δοκίμιο που έχει τίτλο «Το απαγορευμένο» είναι αποκαλυπτικό και συνταρακτικό. Γράφει για το πώς σήμερα η τέχνη δείχνει με τρομερή άνεση και επιδειξιομανία τις πληγές της, κάτι που παλιότερα θεωρούνταν απαγορευμένο ή βρισκόταν στην επικράτεια της «προσωπικής ντροπής». Δεν διαφωνεί με αυτό η Γκλικ. Διαφωνεί με το ότι η τέχνη αποσυνδέει το απαγορευμένο από κάθε τραγική συνδήλωση, από αυτήν τη γνήσια οδύνη, ενώ ταυτόχρονα αξιώνει το έργο της να έχει το κύρος μιας τραγωδίας. Είναι τόσο χρήσιμη αυτή η επισήμανση που έγινε το 1994 για την τέχνη του 2023.
Είχα την τύχη να ακούσω και να δω τη Λουίζ Γκλικ τον Μάιο του 2017 να απαγγέλλει στην αίθουσα Celeste Bartos Forum της Δημόσιας Βιβλιοθήκης της Νέας Υόρκης. Ποιήματα για οικογενειακές ιστορίες και οικογενειακές σχέσεις, απώλειες, χωρισμούς και αποχωρισμούς αλλά και ιστορίες για τις «τρύπες» έμπνευσης που είχε και που προσπαθούσε να τις γεμίσει διαβάζοντας αποκλειστικά καταλόγους κηπουρικής. Ανεπαίσθητο τρέμουλο, αργή, βραχνή και χαμηλή φωνή. Την είδα και την άκουσα σαν να ήταν πνεύμα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.